Ἡ ἐποχή μας εἶναι ἐποχὴ ἔντονων ἀντιθέσεων. Τέτοια ἀντίθεση καὶ μάλιστα πολὺ κτυπητὴ εἶναι τὸ ὅτι, ἐνῶ ὅλος ὁ κόσμος βρίσκεται σὲ κατάσταση βαθιᾶς οἰκονομικῆς κρίσεως, οἱ «Κροῖσοι», οἱ ἐξαιρετικὰ πλούσιοι ἄνθρωποι, οἱ μεγιστάνες τοῦ πλούτου, πληθαίνουν καὶ παράλληλα αὐξάνουν καὶ τὶς περιουσίες τους. Παρουσιάζεται δηλαδὴ τὸ φαινόμενο, παράλληλο μὲ αὐτὸ ποὺ στιγματίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας πρὸς τοὺς Κορινθίους: «Ὃς μὲν πεινᾷ, ὃς δὲ μεθύει» (Α΄ Κορ. ια΄ [11] 21)· ἄλλος μὲν φτωχότερος νὰ πεινᾶ, ἄλλος δὲ πλουσιότερος νὰ μεθάει ἔχοντας παραγεμισμένο τὸ στομάχι του.
Αὐτὸ συμβαίνει σήμερα. Ὑπάρχουν περιοχὲς τοῦ πλανήτη μας ὅπου ἡ πείνα θερίζει κυριολεκτικά, ἰδιαίτερα τὰ παιδιά, παρόμοια ὅμως φαινόμενα δὲν λείπουν καὶ ἀπὸ χῶρες τῆς ἀμερικανικῆς καὶ εὐρωπαϊκῆς ἠπείρου. Παράλληλα πληροφορούμαστε ὅτι «στὰ 29,7 τρισ. δολάρια ἀνέρχεται ὁ πλοῦτος τῶν 211.275 πλουσιότερων ἀνθρώπων τοῦ πλανήτη τὸ 2014, ἀριθμὸς ποὺ ἀποτελεῖ νέο ρεκόρ, σύμφωνα μὲ ἔρευνα τῆς ἑλβετικῆς τράπεζας UBS». Τὸ πιὸ ἐντυπωσιακὸ ὅμως εἶναι αὐτὸ ποὺ συμβαίνει στὴ χώρα μας, στὴν ὁποία τὰ τελευταῖα χρόνια οἱ φτωχοὶ αὐξήθηκαν κατακόρυφα, ἡ δὲ ἀνεργία ὑπερβαίνει τὸ 20% τοῦ πληθυσμοῦ. Ἡ στατιστικὴ λοιπὸν ἀναφέρει: «Ὁ πλοῦτος τῶν πλουσίων αὐξήθηκε καὶ στὴν Ἑλλάδα, ὅπου, παρὰ τὴν ὕφεση, 565 ἄτομα διαθέτουν περιουσία 70 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ἀξία αὐξημένη κατὰ 11,9% σὲ σύγκριση μὲ τὰ μεγέθη τοῦ 2013» («Οἰκονομικὴ Καθημερινὴ» 21-11-2014, σελ. 1, 26).
Ὁ Μέγας Βασίλειος διδάσκει ὅτι δύο εἶναι τὰ εἴδη τῶν πειρασμῶν: Ἢ οἱ θλίψεις βασανίζουν τὶς καρδιὲς ὅπως τὸ χρυσάφι στὸ καμίνι, ἐλέγχοντας διὰ τῆς ὑπομονῆς τὴν ἀκεραιότητά τους· ἢ πολλὲς φορὲς καὶ αὐτὴ ἡ ἀφθονία τῆς ζωῆς λειτουργεῖ ὡς δοκιμαστήριο γιὰ τοὺς περισσότερους. Διότι εἶναι ἐξίσου δυσκατόρθωτο νὰ διαφυλαχθεῖ ἡ ψυχὴ ἀνυποχώρητη στὶς δύσκολες περιστάσεις, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν ἀλαζονευθεῖ κάποιος ὅταν τὸν δοξάζουν γιὰ τὴν εὐημερία τῆς ζωῆς του.
Σήμερα οἱ φτωχοὶ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πείνα, τὴν ἀνέχεια, τὶς λοιμικὲς ἀρρώστιες ποὺ τοὺς μαστίζουν. Οἱ πλεονέκτες ὅμως μοχθοῦν, πονοῦν, τοὺς κατατρώγει ἡ μέριμνα, λειώνουν ἀπὸ τὴν ἀγωνία πῶς νὰ αὐξήσουν τὴν περιουσία τους καὶ ὄχι πῶς νὰ ἀνακουφίσουν τοὺς φτωχοὺς καὶ πεινασμένους. Εἶναι νὰ λυπᾶται κανεὶς καὶ νὰ ἐλεεινολογεῖ τοὺς πλουσίους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι οὐσιαστικὰ φτωχοὶ καὶ στερημένοι ἀπὸ κάθε ἀγαθό. Εἶναι φτωχοὶ ἀπὸ ἀγάπη, φτωχοὶ ἀπὸ φιλανθρωπία, φτωχοὶ ἀπὸ πίστη στὸ Θεό, φτωχοὶ ἀπὸ αἰώνια ἐλπίδα. Εἶναι φτωχοί, διότι ἀρνοῦνται, καὶ μάλιστα σὲ τέτοιους δύσκολους καιρούς, νὰ κάνουν συμμετόχους στὰ ἀγαθά τους τοὺς ἀδελφούς τους. Ἐκεῖνο ποὺ αὔριο ἴσως δὲν θὰ εἶναι στὰ χέρια τους – διότι ὁ πλοῦτος εἶναι δραπέτης, εἶναι ἄπιστος φίλος, ἀφοῦ σήμερα εἶναι «μετὰ σοῦ καὶ αὔριον κατὰ σοῦ» – ἂς τὸ δώσουν σήμερα σ’ αὐτὸν ποὺ στερεῖται. Ἡ χειρότερη μορφὴ πλεονεξίας καὶ σκληροκαρδίας εἶναι νὰ μὴ δίνει κάποιος σ’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶναι φευγαλέα, ἀσταθὴ καὶ φθειρόμενα.
Ὁ Μέγας Βασίλειος, ἀναφερόμενος στὸν ἄφρονα πλούσιο τῆς γνωστῆς Παραβολῆς, λέει ὅτι ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς δὲν τὸν κατέκρινε ἐξαρχῆς, ἀλλὰ τοῦ πρόσθετε στὸν ὑπάρχοντα πλοῦτο καὶ ἄλλον, μήπως τυχὸν τοῦ προκαλοῦσε κάποτε κορεσμὸ καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ βοηθοῦσε τὴν ψυχή του νὰ γίνει πιὸ κοινωνικὴ καὶ ἥμερη. Ὡστόσο ἡ ἀφροσύνη τοῦ πλουσίου καθιστοῦσε τὴν ψυχή του πιὸ σκληρὴ καὶ ἀπάνθρωπη. Ἔκανε ὁ δυστυχὴς δικά του αὐτὰ ποὺ τοῦ εἶχαν δοθεῖ γιὰ νὰ τὰ διαχειριστεῖ μὲ σύνεση.
Διότι ὁ Θεὸς δίνει τὸν πλοῦτο στοὺς πλουσίους γιὰ νὰ τὸν διαχειριστοῦν σωστά, κατὰ τρόπο θεοφιλή. Γιὰ νὰ λάβουν τὸν μισθὸ τῆς φιλανθρωπίας, τῆς καλοσύνης, τῆς καλῆς διαχειρίσεως καὶ νὰ τιμηθοῦν αἰώνια. Εἶναι θλιβερὸ ὅτι ὅσοι κατέχουν πλούτη καὶ δὲν ἀσκοῦν τὴ φιλανθρωπία στὸ συνάνθρωπό τους, δὲν ἀντιλαμβάνονται μιὰ στοιχειώδη ἀλήθεια ποὺ λέει: Λωποδύτης δὲν εἶναι μόνο ἐκεῖνος ποὺ ἀπογυμνώνει τὸν φτωχό, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ντύνει τὸν γυμνό, ἐνῶ μπορεῖ νὰ τὸ κάνει. Τὰ πλούτη ποὺ κρατεῖ ὁ πλούσιος, ἀνήκουν στὸν πεινασμένο, στὸ γυμνό, στὸν ἄρρωστο, στὸν πολύτεκνο, σ’ αὐτοὺς ποὺ τὰ χρειάζονται. Ἑπομένως ἀδικεῖ τόσους, ὅσους μποροῦσε νὰ εὐεργετήσει καὶ νὰ κάνει εὐτυχεῖς.
Τί ὡραιότερο καὶ τί πιὸ θεάρεστο, ἂν ἤθελαν οἱ σημερινοὶ «Κροῖσοι» ν’ ἀνοίξουν τὶς θύρες τῶν χρηματοκιβωτίων τους, ν’ ἀφήσουν νὰ τρέξει ὁ πλοῦτος τους στοὺς φτωχοὺς καὶ πένητες τῶν ἡμερῶν μας, στὶς χῆρες, τὰ ὀρφανά, τοὺς πεινασμένους… Ὅπως τὸ νερὸ ἑνὸς μεγάλου ποταμοῦ διοχετεύεται μὲ διάφορα κανάλια στὴ διψασμένη γῆ καὶ τὴ γονιμοποιεῖ, ἔτσι ἂς ἀφήσουν κι αὐτοὶ τὸν πλοῦτο τους νὰ διαμοιρασθεῖ στὶς οἰκογένειες τῶν φτωχῶν, γιὰ ν’ ἀνθίσει στὰ πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων τὸ χαμόγελο καὶ ν’ ἀκουσθοῦν δοξολογίες στὸ Θεό. Ἄλλωστε οἱ πλούσιοι ἂς θυμοῦνται καὶ τοῦτο: Τὰ πηγάδια ὅταν ἀντλοῦνται, δίνουν ἀφθονότερο νερό, ἐνῶ, ὅταν ἐγκαταλείπονται, σαπίζουν καὶ στερεύουν· ἔτσι καὶ ὁ πλοῦτος, ὅταν μένει στάσιμος, εἶναι ἄχρηστος, ἐνῶ, ὅταν σκορπίζεται στὰ χέρια τῶν φτωχῶν, καρποφορεῖ. Ἔχει ὡς καρπὸ τὸν ἔπαινο ἐκείνων ποὺ ἀνακουφίζονται, καὶ τὸν μισθὸ ἀπὸ τὸν δικαιοκρίτη Θεό.
Καὶ κάτι τελευταῖο. Τὸ δανειζόμαστε ἀπὸ τὴν ὁμιλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου στὸ ρητό· «Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω». Γράφει: Νὰ μιμεῖσαι τὴ γῆ, ἄνθρωπε· νὰ καρποφορήσεις ὅπως ἐκείνη. Ἐκείνη ἐκτρέφει τοὺς καρποὺς ὄχι γιὰ δική της ἀπόλαυση, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπηρετήσει ἐσένα. Ἐνῶ σὺ τὸν καρπὸ τῆς ἀγαθοεργίας σου τὸν συγκεντρώνεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου· διότι οἱ δωρεὲς τῶν ἀγαθῶν ἔργων ἐπιστρέφουν στοὺς δωρητές. Ἔδωσες στὸν πεινασμένο; Αὐτὸ ποὺ δόθηκε γίνεται δικό σου, καὶ μάλιστα ἐπανέρχεται ἐπαυξημένο. Ὅπως ἀκριβῶς τὸ σιτάρι, ὅταν πέσει στὴ γῆ, γίνεται κέρδος γιὰ τὸν σποριά, ἔτσι καὶ ὁ ἄρτος ποὺ κατατέθηκε στὸν πεινασμένο, ἀποδίδει ὕστερα μεγάλο κέρδος. Ἂς σοῦ γίνει λοιπὸν τὸ τέλος τῆς γεωργίας ἀρχὴ τῆς ἐπουρανίου σπορᾶς. Διότι λέγει: «Σπείρατε ἑαυτοῖς εἰς δικαιοσύνην, τρυγήσατε εἰς καρπὸν ζωῆς» (Ὡσ. ι΄ [10] 12)· σπείρετε γιὰ τὸ συμφέρον σας ἀληθινὴ θεοσέβεια καὶ κάθε ἀρετή, μὲ τὸν τρόπο δὲ αὐτὸ θὰ τρυγήσετε καρπὸ ζωῆς. Θὰ σὲ ὑποδεχθεῖ, φιλάνθρωπε, ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἄγγελοι θὰ σὲ ἐπευφημοῦν. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ κτίσεως κόσμου θὰ σὲ μακαρίζουν. Δόξα αἰώνια, στέφανος δικαιοσύνης, Βασιλεία τῶν οὐρανῶν θὰ εἶναι γιὰ σένα τὰ ἔπαθλα τῆς καλῆς διαχειρίσεως τῶν φθαρτῶν αὐτῶν πραγμάτων.