Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ

Σπου­δαί­α μορ­φή τῆς Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὁ Τι­μό­θε­ος. Ἡ γνω­ρι­μί­α του μέ τόν ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο, ἡ ἀ­φο­σί­ω­σή του στή νέ­α πί­στη, τήν πί­στη στόν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ, ὁ ἱεραποστολι­κός του ζῆ­λος γιά τήν ἐ­πι­κρά­τη­ση τῆς ἀ­λή­θειας, ἡ δρά­ση του ὡς ἐ­πι­σκό­που στή με­γά­λη πό­λη τῆς Ἐ­φέ­σου, τό μαρ­τυ­ρι­κό του τέ­λος συ­νι­στοῦν μί­α προ­σω­πι­κό­τη­τα ἄ­ξια με­λέ­της καί μι­μή­σε­ως.

Ὁ θεῖ­ος Παῦ­λος, τό σκεῦ­ος αὐ­τό τῆς ἐ­κλο­γῆς τοῦ Χρι­στοῦ, κα­τά τήν πρώ­τη πε­ρι­ο­δεί­α του ἐ­πι­σκέ­πτε­ται τή μι­κρή πό­λη τῆς Λυ­κα­ο­νί­ας τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας, τά Λύ­στρα. Ἦ­ταν ἄραγε τυ­χαί­α ἡ ἐ­πί­σκε­ψή του ἐ­κεί­νη; Κά­θε ἄλ­λο. Τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο τόν κα­τευ­θύ­νει πρός τά ἐ­κεῖ. Δέν εἶ­ναι μό­νο τά πλή­θη, πού πε­ρι­μέ­νουν νά ἀ­κού­σουν τή δι­δα­σκα­λί­α γιά τόν Ἰησοῦ Χρι­στό. Εἶ­ναι ἐ­κεῖ καί ἕ­να ἄν­θος, πού τό ἔ­χει προ­ο­ρί­σει ὁ Θε­ός νά εὐ­ω­διά­σει καί νά με­τα­δώ­σει στόν κό­σμο τήν εὐ­ω­δί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Εἶ­ναι ὁ Τι­μό­θε­ος. Παι­δί εἰ­δω­λο­λά­τρη πα­τέ­ρα, ἀλ­λά πο­λύ πι­στῆς Ἰ­ου­δαί­ας μη­τέ­ρας, τῆς Εὐ­νί­κης, ἀ­πό τά ἀ­πα­λά του χρό­νια ἦλ­θε σέ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μέ τό λό­γο τοῦ Θε­οῦ, τό νό­μο τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης. Μ’ αὐ­τόν καθημε­ρι­νό σύμ­βου­λο καί ὁ­δη­γό τόν ἀ­νέ­θρε­ψε ἡ Εὐ­νί­κη, ἀλ­λά καί ἡ μη­τέ­ρα της Λω­ί­δα. Καί ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ γε­μί­ζει τήν ὡ­ραί­α ψυ­χή τοῦ Τι­μο­θέ­ου, ἐ­νοι­κεῖ σ’ αὐ­τήν, κα­τά τήν ὡ­ραί­α ἔκ­φραση τοῦ Παύ­λου, καί τήν ἑ­τοι­μά­ζει γιά με­γά­λα ἔρ­γα καί ὑ­ψη­λή ἀ­πο­στο­λή. Πόση χα­ρά δέν θά δο­κί­μα­σε ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος, ὅ­ταν, πα­ρά τή νε­ό­τη­τα τῆς ἡλι­κί­ας τοῦ Τιμο­θέ­ου, δι­έ­κρι­νε, ὅ­τι δι­α­θέ­τει πολ­λά προ­σόν­τα γιά τό ἔρ­γο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου! Πό­σες προ­σευ­χές δέν θά ἔ­στει­λε στόν Κύ­ριο νά τόν δι­α­τή­ρη­σει καί νά τόν κα­τα­στή­σει ἱκανό νά γίνει συ­νερ­γός του!

Καί δέν δι­α­ψεύ­σθη­κε στίς ἐλ­πί­δες καί προσ­δο­κί­ες του. Ὁ Τι­μό­θε­ος ὅ­σο με­γα­λώ­νει, τό­σο καί δεί­χνει τίς πλού­σι­ες ἀ­ρε­τές, μέ τίς ὁ­ποῖ­ες εἶ­ναι στο­λι­σμέ­νος. Ἡ νέ­α πί­στη τόν ἔ­χει ὁλο­κλη­ρω­τι­κά πληρώσει. Εἶ­ναι ἕ­τοι­μος νά συγ­κα­κο­πα­θή­σει μέ τόν ­δά­σκα­λό του γιά τήν ἐ­πι­κρά­τη­σή της. Καί νά ὁ Παῦ­λος κα­τά τή δευ­τέ­ρα ἀ­πο­στο­λι­κή του πε­ρι­ο­δεί­α τόν παίρνει μα­ζί του. Δέν ἦ­ταν ἡ ἀ­πό­φα­σή του τυ­χαί­α. Ἦ­ταν ἀ­πο­τέ­λε­σμα προ­φη­τι­κῆς ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως, τήν ὁ­ποί­α ἐ­νήρ­γη­σε τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο, πού γνω­ρί­ζει τά βά­θη τῆς καρ­διᾶς τῶν ἀν­θρώ­πων. Πολύ σπουδαία εἶ­ναι ἡ σχε­τι­κή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Πνεύ­μα­τος. Στήν πρώ­τη ἐ­πι­στο­λή, τήν ὁ­ποί­α τοῦ ἔ­στει­λε ὁ θεῖ­ος Παῦ­λος ἀ­πό τή Ρώ­μη, τόν προ­τρέ­πει νά στρατεύ­ε­ται τήν κα­λή στρα­τεί­α καί νά μή ξε­χνᾶ ὅ­τι οἱ προ­φη­τεῖ­ες, πού λέ­χθη­καν γιά τόν Τι­μό­θε­ο, τόν ὁ­δή­γη­σαν νά τόν ἐ­κλέ­ξει συ­νερ­γά­τη του (Α΄ Τι­μόθ. α΄ 18). Κου­ρά­ζε­ται βεβαί­ως ὁ νε­α­ρός Τι­μό­θε­ος ἀ­πό τίς συ­νε­χεῖς με­τα­κι­νή­σεις καί τούς κό­πους τοῦ ἀ­πο­στο­λι­κοῦ ἔρ­γου. Δεί­χνει ὅ­μως σ’ ὅ­λα ἐ­ξαι­ρε­τι­κή αὐ­τα­πάρ­νη­ση, τήν ὁ­ποί­α ὁ δι­δά­σκα­λός του ση­μει­ώ­νει τό­σο εὔ­φη­μα στήν πρός Φι­λιπ­πη­σί­ους ἐ­πι­στο­λή του. Σάν τέ­κνο πού συ­νερ­γά­ζε­ται μέ τόν πα­τέ­ρα του δού­λευ­σε μα­ζί μου ὁ Τι­μό­θε­ος γιά τή δι­ά­δο­ση τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου (β΄ 22). Κα­τά τήν τρί­τη πε­ρι­ο­δεί­α του βρί­σκου­με τόν Τι­μό­θε­ο κον­τά στόν Παῦ­λο στήν Ἔ­φε­σο, καί ἀρ­γό­τε­ρα στήν Κό­ριν­θο καί στήν Τρω­ά­δα καί στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Καί ὅ­ταν ὁ πολυ­τα­λαι­πω­ρη­μέ­νος δι­δά­σκα­λος βρί­σκε­ται φυ­λα­κι­σμέ­νος στή Ρώ­μη, ὁ ἀ­φω­σι­ω­μέ­νος μα­θη­τής καί συ­νερ­γά­της του βρί­σκε­ται μα­ζί του. Κα­τά τήν τε­τάρ­τη πε­ρι­ο­δεί­α του ὁ Ἀπόστο­λος, ἐ­κτι­μών­τας τά με­γά­λα πνευ­μα­τι­κά καί δι­οι­κη­τι­κά προ­σόν­τα τοῦ Τι­μο­θέ­ου, τήν ἀ­ρε­τή του καί τήν σύ­νε­σή του, τόν ἐγ­κα­θι­στᾶ ἐ­πί­σκο­πο τῆς Ἐ­φέ­σου. Εἶ­ναι νέ­ος στήν ἡ­λι­κί­α. Καί ὅ­μως ὁ Ἀ­πό­στο­λος τόν κρί­νει ὥ­ρι­μο νά ποι­μά­νει τήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς τό­σο ὀ­νο­μα­στῆς πο­λυ­άν­θρω­πης πό­λε­ως, τῆς Ἐ­φέ­σου. «Μη­δείς σου τῆς νε­ό­τη­τος καταφρονείτω», τοῦ γρά­φει πά­λι στήν πρώ­τη του ἐ­πι­στο­λή (δ΄ 12). Πα­ρά τήν νε­ό­τη­τά του πα­ρου­σί­α­σε βί­ο φρο­νί­μου καί ἐ­νά­ρε­του γέ­ρον­τος, ὥ­στε κα­νείς νά μή κα­τα­φρο­νεῖ τή νε­ό­τη­τα τῆς ἡ­λι­κί­ας του. Καί πράγ­μα­τι. Μέ προ­θυ­μί­α ἐ­ξαι­ρε­τι­κή, μέ αὐ­τα­πάρ­νη­ση ἀ­πο­στο­λι­κή, μέ ζῆ­λο ἔν­θε­ο ποι­μαί­νει ὁ Τι­μό­θε­ος τήν με­γά­λη Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἐ­φέ­σου! Ἐ­κλέ­γει καί χει­ρο­το­νεῖ πρε­σβυ­τέ­ρους, κη­ρύτ­τει τό Εὐ­αγ­γέ­λιο, κα­τα­δει­κνύ­ει τό ψεῦ­δος τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας, κτί­ζει τό με­γα­λο­πρε­πές οἰ­κο­δό­μη­μα τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στε­ως. Κίν­δυ­νοι, διωγμοί, ἀν­τι­δρά­σεις χα­λυ­βδώ­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρο τήν πί­στη του καί τόν ὁ­πλί­ζουν μέ θάρ­ρος ἀ­πα­ρά­μιλ­λο γιά νά φέ­ρει σέ πέ­ρας τό ὑ­ψη­λό του ἔρ­γο. Οἱ ἐ­ξαι­ρε­τι­κά με­γά­λες κατακτή­σεις τῆς πί­στε­ως στήν Ἀ­σί­α εἶ­ναι ἀ­σφα­λῶς καρ­πός τῶν κό­πων καί τῶν ἀ­γώ­νων τοῦ Τι­μο­θέ­ου. Πό­σο χαί­ρε­ται ὁ Ἀ­πό­στο­λος, ὅ­ταν πλη­ρο­φο­ρεῖ­ται τήν ἐ­ξαι­ρε­τι­κή ἀπόδοση τοῦ μα­θη­τῆ!

Ἀλ­λά ὁ με­γά­λος ἀ­γω­νι­στής ἑ­τοι­μά­ζε­ται γιά τό μαρ­τύ­ριο. Θέ­λει ὅ­μως νά δεῖ γιά τε­λευ­ταί­α φο­ρά τόν ἄ­ξιο μα­θη­τή καί συ­νερ­γά­τη. Γι’ αὐ­τό τοῦ γρά­φει νά πά­ει στή Ρώ­μη νά τόν συναν­τή­σει. Ὁ Τι­μό­θε­ος σπεύ­δει νά ἐκ­πλη­ρώ­σει τήν ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ Παύ­λου. Πό­σο συγ­κι­νη­τι­κή εἰ­κό­να πα­ρου­σί­α­σαν οἱ δυ­ό στρα­τι­ῶ­τες τοῦ οὐ­ρα­νί­ου βα­σι­λέ­ως! Ὁ ἕ­νας ἕ­τοι­μος νά ἀν­τι­με­τω­πί­σει τό μαρ­τύ­ριο, ἀ­κα­τά­βλη­τος ἀ­γω­νι­στής καί στρα­τι­ώ­της, ὁ ἄλ­λος νέ­ος ἀ­κό­μη, ἀ­κμαῖ­ος, ἀλ­λά μέ τό­ση σύ­νε­ση, μέ τό­ση σο­φί­α, μέ τό­ση ἁ­γι­ό­τη­τα. Πό­σο θά σκίρτησε ἡ καρ­δί­α τοῦ ἀ­γω­νι­στή, ὅ­ταν εἶ­δε τόν συ­στρα­τι­ώ­τη κον­τά του! Μετά τό μαρ­τύ­ριο τοῦ Παύ­λου ὁ Τι­μό­θε­ος συ­νε­χί­ζει στήν Ἔ­φε­σο τό ὡ­ραῖ­ο ἔρ­γο του. Τό κή­ρυγ­μα ἔ­χει ἀρ­χί­σει νά ἀ­πο­δί­δει σπου­δαί­ους καρ­πούς. Ἀλ­λά καί ἡ εἰ­δω­λο­λα­τρί­α εἶ­ναι ἀ­κό­μη πο­λύ δυ­να­τή. Δέν μέ­νει μέ σταυ­ρω­μέ­να τά χέ­ρια. Εἶ­ναι τό ἔ­τος 97 μ.Χ. Αὐ­το­κρά­τωρ στή Ρώ­μη εἶ­ναι ὁ Δο­μι­τια­νός.

Στήν Ἔ­φε­σο οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες ἔ­χουν ὀρ­γα­νώ­σει θο­ρυ­βώ­δη ἑ­ορ­τή πρός τι­μή τῆς Ἀρ­τέ­μι­δος. Μέ­σα σ’ ὅ­λη τήν πό­λη ἐ­πι­δει­κτι­κά πε­ρι­φέ­ρον­ται κάποια εἴ­δω­λα. Τά ἔ­ξαλ­λα πλή­θη ἔχουν ἀ­να­στα­τω­θεῖ. Ἐ­κεῖ­νοι πού κρα­τοῦν τά εἴ­δω­λα, πέ­φτουν πά­νω στόν κό­σμο καί σκοτώνουν ὅ­σους μπο­ρέ­σουν. Δι­α­πράτ­τον­ται ὄρ­για. Ὁ Τι­μό­θε­ος γε­μά­τος ἀ­πό θεῖ­ο ζῆ­λο ζη­τᾶ καί συ­νι­στᾶ νά στα­μα­τή­σουν τίς ἐγ­κλη­μα­τι­κές πρά­ξεις. Ἄλλ ἐ­κεῖ­νοι ἐ­πι­τέ­θη­καν ἐ­ναν­τί­ον του καί μέ ξύ­λα καί ρό­πα­λα τόν ἄ­φη­σαν νε­κρό. Τέ­λος ἀν­τά­ξιο μιᾶς ζω­ῆς τε­λεί­ως ἀφι­ε­ρω­μέ­νης στόν Θε­ό. Ἡ μαρ­τυ­ρί­α τοῦ αἵ­μα­τος ἐ­πι­σφρα­γί­ζει τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ κη­ρύγ­μα­τος, στήν ὁ­ποί­α ὁ­λό­ψυ­χα ἀ­φο­σι­ώ­θη­κε. Οἱ Χρι­στια­νοί ἔ­κλα­ψαν τόν ἀ­νε­κτί­μη­το ἐ­πί­σκο­πό τους. Τό ἱ­ε­ρό του λεί­ψα­νο ἀρ­γό­τε­ρα με­ταφέρθηκε στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη καί κα­τα­τέ­θη­κε κά­­τω ἀ­πό τήν ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα τοῦ Να­οῦ τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων, μα­ζί μέ τά ἱ­ε­ρά λείψανα τῶν Ἀ­πο­στό­λων Ἀν­δρέ­ου καί Λου­κᾶ. Δί­πλα στό θρό­νο τοῦ Παν­το­κρά­το­ρος πού τώ­ρα βρί­σκε­ται, με­σι­τεύ­ει γιά ὅ­λους ἐ­κεί­νους πού ἀ­γω­νί­ζον­ται τόν ἔν­δο­ξο ἀ­γώ­να τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς καί τῆς δι­α­δό­σε­ως τῆς ἀ­λη­θεί­ας, γιά χά­ρη τῆς ὁ­ποί­ας τό­σο μό­χθη­σε καί θυ­σι­ά­σθη­κε.

 

  Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων» 

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου