ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (20/1)

Σήμερα 20/1/2016 εορτάζουν:

  • Όσιος Ευθύμιος ο Μέγας
  • Άγιος Ζαχαρίας ο Νεομάρτυρας εξ Άρτης
  • Άγιοι Βάσσος, Ευσέβιος, Ευτύχιος και Βασιλίδης
  • Άγιοι Ιννάς, Πιννάς και Ριμμάς
  • Άγιος Πέτρος ο μακάριος ο τελώνης
  • Άγιοι Θύρσος και Αγνή οι Μάρτυρες
  • Άγιος Λέων Μακέλλης ο Μέγας ο Θράξ
  • Αγία Άννα
  • Όσιοι Ευθύμιος ο Ησυχαστής και Λαυρέντιος ο Έγκλειστος
  • Άγιος Ευθύμιος Αρχιεπίσκοπος Τυρνόβου
  • Άγιος Ιωάννης ο Ιερομάρτυρας
  • Άγιος Θεόδωρος του Τόμσκ

 

O ΑΓΙΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ O ΜΕΓΑΣ

20. Agios-Euthimios-o-Megas

Ὁ ὅ­σιος Εὐ­θύ­μιος εἶ­ναι ὁ μέ­γας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας ἀ­σκη­τής καί συγ­χρό­νως Ἱ­ε­ρα­πό­στο­λος. Συν­δύ­α­σε ἄ­ρι­στα ζω­ή ἀ­σκή­σε­ως καί ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς. Ζω­ή ὀρ­θο­δό­ξου ἀ­γω­νι­στι­κό­τη­τος καί ἁ­γι­ό­τη­τος. Γι’ αὐ­τό καί ἔ­λαμ­ψε ὡς ἀ­στήρ πρώ­του με­γέ­θους στό στε­ρέ­ω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, αἰ­ώ­νιο πα­ρά­δειγ­μα ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κῆς προ­σφο­ρᾶς στόν Θε­ό.

1. Δῶ­ρο Θε­οῦ.

Στή Με­λι­τη­νή τῆς Ἀρ­με­νί­ας γεν­νή­θη­κε ὁ Εὐ­θύ­μιος τό ἔ­τος 377 μ.Χ. ἐ­πί αὐ­το­κρά­το­ρος Γρα­τια­νοῦ καί χα­ρα­κτη­ρί­σθη­κε ὡς δῶ­ρο Θε­οῦ. Δι­ό­τι ἡ γέν­νη­σή του ἦ­ταν καρ­πός μα­κρο­χρό­νιας καί θερ­μῆς προ­σευ­χῆς τῶν εὐ­σε­βῶν γο­νέ­ων τοῦ Παύ­λου καί Δι­ο­νυ­σί­ας, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἦ­ταν ἐ­πί ἔ­τη πολ­λά ἄ­τε­κνοι. Γιά τό λό­γο αὐ­τό, ὅ­ταν τόν ἀ­πέ­κτη­σαν, ἀ­πο­φά­σι­σαν νά τόν ἀ­φι­ε­ρώ­σουν μέ εὐ­γνω­μο­σύ­νη στόν Θε­ό, ὅ­πως ἔ­κα­νε πα­λι­ό­τε­ρα ἡ Ἄν­να γιά τόν γιό τῆς Σα­μου­ήλ. Ἔ­τσι ἡ πι­στή μη­τέ­ρα ἀ­φο­σι­ώ­θη­κε μέ ὅ­λη τή δύ­να­μη τῆς ψυ­χῆς της στήν ἀ­να­τρο­φή τοῦ παι­διοῦ της, γιά νά τοῦ δώ­σει ἀ­πό τήν πρώ­τη ἡ­λι­κί­α ἀ­γω­γή θρη­σκευ­τι­κή, μόρ­φω­ση χρι­στι­α­νι­κή. Καί ἡ φρον­τί­δα αὐ­τή ἐν­τά­θη­κε ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο, ὅ­ταν σέ ἡ­λι­κί­α μό­λις τρι­ῶν ἐ­τῶν ὁ Εὐ­θύ­μιος ἔ­χα­σε τόν πα­τέ­ρα του καί ἔ­μει­νε ὀρ­φα­νός.

Ἄν ὁ Θε­ός γιά λό­γους πού ἡ παν­σο­φί­α του γνω­ρί­ζει, στέ­ρη­σε τόν Εὐ­θύ­μιο ἀ­πό τήν πα­ρου­σί­α καί φρον­τί­δα τοῦ πα­τέ­ρα του, προ­νό­η­σε ὅ­μως νά ἀ­να­πλη­ρώ­σει τήν ἀ­που­σί­α τοῦ πα­τέ­ρα. Ἔ­τσι ὁ ὀρ­φα­νός Εὐ­θύ­μιος προ­στα­τεύ­θη­κε, ἀλ­λά καί ὁ ἱ­ε­ρός πό­θος τῶν εὐ­σε­βῶν γο­νέ­ων τοῦ πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε. O Ἐ­πί­σκο­πος δη­λα­δή τῆς Με­λι­τη­νῆς Εὐ­τρώ­ιος πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε ἀρ­γό­τε­ρα τήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ μι­κροῦ ὀρ­φα­νοῦ κι ἐ­πει­δή δι­έ­κρι­νε καί τά ἰ­δι­αί­τε­ρα πνευ­μα­τι­κά χα­ρί­σμα­τα τοῦ παι­διοῦ, τό ἀ­νέ­λα­βε ὑ­πό τήν προ­στα­σί­α του. Τό ἀ­νέ­θε­σε στούς δυ­ό ἔμ­πι­στους Ἀ­να­γνῶστες του, Ἀ­κά­κιο καί Συ­νό­διο, μέ τήν ἐν­το­λή νά φρον­τί­σουν αὐ­τοί ἐκ μέ­ρους του σ’ ὅ­λα γιά τόν Εὐ­θύ­μιο. Καί τόν ἀ­νέ­λα­βαν πράγ­μα­τι οἱ δυ­ό συ­νε­τοί παι­δα­γω­γοί μέ συ­ναί­σθη­ση τῆς εὐ­θύ­νης τους ἀ­πέ­ναν­τι στό παι­δί καί τό μέλ­λον του, ἀλ­λά καί ἀπέναν­τι στήν Ἐκ­κλη­σί­α.

Σέ δυ­ό κυ­ρί­ως το­μεῖς στρά­φη­κε ἡ φρον­τί­δα τῶν ἐ­κλε­κτῶν κη­δε­μό­νων: στήν ἐν Χρι­στῷ ἀ­γω­γή, τόν πνευ­μα­τι­κό δη­λα­δή κα­ταρ­τι­σμό τοῦ Εὐ­θυ­μί­ου, καί τήν θε­ο­λο­γι­κή καί ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μόρ­φω­σή του. Καί ἀν­τα­πο­κρί­θη­κε καί εὐ­δο­κί­μη­σε καί στά δυ­ό ὁ Ἅ­γιος, ὥ­στε καί θε­ο­λο­γι­κή μόρ­φω­ση ἀ­ξι­ό­λο­γη νά λά­βει καί ἁ­γι­ό­τη­τα βί­ου νά πα­ρου­σιά­σει. Σε­μνός, ἠ­θι­κός, συ­νε­τός, ὀρ­θό­δο­ξος στό φρό­νη­μα, θερ­μός στό ζῆ­λο, κλή­θη­κε νω­ρίς ἀ­πό τόν Ἐ­πί­σκο­πο καί χει­ρο­το­νή­θη­κε δι­α­δο­χι­κά δι­ά­κο­νος καί ἱ­ε­ρεύς. Ἡ ὅ­λη του ἀ­να­τρο­φή τόν ἀ­πέ­δει­ξε ἱ­κα­νό νά τοῦ ἀ­να­τε­θοῦν γρή­γο­ρα καί τά κα­θή­κον­τα τοῦ ἡ­γου­μέ­νου τῆς Μο­νῆς Με­λι­τη­νῆς, ἀλ­λά καί τοῦ Ἔ­ξαρ­χου ὅ­λων τῶν Μο­να­στη­ρι­ῶν τῆς πε­ρι­ο­χῆς.

Δό­θη­κε τό­τε εὐ­και­ρί­α στόν φι­λο­μα­θή ἡ­γού­με­νο καί στρά­φηκ­ε πε­ρισ­σό­τε­ρο στή με­λέ­τη, συμ­πλή­ρω­σε καί ἀ­νέ­πτυ­ξε τή θε­ο­λο­γι­κή του μόρ­φω­ση. Ἀλ­λά συγ­χρό­νως μέ τήν ἁ­γι­ό­τη­τα καί τήν δρα­στη­ρι­ό­τη­τά του ἀ­νέ­δει­ξε τή Μο­νή πνευ­μα­τι­κό φυ­τώ­ριο, κέν­τρο ψυ­χι­κοῦ ἀ­νε­φο­δια­σμοῦ καί δυ­νά­με­ως.

Σέ ὥ­ρι­μη ἡ­λι­κί­α, τό ἔ­τος 406, ἔρ­χε­ται στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, γιά νά προ­σκυ­νή­σει τούς Ἁ­γί­ους Τό­πους. Τούς τό­πους, ὅ­που ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς ἔ­ζη­σε ὡς ἄν­θρω­πος, δί­δα­ξε καί πέ­θα­νε γιά τή σω­τη­ρί­α τῶν ἀν­θρώ­πων. Τό ὅ­λο πε­ρι­βάλ­λον ἐ­δῶ τόν συγ­κί­νη­σε βα­θύ­τα­τα καί τόν εἵλ­κυ­σε. Μέ θερ­μό λοι­πόν πό­θο γιά τήν ἁ­γι­ό­τη­τα καί μέ ἀ­γά­πη πολ­λή γιά τήν ἄ­σκη­ση, κλεί­σθη­κε στό σπή­λαι­ο τοῦ ὁ­σί­ου Θε­ο­κτί­στου καί κον­τά στόν ἅ­γιο Γέ­ρον­τα ἀ­σκοῦν­ταν στίς μο­να­χι­κές ἀ­ρε­τές καί μά­λι­στα στήν ὑ­πα­κο­ή, τή με­λέ­τη καί αὐ­το­με­λέ­τη, τήν προ­σευ­χή. Ση­μει­ώ­νει ὁ ἱ­ε­ρός ὑ­μνω­δός:

«οὐκ ἔ­δω­κας ὕ­πνον σοῖς ὀ­φθαλ­μοῖς οὐ­δέ τοῖς βλε­φά­ροις σου νυ­σταγ­μόν ἕ­ως οὗ τήν ψυ­χήν καί τό σῶ­μα τῶν πα­θῶν ἠ­λευ­θέ­ρω­σας καί σε­αυ­τόν ἡ­τοί­μα­σας τοῦ Πνεύ­μα­τος κα­τα­γώ­γιον» (κα­τοι­κη­τή­ριον).

Ἦ­ταν μιά ἐ­σω­τε­ρι­κή πα­ρόρ­μη­ση πού τοῦ ἔ­βα­λε ὁ Θε­ός, γιά νά τόν ἑ­τοι­μά­σει γιά τήν μελ­λον­τι­κή του δρά­ση καί τήν πνευ­μα­τι­κή του ἀ­κτι­νο­βο­λί­α.

2. Μέ ὁρ­μη­τή­ριο τό ἀ­σκη­τή­ριο.

Ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε ὁ Εὐ­θύ­μιος στό ἀ­σκη­τή­ριό του καί ἀ­σκοῦν­ταν. Δέν ἄρ­γη­σαν ὅ­μως οἱ πι­στοί τῆς πε­ρι­ο­χῆς νά τόν γνω­ρί­σουν. Καί μέ τή γνω­ρι­μί­α τους αὐ­τή αἰ­σθάν­θη­καν τήν ἕλ­ξη τῆς λαμ­πρῆς του φυ­σι­ο­γνω­μί­ας, φυ­σι­ο­γνω­μί­ας κα­θα­ροῦ ὀρ­θο­δό­ξου βι­ώ­μα­τος, ἀ­σκή­σε­ως καί θερ­μοῦ ζή­λου γιά ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κή δρά­ση.

Συγ­κεν­τρώ­θη­σαν λοι­πόν σι­γά – σι­γά γύ­ρω του πολ­λοί, μέ τόν πό­θο νά κα­θο­δη­γη­θοῦν ἀ­π’ αὐ­τόν καί νά συ­νερ­γα­σθοῦν μα­ζί του γιά τή δι­ά­δο­ση τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας στίς γύ­ρω πε­ρι­ο­χές. Ἔ­τσι κα­τά τόν ἱ­ε­ρό ὑ­μνο­γρά­φο ὁ Εὐ­θύ­μιος «φε­ρω­νύ­μως ἔ­γι­νε εὐ­θυ­μί­α τῶν πι­στῶν» καί αὐ­τός πού ἦ­ταν καρ­πός στει­ρώ­σε­ως ἀ­πο­δεί­χθη­κε πο­λύ­γο­νος, δι­ό­τι «ἐκ τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ του σπέρ­μα­τος» γέ­μι­σε ἡ ἔ­ρη­μος ἀ­πό πλῆ­θος ἁ­γί­ων μο­να­στῶν.

Ἄρ­χι­σε τό­τε ὁ ἅ­γιος ἡ­γού­με­νος τό ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό ἔρ­γο του στίς γύ­ρω χῶ­ρες. Δι­ό­τι θε­ω­ροῦ­σε τά δυ­ό ἔρ­γα, ἄ­σκη­ση καί ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή, συν­δε­δε­μέ­να με­τα­ξύ τους ἀ­να­πό­σπα­στα, ἐ­φό­σον ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς, πού ἔ­δω­σε στούς μα­θη­τές του τήν ἐν­το­λή τοῦ ἁ­για­σμοῦ, ὁ ἴ­διος ἔ­δω­σε καί τήν ἐν­το­λή νά εὐ­αγ­γε­λί­ζον­ται στά ἔ­θνη. Ἐν­το­λή, τήν ὁ­ποί­α κα­τά γράμ­μα καί οἱ ἴ­διοι ἐ­φάρ­μο­σαν (Μάτθ. ε΄ 13 – 14, κη΄ 19, Μάρκ. ι­στ΄ 19 – 20), ἀλ­λά καί οἱ δι­ά­δο­χοί τους ἀ­πο­στο­λι­κοί καί λοι­ποί Πα­τέ­ρες. Συ­στη­μα­το­ποί­η­σε λοι­πόν ὁ Εὐ­θύ­μιος τήν ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κή του ἐρ­γα­σί­α ἰ­δι­αι­τέ­ρως στίς ἀ­ρα­βι­κές χῶ­ρες. Ἔ­στει­λε φω­τι­στές καί φω­τί­σθη­κε ἡ χώ­ρα μέ τό φῶς τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ κη­ρύγ­μα­τος. Πολ­λοί ἀ­πό τούς Ἄ­ρα­βες Σα­ρα­κη­νούς, πού δέ­χθη­καν τόν λό­γο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, πί­στευ­σαν στήν ἀ­λή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ, βα­πτί­σθη­καν καί ἔ­γι­ναν μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἔ­τσι τό ἀ­σκη­τή­ριο τῆς ἐ­ρή­μου ἀ­να­δεί­χθη­κε ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό κέν­τρο, πη­γή φω­τι­σμοῦ, μέ κα­τευ­θυν­τή­ριο νοῦ τόν ἔν­θε­ο ζη­λω­τή, τόν θερ­μουρ­γό ὅ­σιο Εὐ­θύ­μιο.

Ἦ­ταν ὅ­μως τό­τε καί ἐ­πο­χή πολ­λῶν αἱ­ρέ­σε­ων. Οἱ αἱ­ρε­τι­κοί ἐρ­γά­ζον­ταν μέ τρό­πο ὕ­που­λο καί μέ θρά­σος, κα­τόρ­θω­ναν μά­λι­στα μέ τήν δό­λια ψευ­δο­δι­δα­σκα­λί­α τους καί τή δι­α­στρο­φή τῶν Γρα­φῶν νά πα­ρα­πλα­νοῦν τούς ἁ­πλο­ϊ­κούς Ὀρ­θο­δό­ξους. Τό ὀ­λέ­θριο ἔρ­γο τους δέν ἄ­φη­νε σέ ἡ­συ­χί­α τόν Εὐ­θύ­μιο. Ἡ ψυ­χή του πο­νοῦ­σε καί δι­α­μαρ­τυ­ρό­ταν. Τό­τε ὁ Ὅ­σιος στρά­φη­κε μέ τή συ­νο­δεί­α του στή δι­α­φώ­τι­ση ὅ­σων πλα­νή­θη­καν καί στήν προ­φύ­λα­ξη τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων.

Καί πράγ­μα­τι ἡ δρα­στη­ρι­ό­τη­τά του, οἱ προ­σευ­χές του, ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ, ἔ­φε­ραν τό θαυ­μα­στό ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Εἶ­χε τήν ἐ­ξαι­ρε­τι­κή χα­ρά καί τήν ἱ­κα­νο­ποί­η­ση νά δεῖ πολ­λούς αἱ­ρε­τι­κούς, Νε­στο­ρια­νούς, Εὐ­τυ­χια­νούς, Μα­νι­χαί­ους, νά δι­α­φω­­τί­ζον­ται καί νά ἐ­πι­στρέ­φουν στήν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη. Με­τα­ξύ αὐ­τῶν ὁ Εὐ­θύ­μιος κα­τόρ­θω­σε νά ἀ­πο­σπά­σει καί τήν βα­σί­λισ­σα Εὐ­δο­κί­α, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­χε ἐμ­πλα­κεῖ στά δί­κτυ­α τῆς αἱ­ρέ­σε­ως τῶν μο­νο­φυ­σι­τῶν. Ἔ­κα­νε ἐν­τύ­πω­ση στή βα­σί­λισ­σα ἡ θε­ο­λο­γι­κή κα­τάρ­τι­ση τοῦ Ὁ­σί­ου, ἡ ὅ­λη του ἁ­γί­α φυ­σι­ο­γνω­μί­α. «Ἦν μέν τό ἦ­θος μέ­τριος (στόν χα­ρα­κτή­ρα με­τρι­ο­πα­θής), τόν τρό­πον πη­λούς, τό χρῶ­μα λευ­κός, τήν ἡ­λι­κί­αν εὐ­στα­λής (στό ἀ­νά­στη­μα εὐ­θυ­τε­νής) καί σε­μνός, πο­λιός (λευ­κός) τήν τρί­χα καί τήν ὑ­πή­νην (τά γέ­νεια του), μέ­χρι τῶν μη­ρῶν κα­θει­κώς (μα­κρό­τα­το).

Οἱ ἱ­ε­ροί Συ­να­ξα­ρι­στές δι­η­γοῦν­ται πλῆ­θος θαυ­μά­των, τά ὁποῖα ἐ­πι­τέ­λε­σε ὁ ὅ­σιος Εὐ­θύ­μιος καί μέ τά ὁ­ποῖα συ­νό­δευ­ε τή δι­δα­σκα­λί­α του καί τήν ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κή του δρά­ση. Καί ἀ­σθε­νεῖς θε­ρά­πευ­σε καί πει­να­σμέ­νους ἔ­θρε­ψε καί νε­ρό στούς ἀν­θρώ­πους ἔ­δω­σε μέ θαυ­μα­τουρ­γι­κή βρο­χή. «Καί ἰ­ά­σε­ων ὤ­φθη πη­γή καί δι­α­τρο­φή λι­μώτ­του­σι καί δι­ψών­των δι’ ἐ­πομ­βρί­ας».

Σέ πο­λύ βα­θειά γη­ρα­τειά, ἑ­κα­τον­τα­ε­ής πε­ρί­που, με­τά ἀ­πό πο­λυ­ε­τή ποι­κί­λη ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή δρά­ση ἀ­να­παύ­θη­κε ἐν Κυ­ρί­ῳ στίς 20 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου τοῦ 473 ἐ­πί Λέ­ον­τος Α΄ τοῦ Θρα­κός.

Ἔ­τσι ὁ Εὐ­θύ­μιος ἀ­πο­δεί­χθη­κε δυ­να­τός προ­βο­λεύς καί γλυ­κειά φω­νή τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας γιά τήν ὅ­λη πε­ρι­ο­χή, ὁ­δη­γός καί φω­τι­στής, θαυ­μα­τουρ­γός ἰα­τρός καί τρο­φο­δό­της, ὅ­σιος καί ἅ­γιος, μο­να­ζόν­των βα­κτη­ρί­α καί ἑ­δραί­ω­μα. Τά θαυ­μα­στά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα ἀ­σκή­σε­ως καί ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς, τά ὁ­ποῖ­α κα­τέ­γρα­ψε ἡ ἱ­στο­ρί­α καί θαυ­μά­ζουν οἱ αἰ­ῶ­νες, τόν ἀ­νέ­δει­ξαν «Μέ­γα». Θά μπο­ρού­σα­με καί μεῖς μα­ζί μέ τόν ἱ­ε­ρό ὑ­μνω­δό νά ψά­λου­με:

«Ὁ βί­ος σου, Παμ­μά­καρ, ἀγ­γε­λι­κός, ἡ ζω­ή σου, Θε­ό­φρον, ὑ­πέρ­λαμ­προς ἡ δέ ψυ­χή φω­το­ει­δε­στάτ­η· Θε­ο­ει­δής καί εὐ­σε­βής ἡ πί­στις σου θεί­ων γάρ δογ­μά­των ὑ­φη­γη­τής ἐ­γέ­νου, θε­ο­φό­ρε, καί κῆ­ρυξ ὀρ­θο­δό­ξου δι­δα­σκα­λί­ας ἐ­χρη­μά­τι­σας. Διό πύ­λη σοι οὐ­ρα­νῶν ἠ­νέ­ω­κται. Εἴ­σελ­θε εἰς τήν χα­ράν τοῦ Κυ­ρί­ου σου καί πρέ­σβευ­ε ὑ­πέρ ἡ­μῶν, ὅ­σι­ε Εὐ­θύ­μι­ε».

Στι­χη­ρόν Με­γά­λου Ἑ­σπε­ρι­νοῦ. Ἦ­χος α΄.

Πά­τερ Εὐ­θύ­μι­ε, καρ­πός ἔ­φυς μέν στει­ρώ­σε­ως, ἀλ­λ’ ὤ­φθης ὄν­τως πο­λύ­γο­νος,

ἐκ γάρ τοῦ σπέρ­μα­τος τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ σου Μο­να­στῶν πε­πλή­ρω­ται ἡ ἔ­ρη­μος,

ἡ πρίν ἀ­δι­ό­δευ­τος· καί νῦν ἱ­κέ­τευ­ε δω­ρη­θῆ­ναι ταῖς ψυ­χαῖς ἡ­μῶν τήν εἰ­ρή­νην καί τό μέ­γα ἔ­λε­ος.

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον. Ἦ­χος δ΄.

Εὐ­φραί­νου ἔ­ρη­μος ἡ οὐ τί­κτου­σα, εὐ­θύ­μη­σον ἡ οὐκ ὠ­δί­νου­σα·

ὅ­τι ἐ­πλή­θυ­νέ σοι τέ­κνα, ἀ­νήρ ἐ­πι­θυ­μι­ῶν τῶν τοῦ Πνεύ­μα­τος,

εὐ­σε­βείᾳ φυ­τεύ­σας, ἐγ­κρα­τείᾳ ἐκ­θρέ­ψας εἰς ἀ­ρε­τῶν τε­λει­ό­τη­τα.

Ταῖς αὐ­τοῦ ἱ­κε­σί­αις, Χρι­στέ ὁ Θε­ός, εἰ­ρή­νευ­σον τήν ζω­ήν ἡ­μῶν.

Ἀπό τό βιβλίο «Φωστῆρες Ὑπέρλαμπροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

 

 

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΖΑΧΑΡΙΑΣ Ο ΕΞ ΑΡΤΗΣ

Ὁ οὐ­ρα­νὸς τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας μας στά χρόνια τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας πλου­τί­στη­κε μὲ τὴ λάμ­ψη πλή­θους νε­ο­φα­νῶν ἀ­στέ­ρων. Πρό­κει­ται γιὰ τοὺς Νε­ο­μάρ­τυ­ρες. Οἱ ἅ­γι­ες αὐ­τὲς μορ­φές — κά­θε ἡ­λι­κί­ας καὶ ἐ­παγ­γέλ­μα­τος — προ­βάλ­λουν ἀ­πὸ κά­θε γω­νιὰ τῆς σκλα­βω­μέ­νης Πα­τρί­δος μας καὶ μὲ τὸ ἱ­λα­ρὸ φῶς τους κα­θο­δη­γοῦν μὲ ἀ­σφά­λεια τὰ βή­μα­τά μας σὲ δρό­μους αὐ­θεν­τι­κῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς.

῞Ε­νας τέ­τοι­οε ἀ­στέ­ρας – Νε­ο­μάρ­τυ­ρας ποὺ ἔ­ζη­σε στὰ μέ­σα τοῦ 17ου αἰ­ῶ­νος, εἶναι ὁ ἅ­γιος Νε­ο­μάρ­τυ­ρας Ζα­χα­ρί­ας ἀ­πὸ τὴν Ἄρ­τα, «τὸ τῆς Ἄρ­της καλ­λώ­πι­σμα καὶ ᾿Η­πε­ί­ρου τὸ κα­ύ­χη­μα». Ὁ Νε­ο­μάρ­τυς Ζα­χα­ρί­ας ὑ­πῆρ­ξε ἐ­πο­χή — κα­τὰ τὴν νε­α­νι­κή του ἡ­λι­κί­α — ποὺ ἔ­χα­σε τὸ πνευ­μα­τι­κό του φῶς. Πρό­δω­σε τὴν ἀ­λη­θι­νή του πί­στη. Ἔ­γι­νε ἐ­ξω­μό­της. ᾿Εγ­κα­τέ­λει­ψε τό­τε τὴν πα­τρί­δα του καὶ ἦλ­θε στὴν Πα­λαι­ὰ Πάτρα (τὴ ση­με­ρι­νὴ Πάτρα). Καὶ ἐ­κεῖ ἄ­νοι­ξε ἐρ­γα­στή­ριο γου­να­ρι­κῶν καὶ ἀ­σκοῦ­σε μὲ τι­μι­ό­τη­τα τὸ ἔρ­γο τοῦ γου­να­ρᾶ. Ὁ πα­νά­γα­θος ὅ­μως Θε­ὸς ­χά­ρι­σε στὸν ἐ­ξω­μό­τη δοῦ­λο του εὐ­και­ρί­α με­τα­νο­ί­ας. ῾Ως μέ­σο ­χρη­σι­μο­πο­ί­η­σε ἡ θε­ί­α Πρό­νοι­α τὸ ψυ­χω­φε­λὲς βι­βλί­ο «Ἁ­μαρ­τω­λῶν Σω­τη­ρί­α», ἕ­να ἀ­πὸ τὰ ­λί­γα πνευ­μα­τι­κὰ βι­βλί­α ποὺ κυ­κλο­φο­ροῦ­σαν τὴν ἐ­πο­χὴ ἐ­κε­ί­νη. Αὐ­τὸ λοι­πὸν τὸ βι­βλί­ο ὁ πρώ­ην Ζα­χα­ρί­ας καὶ τώ­ρα ἐ­ξω­μό­της Με­ε­μέ­της με­λε­τοῦ­σε κρυ­φά. Καὶ ἡ με­λέ­τη αὐ­τὴ τὸν ἀ­νέ­στη­σε. Ζήτησε ἐ­πί­μο­να ἀ­πὸ κά­ποι­ον φί­λο του νὰ τοῦ βρεῖ κάποιοιν «ἐ­νά­ρε­το πνευ­μα­τι­κό». Καὶ ἐ­κεῖ ὁ Ζα­χα­ρί­ας μὲ δά­κρυ­α κα­τέ­θε­σε «τὸ με­γά­λο του κρῖ­μα ἀλ­λὰ καὶ τὸν πό­θο ὁ­μο­λο­γί­ας καὶ ἐ­πα­νορ­θώ­σε­ως». Ὁ ἔμ­πει­ρος ὅ­μως Πνευ­μα­τι­κὸς ­δο­κί­μα­σε τὴ γνη­σι­ό­τη­τα τῆς ἀ­πο­φά­σε­ώς του μὲ εἰ­δι­κὴ ἄ­σκη­ση ὑ­πα­κο­ῆς σὲ κα­νό­να, τὸν ὁ­ποῖ­ο εὐ­χα­ρί­στως ­δέ­χθηκε.

Τώρα ἡ φλό­γα τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Ζα­χα­ρί­ου ἄ­να­ψε ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο καί — ὅ­πως ση­μει­ώ­νει ὁ αὐ­θεν­τι­κὸς βι­ο­γρά­φος του, ὁ ὅ­σιος Νι­κό­δη­μος — ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε μὲ ἐ­πι­μο­νὴ «νὰ θυ­σι­ά­σει καὶ δέ­κα ζω­ές (ἂν ἦ­ταν δυ­να­τὸν νὰ ἔ­χει) γιὰ τὸ ὄ­νο­μά του (τοῦ Χρι­στοῦ) τὸ Ἅ­γιον».

Τίποτε δὲν ἀ­νέ­κο­ψε τὴν γεν­να­ί­α του ἀ­πό­φα­ση. Οὔ­τε ἡ ἡ­λι­κί­α του ἀλ­λὰ οὔ­τε καὶ ὁ φό­βος τῶν σκλη­ρῶν βα­σα­νι­στη­ρί­ων, στὰ ὁ­ποῖ­α ὑ­πέ­βαλ­λαν τὴν ἐ­πο­χὴ ἐ­κε­ί­νη τοὺς πι­στοὺς οἱ Τουρ­καλ­βα­νοὶ τῆς Πε­λο­πον­νή­σου. «Ἔ­χω, ἔ­λε­γε, τό­ση δί­ψα γιὰ νὰ βα­σα­νι­στῶ γιὰ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ».

Λίγο πρὶν ἀ­να­χω­ρή­σει γιὰ τὴν γεν­να­ί­α του ὁ­μο­λο­γί­α, ἐ­ξομο­λο­γή­θη­κε καὶ πά­λι — ἀ­να­λυ­τι­κό­τε­ρα τώ­ρα — ὅ­λες τὶς ἁ­μαρ­τί­ες του, «ὄρ­θιος μὲ ­σταυ­ρω­μέ­να τὰ χέ­ρια καὶ μὲ κα­τά­νυ­ξη». Στὴ συ­νέ­χεια ὁ Συ­να­ξα­ρι­στὴς μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὅ­τι ὁ Πνευ­μα­τι­κός του τοῦ «ἀ­νέ­γνω­σε τίς συγ­χω­ρη­τι­κές εὐ­χές κα­τὰ τὴν τά­ξη τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας μας καὶ ἀφοῦ τόν μύ­ρωσε, τὸν ­κοι­νώ­νη­σε τὰ ἄ­χραν­τα Μυ­στή­ρια». Καὶ ἀ­φοῦ ἔ­κα­ναν με­τὰ μα­ζὶ Πα­ρά­κλη­ση στὴν ῾Υ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κο τὸν ­σφρά­γι­σε μὲ τὸ ση­μεῖ­ο τοῦ Σταυ­ροῦ καὶ τοῦ εἶ­πε νὰ μὴ μι­λή­σει ὑ­βρι­στι­κὰ γιὰ τὴν θρη­σκε­ί­α τῶν Το­ύρ­κων· ἀλ­λὰ «μὲ σύ­ντο­μα λό­για νὰ ἀρ­νη­θεῖ» τὴν πί­στη πρὸς τὸν Μω­ά­μεθ «καὶ νὰ ὁ­μο­λο­γή­σει ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι Χρι­στια­νός».

Κι ἔ­τσι ὁ­πλι­σμέ­νος ὁ ὑ­πο­ψή­φιος μάρ­τυρας μὲ δύ­να­μη καὶ θε­ί­α χά­ρη ἔ­τρε­ξε πρὸς τὸ κα­θῆ­κον τοῦ ἐ­ξα­γνι­σμοῦ του. Πού­λη­σε ἀ­μέ­σως ὅ­λα τὰ ὑ­πάρ­χον­τά του καὶ τὰ δι­α­μο­ί­ρα­σε σὲ πτω­χο­ύς. Κρά­τη­σε μό­νο ­λί­γα χρή­μα­τα καὶ ­πῆ­ρε τὸ «χα­ρατ­ζο­χάρ­τι», γιὰ νὰ λο­γι­σθεῖ καὶ πά­λι «ρα­γιᾶς», δη­λα­δὴ ῞Ελ­λη­νας ὀρ­θό­δο­ξος. Καὶ με­τὰ ἔ­τρε­ξε πρὸς τὸν Κρι­τή.

Κα­θὼς ­περ­νοῦ­σε τοὺς δρό­μους, ζη­τοῦ­σε συγ­γνώ­μη δη­μο­σί­ως ἀ­πὸ τοὺς Χρι­στια­νοὺς ποὺ ἔ­βλε­πε γύ­ρω του λέ­γον­τας· «Συγ­χω­ρή­σα­τέ μοι, ἀ­δελ­φοί μου, καὶ ὁ Θε­ὸς συγ­χω­ρή­σοι σας». Καί μπρο­στὰ στὸν Κρι­τὴ ὁ­μο­λό­γη­σε μὲ ἀ­φο­βί­α· «᾿Ε­γὼ δὲν ὀ­νο­μά­ζο­μαι πλέ­ον Με­ε­μέ­της· ἀλ­λὰ Ζα­χα­ρί­ας… ἦλ­θα ἐ­δῶ νὰ ἀρ­νη­θῶ τὴν πί­στη σας καὶ νὰ ἐν­δυ­θῶ τὸν Χρι­στό μου».

Μάταια ὁ Κρι­τὴς προ­σπά­θη­σε νὰ τὸν με­τα­πε­ί­σει… Τὸν ­θε­ώ­ρη­σε μά­λι­στα με­θυ­σμέ­νο… Σὲ εἰ­δι­κὴ σύ­να­ξη ἀ­γά­δων ἀ­πο­φά­σι­σαν νὰ τὸν φυ­λα­κί­σουν. Καὶ ἐ­κεῖ κα­θη­με­ρι­νὰ δε­χό­ταν ὁ Μάρτυς 3 φο­ρὲς σκλη­ροὺς ρα­βδι­σμο­ύς. Καὶ ὁ γεν­ναῖ­ος Ζα­χα­ρί­ας ἀ­σά­λευ­τος καὶ γε­μᾶ­τος χα­ρὰ ἔ­λε­γε· «Κύριε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στὲ Υἱ­ὲ τοῦ Θε­οῦ, ἐ­λέ­η­σόν με τὸν ἀρ­νη­τή σου καὶ βο­ή­θη­σέ με».

῞Ο­μως αὐ­τὸ τὸ ἦ­θος τοῦ Μάρτυρος ­προ­ξέ­νη­σε τὴν ἀ­γα­νά­κτη­ση τοῦ Μπου­λο­ύκ­μπα­ση (ἀρ­χη­γοῦ στρα­τι­ω­τι­κοῦ τμή­μα­τος). Καὶ μὲ ἐν­το­λή του ὁ δε­σμο­φύ­λα­κας ἦλ­θε στὸν Ζα­χα­ρί­α καὶ «­τέ­ντω­σε πο­λύ τά πόδια του στὸ ξύ­λο καὶ τά σκέλη του ­σχί­σθηκαν». Καὶ ὁ Μάρτυς κάνον­τας τὸ ση­μεῖ­ο τοῦ Σταυ­ροῦ καὶ λέ­γον­τας μὲ δυ­να­τὴ φω­νὴ «Κύριε, εἰς χεῖ­ράς σου πα­ρα­τί­θη­μι τὸ πνεῦ­μά μου» ἐ­τε­λει­ώ­θη. ῏Η­ταν τό­τε 20 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου τοῦ ἔ­τους 1782.

Ὁ Θε­ὸς ­δό­ξα­σε ἀ­μέ­σως τὸν Μάρτυρά Του. Ἄρ­ρη­τος εὐ­ω­δί­α ξε­χύ­θηκε ἀ­πὸ τὴ φυ­λα­κὴ τὴν ὥ­ρα ἐ­κε­ί­νη. Τὸ ἱ­ε­ρό του Λε­ί­ψα­νο οἱ βα­σα­νι­στές τὸ ἔ­συ­ραν βί­αι­α στοὺς δρό­μους τῆς Πα­λαι­ᾶς Πάτρας καὶ τὸ ἔρ­ρι­ψαν σὲ ἕ­να ξε­ρο­πή­γα­δο μα­ζὶ μὲ χώ­μα­τα καὶ χόρ­τα λέ­γον­τας «πὼς δὲν εἶ­ναι ἄ­ξιο τα­φῆς, ἐ­πει­δὴ ἐ­νέ­παι­ξε καὶ τίς δύ­ο θρη­σκεῖες».

Ὁ μαρ­τυ­ρι­κὸς θά­να­τος τοῦ Ζα­χα­ρί­ου συγ­κί­νη­σε πο­λύ. Οἱ εὐ­λα­βεῖς Χρι­στια­νοὶ συμ­πο­λῖ­τες του ἀ­πὸ τὴν Ἄρ­τα ἀ­νέ­γει­ραν τὸ 1989-1990 «στὸν πε­ρι­βάλ­λον­τα χῶ­ρο τῆς Μο­νῆς τῆς Κάτω Πα­να­γιᾶς» μὲ ἔμ­πνευ­ση τῆς ὁ­σι­ω­τά­της κα­θη­γου­μέ­νης Ἁ­γνῆς μο­να­χῆς ἕναν κομ­ψὸ καὶ πε­ρι­καλ­λῆ βυ­ζαν­τι­νὸ ἱ­ε­ρὸ να­ὸ τοῦ Νε­ο­μάρ­τυ­ρος. Καὶ μὲ λαμ­πρό­τη­τα τὸν πα­νη­γυ­ρί­ζουν στὴν μνή­μη του πλή­θη εὐ­σε­βοῦς λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ.

Καὶ ὅ­λοι δι­δα­σκό­μα­στε ἀ­πὸ τὴ ζω­ὴ τοῦ Ἁ­γί­ου πὼς ὁ δρό­μος πρὸς τὴν ἁ­γι­ό­τη­τα περ­νᾶ μέ­σα ἀ­πὸ τὰ δά­κρυ­α τῆς γνη­σί­ας με­τα­νο­ί­ας. ῾Η με­τά­νοι­α καλ­λι­τε­χνεῖ ἁ­γί­ους Μάρτυρες. Δι­κα­ί­ως ὁ ὑ­μνο­γρά­φος τὸν ὑ­μνεῖ· «Με­τα­νο­ί­ας τοῖς δά­κρυ­σι, πά­λιν ἀ­νε­κτή­σω, θη­σαυ­ρὸν τὸν τί­μιον τῆς θε­ί­ας πί­στε­ως». «Με­τα­νο­ή­σας εἰ­λι­κρι­νῶς, ὡς ὁ Πέτρος ὁ κο­ρυ­φαῖ­ος τῶν Μα­θη­τῶν πρὸς μαρ­τυ­ρι­κοὺς ἀ­πο­δυ­σά­με­νος ἀ­γῶ­νας πε­ρι­φα­νῶς ἠ­γω­νί­σω ὑ­πὲρ Χρι­στοῦ!…». Μάρ­τυς τοῦ Χρι­στοῦ Ζα­χα­ρί­α, πρέ­σβευ­ε ὑ­πὲρ ἡ­μῶν.

Ἀ­πό τό πε­ρι­ο­δι­κό «Ο ΣΩΤΗΡ»

 

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΕΥΣΕΒΙΟΣ

Συγ­κλη­τι­κός ἦ­ταν ὁ Εὐσέ­βιος. Μέ­λος δη­λα­δή τῆς πε­ρί­φη­μης ρω­μα­ϊ­κῆς Συγ­κλή­του, πού ἦ­ταν τό ἀ­νώ­τε­ρο νο­μο­θε­τι­κό σῶ­μα τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Ἄν­θρω­πος, πού κα­τεῖ­χε ὑ­ψη­λή καί πε­ρί­βλε­πτη, ὅ­σο καί πε­ρί­ζη­λη θέ­ση κον­τά στόν αὐ­το­κρά­το­ρα τῶν Ρω­μαί­ων. Αὐ­το­κρά­τωρ τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη ἦ­ταν ὁ Δι­ο­κλη­τια­νός (284 – 304). Καί συγ­χρό­νως ὁ Εὐσέ­βιος ἦ­ταν μορ­φω­μέ­νος καί πλού­σιος, ὅ­πως συ­νή­θως οἱ συγ­κλη­τι­κοί. Βε­βαί­ως ἦ­ταν εἰ­δω­λο­λά­τρης. Εἰ­δω­λο­λά­τρης μέ ἐμ­μο­νή καί ζῆ­λο γιά τήν θρη­σκεί­α του, τήν ὁ­ποί­α καί ὡς ἄ­το­μο καί ὡς μέ­λος τῆς Συγ­κλή­του ὑ­πο­στή­ρι­ζε, ὅ­που κι ἄν βρι­σκό­ταν.

Ὅ­μως κα­λο­προ­αί­ρε­τη ψυ­χή. Καί τίς κα­λο­προ­αί­ρε­τες καί εἰ­λι­κρι­νεῖς ψυ­χές τίς ἑλ­κύ­ει ὁ Μα­γνή­της, πού λέ­γε­ται Χρι­στός καί ἀ­λή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ. Κι ἐ­νῶ ὁ αὐ­το­κρά­τωρ δί­ω­κε τούς πι­στούς τοῦ Χρι­στοῦ, ἐ­νῶ βα­σά­νι­ζε τούς Χρι­στια­νούς, ἡ κα­λο­δι­ά­θε­τη ψυ­χή τοῦ συγ­κλη­τι­κοῦ Εὐ­σε­βί­ου ἔ­κλι­νε πρός τήν χρι­στι­α­νι­κή εὐ­σέ­βεια. Πε­ρί­ερ­γος μέ τήν κα­λή πε­ρι­έρ­γεια καί μέ τό ἐν­δι­α­φέ­ρον πού χα­ρα­κτη­ρί­ζει τίς εὐ­γε­νεῖς ψυ­χές, θέ­λη­σε νά πλη­ρο­φο­ρη­θεῖ τί εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο πού κά­νει τούς Χρι­στια­νούς μέ τό­σο πεῖ­σμα, στα­θε­ρό­τη­τα δη­λα­δή, νά ἐ­πι­μέ­νουν στήν πί­στη τους, πί­στη σ’ ἕ­να σταυ­ρω­μέ­νο Ἑ­βραῖ­ο Ἰ­η­σοῦ. Καί τό ἐν­δι­α­φέ­ρον του δέν ἄρ­γη­σε νά ἱ­κα­νο­ποι­η­θεῖ. Βρέ­θη­καν ἄν­θρω­ποι, οἱ ὁ­ποῖ­οι τοῦ ἐ­ξή­γη­σαν. Τοῦ ἀ­νέ­λυ­σαν τήν ἀ­βυσ­σώ­δη δι­α­φο­ρά πού ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα στή θρη­σκεί­α τοῦ Χρι­στοῦ καί στήν εἰ­δω­λο­λα­τρι­κή. Τοῦ εἶ­παν, ὅ­τι ὁ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νος Ἰ­η­σοῦς εἶ­ναι ὁ ἐ­ναν­θρω­πή­σας Θε­ός, πού σώ­ζει, πού με­τα­βάλ­λει ψυ­χές, πού ἀλ­λά­ζει κοι­νω­νί­ες, πού κά­νει και­νά τά πάν­τα (Ἀ­ποκ. κα΄ 5). Καί αὐ­τός «ὡς παι­δί­ον ἄ­κα­κον», ἁ­πλός στήν ψυ­χή, τά δέ­χθη­κε, πί­στευ­σε καί κα­τε­νύ­γη. Ἄλ­λω­στε ἔ­βλε­πε κα­θη­με­ρι­νά στή ζω­ή του καί τό ἔρ­γο του τή δι­α­φο­ρά ζω­ῆς καί συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς εἰ­δω­λο­λα­τρῶν καί Χρι­στια­νῶν. Μπο­ροῦ­σε καί μό­νος του νά πι­στο­ποι­ή­σει τό πῶς ἀ­να­γεν­νᾶ τούς ἀν­θρώ­πους ἡ πί­στη τοῦ Χρι­στοῦ.

Μέ­χρι πού ἦλ­θε τό ἄλ­λο συγ­κλο­νι­στι­κό γι’ αὐ­τόν γε­γο­νός: Τό μαρ­τύ­ριο τοῦ Ἐ­πι­σκό­που Θε­ο­πέμ­πτου. Εἶ­δε τόν Ἐ­πί­σκο­πο τῶν Χρι­στια­νῶν νά συλ­λαμ­βά­νε­ται, νά ὁ­δη­γεῖ­ται στόν αὐ­το­κρά­το­ρα καί ἀ­πτό­η­τος νά κρα­τᾶ καί νά ὁ­μο­λο­γεῖ τήν πί­στη του. Εἶ­δε νά πο­τί­ζουν τόν Μάρ­τυ­ρα μέ δη­λη­τή­ριο, εἶ­δε νά τόν βά­ζουν στόν κλί­βα­νο νά κα­εῖ, καί ὅ­μως καί ἀ­πό τό δη­λη­τή­ριο καί ἀ­πό τή φω­τιά αὐ­τός νά μέ­νει ἀ­πρό­σβλη­τος καί ἄ­βλα­βης καί μέ χα­ρά νά ὑ­μνεῖ τόν Κύ­ριο καί Θε­ό του. Εἶ­δε ἀ­κό­μη, με­τά τή θαυ­μα­τουρ­γι­κή δι­ά­σω­ση τοῦ Ἐ­πι­σκό­που, τόν ἴ­διο τόν δή­μιο, πού τόν πό­τι­σε μέ τό φαρ­μά­κι, νά συγ­κι­νεῖ­ται καί νά προ­σχω­ρεῖ, τήν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου, στόν Χρι­στό καί τε­λι­κά ὁ Ἐ­πί­σκο­πος καί ὁ δή­μιος νά πε­θαί­νουν ἀ­δελ­φω­μέ­νοι γιά τόν Χρι­στό. Εἶ­δε ὁ Εὐ­σέ­βιος τό θαῦ­μα καί πα­ρα­δό­θη­κε. Τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο τόν ἐ­πι­σκί­α­σε. Καί ὁ Ἱ­ε­ρός Μα­γνή­της τόν εἵλ­κυ­σε. Καί πα­ρα­δό­θη­κε στόν Χρι­στό, γιά νά γί­νει δι­κός του πλέ­ον. Χω­ρίς καμ­μί­α ἐ­πι­φύ­λα­ξη. Καί μά­λι­στα θερ­μός πι­στός, ἐν­θου­σι­ώ­δης, ὁ­μο­λο­γη­τής τῆς ἀ­λη­θεί­ας, ὅ­πως ὁ ἴ­διος τήν εἶ­δε καί τήν ψη­λά­φη­σε.

Ὅ­μως δέν ἄρ­γη­σε νά γί­νει ἀν­τι­λη­πτός, αὐ­τός καί οἱ ἀλ­λοι δυ­ό μα­ζί του συγ­κλη­τι­κοί (Εὐ­τύ­χιος καί Βα­σι­λεί­δης), πού πί­στευ­σαν. Ἔ­γι­ναν ἀν­τι­λη­πτοί καί χω­ρίς πολ­λές δι­α­δι­κα­σί­ες καί χω­ρίς καμ­μί­α ἀ­να­βο­λή τούς κα­τα­δί­κα­σαν. Ὑ­πῆρ­χε ἄλ­λω­στε κίν­δυ­νος καί ἄλ­λοι νά ἐ­πη­ρε­α­σθοῦν ἀ­πό τήν πί­στη τους καί τή θαρ­ρα­λέ­α ὁ­μο­λο­γί­α. Σέ εἰ­δι­κή λοι­πόν συγ­κέν­τρω­ση συγ­κλη­τι­κῶν καί ἄλ­λων ἐ­πι­σή­μων, ὅ­πως καί πλῆ­θος κό­σμου, γιά νά τούς ἐ­ξευ­τε­λί­σουν, τούς ἀ­φαί­ρε­σαν μέ ἐν­τυ­πω­σια­κό τρό­πο τίς ἐ­πί­ση­μες ζῶ­νες τους, πού ἦταν τό ἔμ­βλη­μα τοῦ ἀ­ξι­ώ­μα­τός τους, καί τούς κα­θαί­ρε­σαν ἀ­πό τό συγ­κλη­τι­κό ἀ­ξί­ω­μα. Βε­βαί­ως δέν πε­ρι­ο­ρί­σθη­καν μέ­χρις ἐ­δῶ. Στή συ­νέ­χεια τόν Εὐ­σέ­βιο καί τούς ἄλ­λους δυ­ό μα­ζί του, τούς κρέ­μα­σαν ψη­λά μέ τό κε­φά­λι τους κά­τω. Κάποια στιγμή κά­ποι­ος ἀ­πό τούς πε­πει­ρα­μέ­νους καί σκλη­ρούς δη­μί­ους, «χεί­ρι­στος τῶν φο­νι­κῶν ἀν­τι­κει­μέ­νων»  κτύ­πη­σε τόν Εὐσέβιο μέ τσεκούρι στή μέ­ση καί ἔ­σχι­σε στά δυ­ό τό σῶ­μα του. Καί ὁ Εὑσέβιος «θέ­α­τρον γε­νό­με­νος Ἀγ­γέ­λοις καί ἀν­θρώ­ποις, τόν τῆς νί­κης στέ­φα­νον πα­ρά Χρι­στοῦ ἐ­κο­μί­σα­το». Ἀ­πό τήν ἐ­πί­ση­μη καί ἐ­πί­ζη­λη θέ­ση τοῦ συγ­κλη­τι­κοῦ με­τα­φέρ­θη­κε μέ τι­μές καί δάφ­νες στόν πα­νέν­δο­ξο θρό­νο τοῦ Παμ­βα­σι­λέ­ως Χρι­στοῦ, γιά νά πα­ρα­μέ­νει ἐ­κεῖ δο­ξα­ζό­με­νος αἰ­ω­νί­ως.

Κά­νει ἐν­τύ­πω­ση ἡ θαυ­μα­στή με­τα­στρο­φή τοῦ συγ­κλη­τι­κοῦ Εὐ­σε­βίου; Εἶ­ναι ἀ­πο­τέ­λε­σμα βε­βαί­ως τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ καί τῆς φρον­τί­δος του γιά κά­θε κα­λο­προ­αί­ρε­τη ψυ­χή. Εἶ­ναι ἀ­πο­τέ­λε­σμα ὅ­μως καί τοῦ κα­λοῦ πα­ρα­δείγ­μα­τος τῶν Χρι­στια­νῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι μέ τή ζω­ή τους τόν ἐν­τυ­πω­σί­α­σαν, ὅ­πως καί μέ τό μαρ­τύ­ριό του ὁ ἅ­γιος Ἐ­πί­σκο­πος Θε­ό­πεμ­πτος.

Πό­σο μεγάλη σημασία, ἀ­λή­θεια, ἔ­χει τό πα­ρά­δειγ­μα τῶν Χρι­στια­νῶν μέ­σα στήν κοι­νω­νί­α, πάν­το­τε μέν, ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὅ­μως σέ ὧ­ρες δο­κι­μα­σί­ας καί θλί­ψε­ως, ὅ­πως ἦ­ταν ἡ ὥ­ρα τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου τοῦ Ἐ­πι­σκό­που! Ὤ, ἐ­άν ὅ­λοι οἱ Χρι­στια­νοί ἔ­δει­χναν τέ­τοι­ο πα­ρά­δειγ­μα παν­τοῦ καί πάν­το­τε! Θά ἦ­ταν φῶ­τα, πού θά κα­λοῦ­σαν πρός τό Φῶς, καί θά ἔρ­χον­ταν τό­τε πολ­λοί πρός τό Φῶς, νά τό χα­ροῦν καί νά τό ζή­σουν!

Ἀπό τό βιβλίο «Ἄνθοι τοῦ Παραδείσου»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη