ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (21/1)

Σήμερα 21/1/2016 εορτάζουν:

  • Όσιος Μάξιμος ο Ομολογιτής
  • Άγιος Νεόφυτος ο Μάρτυρας
  • Αγία Αγνή
  • Άγιος Μάξιμος ο Γραικός
  • Όσιος Ζώσιμος επίσκοπος Συρακουσών
  • Άγιοι Ευγένιος, Ουαλεριανός, Κάνδιδος και Ακύλας οι εκ Τραπεζούντας
  • Σύναξη της Αγίας Ειρήνης
  • Άγιοι Τέσσερις Μάρτυρες
  • Όσιος Νεόφυτος Προσμονάριος της Μονής Βατοπαιδίου
  • Άγιος Αναστάσιος ο Μάρτυρας
  • Άγιος Πάτροκλος
  • Άγιοι Πάντες Μάρτυρες από του Πρωτομάρτυρα Στέφανου μέχρι σήμερα
  • Όσιος Απολλώνιος ο Αναχωρητής
  • Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της Παραμυθίας
  • Άγιοι Γαβριήλ και Σιώνιος οι Μάρτυρες
  • Όσιος Τίμων εκ Ρωσίας

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

21.-Agios-Maximos

Γεν­ναῖ­ος πρό­μα­χος τῆς Ὀρ­θο­δο­ξίας. Ἥ­ρωας ἀ­κα­τά­βλη­τος. Ἀ­γω­νι­στής, πού δέν ἀ­πο­σύ­ρε­ται ἀ­πό τό πε­δί­ο τῆς μά­χης πα­ρά μόνο μέ τόν θά­να­το. Τέτοιος ἦ­ταν ὁ ἅ­γιος Μά­ξι­μος ὁ ὁ­μο­λο­γη­τής. Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή φυ­σι­ο­γνω­μί­α ἐ­ξαί­ρε­τη, πού ἐ­πί δε­κα­τρεῖς τώ­ρα αἰ­ῶ­νες ­σάν φω­τει­νή στή­λη φω­τί­ζει τόν οὐ­ρα­νό τῆς Ὀρ­θο­δο­ξίας.

Στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, τήν με­γά­λη πρω­τεύ­ου­σα τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, γεν­νή­θηκε καί ἔζη­σε ὁ Μά­ξι­μος. Ἡ κα­τα­γω­γή του ἀ­πό οἰ­κο­γέ­νεια ὑ­ψη­λῆς κοι­νω­νι­κῆς τά­ξε­ως. Ἡ μόρ­φω­σή του σπα­νί­α. Οἱ ἱ­κα­νό­τη­τές του σπου­δαῖες. Τά τά­λαν­τά του ζη­λευ­τά. Πάρα πολύ νωρίς διακρί­θηκε γιά τίς με­γά­λες του ἀ­ρε­τές καί τήν εὐ­στρο­φί­α τοῦ πνεύ­μα­τός του. Οἱ σύμ­βου­λοι τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος δι­έ­κρι­ναν νωρίς τά με­γά­λα του χα­ρί­σμα­τα. Καί ὁ Μά­ξι­μος, ὁ εὐ­γε­νής καί εὐ­παί­δευ­τος νέ­ος, κα­τέ­λα­βε σπου­δαί­α θέ­ση στά ἀ­νά­κτο­­ρα. Ὁ αὐ­το­κρά­τωρ Κών­στας, πα­τέρας τοῦ Κων­σταν­τί­νου τοῦ Πω­γω­νά­του, ὁ ὁ­ποῖ­ος βα­σί­λευ­σε ἀ­πό τό 641 – 668, τόν τί­μη­σε μέ τό ἀ­ξί­ω­μα τοῦ Πρω­το­α­ση­κρή­του. Καί μέ τήν μεγάλη του εὐ­φυί­α καί τή σπα­νί­α του σύ­νε­ση ἀ­πέ­βη σπου­δαῖ­ος, ἤ μᾶλ­λον ὁ κυ­ρι­ό­τε­ρος σύμ­βου­λος τοῦ βα­σι­λέ­ως. Στό πρό­σω­πό του ὁ αὐ­το­κρά­τωρ δι­έ­κρι­νε τόν πι­στό καί ἀ­φω­σι­ω­μέ­νο καί σο­φό συμ­πα­ρα­στά­τη στόν χει­ρι­σμό με­γά­λων καί πάρα πολύ σοβαρῶν ζη­τη­μά­των τῆς ἀ­χα­νοῦς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Γι’ αὐτό καί τόν πε­ρι­έ­βαλ­λε μέ ἐ­ξαι­ρε­τι­κή εὔ­νοι­α καί μέ πολ­λές τι­μές.

Ἀλλά ὁ Μά­ξι­μος δέν ἐ­πη­ρε­ά­σθηκε οὔ­τε ἀ­πό τό με­γά­λο ἀ­ξί­ω­μα, οὔ­τε ἀ­πό τίς τι­μές, οὔ­τε ἀ­πό τήν αὐ­το­κρα­το­ρι­κή εὔ­νοι­α. Ὅ­λα αὐ­τά τά θεωροῦσε μη­δα­μι­νά καί ἀ­νά­ξια λό­γου μπροστά στόν ἀ­νε­κτί­μη­το πλοῦ­το καί θη­σαυ­ρό τῆς Πί­στε­ως, πού κρατοῦσε ὡς τήν πο­λυ­τι­μότερη πα­ρα­κα­τα­θή­κη στήν καρ­δί­α του. Τήν πί­στη αὐ­τή δέν τήν ἀν­τάλ­λαξε μέ καμ­μί­α κο­σμι­κή λάμ­ψη καί μέ κα­νέ­ναν ὑ­λι­κό θη­σαυ­ρό. Ἀντιθέτως ἦταν ἕ­τοι­μος νά τά θυ­σιά­σει ὅ­λα, προ­κει­μέ­νου νά κρά­τη­σει ἄ­θι­κτο τόν θησαυρό τῆς ὀρ­θῆς πί­στε­ως.

Καί νά, στίς ­μέ­ρες του ξε­σπᾶ μί­α τρο­με­ρή αἵ­ρε­ση, ἡ αἵ­ρε­ση τῶν Μο­νο­θε­λη­τῶν. Οἱ ὀ­πα­δοί της πολ­λοί καί ἰ­σχυ­ροί. Ἀ­νώ­τε­ροι ἀ­ξι­ω­μα­τοῦ­χοι τῶν ἀ­να­κτό­ρων, ἀλ­λά καί ἀπό τόν κλῆρο ὄ­χι ­λί­γοι, πρε­σβύ­τε­ροι καί ἐ­πί­σκο­ποι. Σά­λος μεγάλος ἐ­γεί­ρε­ται στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Κίν­δυ­νος νέ­ος, σο­βα­ρός, ἔ­πει­τα ἀ­πό τό­σους ἄλ­λους πού προ­η­γή­θηκαν, ἀ­πει­λεῖ νά νό­θευ­σει τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Τό φοβερό εἶ­ναι ὅ­τι καί ὁ αὐ­το­κρά­τωρ ὑ­πο­στη­ρί­ζει τήν αἵ­ρε­ση. Καί τήν ὑ­πο­στη­ρί­ζει ὄ­χι κρυ­φά, ἀλ­λά φα­νε­ρά. Τάσ­σε­ται ξεκάθαρα μέ τούς ὀ­πα­δούς τῆς αἱ­ρέ­σε­ως. Καί μα­ζί μέ τή Σύγ­κλη­το ἐκ­δί­δει δι­α­τάγ­μα­τα, μέ τά ὁποῖα ζη­τᾶ νά ἐ­πι­βά­λει τήν αἵ­ρε­ση. Ἡ θέ­ση ­τοῦ Μα­ξί­μου εἶ­ναι τώ­ρα δύ­σκο­λη. Δέν ἀργεῖ ὅ­μως νά πά­ρει τή με­γά­λη, τήν ἡ­ρω­ϊκή ἀ­πό­φα­ση. Πη­γαί­νει στόν αὐ­το­κρά­το­ρα. Κα­τα­θέ­τει τό ἀ­ξί­ω­μά του. Δι­α­μαρ­τύ­ρε­ται ἔντονα γιά τήν αὐ­το­κρα­το­ρι­κή τα­κτι­κή. Ὁ αὐ­το­κρά­τωρ, πού ἔ­πρε­πε νά εἶ­ναι ἕ­τοι­μος νά θυ­σια­σθεῖ γιά τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α, νά ὑ­πο­στη­ρί­ζει τήν ἐ­θνο­κτό­νο αἵ­ρε­ση, αὐ­τό εἶ­ναι ἀ­κα­τα­νό­η­το. Ὅ­μως ἡ ἐ­νέρ­γειά του, ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά του, θά ἔ­χει συ­νέπειες. Δέν τό γνω­ρί­ζει; Ἀ­σφα­λῶς τό γνω­ρί­ζει. Τί­πο­τε ὅ­μως δέν ἀ­να­κό­πτει τήν ἀ­πό­φα­σή του. Ἀπό­φα­ση νά ὑ­πο­στεῖ καί τό θά­να­το ἀ­κό­μη πα­ρά νά ἀρ­νη­θεῖ τήν ὀρ­θή του πί­στη.

Δέν πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται μό­νο στό νά κα­τά­θε­σει τό ἀ­ξί­ω­μά του. Πρέ­πει νά ὀρ­γανώσει καί τόν ἀ­γώ­να κα­τά τῶν Μο­νο­θε­λη­τῶν. Ἀ­πο­σύ­ρε­ται σέ Μο­νή. Γί­νε­ται μο­να­χός. Κα­ταρ­τί­ζει ἐ­πι­τε­λεῖ­ο ἀ­πό μα­χη­τές πι­στούς καί τολ­μη­ρούς. Ἡ μο­νή τῆς Χρυ­σου­πό­λε­ως εἶ­ναι ὁ τό­πος πού κα­τα­στρώ­νον­ται τά σχέ­δια. Ἐρ­γα­σί­α καί προ­σευ­χή νά τά εὐ­οδώσει ὁ Θε­ός. Δυ­ό πρω­τα­γω­νι­στές του στόν μεγά­λο ἀ­γώ­να, οἱ δυ­ό Ἀ­να­στά­σιοι, σύμ­ψυ­χοι καί ἡ­ρω­ϊ­κοί στό φρό­νη­μα, ὅ­πως ἐ­κεῖ­νος.

Τό πρῶ­το μέ­ρος τοῦ προ­γράμ­μα­τος: Νά ζη­τη­θεῖ ἡ βο­ή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ρώ­μης. Ἑ­νω­μέ­νη ἦ­ταν ἀ­κό­μη ἡ Ἀ­να­το­λή μέ τή Δύ­ση. Στή Ρώ­μη λοι­πόν οἱ ἀ­γω­νιστές. Συγ­κρο­τεῖ­ται ἐ­κεῖ Σύ­νο­δος. Σ’ αὐ­τήν ἀ­να­θε­μα­τί­ζον­ται οἱ ὀ­πα­δοί τῆς αἱ­ρέ­σε­ως. Μί­α νί­κη. Ἕ­να κα­τόρ­θω­μα. Δέν φθά­νει ὅ­μως αὐ­τό. Πρέ­πει καί ἡ Ἀ­να­το­λή νά ἀ­να­θε­μα­τί­σει τήν αἵ­ρε­ση. Ἐ­πι­στρέ­φουν οἱ ἀ­γω­νι­στές. Προ­σπα­θοῦν νά δι­α­φω­τί­σουν τούς πι­στούς. Ὅ­μως στήν προ­σπά­θειά τους συλ­λαμ­βά­νον­ται μέ τήν βα­ριά κα­τη­γο­ρί­α, ὅ­τι εἶ­ναι πο­λέ­μιοι τῶν βα­σι­λι­κῶν δι­α­ταγ­μά­των καί ὑ­πο­κι­νη­τές τῆς ἀ­πο­στα­σί­ας καί δη­μι­ουρ­γοί ἀν­τι­στά­σε­ως.

Γι’ αὐ­τό καί δι­ώ­κον­ται· ὁ Μά­ξι­μος ἐ­ξο­ρί­ζε­ται στή Θρά­κη. Ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται βίαια ἀπό τήν Βασι­λεύουσα. Ὅ­μως καί ἐ­κεῖ ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ τό ἔρ­γο του· ἔρ­γο δι­α­φω­τι­σμοῦ καί προ­στα­σί­ας τῆς ὀρ­θῆς πί­στε­ως. Δι­δά­σκει τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Γρά­φει ἐ­πι­σ­το­λές. Στη­ρί­ζει τούς πι­στούς. Κα­τα­δι­κά­ζει τήν αἵ­ρε­ση. Φλο­γε­ρός, ἀ­πτό­η­τος, ἀ­κα­τά­βλη­τος. Τό φρό­νη­μα τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων ἀ­να­πτε­ρώ­νε­ται. Οἱ ἀ­να­κτο­ρι­κοί ἀ­νη­συ­χοῦν. Πρέ­πει νά τοῦ ἐ­πι­βλη­θοῦν βα­ρύ­τε­ρες ποι­νές. Καί ἐ­πι­βάλ­λον­ται. Τοῦ κό­βουν τήν γλώσ­σα γιά νά μήν μιλάει πιά· καί τό δε­ξί χέ­ρι γιά νά μήν γρά­φει. Τί­πο­τε ὅ­μως δέν κα­τόρ­θω­σαν. Ἡ βα­ριά τι­μω­ρί­α ἔ­φε­ρε τό ἀν­τί­θε­το ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Οἱ πι­στοί ξε­ση­κώ­νον­ται. Τό πα­ρά­δειγ­μα ἐμ­­πνέ­ει. Οἱ ἀ­γῶ­νες θά στε­φθοῦν ἀ­πό ἐ­πι­τυ­χί­α. Χωρίς χέ­ρια καί γλώσσα κη­ρύτ­τει μέ μεγαλύτερη δύναμη καί ἀπό τήν πιό δυνατή φω­νή καί γρά­φει ὀ­ξύ­τε­ρα καί ἀπό τήν ὀ­ξύτερη γρα­φί­δα. Ἔ­πει­τα ἀ­πό τρί­α χρόνια πεθαίνει ὁ ἀγω­νι­στής τῆς πίστεως στή Λα­ζι­κή τοῦ Πόν­του, ὅ­που εἶ­χε με­τα­φερ­θεῖ. Πεθαίνει, ἀλ­λά ζεῖ. Ζεῖ καί δι­δά­σκει ποί­α με­γά­λα κα­τορ­θώ­μα­τα ἐ­πι­τυγ­χά­νει ἡ ζωντανή πί­στη· ἡ ἀφο­σί­ωση μέ­χρι θα­νά­του στήν ἀ­λή­θεια, στήν ἁ­γί­α μας Ὀρ­θο­δο­ξί­α.

 

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου

 

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΑΓΝΗ

21.-Agia-Agni

Ποι­ός εἶ­πε ὅ­τι ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός κά­νει δει­λούς τούς ἀν­θρώ­πους, ἄ­τολ­μους τούς νέ­ους; Ἕ­νας στρα­τός ὁ­λό­κλη­ρος ἑ­κα­τομ­μυ­ρί­ων ἡ­ρώ­ων της πί­στε­ως ἀ­νά τούς αἰ­ῶ­νες τούς δι­α­ψεύ­δει. Καί πα­ρου­σιά­ζει νειά­τα χρι­στι­α­νι­κά, πού, ἐ­πει­δή ἀ­κρι­βῶς ἔ­ζη­σαν ἐν Χρι­στῷ, γι’ αὐ­τό καί ἔ­δρα­σαν δη­μι­ουρ­γι­κά καί μαρ­τύ­ρη­σαν ἡ­ρω­ι­κά στό βω­μό τῆς πί­στε­ως καί τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ νε­α­ρή ἁ­γί­α μάρ­τυς Ἁ­γνή ἀ­πο­τε­λεῖ εὔ­γλωτ­το πα­ρά­δειγ­μα.

Στή Ρώ­μη γεν­νή­θη­κε ἡ Ἁ­γνή καί ἀ­νῆ­κε σέ οἰ­κο­γέ­νεια χρι­στι­α­νι­κή, εὐ­γε­νή καί πλού­σια. Ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά γνω­ρί­σει «ἀ­πό βρέ­φους τά ἱ­ε­ρά γράμ­μα­τα» (Α΄ Τίμ. γ΄ 15) καί τόν Χρι­στό μέ ὅ­λη τή δύ­να­μη τῆς ψυ­χῆς της νά ἀ­γα­πή­σει. Συν­τρο­φιά της εἶ­χε πάν­το­τε τόν λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου καί προ­σπα­θοῦ­σε μέ ἐ­πί­γνω­ση καί ζῆ­λο σέ κά­θε πε­ρί­πτω­ση νά τόν ἐ­φαρ­μό­ζει. Κι ἐ­πει­δή ἀ­κρι­βῶς ἀ­πό τήν μι­κρή αὐ­τή ἡ­λι­κί­α αἰ­σθάν­θη­κε τήν ἀ­ξί­α τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἀ­λη­θεί­ας, πό­θη­σε νά τήν με­τα­δώ­σει καί στίς ἄλ­λες συ­νο­μή­λι­κες συμ­μα­θή­τρι­ές της.

Ἦ­ταν τό­τε ἐ­πί αὐ­το­κρά­το­ρος Δι­ο­κλη­τια­νοῦ (284 – 305 μ.Χ.) πε­ρί­ο­δος εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας καί ἠ­θι­κῆς δι­α­φθο­ρᾶς.

Ὅ­πως ἐ­πί­σης καί ἐ­πο­χή ἀ­προ­κά­λυ­πτου καί φο­βε­ροῦ δι­ωγ­μοῦ ἐ­ναν­τί­ον τῶν Χρι­στια­νῶν. Καί τί μ’ αὐ­τό; Ὅ­ταν τήν ψυ­χή τοῦ πι­στοῦ τήν φλο­γί­ζει ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ καί ὁ πό­θος τῆς μαρ­τυ­ρί­ας, σέ ὅ­ποι­α ἡ­λι­κί­α κι ἄν εἶ­ναι καί σέ ὁ­ποί­α ἐ­πο­χή κι ἄν ζεῖ, δρᾶ μέ πί­στη καί ἐν­θου­σια­σμό, χω­ρίς φό­βο καί δει­λί­α. Καί κα­λοῦ­σε τό­τε στό χρι­στι­α­νι­κό της σπί­τι ἡ Ἁ­γνή κα­λο­δι­ά­θε­τες φί­λες της καί με­τέ­δι­δε σ’ αὐ­τές λό­γο ἀ­λή­θειας καί χά­ρι­τος. Χα­ρι­τω­μέ­νη ἀ­πό τόν Θε­ό, οἰ­κο­δο­μοῦ­σε μέ τά λό­για της, μέ τή σε­μνό­τη­τα καί τήν ἀ­γά­πη της. Βο­ή­θη­σε πολ­λές νά γνω­ρί­σουν τήν ἀ­λή­θεια, νά πι­στεύ­σουν στόν Χρι­στό, νά βα­πτι­σθοῦν.

Ὥ­σπου τή συ­νέ­λα­βαν. Κά­ποι­ος πα­ρη­κο­λού­θη­σε καί, ὅ­ταν εἶ­δε τό ἔρ­γο της καί δι­ε­πί­στω­σε τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῆς προ­σπά­θειάς της, τήν κα­τήγ­γει­λε. Ἔ­σπευ­σαν τό­τε οἱ ἄ­πι­στοι, μο­χθη­ροί καί αἱ­μο­βό­ροι καί συ­νέ­λα­βαν τήν ἔ­φη­βο κό­ρη. Ἀλ­λά ἡ Ἁ­γνή δέν πτο­ή­θη­κε μπρο­στά στή μορ­φή τοῦ ἐ­ξα­γρι­ω­μέ­νου δι­κα­στῆ. Ἀ­παν­τοῦ­σε μέ θαυ­μα­στή παρ­ρη­σί­α σέ κά­θε του ἐ­ρώ­τη­ση. Μά­λι­στα, πι­στεύ­ω στόν Χρι­στό, τόν ἀ­λη­θι­νό Θε­ό. Εἶ­μαι Χρι­στια­νή! Δι­δά­σκω καί τίς φί­λες μου νά ἀ­φή­σουν τήν πλά­νη καί νά ἔλ­θουν στήν ἀ­λή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ. Κι ἄν μέ σκο­τώ­σεις, ὅ­πως μέ ἀ­πει­λεῖς, δέν φο­βᾶ­μαι. Τόν Χρι­στό δέν τόν ἀρ­νού­μαι!

Δέν μπό­ρε­σε ὁ δι­κα­στής νά με­τα­πεί­σει μί­αν ἔ­φη­βο παι­δού­λα. Τήν ἔ­χει ὅ­μως στά χέ­ρια του καί μπο­ρεῖ νά κά­νει ὅ,τι θέ­λει. Ἔ­τσι του­λά­χι­στον νο­μί­ζει. Θά τήν ἐκ­δι­κη­θεῖ μέ τή δύ­να­μη, πού κρα­τᾶ στά χέ­ρια του… Καί δί­νει ἐν­το­λή νά ὁ­δη­γή­σουν τήν μι­κρή Ἁ­γνή ἐ­κεῖ, ὅ­που μό­νο φρί­κη εἶ­ναι δυ­να­τόν νά αἰ­σθαν­θεῖ μί­α σε­μνή κό­ρη. Καί πέ­ρα­σε πράγ­μα­τι ἡ Ἁ­γνή ἀ­πό μί­α σο­βα­ρή δο­κι­μα­σί­α. Ὅ­μως τήν ἐλ­πί­δα της τήν στή­ρι­ξε ὁ­λό­κλη­ρη στόν Κύ­ριο καί Θε­ό της, ὁ ὁ­ποῖ­ος καί Δί­και­ος εἶ­ναι καί Παν­το­δύ­να­μος. Καί τό­τε μέ συ­νο­χή καρ­διᾶς προ­σευ­χή­θη­κε θερ­μά σ’ ἐ­κεῖ­νον, νά κά­νει τό θαῦ­­μα του, ὥ­στε κι ἐ­κεί­νη νά σώ­σει καί τούς πο­νη­ρούς νά κα­ται­σχύ­νει. Καί τό θαῦ­μα ἔ­γι­νε. Ἡ Ἁ­γνή δι­α­φυ­λά­χθη­κε πι­στή, σε­μνή καί ἁ­γνή, ὅ­πως τό ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε καί προ­σευ­χή­θη­κε.

Ἀ­φη­νί­α­σε ὁ ἄρ­χων ἀ­πό τήν ἀ­πο­τυ­χί­α τῶν σχε­δί­ων του ὀρ­γι­σμέ­νος ἔ­δω­σε ἐν­το­λή νά ρί­ξουν τή σε­μνή νέ­α στό πῦρ! Κι αὐ­τή μέ τό πρό­σω­πο φω­τει­νό ἀ­πό τή χα­ρά τῆς θεί­ας προ­στα­σί­ας πε­ρί­με­νε τό μαρ­τύ­ριο ὡς λύ­τρω­ση καί σω­τη­ρί­α. Σέ λί­γο κά­η­κε τό παρ­θε­νι­κό της σῶ­μα, ἐ­νῶ ἡ ψυ­χή πά­να­γνη, ὡς ἁ­γνό καί εὐ­ω­δια­στό κρί­νο, ἀ­νέ­βη­κε στόν οὐ­ρα­νό, γιά νά ἑ­νώ­σει, καί τό δι­κό της Ἀλ­λη­λού­ι­α μέ τό Ἀλ­λη­λού­ι­α τῶν Ἁ­γί­ων καί τῶν ἁ­γνῶν Ἀγ­γέ­λων καί Ἀρ­χαγ­γέ­λων.

Οἱ Χρι­στια­νοί πε­ρι­συ­νέ­λε­ξαν τό ἀ­παν­θρα­κω­μέ­νο σῶ­μα της καί τό ἐν­τα­φί­α­σαν μέ εὐ­λά­βεια πολ­λή σέ μιά κα­τα­κόμ­βη τῆς Ρώ­μης. Ἡ κα­τα­κόμ­βη πῆ­ρε τό ὄ­νο­μα τῆς ἁ­γί­ας Ἁ­γνῆς, γιά νά ὑ­πεν­θυ­μί­ζει τήν ἱ­ε­ρή μορ­φή, τό ἔρ­γο, τήν ὁ­μο­λο­γί­α καί τό μαρ­τύ­ριο τῆς μι­κρᾶς ἡ­ρω­ί­δας. Ἀρ­γό­τε­ρα ὁ χρι­στια­νός αὐ­το­κρά­τωρ Μέγας Κων­σταν­τῖ­νος ἔ­κτι­σε (349 μ.Χ.) πρός τι­μή τῆς ἁ­γί­ας Ἁ­γνῆς μιά μι­κρή Βα­σι­λι­κή, μέ­σα στήν ὁ­ποί­α ἐ­να­πέ­θε­σε μιά μαρ­μα­ρί­νη λάρ­να­κα μέ τά ἱ­ε­ρά λεί­ψα­να τῆς Ἁ­γί­ας. Στό ἐ­ξω­τε­ρι­κό της μέ­ρος ἡ λάρνακα εἶ­χε μιά ἀ­νά­γλυ­φη παράσταση μέ τήν Ἁ­γί­α νά προ­σεύχεται.

Ποί­ος, ἀ­λή­θεια, εἶ­πε ὅ­τι ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός κά­νει δει­λούς τούς ἀν­θρώ­πους, ἄ­τολ­μους τούς νέ­ους; Ἡ ἁ­γί­α μάρ­τυς Ἁ­γνή καί πλῆ­θος ἄλ­λο μι­μη­τῶν της τούς δι­α­ψεύ­δουν. Οἱ μορ­φές ὅ­λων αὐ­τῶν ἐ­νέ­πνευ­σαν καί ἐμ­πνέ­ουν τούς πι­στούς νέ­ους κά­θε ἐ­πο­χῆς νά εἶ­ναι γεν­ναῖ­οι καί ἡ­ρω­ι­κοί ὑ­πε­ρα­σπι­στές τῶν ἁ­γί­ων ἰ­δα­νι­κῶν τους, τῶν ἱ­ε­ρῶν καί ὁ­σί­ων.

Στι­χη­ρόν Ἑ­σπε­ρι­νοῦ. Ἦ­χος α΄.

Μύ­ρα προ­σε­κό­μι­σας Χρι­στῷ, παρ­θε­νί­αν ἄ­σπι­λον

καί τούς ἱ­δρώ­τας τῶν πό­νων σου θεί­ως βι­ώ­σα­σα,

Ἁ­γνή θε­ο­νύμ­φευ­τε, εἴ­τα καί τό αἷ­μα σου

καί ὅ­λον σε­αυ­τήν ὁ­λο­κάρ­πω­μα καί θύ­μα ἄ­μω­μον,

ὅ­θεν δό­ξης σέ ἠ­ξί­ω­σε σύν Δι­καί­ων καί Μαρ­τύ­ρων τάγ­μα­σι.

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον. Ἦ­χος πλ. α΄.

Μνη­στευ­θεῖ­σα τῷ Λό­γῳ, Ἁ­γνή Πα­νέν­δο­ξε, τῶν ἐ­πι­γεί­ων τήν σχέ­σιν πᾶ­σαν κα­τέ­λι­πες

καί ἐ­νή­θλη­σας λαμ­πρῶς ὡς καλ­λι­πάρ­θε­νος· τόν γάρ ἀ­ό­ρα­τον ἐ­χθρόν τῇ δυ­νά­μει τοῦ Σταύ­ρου

κα­τε­νί­κη­σας Ἀ­θλη­φό­ρε. Καί νῦν πρε­σβεύ­εις ἀ­παύ­στως ἐ­λε­η­θῆ­ναι τάς ψυ­χάς ἡ­μῶν.

 

Ἀπό τό βιβλίο «Φωστῆρες Ὑπέρλαμπροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΠΟΛΙΟΥΧΟΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥ­Ν­ΤΟΣ

Πόν­τος! Μί­α πα­νέ­μορ­φη πε­ρι­ο­χή τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, μέ ἱ­στο­ρί­α καί λάμ­ψη καί δό­ξα. Ἀ­πό τό­τε πού ὁ ἀ­πό­στο­λος Ἀν­δρέ­ας ἦλ­θε στό Βυ­ζάν­τιο καί κή­ρυ­ξε τόν Χρι­στό καί τό Εὐ­αγ­γέ­λιό του, ὁ εὐ­αγ­γε­λι­κός λό­γος σπάρ­θη­κε καί στήν πε­ρι­ο­χή τοῦ Πόν­του, ρί­ζω­σε καί γρή­γο­ρα ἄρ­χι­σε νά φέρ­νει τούς ἐλ­πι­δο­φό­ρους καρ­πούς του.

Ὅ­μως μέ πολ­λές ἀν­τι­δρά­σεις, ἐ­φό­σον κι ἐ­κεῖ ἡ εἰ­δω­λο­λα­τρί­α ἦ­ταν κα­λά ρι­ζω­μέ­νη καί οἱ ὀ­πα­δοί της κατ’ ἐ­ξο­χήν φα­να­τι­κοί. Στούς πε­ρισ­σό­τε­ρους τήν θρη­σκευ­τι­κή τους ἀ­νάγ­κη καί ζω­ή γέ­μι­ζαν ἀ­κό­μη οἱ ἑλ­λη­νι­κές θε­ό­τη­τες καί ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἡ θρη­σκεί­α καί οἱ τε­λε­τές τοῦ ἐ­ξελ­λη­νι­σθέν­τος θε­οῦ Μί­θρα, Ἡ­λί­ου, Ἀ­πόλ­λω­νος… Πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο στά ἐν­δό­τε­ρα τοῦ Πόν­του τά βάρ­βα­ρα φύ­λα τῶν Τζά­νων, οἱ Μοσ­σύ­νοι­κοι καί Ἐ­πτα­κο­μῆ­τες, λά­τρευ­αν ὡς θε­ούς τά ἄ­γρια θη­ρί­α καί ζοῦ­σαν μιά ζω­ή γε­μά­τη αἰ­σχρό­τη­τες, ἐ­νῶ ἄλ­λες φυ­λές, τῶν Κόλ­χων καί Ἀ­βα­σγῶν, προ­σκυ­νοῦ­σαν τά δέν­δρα.

Σ’ αὐ­τήν τήν κα­τά­στα­ση βρῆ­κε τόν Πόν­το τό Εὐ­αγ­γέ­λιο τοῦ Χρι­στοῦ. Γι’ αὐ­τό καί κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο τῶν δι­ωγ­μῶν τῶν Χρι­στια­νῶν, τούς ὁ­ποί­ους ἐ­ξα­πέ­λυ­σαν οἱ αὐ­το­κρά­το­ρες τῆς Ρώ­μης Δέ­κιος (250 – 251) καί Δι­ο­κλη­τια­νός (284 – 305), οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες Πόν­τιοι στρά­φη­καν μέ φα­να­τι­σμό ἐ­ναν­τί­ον τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ κη­ρύγ­μα­τος καί τῶν ὀ­πα­δῶν του. Πα­ρό­λα αὐ­τά «ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ ηὔ­ξα­νε, καί ἐ­πλη­θύ­νε­το ὁ ἀ­ριθ­μός τῶν μα­θη­τῶν» (Πράξ. ς΄ 7). Ὁ­μο­λο­γοῦ­σαν τήν πί­στη τους καί μέ παρ­ρη­σί­α κα­λοῦ­σαν ὅ­λους τους ἀν­θρώ­πους στή σω­τη­ρί­α.

Αὐ­τήν ἀ­κρι­βῶς τήν ἐ­πο­χή τοῦ Δι­ο­κλη­τια­νοῦ ἐμ­φα­νί­ζε­ται στήν Τρα­πε­ζούν­τα ἡ φω­τει­νή ἀρ­χον­τι­κή μορ­φή τοῦ νε­α­ροῦ Χρι­στια­νοῦ Εὐ­γε­νί­ου, μό­λις 20 ἐ­τῶν. Στήν Τρα­πε­ζούν­τα, στόν λό­φο τῆς ὁ­ποί­ας δέ­σπο­ζε τό τε­ρά­στιο καί με­γα­λο­πρε­πές ἄ­γαλ­μα τοῦ θε­οῦ Μί­θρα. Αὐ­τό τό ἄ­γαλ­μα τοῦ ψεύ­τι­κου Θε­οῦ, πού ὅ­λοι οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες τό λά­τρευ­αν, θέ­λη­σε νά γκρε­μί­σει ὁ νέ­ος αὐ­τός πού ἦ­ταν πι­στός στήν ἀ­λή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ. Καί μα­ζί μέ τούς ὁ­μό­ψυ­χους συ­να­θλη­τές του, τόν Οὐ­α­λε­ρια­νό, τόν Κάν­δι­δο καί τόν Ἀ­κύ­λα, τό συ­νέ­τρι­ψαν μί­α μέ­ρα καί δι­α­κή­ρυ­ξαν συγ­χρό­νως, ὅ­τι ἕ­νας εἶ­ναι ὁ μό­νος ἀ­λη­θι­νός Θε­ός καί σω­τήρ τοῦ κό­σμου, ὁ Χρι­στός. Ὅ­πως ἦ­ταν φυ­σι­κό, οἱ εἰδωλολάτρες τῆς Τρα­πε­ζουν­τος καί τῶν γύ­ρω πε­ρι­ο­χῶν ἐ­ξε­γέρ­θη­καν καί ἀ­παί­τη­σαν ἀ­πό τόν δού­κα Λυ­σί­α, τόν ἔ­παρ­χο, νά κα­τα­δι­κά­σει τόν Εὐ­γέ­νιο καί τούς συ­νερ­γούς του καί νά τούς τι­μω­ρή­σει πα­ρα­δειγ­μα­τι­κά. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως μά­λι­στα τόν Εὐ­γέ­νιο, τόν ὁ­ποῖ­ο γνώ­ρι­ζαν ὡς τόν ἐν­θου­σι­ώ­δη δι­δά­σκα­λο τῶν Χρι­στια­νῶν καί ἐμ­πνευ­στῆ τῶν συ­νερ­γῶν του. Κι ἐ­πει­δή αὐ­τοί κρύ­βον­ταν στίς γύ­ρω δα­σώ­δεις πε­ρι­ο­χές, ὁ Λυ­σί­ας ἐ­ξα­πέ­λυ­σε ἔμ­πει­ρους κυ­νη­γούς καί εἰ­δι­κευ­μέ­να σκυ­λιά γιά νά τούς ἀ­να­ζη­τή­σουν. Ἔ­πει­τα ἀ­πό μα­κρά ἀ­να­ζή­τη­ση τούς βρῆ­καν καί τούς ἔ­συ­ραν ἐ­νώ­πιον τοῦ ἐ­πάρ­χου.

Τό­τε ὁ δού­κας ἀ­παί­τη­σε νά θυ­σιά­σουν στά εἴ­δω­λα, ὅ­πως αὐ­τά στέ­κον­ταν μέ με­γα­λο­πρέ­πεια στόν εἰ­δω­λο­λα­τρι­κό να­ό. Τό­τε δό­θη­κε καί ἐ­πι­σή­μως ἡ εὐ­και­ρί­α στόν θαρ­ρα­λέ­ο καί ὁ­μο­λο­γη­τή νέ­ο νά ὁ­μο­λο­γή­σει τήν πί­στη του καί νά κα­λέ­σει τούς γύ­ρω του στόν Χρι­στό. Ἐ­γώ, εἶ­πε, εἶ­μαι Χρι­στια­νός· πι­στεύ­ω καί πο­θῶ καί δι­δά­σκω τόν Χρι­στό. Δέν εἶ­μαι ἄ­ξιος νά ὀ­νο­μά­ζο­μαι δι­δά­σκα­λος, ἀλ­λά εἶ­ναι σω­στό ὅ­τι ἐ­κεί­νους, πού μέ πλη­σιά­ζουν, τούς ὁ­δη­γῶ στόν δρό­μο τῆς ἀ­λή­θειας καί τούς συμ­βου­λεύ­ω νά δεί­χνουν τέ­λεια πε­ρι­φρό­νη­ση πρός τούς πολ­λούς καί ψεύ­τι­κους θε­ούς, δι­ό­τι πρό­κει­ται γιά εἴ­δω­λα καί πο­νη­ρά πνεύ­μα­τα. Ἀν­τίθετα τούς συμ­βου­λεύ­ω νά πι­στεύ­ουν στόν ἕ­να καί μο­να­δι­κό Παν­το­κρά­το­ρα Θε­ό, τόν δη­μι­ουρ­γό ὁ­ρα­τῶν καί ἀ­ο­ρά­των, καί στόν μο­νο­γε­νῆ του Υἱ­ό, τόν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, καί τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιον καί ζω­ο­ποι­οῦν.

Με­τά τήν ὁ­μο­λο­γί­α αὐ­τή ὑ­πο­βλή­θη­κε στούς τέσ­σε­ρις ὡς πρώ­τη σω­φρο­νι­στι­κή καί δο­κι­μα­στι­κή ποι­νή ἡ ἐ­ξο­ρί­α. Τούς ἐ­ξό­ρι­σαν στό χω­ριό Πι­τυ­ούς τῆς Λα­ζι­κῆς. Ἐ­κεῖ ἔ­ζη­σαν μέ στε­ρή­σεις καί κα­κου­χί­ες, μέ τήν πα­ρου­σί­α ὅ­μως τοῦ Θε­οῦ, μέ προ­σευ­χές καί ὕ­μνους πρός Αὐ­τόν, μέ τήν με­τα­ξύ τούς πνευ­μα­τι­κή ἐ­νί­σχυ­ση καί βο­ή­θεια. Κι ὅ­ταν ἀ­να­κλή­θη­καν στήν Τρα­πε­ζούν­τα καί ὁ­δη­γή­θη­καν πά­λι ἐ­νώ­πιον τοῦ Λυ­σί­α, ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο πι­στοί, ἐ­νι­σχυ­μέ­νοι, θαρ­ρα­λέ­οι ὁ­μο­λο­γη­τές τῆς πί­στε­ώς τους.

Ὅ­ταν λοι­πόν ὁ ἔ­παρ­χος δι­α­πί­στω­σε τή στα­θε­ρό­τη­τα καί τήν τόλ­μη τους, δέν εἶ­χε ἄλ­λο τί­πο­τε νά δο­κι­μά­σει, πα­ρά τά μαρ­τύ­ρια. Ὑ­πέ­βα­λε ὅ­λους σέ φρι­κτά βα­σα­νι­στή­ρια, πε­ρισ­σό­τε­ρο ὅ­μως τόν ­δά­σκα­λό τους Εὐ­γέ­νιο. Ἔ­δω­σε δι­α­τα­γή καί πρῶ­τα τόν ἔ­δει­ραν σκλη­ρό­τα­τα. Κα­τό­πιν γυ­μνό τόν ἀ­νάρ­τη­σαν πά­νω στό ξύ­λο καί ἔ­ξυ­σαν ὅ­λο τό σῶ­μα του μέ σι­δη­ρέ­νια νύ­χια. Καί ἔ­κα­ψαν τό σῶ­μα του πού ἦ­ταν γε­μά­το πλη­γές μέ ἀ­ναμ­μέ­νες λαμ­πά­δες. Στήν κα­τά­στα­ση αὐ­τή ἔ­κλει­σαν κα­τό­πιν ὅ­λους στή φυ­λα­κή. Ἐ­πα­νέ­λα­βαν καί πά­λι, πολ­λές φο­ρές τά ἴ­δια μαρ­τύ­ρια.

 Τό θαυ­μα­στό εἶ­ναι ὅ­τι, ἐ­νῶ οἱ μάρ­τυ­ρες κλεί­νον­ταν στή φυ­λα­κή σέ κα­τά­στα­ση ἀ­ξι­ο­θρή­νη­τη, καί βρι­σκό­ταν στά πρό­θυ­ρα τοῦ θα­νά­του, τήν ἑ­πό­με­νη μέ­ρα θαυ­μα­τουρ­γι­κά βρί­σκον­ταν τε­λεί­ως ὑ­γι­εῖς. Οὔ­τε τό θαῦ­μα αὐ­τό ὅ­μως συγ­κί­νη­σε καί συ­νέ­τι­σε τόν ἔ­παρ­χο καί τούς γύ­ρω του. Τε­λι­κά καί γιά νά ἐ­κλεί­ψει καί ὁ τρό­πος αὐ­τός τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ κη­ρύγ­μα­τος, ὁ Λυ­σί­ας ἔ­δω­σε τήν ἐν­το­λή καί τούς ἀ­πε­κε­φά­λι­σαν ὅ­λους, ἐ­κτός ἀ­πό τόν Εὐ­γέ­νιο. Σ’ αὐ­τόν, γιά νά τόν ἐκ­δι­κη­θοῦν, ἐ­πα­νέ­λα­βαν πολ­λές φο­ρές ἀ­κό­μη τά μαρ­τύ­ρια. Κι ὅ­μως ὁ Μάρ­τυ­ρας πά­λι ἐμ­φα­νι­ζό­ταν ἄ­τρω­τος. Αὐ­τό ἐν­τυ­πω­σί­α­σε πολ­λούς εἰ­δω­λο­λά­τρες, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἦ­ταν πα­ρόν­τες καί ἔ­τσι μέ τήν ἔμ­πνευ­ση τοῦ Θε­οῦ ὁ­μο­λό­γη­σαν πί­στη στόν Χρι­στό. Τε­λι­κά ὁ Εὐ­γέ­νιος ὁ­δη­γεῖ­ται ἀ­νέ­πα­φος στόν ἔ­παρ­χο καί ἐ­νώ­πιόν του ἀ­πο­κε­φα­λί­ζε­ται. 21 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου ἦ­ταν ἡ μέ­ρα τοῦ μαρ­τυ­ρι­κοῦ του θα­νά­του.

Τό ὅ­λο μαρ­τύ­ριο τοῦ Εὐ­γε­νί­ου, τό ὁ­ποῖ­ο μᾶς δι­α­σώ­θη­κε ἀ­πό τόν Πα­τριά­ρχη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως Ἰ­ω­άν­νη τόν Ξι­φι­λί­νο, ἀ­νέ­δει­ξε τόν Εὐ­γέ­νιο πο­λι­οῦ­χο τῆς Τρα­πε­ζουν­τος, Δι­δά­σκα­λο, Ὁ­μο­λο­γη­τή καί Μάρ­τυ­ρα, ἄ­ξιο νά τι­μᾶ­ται στή γῆ καί στόν οὐ­ρα­νό.

Ὡ­ραῖα τόν ὑ­μνεῖ ὁ ἱ­ε­ρός ὑ­μνο­γρά­φος:

Αὐ­γα­σθείς τήν δι­ά­νοι­αν τῇ ἑλ­λάμ­ψει τοῦ Πνεύ­μα­τος, τῶν εἰ­δώ­λων ἔ­θραυ­σας τά ἰν­δάλ­μα­τα καί τοῦ Λυ­σί­ου κα­τή­σχυ­νας τήν φλή­να­φον ἄ­νοι­αν καί Θε­όν ἀ­λη­θι­νόν τήν Τριά­δα ἐ­κή­ρυ­ξας παν­σθε­νέ­στα­τον καί παν­σό­φως τήν κτί­σιν δι­οι­κοῦν­τα τῇ αὐ­τοῦ θείᾳ προ­νοίᾳ, μαρ­τύ­ρων κλέ­ος, Εὐ­γέ­νι­ε.

Τέ­τοι­ων Ἁ­γί­ων ἀ­πό­γο­νοι εἶ­ναι οἱ ση­με­ρι­νοί Πόν­τιοι ἀ­δελ­φοί μας καί αὐ­τούς τούς Ἁ­γί­ους πρέ­πει νά μι­μη­θοῦν σέ ἀ­γω­νι­στι­κό­τη­τα καί στα­θε­ρό­τη­τα στήν πί­στη καί στά με­γά­λα ἰ­δα­νι­κά τῆς φυ­λῆς μας!

Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη