ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (22/1)

Σήμερα 22/1/2016 εορτάζουν:

  • Άγιος Τιμόθεος ο Απόστολος
  • Άγιος Αναστάσιος ο Πέρσης ο Οσιομάρτυρας
  • Άγιοι Μανουήλ Επίσκοπος, Γεώργιος Επίσκοπος Δεβελτού, Πέτρος Επίσκοπος, Λέων Επίσκοπος Νικαίας, Γαβριήλ, Σιώνιος, Ιωάννης, Λέων, Πάροδος Πρεσβύτερος και άλλοι τριακόσιοι εβδομήντα επτά Μάρτυρες
  • Όσιος Αναστάσιος ο Διάκονος
  • Όσιος Ιωσήφ ο ηγιασμένος ο Σαμάκος
  • Όσιος Μακάριος εκ Ρωσίας
  • Άγιος Ιωάσαφ Φωτιστής της Αλάσκας
  • Εύρεσις της Ιεράς Εικόνας της Παναγίας Ελεηστρίας Κορώνης

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ

22.-Agios-Timotheos

Σπου­δαί­α μορ­φή τῆς Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὁ Τι­μό­θε­ος. Ἡ γνω­ρι­μί­α του μέ τόν ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο, ἡ ἀ­φο­σί­ω­σή του στή νέ­α πί­στη, τήν πί­στη στόν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ, ὁ ἱεραποστολι­κός του ζῆ­λος γιά τήν ἐ­πι­κρά­τη­ση τῆς ἀ­λή­θειας, ἡ δρά­ση του ὡς ἐ­πι­σκό­που στή με­γά­λη πό­λη τῆς Ἐ­φέ­σου, τό μαρ­τυ­ρι­κό του τέ­λος συ­νι­στοῦν μί­α προ­σω­πι­κό­τη­τα ἄ­ξια με­λέ­της καί μι­μή­σε­ως.

Ὁ θεῖ­ος Παῦ­λος, τό σκεῦ­ος αὐ­τό τῆς ἐ­κλο­γῆς τοῦ Χρι­στοῦ, κα­τά τήν πρώ­τη πε­ρι­ο­δεί­α του ἐ­πι­σκέ­πτε­ται τή μι­κρή πό­λη τῆς Λυ­κα­ο­νί­ας τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας, τά Λύ­στρα. Ἦ­ταν ἄραγε τυ­χαί­α ἡ ἐ­πί­σκε­ψή του ἐ­κεί­νη; Κά­θε ἄλ­λο. Τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο τόν κα­τευ­θύ­νει πρός τά ἐ­κεῖ. Δέν εἶ­ναι μό­νο τά πλή­θη, πού πε­ρι­μέ­νουν νά ἀ­κού­σουν τή δι­δα­σκα­λί­α γιά τόν Ἰησοῦ Χρι­στό. Εἶ­ναι ἐ­κεῖ καί ἕ­να ἄν­θος, πού τό ἔ­χει προ­ο­ρί­σει ὁ Θε­ός νά εὐ­ω­διά­σει καί νά με­τα­δώ­σει στόν κό­σμο τήν εὐ­ω­δί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Εἶ­ναι ὁ Τι­μό­θε­ος. Παι­δί εἰ­δω­λο­λά­τρη πα­τέ­ρα, ἀλ­λά πο­λύ πι­στῆς Ἰ­ου­δαί­ας μη­τέ­ρας, τῆς Εὐ­νί­κης, ἀ­πό τά ἀ­πα­λά του χρό­νια ἦλ­θε σέ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μέ τό λό­γο τοῦ Θε­οῦ, τό νό­μο τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης. Μ’ αὐ­τόν καθημε­ρι­νό σύμ­βου­λο καί ὁ­δη­γό τόν ἀ­νέ­θρε­ψε ἡ Εὐ­νί­κη, ἀλ­λά καί ἡ μη­τέ­ρα της Λω­ί­δα. Καί ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ γε­μί­ζει τήν ὡ­ραί­α ψυ­χή τοῦ Τι­μο­θέ­ου, ἐ­νοι­κεῖ σ’ αὐ­τήν, κα­τά τήν ὡ­ραί­α ἔκ­φραση τοῦ Παύ­λου, καί τήν ἑ­τοι­μά­ζει γιά με­γά­λα ἔρ­γα καί ὑ­ψη­λή ἀ­πο­στο­λή. Πόση χα­ρά δέν θά δο­κί­μα­σε ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος, ὅ­ταν, πα­ρά τή νε­ό­τη­τα τῆς ἡλι­κί­ας τοῦ Τιμο­θέ­ου, δι­έ­κρι­νε, ὅ­τι δι­α­θέ­τει πολ­λά προ­σόν­τα γιά τό ἔρ­γο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου! Πό­σες προ­σευ­χές δέν θά ἔ­στει­λε στόν Κύ­ριο νά τόν δι­α­τή­ρη­σει καί νά τόν κα­τα­στή­σει ἱκανό νά γίνει συ­νερ­γός του!

Καί δέν δι­α­ψεύ­σθη­κε στίς ἐλ­πί­δες καί προσ­δο­κί­ες του. Ὁ Τι­μό­θε­ος ὅ­σο με­γα­λώ­νει, τό­σο καί δεί­χνει τίς πλού­σι­ες ἀ­ρε­τές, μέ τίς ὁ­ποῖ­ες εἶ­ναι στο­λι­σμέ­νος. Ἡ νέ­α πί­στη τόν ἔ­χει ὁλο­κλη­ρω­τι­κά πληρώσει. Εἶ­ναι ἕ­τοι­μος νά συγ­κα­κο­πα­θή­σει μέ τόν ­δά­σκα­λό του γιά τήν ἐ­πι­κρά­τη­σή της. Καί νά ὁ Παῦ­λος κα­τά τή δευ­τέ­ρα ἀ­πο­στο­λι­κή του πε­ρι­ο­δεί­α τόν παίρνει μα­ζί του. Δέν ἦ­ταν ἡ ἀ­πό­φα­σή του τυ­χαί­α. Ἦ­ταν ἀ­πο­τέ­λε­σμα προ­φη­τι­κῆς ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως, τήν ὁ­ποί­α ἐ­νήρ­γη­σε τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο, πού γνω­ρί­ζει τά βά­θη τῆς καρ­διᾶς τῶν ἀν­θρώ­πων. Πολύ σπουδαία εἶ­ναι ἡ σχε­τι­κή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Πνεύ­μα­τος. Στήν πρώ­τη ἐ­πι­στο­λή, τήν ὁ­ποί­α τοῦ ἔ­στει­λε ὁ θεῖ­ος Παῦ­λος ἀ­πό τή Ρώ­μη, τόν προ­τρέ­πει νά στρατεύ­ε­ται τήν κα­λή στρα­τεί­α καί νά μή ξε­χνᾶ ὅ­τι οἱ προ­φη­τεῖ­ες, πού λέ­χθη­καν γιά τόν Τι­μό­θε­ο, τόν ὁ­δή­γη­σαν νά τόν ἐ­κλέ­ξει συ­νερ­γά­τη του (Α΄ Τι­μόθ. α΄ 18). Κου­ρά­ζε­ται βεβαί­ως ὁ νε­α­ρός Τι­μό­θε­ος ἀ­πό τίς συ­νε­χεῖς με­τα­κι­νή­σεις καί τούς κό­πους τοῦ ἀ­πο­στο­λι­κοῦ ἔρ­γου. Δεί­χνει ὅ­μως σ’ ὅ­λα ἐ­ξαι­ρε­τι­κή αὐ­τα­πάρ­νη­ση, τήν ὁ­ποί­α ὁ δι­δά­σκα­λός του ση­μει­ώ­νει τό­σο εὔ­φη­μα στήν πρός Φι­λιπ­πη­σί­ους ἐ­πι­στο­λή του. Σάν τέ­κνο πού συ­νερ­γά­ζε­ται μέ τόν πα­τέ­ρα του δού­λευ­σε μα­ζί μου ὁ Τι­μό­θε­ος γιά τή δι­ά­δο­ση τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου (β΄ 22). Κα­τά τήν τρί­τη πε­ρι­ο­δεί­α του βρί­σκου­με τόν Τι­μό­θε­ο κον­τά στόν Παῦ­λο στήν Ἔ­φε­σο, καί ἀρ­γό­τε­ρα στήν Κό­ριν­θο καί στήν Τρω­ά­δα καί στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Καί ὅ­ταν ὁ πολυ­τα­λαι­πω­ρη­μέ­νος δι­δά­σκα­λος βρί­σκε­ται φυ­λα­κι­σμέ­νος στή Ρώ­μη, ὁ ἀ­φω­σι­ω­μέ­νος μα­θη­τής καί συ­νερ­γά­της του βρί­σκε­ται μα­ζί του. Κα­τά τήν τε­τάρ­τη πε­ρι­ο­δεί­α του ὁ Ἀπόστο­λος, ἐ­κτι­μών­τας τά με­γά­λα πνευ­μα­τι­κά καί δι­οι­κη­τι­κά προ­σόν­τα τοῦ Τι­μο­θέ­ου, τήν ἀ­ρε­τή του καί τήν σύ­νε­σή του, τόν ἐγ­κα­θι­στᾶ ἐ­πί­σκο­πο τῆς Ἐ­φέ­σου. Εἶ­ναι νέ­ος στήν ἡ­λι­κί­α. Καί ὅ­μως ὁ Ἀ­πό­στο­λος τόν κρί­νει ὥ­ρι­μο νά ποι­μά­νει τήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς τό­σο ὀ­νο­μα­στῆς πο­λυ­άν­θρω­πης πό­λε­ως, τῆς Ἐ­φέ­σου. «Μη­δείς σου τῆς νε­ό­τη­τος καταφρονείτω», τοῦ γρά­φει πά­λι στήν πρώ­τη του ἐ­πι­στο­λή (δ΄ 12). Πα­ρά τήν νε­ό­τη­τά του πα­ρου­σί­α­σε βί­ο φρο­νί­μου καί ἐ­νά­ρε­του γέ­ρον­τος, ὥ­στε κα­νείς νά μή κα­τα­φρο­νεῖ τή νε­ό­τη­τα τῆς ἡ­λι­κί­ας του. Καί πράγ­μα­τι. Μέ προ­θυ­μί­α ἐ­ξαι­ρε­τι­κή, μέ αὐ­τα­πάρ­νη­ση ἀ­πο­στο­λι­κή, μέ ζῆ­λο ἔν­θε­ο ποι­μαί­νει ὁ Τι­μό­θε­ος τήν με­γά­λη Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἐ­φέ­σου! Ἐ­κλέ­γει καί χει­ρο­το­νεῖ πρε­σβυ­τέ­ρους, κη­ρύτ­τει τό Εὐ­αγ­γέ­λιο, κα­τα­δει­κνύ­ει τό ψεῦ­δος τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας, κτί­ζει τό με­γα­λο­πρε­πές οἰ­κο­δό­μη­μα τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στε­ως. Κίν­δυ­νοι, διωγμοί, ἀν­τι­δρά­σεις χα­λυ­βδώ­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρο τήν πί­στη του καί τόν ὁ­πλί­ζουν μέ θάρ­ρος ἀ­πα­ρά­μιλ­λο γιά νά φέ­ρει σέ πέ­ρας τό ὑ­ψη­λό του ἔρ­γο. Οἱ ἐ­ξαι­ρε­τι­κά με­γά­λες κατακτή­σεις τῆς πί­στε­ως στήν Ἀ­σί­α εἶ­ναι ἀ­σφα­λῶς καρ­πός τῶν κό­πων καί τῶν ἀ­γώ­νων τοῦ Τι­μο­θέ­ου. Πό­σο χαί­ρε­ται ὁ Ἀ­πό­στο­λος, ὅ­ταν πλη­ρο­φο­ρεῖ­ται τήν ἐ­ξαι­ρε­τι­κή ἀπόδοση τοῦ μα­θη­τῆ!

Ἀλ­λά ὁ με­γά­λος ἀ­γω­νι­στής ἑ­τοι­μά­ζε­ται γιά τό μαρ­τύ­ριο. Θέ­λει ὅ­μως νά δεῖ γιά τε­λευ­ταί­α φο­ρά τόν ἄ­ξιο μα­θη­τή καί συ­νερ­γά­τη. Γι’ αὐ­τό τοῦ γρά­φει νά πά­ει στή Ρώ­μη νά τόν συναν­τή­σει. Ὁ Τι­μό­θε­ος σπεύ­δει νά ἐκ­πλη­ρώ­σει τήν ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ Παύ­λου. Πό­σο συγ­κι­νη­τι­κή εἰ­κό­να πα­ρου­σί­α­σαν οἱ δυ­ό στρα­τι­ῶ­τες τοῦ οὐ­ρα­νί­ου βα­σι­λέ­ως! Ὁ ἕ­νας ἕ­τοι­μος νά ἀν­τι­με­τω­πί­σει τό μαρ­τύ­ριο, ἀ­κα­τά­βλη­τος ἀ­γω­νι­στής καί στρα­τι­ώ­της, ὁ ἄλ­λος νέ­ος ἀ­κό­μη, ἀ­κμαῖ­ος, ἀλ­λά μέ τό­ση σύ­νε­ση, μέ τό­ση σο­φί­α, μέ τό­ση ἁ­γι­ό­τη­τα. Πό­σο θά σκίρτησε ἡ καρ­δί­α τοῦ ἀ­γω­νι­στή, ὅ­ταν εἶ­δε τόν συ­στρα­τι­ώ­τη κον­τά του! Μετά τό μαρ­τύ­ριο τοῦ Παύ­λου ὁ Τι­μό­θε­ος συ­νε­χί­ζει στήν Ἔ­φε­σο τό ὡ­ραῖ­ο ἔρ­γο του. Τό κή­ρυγ­μα ἔ­χει ἀρ­χί­σει νά ἀ­πο­δί­δει σπου­δαί­ους καρ­πούς. Ἀλ­λά καί ἡ εἰ­δω­λο­λα­τρί­α εἶ­ναι ἀ­κό­μη πο­λύ δυ­να­τή. Δέν μέ­νει μέ σταυ­ρω­μέ­να τά χέ­ρια. Εἶ­ναι τό ἔ­τος 97 μ.Χ. Αὐ­το­κρά­τωρ στή Ρώ­μη εἶ­ναι ὁ Δο­μι­τια­νός.

Στήν Ἔ­φε­σο οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες ἔ­χουν ὀρ­γα­νώ­σει θο­ρυ­βώ­δη ἑ­ορ­τή πρός τι­μή τῆς Ἀρ­τέ­μι­δος. Μέ­σα σ’ ὅ­λη τήν πό­λη ἐ­πι­δει­κτι­κά πε­ρι­φέ­ρον­ται κάποια εἴ­δω­λα. Τά ἔ­ξαλ­λα πλή­θη ἔχουν ἀ­να­στα­τω­θεῖ. Ἐ­κεῖ­νοι πού κρα­τοῦν τά εἴ­δω­λα, πέ­φτουν πά­νω στόν κό­σμο καί σκοτώνουν ὅ­σους μπο­ρέ­σουν. Δι­α­πράτ­τον­ται ὄρ­για. Ὁ Τι­μό­θε­ος γε­μά­τος ἀ­πό θεῖ­ο ζῆ­λο ζη­τᾶ καί συ­νι­στᾶ νά στα­μα­τή­σουν τίς ἐγ­κλη­μα­τι­κές πρά­ξεις. Ἄλλ ἐ­κεῖ­νοι ἐ­πι­τέ­θη­καν ἐ­ναν­τί­ον του καί μέ ξύ­λα καί ρό­πα­λα τόν ἄ­φη­σαν νε­κρό. Τέ­λος ἀν­τά­ξιο μιᾶς ζω­ῆς τε­λεί­ως ἀφι­ε­ρω­μέ­νης στόν Θε­ό. Ἡ μαρ­τυ­ρί­α τοῦ αἵ­μα­τος ἐ­πι­σφρα­γί­ζει τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ κη­ρύγ­μα­τος, στήν ὁ­ποί­α ὁ­λό­ψυ­χα ἀ­φο­σι­ώ­θη­κε. Οἱ Χρι­στια­νοί ἔ­κλα­ψαν τόν ἀ­νε­κτί­μη­το ἐ­πί­σκο­πό τους. Τό ἱ­ε­ρό του λεί­ψα­νο ἀρ­γό­τε­ρα με­ταφέρθηκε στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη καί κα­τα­τέ­θη­κε κά­­τω ἀ­πό τήν ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα τοῦ Να­οῦ τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων, μα­ζί μέ τά ἱ­ε­ρά λείψανα τῶν Ἀ­πο­στό­λων Ἀν­δρέ­ου καί Λου­κᾶ. Δί­πλα στό θρό­νο τοῦ Παν­το­κρά­το­ρος πού τώ­ρα βρί­σκε­ται, με­σι­τεύ­ει γιά ὅ­λους ἐ­κεί­νους πού ἀ­γω­νί­ζον­ται τόν ἔν­δο­ξο ἀ­γώ­να τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς καί τῆς δι­α­δό­σε­ως τῆς ἀ­λη­θεί­ας, γιά χά­ρη τῆς ὁ­ποί­ας τό­σο μό­χθη­σε καί θυ­σι­ά­σθη­κε.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου

 

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Ο ΠΕΡΣΗΣ

22.-Agios-Anastasios

Ὅ­σο κι ἄν ἦ­ταν βάρ­βα­ρη καί ἀ­πο­λί­τι­στη πα­λαι­ό­τε­ρα ἡ Περ­σί­α, δέν ἔ­παυ­ε ὅ­μως νά πε­ρι­κλεί­ει μέ­σα της καί ἀν­θρώ­πους ἀ­γα­θῆς δι­α­θέ­σε­ως. Ψυ­χές πού δέ­χθη­καν τόν θεῖ­ο λό­γο, τή χρι­στι­α­νι­κή ἀ­λή­θεια καί καρ­πο­φό­ρη­σαν. Πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­κό­μη ἀ­ξι­ώ­θη­καν ἀ­πό τόν Θε­ό νά ἀ­γω­νι­σθοῦν γιά τήν πί­στη τοῦ Χρι­στοῦ καί νά λά­βουν τό ἔν­δο­ξο στε­φά­νι τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου.

 

Ἕ­νας τέ­τοι­ος ἦ­ταν καί ὁ Ἀ­να­στά­σιος, τοῦ ὁ­ποί­ου τό πρῶ­το βαρ­βα­ρι­κό ὄ­νο­μα ἦ­ταν Μα­γουν­δάτ. Μορ­φω­μέ­νος τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη ὅ­σο λί­γοι στή χώ­ρα του, ἀ­σκοῦ­σε τό ἐ­πάγ­γελ­μα τοῦ μά­γου, τό ὁ­ποῖ­ο τοῦ κλη­ρο­δό­τη­σε ὁ πα­τέ­ρας του Βάβ. Ὡς ἱ­ε­ρεύς τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν, τε­λοῦ­σε τίς θρη­σκευ­τι­κές τε­λε­τές τους, προ­σποι­οῦν­ταν ὅ­τι προ­έ­βλε­πε τά μέλ­λον­τα καί προ­έ­λε­γε στούς ἀν­θρώ­πους τό θέ­λη­μα τῶν θε­ῶν. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὅ­μως οἱ μά­γοι ἦ­ταν θλι­βε­ρά ὄρ­γα­να τῶν πο­νη­ρῶν δαι­μό­νων, αἰ­σχρο­κερ­δεῖς καί ἀ­πα­τε­ῶ­νες.

 

Τό ἐκ­πλη­κτι­κό εἶ­ναι ὅ­τι στό βά­θος τῆς ψυ­χῆς ἑ­νός τέ­τοι­ου ἀν­θρώ­που ὑ­πῆρ­χε κα­λο­προ­αί­ρε­τη καί ἀ­γα­θή δι­ά­θε­ση. Κι ὅ­ταν τοῦ δό­θη­καν οἱ κα­τάλ­λη­λες ἐ­ξω­τε­ρι­κές συν­θῆ­κες, ἀ­νά­νη­ψε ἀ­πό τόν λή­θαρ­γο, κα­τα­νό­η­σε τήν πλά­νη, στήν ὁ­ποί­α βρι­σκό­ταν, δέ­χθη­κε μέ ζῆ­λο τήν ἀ­λή­θεια καί τήν ἔ­ζη­σε. Τά γε­γο­νό­τα ἐ­ξε­λί­χθη­καν ὡς ἑ­ξῆς: Ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε ὁ Μα­γουν­δάτ στόν στρα­τό τοῦ βα­σι­λιά Χοσ­ρό­η τοῦ Β΄, τόν και­ρό πού αὐ­τός πο­λέ­μη­σε ἐ­ναν­τί­ον τῶν Βυ­ζαν­τι­νῶν καί κα­τέ­λα­βε τήν ἁ­γί­α πό­λη Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ. Τό­τε μα­ζί μέ τά διά­φορα λά­φυ­ρα με­τέ­φε­ρε ὁ Χοσ­ρό­ης στήν Περ­σί­α θρι­αμ­βευ­τι­κά τόν τί­μιο σταυ­ρό τοῦ Κυ­ρί­ου ὡς τό πο­λυ­τι­μό­τε­ρο ἀ­πό ὅ­λα τά λά­φυ­ρα (614 μ.Χ.). Τό θέ­α­μα αὐ­τό ἐ­ξέ­πλη­ξε τόν νε­α­ρό μά­γο. Για­τί, σκέ­φθη­κε, τό­ση τι­μή σ’ ἕ­να ξύ­λι­νο πα­λιό ἐ­κτε­λε­στι­κό ὄρ­γα­νο τῶν Ἑ­βραί­ων καί για­τί τό­σος ὁ θρῆ­νος τῶν Βυ­ζαν­τι­νῶν γιά τήν ἀ­πώ­λειά του; Ὁ πό­θος νά πλη­ρο­φο­ρη­θεῖ τήν ἀ­λή­θεια εἴλ­κυ­σε τή χά­ρη τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἀν­τι­λή­φθη­κε ὅ­τι στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή κρύ­βε­ται κά­ποι­ο με­γά­λο μυ­στή­ριο, τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­ξί­ζει νά μά­θει. Ἀρ­γό­τε­ρα βρί­σκει τόν τρό­πο. Ὅ­ταν δη­λα­δή ὁ Περ­σι­κός στρα­τός βρι­σκό­ταν στή Χαλ­κη­δό­να, αὐ­τός δρα­πε­τεύ­ει στήν Ἱ­ε­ρά­πο­λη καί εἰ­σέρ­χε­ται στόν χρι­στι­α­νι­κό να­ό τῶν Μαρ­τύ­ρων. Ἐ­κεῖ μέ­σα ἀ­π’ ὅ­σα βλέ­πει καί ἀ­κού­ει γε­μί­ζει ἀ­μέ­σως ἡ ψυ­χή του ἀ­πό θαυ­μα­σμό πρός τούς Μάρ­τυ­ρες τοῦ Χρι­στοῦ. Πο­θεῖ καί ζη­τᾶ νά τούς μι­μη­θεῖ. Πλη­ρο­φο­ρεῖ­ται γιά τή ζω­ή καί τό ἔρ­γο τοῦ Σω­τῆ­ρος Χρι­στοῦ, τόν ὁ­ποῖ­ο ἄρ­χι­σε νά αἰ­σθά­νε­ται καί ὡς δι­κό του Λυ­τρω­τῆ. Ἡ κα­λο­προ­αί­ρε­τη ψυ­χή του δέ­χε­ται ὅ­λη τή θεί­α ἔλ­λαμ­ψη καί ἀ­να­κου­φί­ζε­ται. Ἕ­νας ἱ­ε­ρός πό­θος τώ­ρα δι­α­κα­τέ­χει τήν καρ­διά του. Ἐ­κεῖ δη­λα­δή ὅ­που ὁ Κύ­ριος σταυ­ρώ­θη­κε, τά­φη­κε καί ἀ­να­στή­θη­κε γιά χά­ρη μας, ἐ­κεῖ νά τα­φεῖ καί νά ἀ­να­στη­θεῖ κι αὐ­τός γιά χά­ρη τοῦ Κυ­ρί­ου μέ τό ἅ­γιο Βά­πτι­σμα. Στήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ λοι­πόν σέ λί­γο δέ­χε­ται τό ἱ­ε­ρό Μυ­στή­ριο καί γί­νε­ται Χρι­στια­νός μέ τό νέ­ο του ὄ­νο­μα Ἀ­να­στά­σιος, πού ὑ­πεν­θυ­μί­ζει τή νέ­α του ἰ­δι­ό­τη­τα καί τήν ἀ­να­στη­μέ­νη ζω­ή. Ἑ­πτά χρό­νια μέ­νει στήν ἱ­ε­ρή πό­λη Καί μο­νά­ζει. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ τήν προ­σευ­χή, τήν ἱ­ε­ρή με­λέ­τη, τή γνώ­ση τοῦ θε­λή­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου. Βγαί­νει νέ­ος ἀν­θρω­πος, ἀ­να­στη­μέ­νος φω­τει­νός. Δέν εἶ­ναι μό­νο ὁ λό­γος τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου πρός τούς Ἐ­φε­σί­ους: «ἦ­τε πο­τέ σκό­τος, νῦν δέ φῶς ἐν Κυ­ρί­ῳ» (ε΄ 8). Εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί γιά κά­θε Χρι­στια­νό, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­φή­νει τό δρό­μο τῆς πλά­νης καί τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καί ἀ­κο­λου­θεῖ τό θέ­λη­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Φῶς λοι­πόν πού κα­ταυ­γά­ζει τόν ἐ­σω­τε­ρι­κό τοῦ κό­σμο καί φῶς πού ἀ­κτι­νο­βο­λεῖ γύ­ρω τοῦ ἔ­γι­νε ὁ Ἀ­να­στά­σιος.

 

Ἄς προ­σθέ­σου­με ὅ­μως καί αὐ­τό τό θαυ­μα­στό. Ὅ­τι ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ζεῖ τή χρι­στι­α­νι­κή ζω­ή, τό­σο ἡ ψυ­χή του πο­θεῖ νά γνω­ρί­σουν καί ἄλ­λοι τήν χρι­στι­α­νι­κή ἀ­λή­θεια. Ἐ­γώ, σκέ­πτε­ται, ἔ­γι­να αἰ­τί­α γιά πολ­λούς μέ τή μα­γεί­α μου νά μέ­νουν στήν πλά­νη καί τό αἶ­σχος. Τώ­ρα ἐ­γώ ὁ ἴ­διος φω­τι­σμέ­νος ἀ­πό τό φῶς τοῦ Χρι­στοῦ ἔ­χω τήν εὐ­θύ­νη νά συν­τε­λέ­σω στό φω­τι­σμό τους. Γε­μά­τος ἀ­πό πί­στη καί ζῆ­λο ἔρ­χε­ται στήν Και­σά­ρεια τῆς Πα­λαι­στί­νης, ἡ ὁ­ποί­α ἦ­ταν κι αὐ­τή τό­τε ὑ­πό περ­σι­κό ζυ­γό. Δι­η­γεῖ­ται τόν πα­λιό του σκο­τει­νό βί­ο καί κα­λεῖ τούς ἀν­θρώ­πους νά τόν ἀ­κο­λου­θή­σουν στό φῶς. Συγ­κι­νεῖ καί φω­τί­ζει μέ τό λό­γο του καί τή ζω­ή του.

 

Δέν ἄρ­γη­σαν ὅ­μως νά ἀν­τι­λη­φθοῦν τή δρά­ση του οἱ Πέρ­σες εἰ­δω­λο­λά­τρες. Τόν συλ­λαμ­βά­νουν καί τόν ὁ­δη­γοῦν στόν δι­οι­κη­τή. Αὐ­τός προ­σποι­εῖ­ται ὅ­τι δέν δί­νει πολ­λή προ­σο­χή στήν ὑ­πό­θε­ση. Ἀν­τι­θέ­τως δι­α­τά­ζει νά τόν ἀ­φή­σουν ἀ­μέ­σως ἐ­λεύ­θε­ρο, ἀρ­κεῖ ἐ­νώ­πιον ἑ­νός καί μό­νο μάρ­τυ­ρος νά ἀρ­νη­θεῖ τόν Χρι­στό.

 

—Πο­τέ! φώ­να­ξε ὁ Ἀ­να­στά­σιος. Αὐ­τή ἡ ἐ­πι­μο­νή του στή νέ­α πί­στη ἐ­ρέ­θι­σε τόν δι­οι­κη­τή, ὁ ὁ­ποῖ­ος δί­νει ἐν­το­λή καί τόν με­τα­φέ­ρουν στήν Περ­σί­α. Ἐ­δῶ ἀ­κο­λου­θεῖ μί­α νέ­α σει­ρά θαρ­ρα­λέ­ων ὁ­μο­λο­γι­ῶν τοῦ Χρι­στια­νοῦ Ἱ­ε­ρα­πο­στό­λου. Μέ ἠ­χη­ρή ὅ­σο μπο­ροῦ­σε φω­νή ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε τή δι­α­κή­ρυ­ξή του: Πρίν ἤ­μουν κα­τα­γώ­γιο δαι­μό­νων, τώ­ρα εἶ­μαι τέ­με­νος τοῦ Χρι­στοῦ, δο­ξά­ζω τόν Θε­ό. Πά­ρα πολ­λά ὀ­δυ­νη­ρά μαρ­τύ­ρια ἐ­φάρ­μο­σαν πά­νω του οἱ μο­χθη­ροί δή­μιοι. Στό τέ­λος τόν ἔ­δε­σαν, τόν κρέ­μα­σαν, τόν ἔ­πνι­ξαν καί τοῦ ἔ­κο­ψαν τό κε­φά­λι. Ἡ ψυ­χή τοῦ μάρ­τυ­ρα ἀ­νέ­βη­κε στόν οὐ­ρα­νό καί κα­τα­γρά­φη­κε ἀ­νά­με­σα στούς μάρ­τυ­ρες. Θά μπο­ροῦ­σε καί ὁ Ἀ­να­στά­σιος νά ἐ­πα­να­λά­βει θρι­αμ­βευ­τι­κά: Καί «εἰς ἐ­μέ ἐ­χα­ρί­σθη τό ὑ­πέρ Χρι­στοῦ, οὐ μό­νο τό εἰς αὐ­τόν πί­στεύ­ειν, ἀλ­λά καί τό ὑ­πέρ αὐ­τοῦ πά­σχειν» (Φι­λιπ. α΄ 29) καί ἀ­πο­θνή­σκειν.

 

Πολ­λοί Ἕλ­λη­νες Χρι­στια­νοί σή­με­ρα ἔ­χουν τό τι­μη­τι­κό ὄ­νο­μα τοῦ Ἀ­να­στα­σί­ου. Ἅς γνω­ρί­σουν λοι­πόν τόν ἅ­γιό τους κι ἄς φι­λο­τι­μη­θοῦν νά τόν μι­μη­θοῦν σ’ ὅ,τι θαυ­μά­ζουν ἀ­πό τή ζω­ή του. Τί ἄλ­λο κα­λύ­τε­ρο ἀ­πό τό νά φρον­τί­σουν νά γί­νουν κι αὐ­τοί τέ­με­νος Χρι­στοῦ! Νά γί­νει δη­λα­δή ἡ ψυ­χή τους καί ἡ ζω­ή τους να­ός ἱ­ε­ρός, φω­τει­νός καί ἅ­γιος, στόν ὁ­ποῖ­ο θά δέ­χε­ται νά κα­τοι­κεῖ καί νά ἀ­να­παύ­ε­ται ὁ Χρι­στός μέ ὅ­λες τίς ἀ­ρε­τές του, τίς χά­ρι­τες καί εὐ­λο­γί­ες. Αὐ­τό εἶ­ναι καί ἡ κα­λύ­τε­ρη εὐ­χή γι’ αὐ­τούς.

 

«Ἀ­να­στά­σιος ἐν τρα­χή­λῳ τόν βρό­χον ὡς λαμ­πρόν ὅρ­μον ὡ­ραΐ­ζε­ται φέ­ρων».

 

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον τοῦ Ἁ­γί­ου. Ἦ­χος α΄.

 

Τῶν Μαρ­τύ­ρων τό κλέ­ος καί ὁ­σί­ων τό καύ­χη­μα καί τόν θη­σαυ­ρόν τῆς Περ­σί­ας, τόν σο­φόν Ἀ­να­στά­σιον· τόν μέ­γαν ἀν­τι­λή­πτο­ρα πι­στῶν, τόν κή­ρυ­κα τῆς πί­στε­ως ἡ­μῶν ταῖς ἀγ­γε­λι­καῖς ὑ­μνω­δί­αις εὐ­φη­μοῦ­μεν σε λέ­γον­τες. Δό­ξα τῷ δε­δω­κό­τι σοι ἰ­σχύν δό­ξα τῷ σέ στε­φα­νώ­σαν­τι· δό­ξα τῷ ἐ­νερ­γοῦ­ντι διά σοῦ πᾶ­σιν ἰ­ά­μα­τα.

 

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι»

 

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη