Σήμερα 22/1/2016 εορτάζουν:
- Άγιος Τιμόθεος ο Απόστολος
- Άγιος Αναστάσιος ο Πέρσης ο Οσιομάρτυρας
- Άγιοι Μανουήλ Επίσκοπος, Γεώργιος Επίσκοπος Δεβελτού, Πέτρος Επίσκοπος, Λέων Επίσκοπος Νικαίας, Γαβριήλ, Σιώνιος, Ιωάννης, Λέων, Πάροδος Πρεσβύτερος και άλλοι τριακόσιοι εβδομήντα επτά Μάρτυρες
- Όσιος Αναστάσιος ο Διάκονος
- Όσιος Ιωσήφ ο ηγιασμένος ο Σαμάκος
- Όσιος Μακάριος εκ Ρωσίας
- Άγιος Ιωάσαφ Φωτιστής της Αλάσκας
- Εύρεσις της Ιεράς Εικόνας της Παναγίας Ελεηστρίας Κορώνης
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ
Σπουδαία μορφή τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ὁ Τιμόθεος. Ἡ γνωριμία του μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο, ἡ ἀφοσίωσή του στή νέα πίστη, τήν πίστη στόν Κύριο Ἰησοῦ, ὁ ἱεραποστολικός του ζῆλος γιά τήν ἐπικράτηση τῆς ἀλήθειας, ἡ δράση του ὡς ἐπισκόπου στή μεγάλη πόλη τῆς Ἐφέσου, τό μαρτυρικό του τέλος συνιστοῦν μία προσωπικότητα ἄξια μελέτης καί μιμήσεως.
Ὁ θεῖος Παῦλος, τό σκεῦος αὐτό τῆς ἐκλογῆς τοῦ Χριστοῦ, κατά τήν πρώτη περιοδεία του ἐπισκέπτεται τή μικρή πόλη τῆς Λυκαονίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τά Λύστρα. Ἦταν ἄραγε τυχαία ἡ ἐπίσκεψή του ἐκείνη; Κάθε ἄλλο. Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο τόν κατευθύνει πρός τά ἐκεῖ. Δέν εἶναι μόνο τά πλήθη, πού περιμένουν νά ἀκούσουν τή διδασκαλία γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό. Εἶναι ἐκεῖ καί ἕνα ἄνθος, πού τό ἔχει προορίσει ὁ Θεός νά εὐωδιάσει καί νά μεταδώσει στόν κόσμο τήν εὐωδία τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὁ Τιμόθεος. Παιδί εἰδωλολάτρη πατέρα, ἀλλά πολύ πιστῆς Ἰουδαίας μητέρας, τῆς Εὐνίκης, ἀπό τά ἀπαλά του χρόνια ἦλθε σέ ἐπικοινωνία μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ, τό νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Μ’ αὐτόν καθημερινό σύμβουλο καί ὁδηγό τόν ἀνέθρεψε ἡ Εὐνίκη, ἀλλά καί ἡ μητέρα της Λωίδα. Καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ γεμίζει τήν ὡραία ψυχή τοῦ Τιμοθέου, ἐνοικεῖ σ’ αὐτήν, κατά τήν ὡραία ἔκφραση τοῦ Παύλου, καί τήν ἑτοιμάζει γιά μεγάλα ἔργα καί ὑψηλή ἀποστολή. Πόση χαρά δέν θά δοκίμασε ὁ ἅγιος Ἀπόστολος, ὅταν, παρά τή νεότητα τῆς ἡλικίας τοῦ Τιμοθέου, διέκρινε, ὅτι διαθέτει πολλά προσόντα γιά τό ἔργο τοῦ Εὐαγγελίου! Πόσες προσευχές δέν θά ἔστειλε στόν Κύριο νά τόν διατήρησει καί νά τόν καταστήσει ἱκανό νά γίνει συνεργός του!
Καί δέν διαψεύσθηκε στίς ἐλπίδες καί προσδοκίες του. Ὁ Τιμόθεος ὅσο μεγαλώνει, τόσο καί δείχνει τίς πλούσιες ἀρετές, μέ τίς ὁποῖες εἶναι στολισμένος. Ἡ νέα πίστη τόν ἔχει ὁλοκληρωτικά πληρώσει. Εἶναι ἕτοιμος νά συγκακοπαθήσει μέ τόν δάσκαλό του γιά τήν ἐπικράτησή της. Καί νά ὁ Παῦλος κατά τή δευτέρα ἀποστολική του περιοδεία τόν παίρνει μαζί του. Δέν ἦταν ἡ ἀπόφασή του τυχαία. Ἦταν ἀποτέλεσμα προφητικῆς ἀποκαλύψεως, τήν ὁποία ἐνήργησε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, πού γνωρίζει τά βάθη τῆς καρδιᾶς τῶν ἀνθρώπων. Πολύ σπουδαία εἶναι ἡ σχετική μαρτυρία τοῦ Πνεύματος. Στήν πρώτη ἐπιστολή, τήν ὁποία τοῦ ἔστειλε ὁ θεῖος Παῦλος ἀπό τή Ρώμη, τόν προτρέπει νά στρατεύεται τήν καλή στρατεία καί νά μή ξεχνᾶ ὅτι οἱ προφητεῖες, πού λέχθηκαν γιά τόν Τιμόθεο, τόν ὁδήγησαν νά τόν ἐκλέξει συνεργάτη του (Α΄ Τιμόθ. α΄ 18). Κουράζεται βεβαίως ὁ νεαρός Τιμόθεος ἀπό τίς συνεχεῖς μετακινήσεις καί τούς κόπους τοῦ ἀποστολικοῦ ἔργου. Δείχνει ὅμως σ’ ὅλα ἐξαιρετική αὐταπάρνηση, τήν ὁποία ὁ διδάσκαλός του σημειώνει τόσο εὔφημα στήν πρός Φιλιππησίους ἐπιστολή του. Σάν τέκνο πού συνεργάζεται μέ τόν πατέρα του δούλευσε μαζί μου ὁ Τιμόθεος γιά τή διάδοση τοῦ εὐαγγελίου (β΄ 22). Κατά τήν τρίτη περιοδεία του βρίσκουμε τόν Τιμόθεο κοντά στόν Παῦλο στήν Ἔφεσο, καί ἀργότερα στήν Κόρινθο καί στήν Τρωάδα καί στά Ἱεροσόλυμα. Καί ὅταν ὁ πολυταλαιπωρημένος διδάσκαλος βρίσκεται φυλακισμένος στή Ρώμη, ὁ ἀφωσιωμένος μαθητής καί συνεργάτης του βρίσκεται μαζί του. Κατά τήν τετάρτη περιοδεία του ὁ Ἀπόστολος, ἐκτιμώντας τά μεγάλα πνευματικά καί διοικητικά προσόντα τοῦ Τιμοθέου, τήν ἀρετή του καί τήν σύνεσή του, τόν ἐγκαθιστᾶ ἐπίσκοπο τῆς Ἐφέσου. Εἶναι νέος στήν ἡλικία. Καί ὅμως ὁ Ἀπόστολος τόν κρίνει ὥριμο νά ποιμάνει τήν Ἐκκλησία τῆς τόσο ὀνομαστῆς πολυάνθρωπης πόλεως, τῆς Ἐφέσου. «Μηδείς σου τῆς νεότητος καταφρονείτω», τοῦ γράφει πάλι στήν πρώτη του ἐπιστολή (δ΄ 12). Παρά τήν νεότητά του παρουσίασε βίο φρονίμου καί ἐνάρετου γέροντος, ὥστε κανείς νά μή καταφρονεῖ τή νεότητα τῆς ἡλικίας του. Καί πράγματι. Μέ προθυμία ἐξαιρετική, μέ αὐταπάρνηση ἀποστολική, μέ ζῆλο ἔνθεο ποιμαίνει ὁ Τιμόθεος τήν μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Ἐφέσου! Ἐκλέγει καί χειροτονεῖ πρεσβυτέρους, κηρύττει τό Εὐαγγέλιο, καταδεικνύει τό ψεῦδος τῆς εἰδωλολατρίας, κτίζει τό μεγαλοπρεπές οἰκοδόμημα τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Κίνδυνοι, διωγμοί, ἀντιδράσεις χαλυβδώνουν περισσότερο τήν πίστη του καί τόν ὁπλίζουν μέ θάρρος ἀπαράμιλλο γιά νά φέρει σέ πέρας τό ὑψηλό του ἔργο. Οἱ ἐξαιρετικά μεγάλες κατακτήσεις τῆς πίστεως στήν Ἀσία εἶναι ἀσφαλῶς καρπός τῶν κόπων καί τῶν ἀγώνων τοῦ Τιμοθέου. Πόσο χαίρεται ὁ Ἀπόστολος, ὅταν πληροφορεῖται τήν ἐξαιρετική ἀπόδοση τοῦ μαθητῆ!
Ἀλλά ὁ μεγάλος ἀγωνιστής ἑτοιμάζεται γιά τό μαρτύριο. Θέλει ὅμως νά δεῖ γιά τελευταία φορά τόν ἄξιο μαθητή καί συνεργάτη. Γι’ αὐτό τοῦ γράφει νά πάει στή Ρώμη νά τόν συναντήσει. Ὁ Τιμόθεος σπεύδει νά ἐκπληρώσει τήν ἐπιθυμία τοῦ Παύλου. Πόσο συγκινητική εἰκόνα παρουσίασαν οἱ δυό στρατιῶτες τοῦ οὐρανίου βασιλέως! Ὁ ἕνας ἕτοιμος νά ἀντιμετωπίσει τό μαρτύριο, ἀκατάβλητος ἀγωνιστής καί στρατιώτης, ὁ ἄλλος νέος ἀκόμη, ἀκμαῖος, ἀλλά μέ τόση σύνεση, μέ τόση σοφία, μέ τόση ἁγιότητα. Πόσο θά σκίρτησε ἡ καρδία τοῦ ἀγωνιστή, ὅταν εἶδε τόν συστρατιώτη κοντά του! Μετά τό μαρτύριο τοῦ Παύλου ὁ Τιμόθεος συνεχίζει στήν Ἔφεσο τό ὡραῖο ἔργο του. Τό κήρυγμα ἔχει ἀρχίσει νά ἀποδίδει σπουδαίους καρπούς. Ἀλλά καί ἡ εἰδωλολατρία εἶναι ἀκόμη πολύ δυνατή. Δέν μένει μέ σταυρωμένα τά χέρια. Εἶναι τό ἔτος 97 μ.Χ. Αὐτοκράτωρ στή Ρώμη εἶναι ὁ Δομιτιανός.
Στήν Ἔφεσο οἱ εἰδωλολάτρες ἔχουν ὀργανώσει θορυβώδη ἑορτή πρός τιμή τῆς Ἀρτέμιδος. Μέσα σ’ ὅλη τήν πόλη ἐπιδεικτικά περιφέρονται κάποια εἴδωλα. Τά ἔξαλλα πλήθη ἔχουν ἀναστατωθεῖ. Ἐκεῖνοι πού κρατοῦν τά εἴδωλα, πέφτουν πάνω στόν κόσμο καί σκοτώνουν ὅσους μπορέσουν. Διαπράττονται ὄργια. Ὁ Τιμόθεος γεμάτος ἀπό θεῖο ζῆλο ζητᾶ καί συνιστᾶ νά σταματήσουν τίς ἐγκληματικές πράξεις. Ἄλλ ἐκεῖνοι ἐπιτέθηκαν ἐναντίον του καί μέ ξύλα καί ρόπαλα τόν ἄφησαν νεκρό. Τέλος ἀντάξιο μιᾶς ζωῆς τελείως ἀφιερωμένης στόν Θεό. Ἡ μαρτυρία τοῦ αἵματος ἐπισφραγίζει τή μαρτυρία τοῦ κηρύγματος, στήν ὁποία ὁλόψυχα ἀφοσιώθηκε. Οἱ Χριστιανοί ἔκλαψαν τόν ἀνεκτίμητο ἐπίσκοπό τους. Τό ἱερό του λείψανο ἀργότερα μεταφέρθηκε στήν Κωνσταντινούπολη καί κατατέθηκε κάτω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα τοῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, μαζί μέ τά ἱερά λείψανα τῶν Ἀποστόλων Ἀνδρέου καί Λουκᾶ. Δίπλα στό θρόνο τοῦ Παντοκράτορος πού τώρα βρίσκεται, μεσιτεύει γιά ὅλους ἐκείνους πού ἀγωνίζονται τόν ἔνδοξο ἀγώνα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καί τῆς διαδόσεως τῆς ἀληθείας, γιά χάρη τῆς ὁποίας τόσο μόχθησε καί θυσιάσθηκε.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»
Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Ο ΠΕΡΣΗΣ
Ὅσο κι ἄν ἦταν βάρβαρη καί ἀπολίτιστη παλαιότερα ἡ Περσία, δέν ἔπαυε ὅμως νά περικλείει μέσα της καί ἀνθρώπους ἀγαθῆς διαθέσεως. Ψυχές πού δέχθηκαν τόν θεῖο λόγο, τή χριστιανική ἀλήθεια καί καρποφόρησαν. Πολύ περισσότερο ἀκόμη ἀξιώθηκαν ἀπό τόν Θεό νά ἀγωνισθοῦν γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί νά λάβουν τό ἔνδοξο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ἕνας τέτοιος ἦταν καί ὁ Ἀναστάσιος, τοῦ ὁποίου τό πρῶτο βαρβαρικό ὄνομα ἦταν Μαγουνδάτ. Μορφωμένος τήν ἐποχή ἐκείνη ὅσο λίγοι στή χώρα του, ἀσκοῦσε τό ἐπάγγελμα τοῦ μάγου, τό ὁποῖο τοῦ κληροδότησε ὁ πατέρας του Βάβ. Ὡς ἱερεύς τῶν εἰδωλολατρῶν, τελοῦσε τίς θρησκευτικές τελετές τους, προσποιοῦνταν ὅτι προέβλεπε τά μέλλοντα καί προέλεγε στούς ἀνθρώπους τό θέλημα τῶν θεῶν. Στήν πραγματικότητα ὅμως οἱ μάγοι ἦταν θλιβερά ὄργανα τῶν πονηρῶν δαιμόνων, αἰσχροκερδεῖς καί ἀπατεῶνες.
Τό ἐκπληκτικό εἶναι ὅτι στό βάθος τῆς ψυχῆς ἑνός τέτοιου ἀνθρώπου ὑπῆρχε καλοπροαίρετη καί ἀγαθή διάθεση. Κι ὅταν τοῦ δόθηκαν οἱ κατάλληλες ἐξωτερικές συνθῆκες, ἀνάνηψε ἀπό τόν λήθαργο, κατανόησε τήν πλάνη, στήν ὁποία βρισκόταν, δέχθηκε μέ ζῆλο τήν ἀλήθεια καί τήν ἔζησε. Τά γεγονότα ἐξελίχθηκαν ὡς ἑξῆς: Ὑπηρετοῦσε ὁ Μαγουνδάτ στόν στρατό τοῦ βασιλιά Χοσρόη τοῦ Β΄, τόν καιρό πού αὐτός πολέμησε ἐναντίον τῶν Βυζαντινῶν καί κατέλαβε τήν ἁγία πόλη Ἱερουσαλήμ. Τότε μαζί μέ τά διάφορα λάφυρα μετέφερε ὁ Χοσρόης στήν Περσία θριαμβευτικά τόν τίμιο σταυρό τοῦ Κυρίου ὡς τό πολυτιμότερο ἀπό ὅλα τά λάφυρα (614 μ.Χ.). Τό θέαμα αὐτό ἐξέπληξε τόν νεαρό μάγο. Γιατί, σκέφθηκε, τόση τιμή σ’ ἕνα ξύλινο παλιό ἐκτελεστικό ὄργανο τῶν Ἑβραίων καί γιατί τόσος ὁ θρῆνος τῶν Βυζαντινῶν γιά τήν ἀπώλειά του; Ὁ πόθος νά πληροφορηθεῖ τήν ἀλήθεια εἴλκυσε τή χάρη τοῦ Κυρίου. Ἀντιλήφθηκε ὅτι στήν περίπτωση αὐτή κρύβεται κάποιο μεγάλο μυστήριο, τό ὁποῖο ἀξίζει νά μάθει. Ἀργότερα βρίσκει τόν τρόπο. Ὅταν δηλαδή ὁ Περσικός στρατός βρισκόταν στή Χαλκηδόνα, αὐτός δραπετεύει στήν Ἱεράπολη καί εἰσέρχεται στόν χριστιανικό ναό τῶν Μαρτύρων. Ἐκεῖ μέσα ἀπ’ ὅσα βλέπει καί ἀκούει γεμίζει ἀμέσως ἡ ψυχή του ἀπό θαυμασμό πρός τούς Μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ. Ποθεῖ καί ζητᾶ νά τούς μιμηθεῖ. Πληροφορεῖται γιά τή ζωή καί τό ἔργο τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τόν ὁποῖο ἄρχισε νά αἰσθάνεται καί ὡς δικό του Λυτρωτῆ. Ἡ καλοπροαίρετη ψυχή του δέχεται ὅλη τή θεία ἔλλαμψη καί ἀνακουφίζεται. Ἕνας ἱερός πόθος τώρα διακατέχει τήν καρδιά του. Ἐκεῖ δηλαδή ὅπου ὁ Κύριος σταυρώθηκε, τάφηκε καί ἀναστήθηκε γιά χάρη μας, ἐκεῖ νά ταφεῖ καί νά ἀναστηθεῖ κι αὐτός γιά χάρη τοῦ Κυρίου μέ τό ἅγιο Βάπτισμα. Στήν Ἱερουσαλήμ λοιπόν σέ λίγο δέχεται τό ἱερό Μυστήριο καί γίνεται Χριστιανός μέ τό νέο του ὄνομα Ἀναστάσιος, πού ὑπενθυμίζει τή νέα του ἰδιότητα καί τήν ἀναστημένη ζωή. Ἑπτά χρόνια μένει στήν ἱερή πόλη Καί μονάζει. Ἀσχολεῖται μέ τήν προσευχή, τήν ἱερή μελέτη, τή γνώση τοῦ θελήματος τοῦ Κυρίου. Βγαίνει νέος ἀνθρωπος, ἀναστημένος φωτεινός. Δέν εἶναι μόνο ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρός τούς Ἐφεσίους: «ἦτε ποτέ σκότος, νῦν δέ φῶς ἐν Κυρίῳ» (ε΄ 8). Εἶναι πραγματικότητα καί γιά κάθε Χριστιανό, ὁ ὁποῖος ἀφήνει τό δρόμο τῆς πλάνης καί τῆς ἁμαρτίας καί ἀκολουθεῖ τό θέλημα τοῦ Κυρίου. Φῶς λοιπόν πού καταυγάζει τόν ἐσωτερικό τοῦ κόσμο καί φῶς πού ἀκτινοβολεῖ γύρω τοῦ ἔγινε ὁ Ἀναστάσιος.
Ἄς προσθέσουμε ὅμως καί αὐτό τό θαυμαστό. Ὅτι ὅσο περισσότερο ζεῖ τή χριστιανική ζωή, τόσο ἡ ψυχή του ποθεῖ νά γνωρίσουν καί ἄλλοι τήν χριστιανική ἀλήθεια. Ἐγώ, σκέπτεται, ἔγινα αἰτία γιά πολλούς μέ τή μαγεία μου νά μένουν στήν πλάνη καί τό αἶσχος. Τώρα ἐγώ ὁ ἴδιος φωτισμένος ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ ἔχω τήν εὐθύνη νά συντελέσω στό φωτισμό τους. Γεμάτος ἀπό πίστη καί ζῆλο ἔρχεται στήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, ἡ ὁποία ἦταν κι αὐτή τότε ὑπό περσικό ζυγό. Διηγεῖται τόν παλιό του σκοτεινό βίο καί καλεῖ τούς ἀνθρώπους νά τόν ἀκολουθήσουν στό φῶς. Συγκινεῖ καί φωτίζει μέ τό λόγο του καί τή ζωή του.
Δέν ἄργησαν ὅμως νά ἀντιληφθοῦν τή δράση του οἱ Πέρσες εἰδωλολάτρες. Τόν συλλαμβάνουν καί τόν ὁδηγοῦν στόν διοικητή. Αὐτός προσποιεῖται ὅτι δέν δίνει πολλή προσοχή στήν ὑπόθεση. Ἀντιθέτως διατάζει νά τόν ἀφήσουν ἀμέσως ἐλεύθερο, ἀρκεῖ ἐνώπιον ἑνός καί μόνο μάρτυρος νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό.
—Ποτέ! φώναξε ὁ Ἀναστάσιος. Αὐτή ἡ ἐπιμονή του στή νέα πίστη ἐρέθισε τόν διοικητή, ὁ ὁποῖος δίνει ἐντολή καί τόν μεταφέρουν στήν Περσία. Ἐδῶ ἀκολουθεῖ μία νέα σειρά θαρραλέων ὁμολογιῶν τοῦ Χριστιανοῦ Ἱεραποστόλου. Μέ ἠχηρή ὅσο μποροῦσε φωνή ἐπαναλάμβανε τή διακήρυξή του: Πρίν ἤμουν καταγώγιο δαιμόνων, τώρα εἶμαι τέμενος τοῦ Χριστοῦ, δοξάζω τόν Θεό. Πάρα πολλά ὀδυνηρά μαρτύρια ἐφάρμοσαν πάνω του οἱ μοχθηροί δήμιοι. Στό τέλος τόν ἔδεσαν, τόν κρέμασαν, τόν ἔπνιξαν καί τοῦ ἔκοψαν τό κεφάλι. Ἡ ψυχή τοῦ μάρτυρα ἀνέβηκε στόν οὐρανό καί καταγράφηκε ἀνάμεσα στούς μάρτυρες. Θά μποροῦσε καί ὁ Ἀναστάσιος νά ἐπαναλάβει θριαμβευτικά: Καί «εἰς ἐμέ ἐχαρίσθη τό ὑπέρ Χριστοῦ, οὐ μόνο τό εἰς αὐτόν πίστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ αὐτοῦ πάσχειν» (Φιλιπ. α΄ 29) καί ἀποθνήσκειν.
Πολλοί Ἕλληνες Χριστιανοί σήμερα ἔχουν τό τιμητικό ὄνομα τοῦ Ἀναστασίου. Ἅς γνωρίσουν λοιπόν τόν ἅγιό τους κι ἄς φιλοτιμηθοῦν νά τόν μιμηθοῦν σ’ ὅ,τι θαυμάζουν ἀπό τή ζωή του. Τί ἄλλο καλύτερο ἀπό τό νά φροντίσουν νά γίνουν κι αὐτοί τέμενος Χριστοῦ! Νά γίνει δηλαδή ἡ ψυχή τους καί ἡ ζωή τους ναός ἱερός, φωτεινός καί ἅγιος, στόν ὁποῖο θά δέχεται νά κατοικεῖ καί νά ἀναπαύεται ὁ Χριστός μέ ὅλες τίς ἀρετές του, τίς χάριτες καί εὐλογίες. Αὐτό εἶναι καί ἡ καλύτερη εὐχή γι’ αὐτούς.
«Ἀναστάσιος ἐν τραχήλῳ τόν βρόχον ὡς λαμπρόν ὅρμον ὡραΐζεται φέρων».
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου. Ἦχος α΄.
Τῶν Μαρτύρων τό κλέος καί ὁσίων τό καύχημα καί τόν θησαυρόν τῆς Περσίας, τόν σοφόν Ἀναστάσιον· τόν μέγαν ἀντιλήπτορα πιστῶν, τόν κήρυκα τῆς πίστεως ἡμῶν ταῖς ἀγγελικαῖς ὑμνωδίαις εὐφημοῦμεν σε λέγοντες. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι· δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη