ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (24/1)

Σήμερα 24/1/2016 εορτάζουν:

  • Οσίες Ξένη και οι δύο θεραπαινίδες της
  • Άγιοι Βαβύλας ο εν Σικελία και Αγάπιος και Τιμόθεος οι μαθητές του
  • Όσιος Νεόφυτος ο έγκλειστος που ασκήτευσε στην Κύπρο
  • Όσιος Φίλων ο Θαυματουργός Επίσκοπος Καρπασίας της Κύπρου
  • Άγιοι Παύλος, Παυσίριος και Θεοδοτίων οι Αυτάδελφοι
  • Όσιος Μακεδόνιος
  • Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Αγίου Οσιομάρτυρος Αναστασίου του Πέρσου
  • Άγιοι Ερμογένης και Μάμας
  • Όσιος Φιλιππικός ο Πρεσβύτερος
  • Άγιος Βάρσιμος και τα δύο αδέλφια του
  • Όσιος Ζωσιμάς
  • Μνήμη του Aγίου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου πλησίον του Ταύρου
  • Άγιος Φιλήμων επίσκοπος Καρπάθου
  • Ανάμνηση των εγκαινίων της Μεγάλης Εκκλησίας στη Θεσσαλονίκη
  • Ανάμνηση των εγκαινίων του Ναού του Αγίου Ζαχαρία στη Μονή της Οσίας Δομνίκης
  • Οσία Ξένη η Διά Χριστόν Σαλή
  • Άγιος Cadoc
  • Άγιος Ιωάννης ο Μάρτυρας εκ Καζάν
  • Αγία Χρυσοπλόκη
  • Άγιος Ελλάδιος ο Κομενταρήσιος

Ο Α­ΓΙΟΣ ΝΕ­Ο­ΦΥ­ΤΟΣ Ο ΕΓ­ΚΛΕΙ­ΣΤΟΣ

24.-Agios-Neofitos

1. Ἡ ὑ­ψη­λή κλή­ση.

Δό­ξα καί καύ­χη­μα τῆς Κύ­πρου καί τῆς ὅ­λης Ἐκ­κλη­σί­ας μας εἶ­ναι ὁἅ­γιος Νε­ό­φυ­τος, πού ἐ­πο­νο­μά­σθη­κε Ἔγ­κλει­στος. Μέ πολ­λή εὐ­λά­βεια ἑ­ορ­τά­ζουν τήν ἱ­ε­ρή μνή­μη του στήν Με­γα­λό­νη­σο, ὅ­που, κον­τά στήν Πά­φο, ὑ­πάρ­χει καί ἡἱ­στο­ρι­κή καί πε­ρι­ώ­νυ­μη ἱ­ε­ρά Μο­νή τοῦἉ­γί­ου.

ὉὍ­σιος γεν­νή­θη­κε στήν Κά­τω Δρύ τῶν Λευ­κά­ρων τό 1134. Οἱ γο­νεῖς του, Ἀ­θα­νά­σιος καί Εὐ­δο­ξί­α, γε­ωρ­γοί στό ἐ­πάγ­γελ­μα, ἀ­πέ­κτη­σαν ὀ­κτώ παι­διά, τά ὁ­ποῖ­α καί ἀ­νέ­θρε­ψαν μέ ἰ­δι­αί­τε­ρη προ­σο­χή καί εὐ­λά­βεια καί μέ τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­κτός ἀ­π’ αὐ­τόν τόν πνευ­μα­τι­κό θη­σαυ­ρό, ἄλ­λον ὑ­λι­κό πλοῦ­το δέν εἶ­χαν νά τούς πα­ρα­δώ­σουν. Γι’ αὐ­τό καί δέν κα­τόρ­θω­σαν νά τούς βο­η­θή­σουν νά μά­θουν οὔ­τε τά στοι­χει­ώ­δη γράμ­μα­τα. Κι ὁ ἴ­διος ὁ Νε­ό­φυ­τος, ἀ­σχο­λού­με­νος μέ τήν ἀμ­πε­λουρ­γί­α, εἶ­χε τή συ­νεί­δη­ση, ὅ­τι σέ τί­πο­τε δέν δι­έ­φε­ρε ἀ­πό ἕ­να ἄ­πλα­στο καί ἀ­μα­θές πρό­βα­το. Πρό­βα­το ὅ­μως ἐ­κλε­κτό τῆς ποί­μνης τοῦ Χρι­στοῦ, τόν ὁ­ποῖ­ο «ἐκ καρ­δί­ας ἀ­γα­ποῦ­σε καί ἐκ βρέ­φους τῷ Θε­ῷ κολ­λη­θείς τοῦ Πνεύ­μα­τος σε­πτόν ἀ­νε­δεί­χθη δο­χεῖ­ον».

Ὅ­ταν ὁ Νε­ό­φυ­τος ἦλ­θε σέ κα­τάλ­λη­λη ἡ­λι­κί­α, μέ τήν σκέ­ψη ὅ­τι τά ἄ­νω εἶ­ναι προ­τι­μό­τε­ρα τῶν κά­τω, κα­τέ­φυ­γε στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή τοῦ Χρυ­σο­στό­μου γιά νά μο­νά­σει. Αἰ­σθάν­θη­κε στά βά­θη τῆς ψυ­χῆς του τήν εἰ­δι­κή αὐ­τή κλή­ση τοῦ Θε­οῦ, ἡ ὁ­ποί­α τόν ἀ­πορ­ρό­φη­σε τε­λεί­ως. Πο­τέ νυμ­φι­κός στο­λι­σμός δέν ἔ­θελ­ξε τό­σο κά­ποι­ον νυμ­φί­ο, ὅ­σο ἔ­θελ­ξε ἐ­κεῖ­νον ἡ πε­ρι­βο­λή τῆς μο­να­χι­κῆς ἐ­σθῆ­τος, γρά­φει ὁἱ­ε­ρός βι­ο­γρά­φος του. Στήν ἱ­ε­ρά Μο­νή πα­ρέ­μει­νε ὡς μο­να­χός πέν­τε χρό­νια καί πα­ράλ­λη­λα μέ τό εἰ­δι­κό δι­α­κό­νη­μα τοῦἀμ­πε­λουρ­γοῦ ἔ­μα­θε καί τά πρῶ­τα γράμ­μα­τα καί μά­λι­στα ἀ­πό τό ἱ­ε­ρό Ψαλ­τή­ρι καί ὅ­λη τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή.

Ἀ­φοῦ ἐκ­πλή­ρω­σε τόν ἱ­ε­ρό του πό­θο καί προ­σκύ­νη­σε «ὅ­που οἱ πό­δες τοῦ Κυ­ρί­ου ἕ­στη­σαν», τά ἱ­ε­ρά δη­λα­δή προ­σκυ­νή­μα­τα τῆς Ἁ­γί­ας Γῆς, ἐ­πα­νῆλ­θε γιά λί­γο στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Χρυ­σο­στό­μου κι ἀ­πό ἐ­κεῖ στήν Πά­φο, μέ τό σκο­πό νά δι­α­πε­ραι­ω­θεῖ στήν Μι­κρά Ἀ­σί­α, ὅ­που καί θά ἔ­κτι­ζε δι­κό του Ἐ­ρη­μη­τή­ριο. Ὅ­μως ὁ Θε­ός, ὁὁ­ποῖ­ος κα­τευ­θύ­νει τή ζω­ή τοῦ κα­θε­νός, καί μά­λι­στα τῶν πι­στῶν του, ἤ­θε­λε νά πα­ρα­μεί­νει ὁ Κύ­πριος Ἅ­γιος στήν πα­τρί­δα του. Καί μέ κά­τι, πού θε­ω­ρή­θη­κε ἀρ­χι­κά θλι­βε­ρό συμ­βάν, τόν κρά­τη­σε ὁ Κύ­ριος ἐ­κεῖ. Φω­τι­σμέ­νος ἀ­πό τόν Θε­ό ὁ Νε­ό­φυ­τος, γρή­γο­ρα δι­έ­κρι­νε ὅ­τι αὐ­τό ἦ­ταν τό σχέ­διο τοῦ Κυ­ρί­ου, γι’ αὐ­τό καί μέ ἀ­πό­λυ­τη ὑ­πα­κο­ή καί ἀ­δι­α­τά­ρα­κτη εἰ­ρή­νη πει­θάρ­χη­σε.

Ἐ­δῶ λοι­πόν στήν Κύ­προ, κον­τά στήν Πά­φο, σέ μί­α ἄ­κρη τοῦ Με­σο­βου­νί­ου, λά­ξευ­σε ἕ­να μι­κρό σπή­λαι­ο καί μέ­σα σ’ αὐ­τό τό μι­κρό σπή­λαι­ο ἔ­στη­σε θυ­σι­α­στή­ριο τῶν ἱ­ε­ρῶν ἀ­κο­λου­θι­ῶν μέ ὅ­λα τά ἀ­πα­ραί­τη­τα. Ἔ­κτι­σε κι ἕ­να πέ­τρι­νο βά­θρο, τό ὁ­ποῖ­ο χρη­σι­μο­ποί­η­σε ὡς κρεβ­βά­τι του, καί κον­τά τουἕ­να εἰ­δι­κό κα­τα­σκεύ­α­σμα ὡς βι­βλι­ο­θή­κη, γιά νά το­πο­θε­τή­σει τά λί­γα, ἀλ­λά πο­λύ­τι­μα γι’ αὐ­τόν οἰ­κο­δο­μη­τι­κά βι­βλί­α καί μά­λι­στα τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή. Δέν πα­ρέ­λει­ψε νά ἑ­τοι­μά­σει ἐ­κεῖ καί τόν τά­φο του. Ὅ­λα αὐ­τά, πε­ρι­ποι­η­μέ­να καί ἁ­γι­ο­γρα­φη­μέ­να, τά πε­ρι­έ­λα­βε στό μι­κρό αὐ­τό σπή­λαι­ο, πού τό ὀ­νό­μα­σε «ἐγ­κλεί­στρα». Ἐ­κεῖ ἔ­μει­νε ὁἍ­γιος ἔγ­κλει­στος γιά νά ζεῖ μέ­σα στήν ἄ­σκη­ση, «ἵ­να μό­νος τῷ Μό­νῳ συ­νο­μι­λῇ», καί ἀ­πό ἐ­κεῖ ἔ­λα­βε τήν προ­σω­νυ­μί­α, μέ τήν ὁ­ποί­α εἶ­ναι γνω­στός: Ἔγ­κλει­στος.

Ὅ­ταν ὁ Νε­ο­φυ­τος ἔ­φθα­σε σέ ἡ­λι­κί­α 32 (ἤ 36) ἐ­τῶν, ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Πά­φου Βα­σί­λει­ος τόν κά­λε­σε γιά νά λά­βει καί τόν βαθ­μό τῆς Ἱ­ε­ρω­σύ­νης. Τόν χει­ρο­τό­νη­σε ἱ­ε­ρέ­α! Καί ὁἀ­σκη­τής Νε­ό­φυ­τος τό­τε δέ­χθη­κε τή χά­ρη τῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης μέ πολ­λή εὐ­λά­βεια καί βα­θύ­τα­τη συ­ναί­σθη­ση, γιά νά ἀρ­χί­σει ἀ­πό τό­τε ἡ με­γά­λη του ἀ­σκη­τι­κή καί ἱ­ε­ρα­τι­κή, ἀ­κό­μη καί ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κή δρά­ση. 

Ἡ φή­μη λοι­πόν τοῦ Νε­ο­φύ­του, τώ­ρα μά­λι­στα πού ἔ­λα­βε καί τόν βαθ­μό τῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης, φή­μη μο­να­χοῦ ἀ­σκη­τι­κοῦ καί ἁ­γί­ου, ἔ­γι­νε ἡ αἰ­τί­α ὥ­στε γρή­γο­ρα νά τόν πλη­σιά­σουν καί νά τόν πλαι­σι­ώ­σουν δι­ψα­σμέ­νοι μα­θη­τές καί μά­λι­στα πολ­λοί. Αὐ­τή ὅ­μως ἡ προ­σέ­λευ­ση μα­θη­τῶν δη­μι­ούρ­γη­σε τήν ἀ­νάγ­κη νά προ­στε­θοῦν κον­τά στήν ἐγ­κλεί­στρα νέ­α κτί­σμα­τα. Καί μα­ζί μέ τίς νέ­ες αὐ­τές ἀ­πα­ραί­τη­τες οἰ­κο­δο­μές, ὁἅ­γιος ἡ­γού­με­νος θε­ώ­ρη­σε ἀ­πα­ραί­τη­το νά σύν­τα­ξει καί τόν Κα­νο­νι­σμό τῆς Μο­νῆς, τήν γνω­στή «Τυ­πι­κή Δι­ά­τα­ξη», γιά τήν πνευ­μα­τι­κή οἰ­κο­δο­μή τῶν μο­να­χῶν.

Ὁ Θε­ός λοι­πόν κα­τά και­ρούς καί κα­τά τό­πους ἐ­κλέ­γει ἀν­θρώ­πους, οἱὁ­ποῖ­οι θέ­λουν νά ζοῦν πά­νω ἀ­πό τή συ­νη­θι­σμέ­νη φυ­σι­κή ζω­ή καί ἀ­φι­ε­ρώ­νον­ται στή μο­να­χι­κή καί ἀ­σκη­τι­κή ζω­ή γιά νά ὑ­μνοῦν συ­νε­χῶς καί να δο­ξο­λο­γοῦν τόν Θε­ό· καί συγ­χρό­νως γιά νά δι­α­κο­νοῦν ἐν Χρι­στῷ τούς πι­στούς καί νά ἐρ­γά­ζον­ται γιά τήν ψυ­χι­κή τους σω­τη­ρί­α. Ἐ­νώ­πιον αὐ­τῶν τῶν θε­ϊ­κῶν ἱ­ε­ρῶν κλή­σε­ων πρέ­πει οἱ Χρι­στια­νοί νά στε­κό­μα­στε μέ δέ­ος καί νά εὐ­χα­ρι­στοῦ­με τόν Κύ­ριο, ὁὁ­ποῖ­ος δί­νει τούς ποι­μέ­νες καί δι­δα­σκά­λους, «πρός τόν κα­ταρ­τι­σμόν τῶν ἁ­γί­ων εἰς ἔρ­γον δι­α­κο­νί­ας, εἰς οἰ­κο­δο­μήν τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ» (Ἐ­φεσ. δ΄ 11-12). Εἶ­ναι τι­μή γιά τίς χρι­στι­α­νι­κές οἰ­κο­γέ­νει­ες νά δέ­χον­ται τέ­τοι­ες κλή­σεις γιά τά πι­στά παι­διά τους, ὅ­πως δέ­χθη­κε καί ἡ οἰ­κο­γέ­νεια τῶν Κυ­πρί­ων Ἀ­θα­να­σί­ου καί Εὐ­δο­ξί­ας, γο­νέ­ων τοῦἁ­γί­ου Νε­ο­φύ­του.

 

2. Τό πο­λύ­πτυ­χο ἔρ­γο του.

Τόν ἅ­γιο μο­να­χό καί ἀ­σκη­τή, τόν Νε­ό­φυ­το, δέν τόν πλη­σί­α­σαν μό­νο μο­να­χοί. Πα­ράλ­λη­λα συ­νέρ­ρε­ε γύ­ρω ἀ­πό τήν ἐγ­κλεί­στρα του καί πλῆ­θος κό­σμου, γιά νά δοῦν, νά ἀ­κού­σουν καί συμ­βου­λευ­θοῦν τόν Ἅ­γιο ἡ­γού­με­νο. Κι αὐ­τός ἀ­πό φό­βο, μή­πως ἔ­στω καί λί­γο ἐκ­πέ­σει ἀ­πό τήν ἀ­γα­πη­τι­κή ἀ­να­χώ­ρη­ση καί θε­ό­γνω­στη ἡ­συ­χί­α, δη­μι­ούρ­γη­σε σέ ἀ­πό­κρη­μνο μέ­ρος, ὑ­ψη­λό­τε­ρα ἀπό τήν πρώ­τη, ἄλ­λη ἐγ­κλεί­στρα κι ἐ­κεῖ ἀ­πο­σύρ­θη­κε, ἐ­φό­σον γι’ αὐ­τόν ἡἄ­σκη­ση ἦ­ταν ὁ με­γά­λος του πό­θος, ἡ κο­ρω­νί­δα τῶν πό­θων, ὁ πό­θος πού ἀ­πο­στά­ζει μέ­λι τῆς ἀ­ΰ­λου ἡ­δο­νῆς. Δέν πα­ρέ­λει­πε ὅ­μως νά πα­ρα­στέ­κει κον­τά στόν πι­στό λα­ό καί νά δι­δά­σκει τούς προ­σερ­χό­με­νους, καί πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο φρόν­τι­ζε γιά τήν ἐν Χρι­­στῷ κα­θο­δή­γη­ση τῆς ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς καί κάθε μοναχοῦ ξε­χω­ριστά.

Προ­σεύ­χε­ται ὁἍ­γιος γιά τήν ἐγ­κλεί­στρα του, γιά νά φυ­λάσ­σε­ται ἀ­πρό­σβλη­τη ἀ­πό ὁ­ρα­τούς καί ἀ­ό­ρα­τους ἐ­χθρούς. Προ­σεύ­χε­ται ὑ­πέρ τῶν μο­να­χῶν, πού βρί­σκον­ταν κά­τω ἀ­πό τή φρον­τί­δα του, νά κρα­τη­θοῦν ἀ­βλα­βεῖς. Προ­σεύ­χε­ται ὑ­πέρ ὅ­λων. Προ­σεύ­χε­ται καί νη­στεύ­ει. Δι­ό­τι πι­στεύ­ει, ὅ­τι «παν­τί ἀν­θρώ­πῳ ἐ­παι­νε­τόν ἡἐγ­κρά­τεια καί ὀ­λι­γάρ­κεια, πολ­λῷ μᾶλ­λον μο­να­χῷ ἀ­να­χω­ρη­τῇ καί ἡ­συ­χίῳ».

Ἡ συ­νε­χής καί προ­σε­κτι­κή, καί εὐ­λα­βής με­λέ­τη τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς τόν ἀ­νέ­δει­ξε ἐμ­βρι­θή γνώ­στη τῶν χρι­στι­α­νι­κῶν ἀ­λη­θει­ῶν, ἀ­κρι­βή ἑρ­μη­νευ­τή καί ἄ­ρι­στο δι­δά­σκα­λο. Ἦ­ταν κή­ρυ­κας γλυ­κύς, πει­στι­κός καί ἁ­γι­ο­γρα­φι­κός. Ὡ­ραῖ­α τό ση­μει­ώ­νει ὁἱ­ε­ρός ὑ­μνο­γρά­φος: «Ἡ κι­θά­ρα τοῦ Πνεύ­μα­τος τοῦἉ­γί­ου, σκη­νώ­σα­σα ἐν τῇ κα­θα­ρᾷ σου καρ­δίᾳ, τήν θε­ό­πνευ­στον Γρα­φήν ἐ­θε­ο­λό­γεις τρα­νῶς». Ὅ­μως ὁἍ­γιος ἦ­ταν καί ποι­η­τής. Ποι­η­τής ἱ­ε­ρῶν ποι­η­μά­των δο­ξο­λο­γί­ας καί ὕ­μνου πρός τόν Θε­ό, ποι­η­μά­των πού δί­δα­σκαν τούς πι­στούς μέ θεῖ­ες δι­δα­σκα­λί­ες, ὅ­πως καί τά κα­θή­κον­τά τους πρός τόν Θε­ό. Ἦ­ταν καί συγ­γρα­φεύς πά­ρα πολ­λῶν ἄλ­λων βι­βλί­ων οἰ­κο­δο­μη­τι­κῶν, ἁ­γι­ο­γρα­φι­κῶν, ἑρ­μη­νευ­τι­κῶν, λει­τουρ­γι­κῶν, ἀ­κό­μη καί ἀ­σκη­τι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου. Ὅ­λα αὐ­τά δεί­χνουν τόν ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό του πό­θο γιά τήν ὠ­φέ­λεια τῶν πι­στῶν καί τόν μεγάλο κα­θη­με­ρι­νό του κό­πο.

Ἰ­δι­αί­τε­ρο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τοῦ ἁ­γί­ου Νε­ο­φύ­του ἦ­ταν ἡ με­γά­λη του ἀ­γά­πη πρός τήν πα­τρί­δα καί τούς συμ­πα­τρι­ῶ­τες του, τήν ὁ­ποί­α ἐκ­δή­λω­νε πάν­το­τε καί μέ κά­θε τρό­πο, καί μά­λι­στα σέ και­ρό θε­ο­μη­νι­ῶν καί συμ­φο­ρῶν. Καί πράγ­μα­τι ἡ Κύ­προς στήν ἐποχή τοῦὉ­σί­ου πέ­ρα­σε ἀ­μέ­τρη­τες δο­κι­μα­σί­ες καί θλί­ψεις ἀ­πό ἀ­νομ­βρί­ες καί σει­σμούς, ἀ­πό λι­μό καί λοι­μό. Σ’ ὅ­λα αὐ­τά τά δει­νά ὁἍ­γιος βρι­σκό­ταν στό πλευ­ρό τῶν πι­στῶν, πα­ρη­γο­ρών­τας καί ἐ­νι­σχύ­ον­τας, καί μέ τόν ἁ­γι­ο­γρα­φι­κό λό­γο τοῦ Θε­οῦ ἔ­τρε­φε τήν ἐλ­πί­δα καί τήν πί­στη τῶν Χρι­στια­νῶν στόν πάν­σο­φο καί πα­νά­γα­θο Κύ­ριο.

Ἦλ­θαν ὅ­μως καί φο­βε­ρό­τε­ρα δει­νά, ὅ­ταν οἱἌγ­γλοι, ἀ­φοῦ ἅρ­πα­ξαν τούς θη­σαυ­ρούς καί λα­φυ­ρα­γώ­γη­σαν τή χώ­ρα, πού­λη­σαν τήν Κύ­προ στούς Λα­τί­νους. Ἦ­ταν τό­τε (1196) ὁἍ­γιος σέ ἡ­λι­κί­α 62 ἐ­τῶν καί στό μι­κρό σύγ­γραμ­μά του «πε­ρί τῶν κα­τά χῶ­ραν Κύ­προν σκαι­ῶν» πε­ρι­γρά­φει τίς δι­ά­φο­ρες κα­τα­στρο­φές πού ἐ­πέ­φε­ραν οἱ Λα­τί­νοι στήν Κύ­προ. «Κρα­τοῦσιν αὐ­τήν δου­λι­κῶς καί λε­η­λα­τοῦ­σι καί ἕ­ως πο­τέ οὐ­δείς ἐν ἀν­θρώ­ποις τήν ἀ­πό­βα­σιν οἶ­δε». Κι ἐ­νῶ οἱ κά­τοι­κοι τοῦ νη­σιοῦ φεύ­γουν γιά νά σω­θοῦν, «οἶ­κοι πολ­λοί καί αἱ κῶ­μαι σχε­δόν ὅ­λαι ἔ­ρη­μοι ἀν­θρώ­πων καί ἄ­οι­κοι ἐ­να­πέ­μει­ναν». Δέν ἔ­ζη­σε ὁἍ­γιος νά δεῖ καί στή συ­νέ­χεια τούς δι­ωγ­μούς πού ἐξαπέλυαν οἱ Λατίνοι ἐναντίον τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων. Μέχρι τήν ὥ­ρα τοῦ θα­νά­του τουὅ­μως ἀ­γω­νί­ζε­ται μέ τόν γρα­πτό καί προ­φο­ρι­κό θεῖ­ο λό­γο νά πα­ρη­γο­ρή­σει τούς θλι­βο­μέ­νους, νά στη­ρί­ξει τούς Ὀρ­θο­δό­ξους, «τούς ἐγ­γύς καί τούς μα­κράν», νά ὁ­δη­γή­σει ὅ­λους στή με­τά­νοι­α. Δι­ό­τι ὅ­λα αὐ­τά τά δει­νά ὁ φω­τι­σμέ­νος ἡ­γού­με­νος τά βλέ­πει ὡς δο­κι­μα­σί­ες, τίς ὁ­ποῖ­ες ἐ­πι­τρέ­πει ὁ Θε­ός γιά τίς ἁ­μαρ­τί­ες τοῦ λα­οῦ: Ἐ­άν ἐ­μεῖς δέν πι­κραί­να­με τόν πα­νά­γα­θο Ἰ­α­τρό καί δέν πο­ρευ­ό­μα­στε ἐ­νάν­τια στό θέ­λη­μά του, οὔ­τε κι αὐ­τός θά πο­ρευ­ό­ταν ἐ­ναν­τί­ον μας καί οὔ­τε θά μᾶς πί­κραι­νε γιά τή δι­κή μας σω­τη­ρί­α.

Ὅ­μως ὁ ὅ­σιος Νε­ό­φυ­τος κα­κο­πά­θη­σε. Δέ­χθη­κε κι αὐ­τός τή δο­κι­μα­σί­α καί τό σταυ­ρό τῆς θλί­ψε­ως. Κά­πο­τε ξε­κόλ­λη­σε ἀ­πό τήν ἐγ­κλεί­στρα τουἕ­νας με­γά­λος λί­θος, τόν κτύ­πη­σε σο­βα­ρά καί ἀ­πό τό κτύ­πη­μα ἐ­κεῖ­νο ὑ­πέ­φε­ρε ἕ­ξι ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια. Ὑ­πέ­μει­νε ὅ­μως τή δο­κι­μα­σί­α του ὡς δῶ­ρο Θε­οῦ, ὡς δῶρο τα­πει­νώ­σεως καί ὑ­πο­μο­νῆς. Ἔ­τσι ξέ­ρουν οἱἍ­γιοι νά δέ­χον­ται τίς δο­κι­μα­σί­ες. Ὡς ἐ­πι­σκέ­ψεις Θε­οῦ.

Ἔ­πει­τα ἀ­πό τήν πο­λυ­χρό­νια, πο­λύ­πτυ­χη καί πο­λύ­πο­νη δι­α­κο­νί­α του ὁ Κύ­ριος θέ­λη­σε νά με­τα­φέ­ρει καί νά δο­ξά­σει στή Βα­σι­λεί­α του τόν ἐρ­γά­τη του πού τόν δοξάσε κι ἐκεῖνος μέ τήν προσευχή του, τήν ἄσκησή του, καί τήν ἁγία ζωή του. ὉἍ­γιος προ­αι­σθάν­θη­κε τό θά­να­τό του. Κά­λε­σε τούς μο­να­χούς, συμ­βού­λευ­σε τόν κα­θέ­να ξεχω­ρι­στά καί ὅ­λους μα­ζί καί ἔ­τσι εἰ­ρη­νι­κός καί γα­λή­νιος, πλή­ρης κα­λῶν ἔρ­γων, πα­ρέ­δω­σε τό πνεῦ­μα του στόν Πλά­στη καί Σω­τή­ρα του. Στίς 12 Ἀ­πρι­λί­ου τοῦ 1219 σέ ἡ­λι­κί­α 85 ἐ­τῶν. Ψάλ­λει ὁἱ­ε­ρός ὑ­μνω­δός: «Ἰ­δεῖν κα­τη­ξί­ω­σαι, ἀ­πο­λυ­θείς τοῦ σώ­μα­τος, ὀ­φθαλ­μός ἅ οὐκ εἶ­δε, οὖς τε οὐκ ἤ­κου­σε..

Ἄ­φη­σε «εἰς τήν γῆν τό σα­θρώ­τα­τον σπή­λαι­ον, ὅ­που ὡς δέν­δρον ἐ­νε­φυ­τεύ­θη κρη­μνῷ ἀ­βά­τῳ, καί ἀ­νῆλ­θε πρός νυμ­φώ­νας ἀ­θα­νά­τους, πρός πα­στά­δας ἀ­νε­κλα­λή­τους καί πρός πα­ρα­δεί­σου τρυ­φήν, συ­να­πο­κο­μί­ζων καρ­πούς ὡ­ραί­ους ἐ­νά­ρε­των καί θεί­ων πρά­ξε­ων».

Οἱ ἅ­γιοι πα­τέ­ρες τῆς Μο­νῆς μέ πο­λύ βα­θειά θλί­ψη καί σε­βα­σμό, ἀλ­λά καί μυ­στι­κό­τη­τα, ἐν­τα­φί­α­σαν τό ἱ­ε­ρό σκή­νω­μά του στόν τά­φο πού ὁἴ­διος λά­ξευ­σε στήν ἐγ­κλεί­στρα του, καί σέ κα­νέ­να δέν ἀ­πο­κά­λυ­ψαν τόν τό­πο. Γι’ αὐ­τό καί ὁ τά­φος του πα­ρέ­μει­νε ἄ­γνω­στος μέ­χρι τό 1750. Κι ὅ­ταν τό­τε ἀ­να­κα­λύ­φθη­κε, ἔ­γι­νε πάν­δη­μη Ἀ­να­κο­μι­δή μέ εὐ­λα­βεῖς Λι­τα­νεῖ­ες καί ἱ­ε­ρές Ἀ­κο­λου­θί­ες. Τά ἱ­ε­ρά λεί­ψα­να ἐ­να­πο­τέ­θη­καν στόν με­γά­λο Να­ό τῆς ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς, τῆς Πα­να­γί­ας Ἐγ­κλει­στρια­νῆς, ὅ­που φυ­λάσ­σον­ται μέ­χρι σή­με­ρα.

Εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη οἱ Χρι­στια­νοί νά γνω­ρί­ζου­με τούς ὁ­σί­ους αὐ­τούς πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, εἴ­τε αὐ­τοί ἀ­σκή­τευ­σαν ὡς μο­να­χοί προ­σευ­χό­με­νοι ὑ­πέρ τῆς σω­τη­ρί­ας τῶν Χρι­στια­νῶν εἴ­τε ἐρ­γά­σθη­καν ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κά ἀ­νά­με­σα στό λαό τοῦ Θεοῦ με­τα­φέ­ρον­τας τό μή­νυ­μα τῆς σω­τη­ρί­ας. Νά τούς γνω­ρί­ζου­με καί νά ἱ­κε­τεύ­ου­με τόν Κύ­ριο νά μή μᾶς στε­ρή­σει πο­τέ τέ­τοι­ους ἁ­γί­ους μο­να­χούς καί ἱ­ε­ρα­πο­στό­λους, καί μά­λι­στα στίς πε­ρι­ό­δους θρη­σκευ­τι­κοῦ καί ἠ­θι­κοῦ ἀ­πο­χρω­μα­τι­σμοῦ τῆς κοι­νω­νί­ας μας.

 

Ἀπό τό βιβλίο «Ἄνθοι τοῦ Παραδείσου»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ο ΑΓΙΟΣ ΦΙΛΩΝ

Κύ­πριος εἶ­ναι ὁ ἅ­γιος Φί­λων. Δό­ξα­σε τόν ἐ­πι­σκο­πι­κό θρό­νο τῆς Καρ­πά­θιας καί ἀ­να­δεί­χθη­κε ἐ­κλε­κτός καί ὅ­σιος Ἱ­ε­ράρ­χης, θερ­μουρ­γός ἱ­ε­ρα­πό­στο­λος, δό­κι­μος συγ­γρα­φεύς καί θαυ­μα­τουρ­γός.

Στά τέ­λη τοῦ 4ου μ.Χ. αἰ­ῶ­νος στήν Κύ­προ κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε ἀ­κό­μη ἡ εἰ­δω­λο­λα­τρί­α. Οἱ θυ­σί­ες στούς ψεύ­τι­κους θε­ούς ἦ­ταν σέ ἡ­με­ρή­σια δι­ά­τα­ξη. Οἱ ἄν­θρω­ποι ζοῦ­σαν «ἐν σκό­τει καί σκιᾷ θα­νά­του» καί εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη φω­τι­σμοῦ καί σω­τη­ρί­ας. Ὅ­μως καί ἡ χρι­στι­α­νι­κή πί­στη ἀν­τί­στοι­χα συ­νε­χῶς φώ­τι­ζε πολ­λούς, οἱ ὁ­ποῖ­οι γνώ­ρι­ζαν τό φῶς τό ἀ­λη­θι­νό καί βα­πτί­ζον­ταν Χρι­στια­νοί. Τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη στήν Κύ­προ δέ­σπο­ζε ἡ μορ­φή τοῦ με­γά­λου Ἐ­πι­σκό­που Κων­σταν­τίας ἁ­γί­ου Ἐ­πι­φα­νί­ου, ἀν­θρώ­που με­γά­λου ζή­λου, ἁ­γι­ό­τη­τος, μορ­φώ­σε­ως καί δρά­σε­ως. Ὁ ἅ­γιος Ἐ­πι­φά­νιος λοι­πόν γνώ­ρι­σε κά­πο­τε τόν νε­α­ρό Φί­λω­να. Αὐτός ἦταν βεβαίως Χρι­στια­νός καί πι­στός, καί συγ­χρό­νως εἶχε μόρ­φω­ση ἐ­ξαι­ρε­τι­κῶς σπου­δαί­α, τό­σο δι­α­νο­η­τι­κή, ὅ­σο καί κυ­ρί­ως πνευ­μα­τι­κή. Ὁ ἅ­γιος Ἐ­πι­φά­νιος ἐ­κτί­μη­σε ἰ­δι­αι­τέ­ρως τά ἔκ­δη­λα προ­σόν­τα του: τήν εὐ­σέ­βεια, τήν εὐ­λά­βεια, τόν ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό ζῆ­λο του καί μά­λι­στα τήν τα­πεί­νω­σή του. Τήν γνω­ρι­μί­α αὐ­τή ὁ Ἐ­πί­σκο­πος Κων­στάν­τιας τήν θε­ώ­ρη­σε δῶ­ρο Θε­οῦ.  Διότι στόν νε­α­ρό Φί­λω­να δι­έ­κρι­νε τόν αὐ­ρια­νό ἐ­κλε­κτό ἐρ­γά­τη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Γι’ αὐ­τό καί με­τά τήν ἀ­πα­ραί­τη­τη δο­κι­μα­σί­α τόν χει­ρο­τό­νη­σε δι­ά­κο­νο καί ἀρ­γό­τε­ρα ἱ­ε­ρέ­α ἱ­ε­ρο­μό­να­χο. Κα­θώς μά­λι­στε εἶ­δε ζω­η­ρό τόν πό­θο τῆς ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς στήν ψυ­χή του, τοῦ ἀ­νέ­θε­σε εἰ­δι­κῶς τό ἔρ­γο τοῦ ἐκ­χρι­στι­α­νι­σμοῦ τῶν ἐ­κεῖ εἰ­δω­λο­λα­τρῶν.

Καί ὁ Φί­λων κα­θώς συ­ναι­σθάν­θη­κε τήν με­γά­λη τι­μή πού τοῦ γι­νό­ταν καί τήν εὐ­θύ­νη του, ἄρ­χι­σε τό ἔρ­γο του μέ φό­βο Θε­οῦ καί μέ ἔν­θε­ο ζῆ­λο. «Πα­ρω­ξύνε­το τό πνεῦ­μα του, θλι­βό­ταν πο­λύ στήν ψυ­χή του, ὅ­ταν ἔ­βλε­πε στήν Κύ­προ, τήν ὁ­ποί­α ἁ­γί­α­σαν μέ τήν παρουσία τους καί τό κή­ρυγ­μά τους οἱ με­γά­λοι Ἀ­πό­στο­λοι Παῦ­λος καί Βαρ­νά­βας, νά ὑ­πάρ­χουν ἀ­κό­μη εἰ­δω­λο­λά­τρες μέ ἀ­νή­θι­κη λα­τρεί­α καί ζω­ή. Δύ­σκο­λο τό ἔρ­γο του. Πολ­λοί οἱ φα­να­τι­κοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι, ἐμ­πνε­ό­με­νοι ἀ­πό τόν ἀρ­χέ­κα­κο ὄ­φι, τόν σα­τα­νᾶ, τοῦ πα­ρε­νέ­βαλ­λαν ἐμ­πό­δια, τόν συ­κο­φαν­τοῦ­σαν, τόν κα­τα­δί­ω­καν. Χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν τό πᾶν, γιά νά πα­ρεμ­πο­δί­σουν τό ἱ­ε­ρό του ἔρ­γο. Με­γά­λος ὅ­μως καί ὁ Θε­ός, στόν Ὁ­ποῖ­ο ὁ Φί­λων, ὁ πι­στός ἱ­ε­ρεύς τοῦ Θε­οῦ, ἤλ­πι­ζε καί στόν Ὁ­ποῖ­ο μέ θερ­μό­τη­τα καί πί­στη ἀ­πευ­θυ­νό­ταν. Ἄλλω­στε τοῦ Θε­οῦ ἦ­ταν τό ἔρ­γο καί αὐ­τός ἦταν ἐρ­γά­της καί ὄρ­γα­νο τοῦ Θε­οῦ. Τοῦ Πα­νά­γα­θου Θε­οῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος «πάν­τας ἀν­θρώ­πους θέ­λει σω­θῆ­ναι καί εἰς ἐ­πί­γνω­σιν ἀ­λη­θεί­ας ἐλ­θεῖν» (Α΄ Τιμ. β΄ 4).

Δι­δά­σκει ὁ κα­λός μας ἱ­ε­ρο­μό­να­χος ἀ­κα­τά­παυ­στα, παν­τοῦ. Καί με­τα­δί­δει τήν χρι­στι­α­νι­κή ἀ­λή­θεια σέ πολ­λούς καί λί­γους· σέ με­γά­λους καί μι­κρούς. Ἄλ­λοι πε­ρι­φρο­νοῦν ἄλ­λοι ὅ­μως συγ­κι­νοῦν­ται καί πλη­σιά­ζουν ν’ ἀ­κού­σουν. Πεί­θον­ται καί γα­λη­νεύ­ουν. Τό κή­ρυγ­μά του συν­δυ­ά­ζε­ται καί μέ θαυ­μα­τουρ­γί­α, τήν ὁ­ποί­α τοῦ ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός ὡς εἰ­δι­κό χά­ρι­σμα. Ὅ­πως ση­μει­ώ­νει ὁ Ἱ­ε­ρός Συ­να­ξα­ρι­στής, ὁ Θε­ός τοῦ ἔ­δω­σε στή δύ­σκο­λη ἐ­κεί­νη πε­ρί­ο­δο ἰ­δι­αί­τε­ρη χά­ρη νά θαυ­μα­τουρ­γεῖ, ὥ­στε καί μέ τά θαύ­μα­τά του νά ἑλ­κύ­ει στήν πί­στη τοῦ Χρι­στοῦ. Βε­βαί­ως ἦ­ταν συν­δυ­α­σμέ­νο τό κή­ρυγ­μά του καί μέ τήν ὁ­σί­α καί ἁ­γί­α ζω­ή του, ἡ ὁ­ποί­α ὡς φῶς ἔ­λαμ­πε στό πε­ρι­βάλ­λον του καί ἐν­τυ­πω­σί­α­ζε καί ὠ­φε­λοῦ­σε Χρι­στια­νούς καί εἰ­δω­λο­λά­τρες.

Μέ ὅ­λες αὐ­τές τίς προ­σπά­θει­ες ὁ Ἅ­γιος, μέ τή χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, πέ­τυ­χε πολ­λά. Πολ­λοί εἰ­δω­λο­λά­τρες κά­θε ἡ­λι­κί­ας, τά­ξε­ως καί μορ­φώ­σε­ως ἀ­παρ­νοῦν­ταν τήν πα­λιά θρη­σκεί­α καί ζω­ή καί μέ συ­ναί­σθη­ση ἀ­πο­δέ­χον­ταν τή χρι­στι­α­νι­κή ἀ­λή­θεια καί μέ κα­τά­νυ­ξη βα­πτί­ζον­ταν. Ἔ­βλε­πε καί ὁ ἴ­διος τό θαῦ­μα καί δό­ξα­ζε τόν Θε­ό.

Με­τά ἀ­πό ἔ­τη ὁ ἅ­γιος Ἐ­πι­φά­νιος, κα­θώς πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε τήν πρό­ο­δο τοῦ ζη­λω­τῆ ἱ­ε­ρο­μό­να­χου καί τοῦ ἔρ­γου του, ὑ­πα­κού­ον­τας σέ ἀ­πο­κά­λυ­ψη Θε­οῦ, ὅ­πως μαρ­τυ­ρεῖ ὁ ἱ­στο­ρι­κός Πο­λύ­βιος, χει­ρο­τό­νη­σε τόν Φί­λω­να Ἐ­πί­σκο­πο Καρ­πα­σί­ας. Τώ­ρα πλέ­ον ὁ Φί­λων εἶ­ναι ὑ­πεύ­θυ­νος ποι­μέ­νας τοῦ λο­γι­κοῦ ποι­μνί­ου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἔ­χει τά ἐ­φό­δια, τά ὁ­ποῖ­α ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ζη­τοῦ­σε ἀ­πό τούς Ἐ­πι­σκό­πους ποι­μέ­νες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας: «δεῖ οὖν τόν ἐ­πί­σκο­πον ἀ­νε­πί­λη­πτον εἶ­ναι… νη­φά­λιον, σώ­φρο­να, κό­σμιον… δι­δα­κτι­κόν… μαρ­τυ­ρί­αν κα­λήν ἔχειν ἐκ τῶν ἔ­ξω­θεν» (Α΄ Τιμ. γ΄ 2 ἑξ.). Καί ἦ­ταν πράγ­μα­τι μι­μη­τής τοῦ Κα­λοῦ Ποι­μέ­νος Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος «τήν ψυ­χήν αὐ­τοῦ ἔθη­κεν ὑ­πέρ τῶν προ­βά­των» (Ἰ­ω­άν. ι΄ 11). Ἐρ­γά­σθη­κε μέ ὅ­λες του τίς δυ­νά­μεις, γιά νά ὁ­δη­γεῖ «τά ἐγ­γύς καί τά μα­κράν πρό­βα­τα» στόν Ἀρ­χι­ποί­με­να Κύ­ριο.

Πα­ράλ­λη­λα μέ τό ποι­μαν­τι­κό πο­λύ­πτυ­χο ἔρ­γο του ὁ Φί­λων ἀ­σχο­λή­θη­κε καί μέ τή συγ­γρα­φή, καί μά­λι­στα μέ τήν Ἑρ­μη­νεί­α τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς. Ἔ­γρα­ψε ὑ­πό­μνη­μα στήν Πεν­τά­τευ­χο, στό Ἆ­σμα Ἀ­σμά­των, ὅ­πως ἐ­πί­σης καί Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή Ἱ­στο­ρί­α.

Γε­νι­κῶς ὁ Φί­λων ἦ­ταν ἡ ἀ­ναμ­μέ­νη λαμ­πά­δα, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­και­γε, φώ­τι­ζε καί, φυ­σι­κά, ἔ­λει­ω­νε. Δέν μαρ­τύ­ρη­σε, ὅ­πως ἄλ­λοι καλ­λί­νι­κοι Μάρ­τυ­ρες. Ὅ­λη ὅ­μως ἡ ζω­ή του ἦ­ταν μί­α συ­νε­χής μαρ­τυ­ρί­α Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ καί ἕ­να συ­νε­χές μαρ­τύ­ριο καί θυ­σί­α, μιά μαρ­τυ­ρι­κή πο­ρεί­α στήν ὁ­δό τοῦ ἱ­ε­ροῦ κα­θή­κον­τος.

Ἦ­ταν φυ­σι­κό κά­πο­τε νά φθά­σουν στό τέ­λος τά χρό­νια τῆς ἐ­πί­γειας ζω­ῆς του. Με­τά ἀ­πό πο­λύ­μο­χθο ἀ­γώ­να πολ­λῶν ἐ­τῶν, ὁ κα­λός Ἐ­πί­σκο­πος τῆς Καρ­πα­σί­ας ἐ­κοι­μή­θη ἐν Κυ­ρί­ῳ.  Τό ποί­μνιό του μέ πολύ πόνο καί θλίψη τόν κήδευσε καί τόν ἐνταφίασε. Ἐ­κεῖ κον­τά, κον­τά στή θά­λασ­σα, ἀρ­γό­τε­ρα οἰ­κο­δο­μή­θη­κε καί Να­ός στό ὄ­νο­μα τοῦ ἁ­γί­ου Φί­λω­νος, Ἐ­πι­σκό­που τῆς Καρ­πα­σί­ας. Ἄς πρε­σβεύ­ει ὁ Ἅ­γιος ὑ­πέρ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ, καί μά­λι­στα ὑ­πέρ αὐ­τῆς, τήν ὁ­ποί­α ποί­μα­νε καί ἡ ὁ­ποί­α ἐ­πί τό­σα τώ­ρα χρό­νια κα­τα­πα­τεῖ­ται ἀ­πό ἀν­τί­χρι­στους κα­τα­κτη­τές· γιά νά δώ­σει ὁ Κύ­ριος γρή­γο­ρα τήν πο­θη­τή ἐ­λευ­θε­ρί­α, ἐ­θνι­κή καί πνευ­μα­τι­κή.

 Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη