ΟΣΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ O ΣΥΡΟΣ

O ΟΣΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ O ΣΥΡΟΣ

Πρό­κει­ται γιά ἕ­ναν ἀ­πό τούς με­γά­λους Πα­τέ­ρες τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας μας καί ἰ­δι­αι­τέ­ρως τῆς Συ­ρια­κῆς. Δι­δά­σκα­λο καί συγ­γρα­φέ­α πρώ­του με­γέ­θους, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ διδασκα­λί­α καί τά συγ­γράμ­μα­τα μόρ­φω­σαν γε­νεές γε­νε­ῶν.

Ὁ Ὅ­σιος γεν­νή­θη­κε στίς ἀρ­χές τοῦ 4ου αἰ­ῶ­νος (306 μ.Χ.) στή Νί­σι­βη τῆς Συ­ρί­ας, πρω­τεύ­ου­σα τῆς πα­λαι­ᾶς Μυ­γδο­νί­ας· εὐ­τύ­χη­σε μά­λι­στα νά ἔ­χει δι­δά­σκα­λό του τόν Ἐ­πί­σκο­πό της ἰ­δι­αί­τε­ρής του πα­τρί­δος, τόν Ἰ­ά­κω­βο. Καί ὁ Ἰ­ά­κω­βος ἦ­ταν ἄν­δρας με­γά­λης θε­ο­λο­γι­κῆς μορ­φώ­σε­ως, ἰ­δρυ­τής τῆς θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς τῆς Νι­σί­βε­ως, γεν­ναῖ­ος πρό­μα­χος τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ἐ­πί­λε­κτος σύμ­μα­χος τοῦ Μ. Ἀ­θα­να­σί­ου στά δύ­σκο­λα ἐ­κεῖ­να χρό­νια τοῦ ἀ­γώ­να τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας κα­τά τῶν ἀ­ρεια­νῶν. «Πα­ρά τούς πό­δας» λοι­πόν τοῦ σο­φοῦ καί ἁγίου ἐ­κεί­νου ἀν­δρός μα­θή­τευ­σε ὁ Ἐ­φραίμ καί ἀ­φω­σι­ώ­θη­κε σ’ αὐ­τόν.

Ἀλ­λά καί ὁ Ἰ­ά­κω­βος δέν ἄρ­γη­σε νά δι­α­κρί­νει στό πρό­σω­πο τοῦ νε­α­ροῦ μα­θη­τῆ του τόν αὐ­ρια­νό ἐ­κλε­κτό ἐρ­γά­τη καί πρό­μα­χο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Δι­ό­τι πράγ­μα­τι ὁ Ἐ­φραίμ συγκέντρω­νε λαμ­πρές ἱ­κα­νό­τη­τες καί σπά­νια χα­ρί­σμα­τα: φω­τει­νή κρί­ση, ἰ­σχυ­ρό κά­λα­μο, θαυ­μα­στή εὐ­γλωτ­τί­α. Καί μα­ζί μ’ αὐ­τά τήν εὐ­σέ­βεια καί τόν ἐν Χρι­στῷ ζῆ­λο. Γι’ αὐ­τό καί ὁ Ἐ­πί­σκο­πος τόν βο­ή­θη­σε καί τόν κα­θο­δή­γη­σε νά ἐ­ξε­λι­χθεῖ σ’ ἕ­να κα­λό ἐρ­γά­τη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Στήν κα­τάλ­λη­λη ἡ­λι­κί­α τόν χει­ρο­τό­νη­σε δι­ά­κο­νο καί τόν προ­σέ­λα­βε διδάσκαλο στή θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή, στήν ὁποία ἀρ­γό­τε­ρα τοῦ ἀ­να­τέ­θη­κε καί ἡ δι­εύ­θυν­σή της. Μα­ζί του τόν πα­ρέ­λα­βε ὡς συ­νο­δό, ὅ­ταν πῆ­ρε μέ­ρος στήν Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δο στή Νί­και­α (325 μ.Χ.).

Δέν προ­χώ­ρη­σε ὁ Ἐ­φραιμ στούς ἄλ­λους βαθ­μούς τῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης. Ἔ­μει­νε ἁ­πλός δι­ά­κο­νος τοῦ θυ­σι­α­στη­ρί­ου. Ἐ­ξε­λί­χθη­κε ὅ­μως, ὅ­πως ὁ προ­στά­της του Ἰ­ά­κω­βος ὁραματίσθηκε, σέ μέ­γα Δι­δά­σκα­λο καί ρή­το­ρα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Τίς ὁ­μι­λί­ες του τίς χα­ρα­κτή­ρι­ζε θαυ­μα­στή ἁ­πλό­τη­τα. Κά­θε ὁ­μι­λί­α του, ὅ­πως δι­η­γοῦν­ται οἱ βι­ο­γρά­φοι του, εἶ­χε μί­α ἁρ­μο­νί­α καί συγ­χρό­νως ἦ­ταν ἕ­νας φο­βε­ρός ἔ­λεγ­χος, ὅ­ταν μά­λι­στα πα­ρου­σί­α­ζε μέ κα­τα­πλη­κτι­κή ζω­η­ρό­τη­τα εἰ­δι­κά θέ­μα­τα, ὅ­πως τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, τῶν τύ­ψε­ων τῆς συ­νει­δή­σε­ως, τῆς δευ­τέ­ρας πα­ρου­σί­ας καί πα­ρό­μοι­α.

Ὁ Ἐ­φραιμ ἦ­ταν κα­λός γνώ­στης καί ἄ­ρι­στος δι­δά­σκα­λος τοῦ ὀρ­θο­δό­ξου δόγ­μα­τος. Ἤ­ξε­ρε νά με­τα­δί­δει στούς πι­στούς τό ὀρ­θό­δο­ξο δόγ­μα ὄ­χι μό­νο ὡς πί­στη, ἀλ­λά καί ὡς πνεῦμα ἀ­γω­νι­στι­κό, ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ο τό­τε εἶ­χε ἀ­νάγ­κη ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Πρῶ­τος ἀ­γω­νι­στής τῆς ἀ­λη­θεί­ας πά­τα­ξε μέ προ­φη­τι­κό ζῆ­λο καί σπά­νια δύ­να­μη τήν αἵ­ρε­ση, ὅ­που αὐ­τή παρουσι­α­ζό­ταν.

Ἡ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Ἐ­φραίμ, δογ­μα­τι­κή καί ἠ­θι­κή, δέν πε­ρι­ο­ρί­σθη­κε μό­νο στήν ἐ­πο­χή του. Δι­α­σώ­θη­κε στά πολ­λά καί ποι­κί­λα συγ­γράμ­μα­τά του, τά ὁ­ποῖ­α συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται σέ ἕ­ξι ὀγ­κώ­δεις τό­μους. Τά ἔ­γρα­ψε στή συ­ρια­κή γλώσ­σα, ἀλ­λά γρή­γο­ρα με­τα­φρά­σθη­καν στήν ἑλ­λη­νι­κή, λα­τι­νι­κή καί ἀρ­με­νι­κή. Ἔ­γρα­ψε ὁ­μι­λί­ες οἰ­κο­δο­μη­τι­κές, δογ­μα­τι­κές, πανηγυ­ρι­κές. Ἑρ­μή­νευ­σε τήν Πα­λαι­ά καί Και­νή Δι­α­θή­κη. Ὅ­πως λέ­ει ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Νύσ­σης, «πᾶ­σαν πά­λαι­αν καί και­νήν ἐ­κμε­λε­τή­σας… ὅ­λην ἀ­κρι­βῶς πρός λέ­ξιν ἡρμήνευ­σεν». Ἔ­γρα­ψε ἁ­πλούς ὕ­μνους (δη­μώ­δεις), γνω­στούς ὡς Νι­σι­βι­κά ἄ­σμα­τα, μέ­σα στούς ὁ­ποί­ους ἀ­να­φέ­ρον­ται εὐ­αγ­γε­λι­κές ἱ­στο­ρί­ες καί θαύ­μα­τα καί ἐ­ξυ­μνεῖ­ται ἡ πί­στη, ἡ ἀ­γά­πη, ἡ ἠ­θι­κή. Καί τούς ὕ­μνους αὐ­τούς τούς ἔ­ψαλ­λαν οἱ πι­στοί μέ πολ­λή εὐ­λά­βεια. 

Στήν πλου­σί­α αὐ­τή συλ­λο­γή τῶν ὕ­μνων συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται καί ὕ­μνοι πρός τήν πα­τρί­δα, τήν ὁ­ποί­α ὁ Ὅ­σιος ὡς ἁ­γνός πα­τρι­ώ­της ἀ­γα­ποῦ­σε πο­λύ. Κι ὄ­χι ἁ­πλῶς ἀ­γα­ποῦ­σε, ἀλ­λά καί τήν ὑ­πε­ρα­σπί­σθη­κε μέ ὅ­λες του τίς δυ­νά­μεις, ὅ­ταν οἱ Πέρ­σες ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να ἐ­πι­τέ­θηκαν ἐ­ναν­τί­ον της. Τό­τε σέ και­ρό λι­μοῦ ὁ δι­δά­σκα­λος τῆς ἀ­λη­θεί­ας ἔ­γι­νε καί κήρυκας τῆς φι­λαν­θρω­πί­ας καί κα­λοῦ­σε τούς πλούσι­ους νά δώ­σουν τά πλού­τη τους, γιά νά θρέ­ψει τούς πτω­χούς. Ἑ­κα­τον­τά­δες πει­να­σμέ­νων ἔ­τρε­φε κα­θη­με­ρι­νά τήν ἐ­πο­χή ἐκεί­νη ὁ κοι­νω­νι­κός ἐρ­γά­της τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, μα­ζί μέ ὅ­λη τήν ἄλ­λη πο­λύ­πλευ­ρη κοι­νω­νι­κή δρά­ση του. Ὅ­ταν οἱ Πέρ­σες κα­τέ­λα­βαν τε­λι­κά τήν πα­τρί­δα, τό­τε ὁ Ὅ­σιος κα­τέ­φυ­γε στήν Ἔ­δεσ­σα δί­πλα στόν Εὐ­φρά­τη, ὅ­που με­τέ­φε­ρε τή Σχο­λή του καί πέ­ρα­σε τά ὑ­πό­λοι­πα χρό­νια τῆς ζω­ῆς του.

Πρέ­πει νά ση­μει­ώ­σου­με ἀ­κό­μη, ὅ­τι ὁ Ἐ­φραίμ ἀ­να­συγ­κρό­τη­σε καί ἀ­να­γέν­νη­σε τόν μο­να­χι­κό βί­ο στή Συ­ρί­α καί συ­νέ­τα­ξε μο­να­χι­κούς κα­νό­νες καί ὁ­δη­γί­ες τό­σο γιά τούς μο­να­χούς τῶν κοι­νο­βί­ων, ὅ­σο καί γιά τούς ἀ­να­χω­ρη­τές καί ἀ­σκη­τές. Ὅ­πως ἐ­πί­σης κα­θό­ρι­σε καί τά κα­θή­κον­τα ἡ­γου­μέ­νων καί μο­να­χῶν. Ὑ­πο­γράμ­μι­σε σέ ὅ­λους, μο­να­χούς καί λα­ϊ­κούς, ὅ­τι ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νη πνευ­μα­τι­κή ζω­ή δέν εἶ­ναι μό­νο νά ἀ­πο­φεύ­γει ὁ Χρι­στια­νός τήν ἁ­μαρ­τί­α, ἀλ­λά καί νά ἐ­πι­δι­ώ­κει τήν ἐν Χρι­στῷ ἀ­ρε­τή, ὅ­πως ἄλ­λω­στε τό ση­μει­ώ­νει καί στήν θαυ­μά­σια ἐ­κεί­νη εὐ­χή, τήν ὁ­ποί­α ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας χρη­σι­μο­ποι­εῖ ἰ­δι­αι­τέ­ρως τήν Μ. Τεσ­σα­ρα­κο­στή: Κύ­ρι­ε καί Δέ­σπο­τα τῆς ζω­ῆς μου….

Γιά ὅ­λα αὐ­τά οἱ γύ­ρω του, ἀλ­λά καί οἱ ἀ­νά τούς αἰ­ῶ­νες πι­στοί καί μα­θη­τές του τόν ἀ­γά­πη­σαν πο­λύ. Τόν ὀ­νό­μα­σαν Προ­φή­τη τῆς Συ­ρί­ας, Στύ­λο τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, στό­μα καί κιθάρα τοῦ Πνεύ­μα­τος.

Στή διά­ρκεια τῆς ζω­ῆς του ὁ ὅ­σιος Ἐ­φραίμ ἐ­πι­χεί­ρη­σε δυ­ό πε­ρι­ο­δεῖ­ες. Τήν μί­α πρός τήν Αἴ­γυ­πτο, γιά νά γνω­ρί­σει τούς ἐ­κεῖ μο­να­χούς, τήν ἄλ­λη στήν Και­σά­ρεια τῆς Καππαδοκίας, γιά νά ἐ­πι­σκε­φθεῖ τόν Μ. Βα­σί­λει­ο. Τήν ἐ­πί­σκε­ψή του αὐ­τή τήν δι­η­γεῖ­ται μέ πολ­λή συγ­κί­νη­ση ὁ ὅ­σιος Πα­τήρ.

Ὁ ὅ­σιος Ἐ­φραίμ, ὁ με­γά­λος αὐ­τός δογ­μα­τι­κός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ ρή­το­ρας καί ὑ­μνω­δός, ὁ βα­θύς καί φλο­γε­ρός συγ­γρα­φεύς, ὁ σο­φός καί με­γα­λό­πνο­ος δι­ευ­θυν­τής τῆς Σχο­λῆς τῆς Νι­σί­βε­ως, τόν ὁ­ποῖ­ο ἐγ­κω­μιά­ζουν ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος καί ὁ Γρη­γό­ριος ὁ θε­ο­λό­γος, πλού­σιος στήν «ἐν Χρι­στῷ» ὀρ­θό­δο­ξη ζω­ή καί δρά­ση, ἐ­κοι­μή­θη ἐν Κυ­ρί­ῳ στίς 9 Ἰουνί­ου τοῦ 373.

Ἦταν ἕνας χα­ρι­σμα­τοῦ­χος Ἅ­γιος ὁ ὁποῖος δι­έ­θε­σε τά πλού­σια χα­ρί­σμα­τα, πού τοῦ ἔ­δω­σε ὁ Κύ­ριος, στό ὄ­νο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου καί γιά τή δό­ξα τοῦ Κυ­ρί­ου καί τήν ὠ­φέ­λεια τῶν ψυχῶν. Καί ὠ­φέ­λη­σε, ὅ­πως καί ὠ­φε­λεῖ ἀ­κό­μη πλῆ­θος Χρι­στια­νῶν, μα­θη­τῶν καί με­λε­τη­τῶν του. Ὤ, νά ἤ­θε­λαν ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι νά χρη­σι­μο­ποι­οῦν πάν­το­τε τά χα­ρί­σμα­τά τους γιά τή δό­ξα τοῦ Κυ­ρί­ου καί τήν ὠ­φέ­λεια τῶν συ­ναν­θρώ­πων τους! Τι­μή γι’ αὐ­τούς καί ὕ­ψι­στη ὠ­φέ­λεια τῆς κοι­νω­νί­ας!

Δο­ξα­στι­κόν Ἑ­σπε­ρι­νοῦ. Ἦ­χος πλ. β.

Ἐμ­φρό­νως τῶν ὀ­χλη­ρῶν του βί­ου ἐ­πα­να­στάς, Ἐ­φραίμ ἀ­οί­δι­με,

φι­λη­συ­χί­α τήν ἔ­ρη­μον κα­τέ­λα­βες· καί δί αὐ­τῆς πρός Θε­όν πρα­κτι­κῶς ἀ­να­γό­με­νος,

τῷ κό­σμῳ ἔ­λαμ­ψας φω­στήρ καί ρή­μα­τα ζω­ῆς τοῖς ἀν­θρώ­ποις ἐ­πή­γα­γες·

διο μή παύ­ση ἐν ταῖς εὐ­χαῖς σου στη­ρί­ζων ἡ­μᾶς ἐκ βλά­βης τοῦ ἀλ­λό­τριου,

ρυ­σθῆ­ναι τάς ψυ­χάς ἡ­μῶν, Ὅ­σι­ε πά­τερ.

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον. Ἦ­χος πλ. δ.

Ταίς τῶν δα­κρύ­ων σου ρο­αις τῆς ἔ­ρη­μου τό ἄ­γο­νον ἐ­γε­ώρ­γη­σας

καί τοῖς ἐκ βά­θους στε­ναγ­μοῖς εἰς ἑ­κα­τόν τούς πό­νους ἐ­καρ­πο­φό­ρη­σας.

Καί γέ­γο­νας φω­στήρ, τῇ οἰ­κου­μέ­νῃ λάμ­πων τοῖς θαύ­μα­σι, Ἐ­φραίμ πα­τήρ ἡ­μῶν Ὅ­σι­ε.

Πρέ­σβευ­ε Χρι­στῷ τῷ Θε­ῷ σω­θῆ­ναι τάς ψυ­χάς ἡ­μῶν.

Ἀπό τό βιβλίο «Φωστῆρες Ὑπέρλαμπροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη