ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (25/1)

Σήμερα 25/1/2016 εορτάζουν:

  • Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
  • Όσιος Πούπλιος
  • Άγιος Αυξέντιος ο Νεομάρτυρας
  • Όσιος Μάρης
  • Όσιος Απολλώς
  • Αγία Μεδούλη με τη συνοδεία της
  • Όσιος Καστίνος επίσκοπος Βυζαντίου
  • Όσιος Δημήτριος ο Σκευοφύλακας
  • Όσιος Θεόδοτος ηγούμενος Μονής Πουπλίου
  • Άγιος Βρετάννιος
  • Άγιος Μωυσής ο Θαυματουργός Επίσκοπος Νόβγκοροντ
  • Άγιος Βασιανός Αρχιεπίσκοπος Ροστώβ Ρωσίας
  • Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της Παραμυθίας εν Ρωσία
  • Όσιος Ανατόλιος της Όπτινα
  • Άγιος Γαβριήλ εκ Γεωργίας
  • Άγιος Βλαδίμηρος ο Ιερομάρτυρας Μητροπολίτης Κιέβου
  • Αγία Μαργαρίτα

 

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ

25-Agios-Grigorios-Thelogos

 1) Ἀ­να­τρο­φή καί σπου­δές

«Μέ­γας φω­στήρ», ἕ­νας ἀ­πό τούς «τρεῖς με­γί­στους φω­στή­ρας τῆς τρι­ση­λί­ου Θε­ό­τη­τος» εἶ­ναι ὁ θε­ο­λό­γος Γρη­γό­ριος ὁ Να­ζι­αν­ζη­νός. Ἡ ἁ­γί­α του μορ­φή, οἱ γι­γάν­τιοι ἀ­γῶ­νες του ὑ­πέρ τῆς Ὀρ­θο­δο­ξίας, ἡ γε­μά­τη δύ­να­μη καί σφρί­γος θε­ο­λο­γι­κή δι­δα­σκα­λί­α του ὡς φῶς οὐ­ρά­νιο κα­ταυ­γά­ζουν ὅ­λους τους Χρι­στι­α­νι­κούς αἰ­ῶ­νες καί δί­νουν τόν τύ­πο τοῦ ποιμένος, τοῦ μι­μη­τοῦ τοῦ Κα­λοῦ Ποι­μέ­νος, τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ.

Στή Να­ζια­νζό γεν­νή­θη­κε ὁ Γρη­γό­ριος τό 328 πε­ρί­που μ.Χ. καί εὐ­τύ­χη­σε νά κα­τά­γε­ται ἀ­πό μία ἐκλεκτή οἰ­κο­γέ­νεια καί βα­θύ­τα­τα εὐ­σε­βή. Πα­τέ­ρας του ἦ­ταν ὁ ἐ­πί­σκο­πος Ναζιανζοῦ Γρη­γό­ριος καί μη­τέ­ρα του ἡ ὀ­νο­μα­στή, ἡ με­γά­λη Νόν­να. Ὁ Γρη­γό­ριος λοι­πόν ὡς ἁ­πα­λό φυ­τό ἀ­να­πτύ­χθη­κε σέ ἅ­γιο ἔ­δα­φος εὐ­σε­βεί­ας καί εἶ­χε μί­α ἐ­πι­με­λη­μέ­νη καί ἰδα­νι­κή ἀ­να­τρο­φή.

Δι­α­κα­ής πό­θος τῶν ἐ­κλε­κτῶν γο­νέ­ων του ἦ­ταν νά ἀ­φι­ε­ρω­θεῖ ὁ Γρη­γό­ριος ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά στόν Θε­ό. Ἀ­πό τό­τε ἀ­κό­μη πού ἡ ἐ­νά­ρε­τη μη­τέ­ρα του τόν ἔ­κλει­νε στά σπλάγ­χνα της, εἶ­χε κά­νει τήν ἱ­ε­ρή εὐ­χή νά δεῖ τόν γιό της δι­ά­κο­νο τοῦ Θε­οῦ, ἐρ­γά­τη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Κι αὐ­τός ἀ­πό τή νε­α­ρή του ἡ­λι­κί­α, ὅ­ταν αἰ­σθάν­θη­κε τόν πό­θο τῶν γο­νέ­ων του, ἔ­δω­σε τή με­γά­λη ὑ­πό­σχε­ση. Εἶ­πε τό ναί μέ­σα ἀ­πό τά βά­θη τῆς καρ­διᾶς του. Ἤ­ξε­ρε ὅ­μως, ὅ­τι ἡ πραγ­μα­το­ποί­η­ση τῆς ἱ­ε­ρῆς ὑ­πο­σχέ­σε­ώς του ἀ­παι­τοῦ­σε σκλη­ρό ἀ­γώ­να, ἰ­σχυ­ρή καί ἰ­σό­βια πά­λη. Καί πράγ­μα­τι, ἡ πλά­νη τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας, οἱ ὑ­πο­σχέ­σεις τῆς ἁ­μαρ­τω­λῆς ζω­ῆς, ἦ­ταν ἰ­σχυ­ρές καί γλυ­κές οἱ σει­ρῆ­νες τοῦ κα­κοῦ οἱ ὁ­ποῖ­ες πα­ρέ­συ­ραν πλή­θη νέ­ων τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη καί τίς  ὁ­ποῖ­ες ἔ­πρε­πε ὁ Γρη­γό­ριος νά πε­ρι­φρο­νή­σει. Καί τίς πε­ρι­φρό­νη­σε ἀ­πό τήν πρώ­τη στιγ­μή καί ἔ­θε­σε ὡς ὑ­ψη­λό σκο­πό τῆς νε­ό­τη­τός του τήν ἀ­λή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ καί τήν ἁ­γνό­τη­τα τῆς ψυ­χῆς, ἰ­δα­νι­κά πού τοῦ ἐ­νέ­πνευ­σε ἡ οἰ­κο­γε­νεια­κή του ἀ­γω­γή.

Στήν πα­τρί­δα του ἔ­μα­θε τά πρῶ­τα ἑλ­λη­νι­κά γράμ­μα­τα, στά ὁ­ποῖ­α ἐ­πι­δό­θη­κε μέ ἀ­συ­νή­θι­στο ζῆ­λο. Ἡ Και­σάρει­α τῆς Καπ­πα­δο­κί­ας κα­τό­πιν κι ἔ­πει­τα ἡ Και­σά­ρεια τῆς Παλαιστίνης καί ἡ Ἀ­λε­ξάν­δρεια εἶ­ναι τά κέν­τρα τῆς σο­φί­ας, τά ὁ­ποί­α τόν ἑλ­κύ­ουν. Γιά πολ­λά ἔ­τη σπου­δά­ζει κον­τά σέ ὀ­νο­μα­στούς δι­δα­σκά­λους φι­λο­σο­φί­α καί ρη­το­ρι­κή· παρακο­λου­θεῖ μα­θή­μα­τα με­γά­λων ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ἀν­δρῶν καί με­λε­τᾶ μό­νος του θε­ο­λο­γι­κά συγ­γράμ­μα­τα. Ἄλ­λοι σύγ­χρο­νοί του νέ­οι ξο­δεύ­ουν χρό­νο, χρή­μα­τα καί δυ­νά­μεις σέ δι­α­σκε­δά­σεις ὁ­λο­νύ­κτι­ες. Αὐ­τός ἀ­φο­σι­ώ­νε­ται στίς σπου­δές του. Σάν μα­γνή­της τόν ἑλ­κύ­ει ἡ μόρ­φω­ση. Ὅ­λα, λέ­ει, τά ἄλ­λα, δη­λα­δή τόν πλοῦ­το, τήν εὐ­γε­νή κα­τα­γω­γή, τό ἔν­δο­ξο ὄ­νο­μα, τήν ἐ­ξου­σί­α, τά ἄ­φη­σα νά τά χα­ροῦν ἐ­κεῖ­νοι πού τά ἐ­πι­θυ­μοῦν. Ἐ­γώ κρα­τῶ μέ πο­λύ ζῆ­λο τή μόρ­φω­ση, γιά τήν ὁ­ποί­α δι­α­θέ­τω δυ­νά­μεις καί ὑ­πο­βάλ­λο­μαι σέ κου­ρα­στι­κά τα­ξί­δια, σέ στε­ρι­ές καί θά­λασ­σες. Δι­ό­τι ὁ Γρη­γό­ριος θε­ω­ρεῖ τή μόρ­φω­ση ὡς τό ὕ­ψι­στο ἀ­πό ὅ­λα τά ἀν­θρώ­πι­να ἀ­γα­θά. Πρω­τί­στως καί κυ­ρί­ως βε­βαί­ως τή θε­ο­λο­γι­κή, τήν ὁ­ποί­α καί ὀ­νο­μά­ζει εὐ­γε­νέ­στε­ρη, ἐ­φό­σον ὁ­δη­γεῖ στή σω­τη­ρί­α. Γι’ αὐ­τό καί με­λε­τᾶ τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, γιά νά τοῦ γί­νει στή ζω­ή του «λύ­χνος τοῖς πο­σί του καί φῶς ταῖς τρί­βοις του» (Ψαλμ. ρι­η΄ 105). Συγ­χρό­νως ὅ­μως καί τήν ἄλ­λη, τήν θύ­ρα­θεν παι­δεί­α, τήν ὁ­ποί­α θε­ω­ρεῖ «μέ­γι­στον ἐν βί­ῳ κλέ­ος» γιά τόν ἄν­θρω­πο.

Γιά τόν ἴ­διο σκο­πό καί με­τά ἀ­πό ἕ­να ἐ­πι­κίν­δυ­νο τα­ξί­δι φθά­νει στό «κλει­νόν καί ἰ­ο­στε­φές ἄ­στυ», τήν Ἀ­θή­να, ὅ­που πα­ρα­μέ­νει πέν­τε χρό­νια, γιά νά συμ­πλη­ρώ­σει τίς  σπου­δές του. Ἐ­πι­δί­δε­ται στή ρη­το­ρι­κή, τήν ποί­η­ση, τή φι­λο­σο­φί­α, τήν δι­α­λε­κτι­κή, τή λο­γι­κή, τήν ἀ­στρο­νο­μί­α καί γε­ω­με­τρί­α καί τήν ἰ­α­τρι­κή. Ἐ­δῶ πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται ἀ­κό­μη ἡ με­γά­λη συνάν­τη­ση μέ τόν Βα­σί­λει­ο πού γνώριζε ἤδη ἀ­πό τήν Και­σά­ρεια, γιά νά ἀ­να­πτυ­χθεῖ ἡ ἁ­γί­α ἐ­κεί­νη καί δη­μι­ουρ­γι­κή φι­λί­α, πού θά μεί­νει αἰ­ώ­νιο σύμ­βο­λο χρι­στι­α­νι­κῆς φι­λί­ας. Θά τήν ὑ­μνή­σει ἀρ­γό­τε­ρα ὁ ἴ­διος ὁ Γρη­γό­ριος στούς ποι­η­τι­κούς του στί­χους, γιά νά θαυ­μά­ζουν οἱ αἰ­ῶ­νες τήν ἐγ­κάρ­δια ἀ­γά­πη καί τήν ἀ­δελ­φι­κή συμ­πα­ρά­στα­ση. Εἶ­χαν μί­α ψυ­χή σέ δυ­ό σώ­μα­τα καί γνώ­ριζαν δυ­ό μό­νο δρό­μους, οἱ ὁ­ποῖ­οι ὁ­δη­γοῦ­σαν ἀ­πό τό σπί­τι τους στό Πανεπιστήμιο καί στόν χρι­στι­α­νι­κό να­ό. Καί ἦ­ταν τέ­τοι­α ἡ ἐ­πί­δο­ση τοῦ Γρη­γο­ρί­ου στίς σπου­δές καί τέ­τοι­α ἡ λάμ­ψη τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τάς του, ὥ­στε, ὅ­ταν οἱ σπου­δές του τε­λεί­ω­σαν, κα­θη­γη­τές καί συμ­μα­θη­τές, εἰ­δω­λο­λά­τρες ὅ­λοι τους, τόν ἱ­κέ­τευ­αν νά πα­ρα­μεί­νει, γιά νά γί­νει δι­δά­σκα­λος τῆς με­γά­λης Σχο­λῆς. Κι ἐ­νῶ ὁ φί­λος του Βα­σί­λει­ος ἀ­να­χω­ρεῖ, αὐ­τός μέ­νει γιά ἕ­να ἀ­κό­μη ἔ­τος, γιά νά ἱ­κα­νο­ποι­ή­σει τήν ἐ­πι­θυ­μί­α τῶν συ­σπου­δα­στῶν του.

Με­τά ἀ­πό δε­κα­ε­τή καί πλέ­ον ἀ­που­σί­α, πά­νο­πλος πνευ­μα­τι­κά, μέ μόρ­φω­ση τε­ρά­στια, μέ χα­ρα­κτή­ρα ἀ­δα­μάν­τι­νο, μέ ψυ­χή ἁ­γνή, φυ­λαγ­μέ­νη ἀ­πό τίς  πλε­κτά­νες τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, πού τό­σο εὔ­κο­λα πα­ρα­σύ­ρουν τούς νέ­ους, ἐ­πι­στρέ­φει στήν ἰ­δι­αί­τε­ρή του πα­τρί­δα, κον­τά στούς προ­σφι­λεῖς του γο­νεῖς.

Κά­τι ὅ­μως λεί­πει ἀ­πό τόν εὐ­γε­νή νέ­ο. Κά­τι τό ση­μαν­τι­κό καί ἀ­πα­ραί­τη­το. Εἶ­ναι τό ἅ­γιο Βά­πτι­σμα, τό ὁ­ποῖ­ο οἱ Χρι­στια­νοί τῶν πρώ­των αἰ­ώ­νων λάμ­βα­ναν σέ ὥ­ρι­μη ἡ­λι­κί­α. Καί ἡ με­γά­λη στιγ­μή δέν ἀρ­γεῖ νά ἔλ­θει. Ὁ γέ­ρον­τας ἐπί­σκο­πος πα­τέ­ρας του μέ­σα σέ πλή­θη Χρι­στια­νῶν βα­πτί­ζει τόν ἐ­κλε­κτό γιό του Γρη­γό­ριο καί τόν ἐν­δύ­ει μέ τόν λευ­­κό χι­τώ­να τοῦ νε­ο­φώτι­στου. Ὁ Γρη­γό­ριος εἶ­ναι πλέ­ον Χρι­στια­νός. Γο­νεῖς, ἀ­δελ­φοί, ὅ­λοι, μέ ἔκ­δη­λη χα­ρά τοῦ δί­νουν τόν ἀ­σπα­σμό τῆς θεί­ας ἀ­γά­πης τοῦ Χρι­στοῦ. 

Ὁ Βα­σί­λει­ος, ὁ ἐγ­κάρ­διος φί­λος του, βρί­σκε­ται τήν πε­ρί­ο­δο αὐ­τή στήν ἔ­ρη­μο τοῦ Πόν­του γιά πε­ρι­συλ­λο­γή. Ζη­τᾶ λοι­πόν ἐ­πίμονα κον­τά του τόν πο­λύ­τι­μο φίλο του Γρη­γό­ριο, γιά νά ἀλ­λη­λο­βο­η­θη­θοῦν πνευ­μα­τι­κῶς. «Μέ­γι­στον ὄ­φε­λος ἡ­μῖν, τοῦ γρά­φει, ἡ ἐ­ρη­μί­α πα­ρέ­χε­ται, κα­τευ­νά­ζου­σα ἡ­μῶν τά πά­θη… Τί οὖν μα­κα­ρι­ώ­τε­ρον τοῦ τήν ἀγ­γέ­λων χο­ρεί­αν ἐν γῇ μι­μεῖ­σθαι; Ἡ­συ­χί­α οὖν ἀρ­χή κα­θάρ­σε­ως τῇ ψυ­χῇ… Νοῦς μέν γάρ μή σκε­δαν­νό­με­νος ἐ­πί τά ἔ­ξω μη­δέ ὑ­πό τῶν αἰ­σθη­τη­ρί­ων ἐ­πί τόν κό­σμον δι­α­χε­ό­με­νος ἐ­πά­νει­σι μέν πρός ἑ­αυ­τόν, δι’ ἑ­αυ­τοῦ δέ πρός τήν τοῦ Θε­οῦ ἔν­νοι­αν ἀ­να­βαί­νει». Τέσ­σε­ρα ἔ­τη μέ­νουν στήν ἡ­συ­χί­α τῆς ἔ­ρη­μου. Δέν ἀ­πα­σχο­λοῦν­ται ἐ­κεῖ μέ τήν θύ­ρα­θεν σο­φί­α. Δέν συ­ζη­τοῦν γιά φι­λο­σό­φους καί φι­λο­σο­φι­κά συ­στή­μα­τα. Ὁ ἕ­νας κον­τά στόν ἄλ­λο μέ­σα στή θαυ­μα­στή φύ­ση ὑ­μνοῦν καί δο­ξά­ζουν τόν Θε­ό μέ ὕ­μνους καί ψαλ­μούς καί προ­σευ­χές. Καί συγχρόνως ἐγ­κύ­πτουν καί με­λε­τοῦν καί ἀ­να­λύ­ουν τά νο­ή­μα­τα τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, στήν ὁ­ποί­α ἀ­φο­σι­ώ­νον­ται πλή­ρως. Σύγ­χρο­να ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά συγ­γράμ­μα­τα τούς βο­η­θοῦν στήν κα­τα­νό­η­ση καί ἀ­ξι­ο­ποί­η­ση τῶν ἱ­ε­ρῶν κει­μέ­νων.

Εἶναι ἡ με­γά­λη τους ἑ­τοι­μα­σί­α γιά τόν με­γά­λο σκο­πό. Ἔ­τσι εἶ­ναι! Ὁ­ποῖ­ος κα­λεῖ­ται ἀ­πό τόν Θε­ό, ὁ­ποῖ­ος ἐ­πι­θυ­μεῖ νά ἐ­πι­τε­λέ­σει με­γά­λα πράγ­μα­τα στή ζω­ή του, συγ­κεν­τρώ­νε­ται στόν ἑ­αυ­τό του. Θη­σαυ­ρί­ζει στήν ψυ­χή του, γιά νά προ­σφέ­ρει καί στούς ἄλ­λους. Εἶ­ναι ἄλ­λω­στε θε­ϊ­κός αὐ­τός ὁ λό­γος: «ἐκ γάρ τοῦ πε­ρισ­σεύ­μα­τος τῆς καρ­δί­ας τό στό­μα λα­λεῖ» (Ματθ. ιβ΄ 34).

2) Στά Ἅ­για τῶν Ἁ­γί­ων.

Ἦ­ταν φυ­σι­κό τά τέσ­σε­ρα ἔ­τη τῆς ἁ­γί­ας πε­ρι­συλ­λο­γῆς στήν ἡ­συ­χί­α τῆς ἔ­ρη­μου μέ τήν συ­νε­χή με­λέ­τη καί ἐμ­βά­θυν­ση στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή καί τήν προ­σευ­χή στόν Θε­ό, νά ἀ­φή­σουν εὐ­ερ­γε­τι­κά τά ἴ­χνη τους στήν ψυ­χή τοῦ Γρη­γο­ρί­ου. Κα­τά­φορ­τος πνευ­μα­τι­κά, ὥ­ρι­μος, ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νος, ἐ­πι­στρέ­φει σέ ἡ­λι­κί­α 36 ἐ­τῶν στή Να­ζια­νζό. Ἀλ­λά μέ τήν ἐ­πι­στρο­φή του κλῆ­ρος καί λα­ός καί ὁ ἴδιος ὁ πα­τέ­ρας του ζη­τοῦν ἐ­πι­μό­νως νά πλη­σί­α­σει τό ἅ­γιο θυ­σι­α­στή­ριο. Νά δο­θεῖ ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά στόν Θε­ό, ὅ­πως ἄλ­λω­στε ὑ­πο­σχέ­θη­κε μι­κρό παι­δά­κι ἀκό­μη στήν ἁ­γί­α μη­τέ­ρα του. Ἱ­στο­ρι­κή θά μεί­νει ἡ ἡ­μέ­ρα τῆς πρώ­της χει­ρο­το­νί­ας του. Αὐ­τός τρέ­μον­τας καί κλαί­γον­τας, γο­να­τι­σμέ­νος μπρο­στά στήν Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα, καί ὁ ἐπίσκο­πος πα­τέ­ρας του γε­μά­τος δά­κρυ­α μέ ὑ­ψω­μέ­να τά βλέμ­μα­τα στόν οὐ­ρα­νό ἐ­πι­κα­λεῖ­ται πάνω του τήν χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Καί ἐ­νῶ τά πα­τρι­κά χεί­λη ψελ­λί­ζουν τίς εὐχές τῆς χει­ρο­το­νί­ας, τό πο­λυ­πλη­θές ἐκ­κλη­σί­α­σμα καί πρώ­τη ἡ ἁ­γί­α του μη­τέ­ρα Νόν­να εὔ­χε­ται μέ λυγ­μούς. «Ὡς τό πῦρ Πεν­τη­κο­στῆς κα­τῆλ­θε τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιον ἐ­π’ αὐ­τόν» καί μυ­ρι­ό­στο­μη ἀ­κού­σθη­κε οὐ­ρα­νο­μή­κης ἡ κραυ­γή «Ἄ­ξιος»!. Ἀρ­γό­τε­ρα κά­τω ἀ­πό τίς ἴ­δι­ες συν­θῆ­κες δέχεται τόν δεύ­τε­ρο βαθ­μό τῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης καί γί­νε­ται Ἱ­ε­ρεύς.

Αὐ­τή ἡ προ­σα­γω­γή του στό ἅ­γιο θυ­σι­α­στή­ριο καί ἡ βα­θειά συ­ναί­σθη­ση τῆς εὐ­θύ­νης του τόν συγ­κλό­νι­σε βα­θύ­τα­τα. Φεύ­γει λοι­πόν καί πά­λι στήν ἀ­γα­πη­μέ­νη του ἔ­ρη­μο γιά αὐτοσυγ­κέν­τρω­ση, προ­σευ­χή καί με­λέ­τη. Ὅ­ταν ἐ­πα­νέρ­χε­ται στή Να­ζια­νζό ἐκ­φω­νεῖ τόν πε­ρί­φη­μο ἐ­κεῖ­νο ἀ­πο­λο­γη­τι­κό λό­γο «πε­ρί τῆς εἰς τόν Πόν­τον φυ­γῆς», μέ­σα στόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­ρι­στουρ­γη­μα­τι­κά πε­ρι­γρά­φει τό ὕ­ψος τῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης, τήν τι­μή, τήν εὐ­θύ­νη, τά προ­σόν­τα τοῦ ἄξι­ου κλη­ρι­κοῦ. Σ’ αὐ­τόν πε­ρι­έ­χον­ται καί οἱ μνη­μει­ώ­δεις ἐ­κεῖ­νες φρά­σεις: «Καθαρθῆ­ναι δεῖ πρώ­τον, εἴ­τα κα­θᾶ­ραι· σο­φι­σθῆ­ναι καί οὕ­τω σο­φί­σαι· γε­νέ­σθαι φῶς καί φω­τί­σαι· ἐγ­γί­σαι Θε­ῷ καί προ­σα­γα­γεῖν ἄλ­λους· ἁ­γι­α­σθῆ­ναι καί ἁ­γιᾶ­σαι· χει­ρα­γω­γῆ­σαι με­τά χει­ρῶν, συμ­βου­λεῦ­σαι με­τά συ­νέ­σε­ως».

Γιά ἀρ­κε­τά ἔ­τη μέ­νει ἱ­ε­ρεύς στή Να­ζια­νζό. Τό­τε φά­νη­κε σ’ ὅ­λη τή με­γα­λο­πρέ­πειά της ἡ αἴ­γλη τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τός του. Εἶ­δε τόν πό­νο τοῦ πά­σχον­τος φτω­χοῦ λα­οῦ καί ἔ­σκυ­ψε πά­νω του ὡς κα­λός Σα­μα­ρεί­της, γιά νά τόν θε­ρα­πεύ­σει. Ὁ πτω­χός, ὁ γυ­μνός, ὁ ξέ­νος εἶ­ναι ὁ Χρι­στός, λέ­ει. «Χρι­στόν σκέ­πεις, τρέ­φεις τε, τόν πτω­χόν τρέ­φων». Δέν εἶ­ναι ἀρκετή ἡ θε­ω­ρί­α, χρει­ά­ζον­ται καί ἔρ­γα, «πρᾶ­ξις γάρ ἐ­στι τῆς θε­ω­ρί­ας ἐ­πί­βα­σις», δι­α­κη­ρύτ­τει.

Τήν ἐ­πο­χή ὅ­μως ἐ­κεί­νη (372 μ. Χ.) δέ­χε­ται καί νέ­α πί­ε­ση. Ὁ φί­λος του Βα­σί­λει­ος, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε γί­νει στό με­τα­ξύ ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Και­σα­ρεί­ας, καί ὁ πα­τέ­ρας του Γρη­γό­ριος ἐπιμένουν νά δε­χθεῖ τήν ἀρ­χι­ε­ρω­σύ­νη. Αὐ­τός δυ­σφο­ρεῖ γιά τήν πρό­τα­ση. Μέ ὅ­λη τή δύ­να­μή του ἀν­τι­τί­θε­ται στή θέ­λη­ση τοῦ φί­λου του καί τοῦ πα­τέρα του. Φο­βᾶ­ται τήν ἀρχιερω­σύ­νη. Θε­ω­ρεῖ ἀ­νά­ξιο τόν ἑ­αυ­τό του. Στό τέ­λος ἀ­ναγ­κά­ζε­ται χω­ρίς νά τό θέ­λει καί πά­λι νά χει­ρο­το­νη­θεῖ ἀ­πό τόν Βα­σί­λει­ο ἐ­πί­σκο­πος Σα­σί­μων, μιᾶς πτω­χῆς καί ἀ­κρι­τι­κῆς πε­ρι­ο­χῆς. «Οὐκ ἐ­πεί­σθην, λέ­ει, ἀλ­λ’ ἐ­βιά­σθην πεν­θῶν καί σκυ­θρω­πά­ζων πο­ρεύ­ο­μαι». Φι­λο­νει­κί­ες ὅ­μως τοῦ Ἐ­πι­σκό­που Τυά­νων Ἀν­θί­μου, τε­λεί­ως ἀ­συμ­βί­βα­στες μέ τόν ἥ­συ­χο χα­ρα­κτή­ρα του, τόν ἀ­ναγ­κά­ζουν νά μήν ἐγ­κα­τα­στα­θεῖ στά Σά­σι­μα. Μέ­νει ἕ­να δι­ά­στη­μα στήν ἔ­ρη­μο καί κα­τό­πιν κον­τά στόν φί­λο του Βα­σί­λει­ο, ὡς βο­η­θός του στό ἔρ­γο τῆς Βασι­λειά­δος.

Ὁ πα­τέ­ρας του, ὁ ἐ­πί­σκο­πος Να­ζια­νζοῦ Γρη­γό­ριος, εἶ­ναι πλέ­ον ὑ­πέρ­γη­ρος. Γι’ αὐ­τό καί τόν κα­λεῖ ἐ­πει­γόν­τως νά τόν βο­η­θή­σει στή δι­α­ποί­μαν­ση τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς του. Καί ἐ­κεῖ­νος σπεύ­δει, γιά νά τόν ἀ­να­κου­φί­σει. Θε­ο­μη­νί­α με­γά­λη, λι­μός φο­βε­ρός πλήτ­τει τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη τήν πε­ρι­ο­χή Να­ζια­νζοῦ. Κι αὐ­τός δι­α­κο­νεῖ, πα­ρη­γο­ρεῖ, το­νώ­νει. Το­νί­ζει τήν ἀ­νάγ­κη τῆς με­τα­νοί­ας, τῆς προ­σευ­χῆς, τῆς ἔμ­πρα­κτης ἀ­γά­πης. Ὁ λό­γος του με­τα­δί­δει φῶς καί θερ­μό­τη­τα. Συγ­κεν­τρώ­νει κον­τά του τούς πλού­σιους καί τούς φι­λο­τι­μεῖ νά βο­η­θή­σουν τούς πτω­χούς. Σπεύ­δει κον­τά του πλῆ­θος λα­οῦ, ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὅ­μως οἱ μορ­φω­μέ­νοι. Γρή­γο­ρα τό ὄ­νο­μά του, ἡ φή­μη του βγῆ­κε ἀ­πό τά ὅ­ρια τῆς πε­ρι­ο­χῆς καί ἁ­πλώ­θη­κε μα­κρι­ά. Ἀνα­το­λή καί Δύ­ση μι­λᾶ γιά τόν με­γά­λο Ἱ­ε­ράρ­χη τῆς μι­κρῆς ἐ­πι­σκο­πῆς Σα­σί­μων, τόν Να­ζι­αν­ζη­νό Γρη­γό­ριο.

Ἀ­πό τή ζω­ή τοῦ με­γά­λου ἀν­δρός δέν λεί­πουν καί οἱ θλί­ψεις. Τό σῶ­μα του ἀ­σθε­νι­κό, τα­λαι­πω­ρη­μέ­νο ἀ­πό τήν συ­νε­χῆ ἐρ­γα­σί­α καί ἄ­σκη­ση, πο­νᾶ. Ὑ­πο­φέ­ρει ὁ Γρη­γό­ριος χω­ρίς πο­τέ νά κάμ­πτε­ται. Δί­πλα ὅ­μως ἀ­πό τήν ἀ­σθέ­νεια ἔρ­χε­ται καί ὁ θά­να­τος. Οἱ ἀ­δελ­φοί του, ὁ ἰα­τρός Και­σά­ριος καί ἡ Γορ­γο­νί­α, οἱ ὁ­ποῖ­οι στά­θη­καν στό πλευ­ρό του ὡς πο­λύ­τι­μοι βο­η­θοί καί σύμ­βου­λοι, ὁ ἕ­νας κα­τό­πιν τοῦ ἄλ­λου ἄ­φη­σαν ἀ­πό και­ρό τώ­ρα τόν κό­σμο αὐ­τό καί ἔ­φυ­γαν γιά τόν οὐρανό. Ἀλ­λά καί ὁ ἑ­κα­τον­τα­ε­τής πα­τέ­ρας του, ἀ­φοῦ ποί­μα­νε θεο­φι­λῶς ἐ­πί 45 ἔ­τη τήν ἐ­πι­σκο­πή του, ἀ­να­παύ­θη­κε ἀ­πό τούς κό­πους του, γιά νά τι­μη­θεῖ στή Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν. Τούς θρη­νεῖ ὅ­λους αὐ­τούς καί τούς προ­πέμ­πει μέ τούς θαυ­μά­σιους ἐ­κεί­νους ἐ­πι­τά­φιους λό­γους του. Δέν ἀρ­γεῖ ὅ­μως νά τούς ἀ­κο­λου­θή­σει καί ἡ ἁ­γί­α μη­τέ­ρα του Νόν­να. Καί ὁ Γρη­γό­ριος πο­νε­μέ­νος στό σῶ­μα καί στήν ψυ­χή στρέφεται πρός τόν Κύ­ριο, τόν με­γά­λο ἰα­τρό καί πα­ρη­γο­ρη­τή. Ἀ­πο­σύ­ρε­ται στό ἡ­συ­χα­στή­ριο τῆς Ἁ­γί­ας Θέ­κλας, στήν Σε­λεύ­κεια τῆς Ἰ­σαυ­ρί­ας, γιά πε­ρι­συλ­λο­γή, με­λέ­τη καί συγγρα­φή. Ἐ­κεῖ πλη­ρο­φο­ρεῖ­ται τό θά­να­το τοῦ φί­λου του Βα­σι­λεί­ου. Ἡ λύ­πη του κο­ρυ­φώ­νε­ται πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο δι­ό­τι εἶ­ναι καί ἀ­σθε­νής καί δέν μπο­ρεῖ νά πα­ρα­στεῖ στήν ἐκφορά του. Τό­τε ἀ­κρι­βῶς γρά­φει πρός τόν Εὔ­δο­ξο: «Ἐ­ρω­τᾶς με πῶς τά ἡ­μέ­τε­ρα. Καί λί­αν πι­κρῶς. Βα­σί­λει­ον οὐκ ἔ­χω. Και­σά­ριον οὐκ ἔ­χω… Ὁ πα­τήρ μου καί ἡ μή­τηρ μου ἐγκα­τέ­λι­πόν με… Τά τοῦ σώ­μα­τος πο­νη­ρῶς ἔ­χει, τό γῆ­ρας ὑ­πέρ κε­φα­λῆς, φρον­τί­δων ἐ­πι­πλο­καί, τά τῶν φί­λων ἄ­πι­στα, τά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­ποί­μαν­τα… πλοῦς ἐν νυ­κτί, πυρ­σός οὐδα­μοῦ». Τόν ἑ­αυ­τό του πλέ­ον τόν ἀ­φή­νει ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά στά χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τός ἄς τόν κα­θο­δή­γη­σει στό μέλ­λον. «Δί­δω­μι τά ἐ­μαυ­τοῦ πάν­τα καί ἐ­μαυ­τόν τῷ Πνεύ­μα­τι».

Ἔ­τσι σκέ­πτον­ται οἱ με­γά­λοι. Ἀ­φή­νουν τόν ἑ­αυ­τό τους νά κα­τευ­θύ­νε­ται ἀ­πό τό Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ. Καί ὅ­που αὐ­τό τούς ὁ­δη­γεῖ κά­θε φο­ρά, ἐρ­γά­ζον­ται μέ τα­πεί­νω­ση, καρ­πο­φο­ροῦν μέ ὑ­πο­μο­νή, γί­νον­ται θε­ά­ρε­στοι. Ἄ­ξια καί εὔ­χρη­στα ὄρ­γα­να στά χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ.

3. Στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη.

Ἡ Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, ἡ νέ­α πε­ρι­καλ­λής πρω­τεύ­ου­σα τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, δο­κι­μά­ζε­ται σκληρά. Πολ­λά ἔ­τη τώ­ρα εἶ­ναι πε­δί­ο φοβερῆς μά­χης τοῦ ἀ­ρει­α­νι­σμοῦ ἐναντίον τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Οἱ αἱ­ρε­τι­κοί θρι­αμ­βεύ­ουν καί θρι­αμ­βο­λο­γοῦν. Ἡ ἀ­ξι­ο­δά­κρυ­τη αὐ­τή κα­τά­στα­ση πα­ρα­κι­νεῖ τούς Ὀρ­θο­δό­ξους πι­στούς πού ἀπέμειναν νά στρέ­ψουν ἱκετευ­τι­κά τά βλέμ­μα­τά τους στόν Γρη­γό­ριο. Στό πρό­σω­πό του βλέ­πουν τόν ἄ­ξιο μα­χη­τή. Τόν κα­λοῦν λοι­πόν νά ἔλ­θει στήν Κων­στάν­τι­νου­πο­λη νά ἀ­να­λά­βει τόν ἀ­γώ­να, νά ἀγωνι­σθεῖ γιά τήν δι­ά­λυ­ση τῆς πλά­νης. Δέν πτο­εῖ­ται ὁ ἐ­πί­σκο­πος ἀ­πό τίς δυ­σκο­λί­ες. Τόν συ­νέ­χει ὅ­μως ἡ βα­ρεί­α εὐ­θύ­νη, γι’ αὐ­τό καί δι­στά­ζει. Στό τέ­λος ὅ­μως πρυ­τα­νεύ­ει τά κα­θῆ­κον.

Στίς ἀρ­χές τοῦ 379 φθά­νει στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη. Δέν ἐν­τυ­πω­σιά­ζει μέ τήν ἐμ­φά­νι­σή του. Τά τρί­χι­να φτω­χι­κά ροῦ­χα του, τό γη­ρα­σμέ­νο ἀ­πό τόν πό­νο καί τόν κό­πο σῶ­μα του, ἀλ­λά καί ἡ Καπ­πα­δο­κι­κή προ­φο­ρά του, κά­νουν τούς Ἀ­ρεια­νούς νά χα­μο­γε­λοῦν εἰ­ρω­νι­κά. Τόν ἀ­πει­λοῦν μά­λι­στα, ὅ­τι θά τόν σκο­τώ­σουν. Αὐ­τός ὅ­μως ἀ­γω­νί­ζε­ται. «Ἕ­ως τοῦ θα­νά­του ἀ­γώ­νι­σαι πε­ρί τῆς ἀ­λη­θεί­ας» εἶ­ναι τό σύν­θη­μα τῶν με­γά­λων ἀν­δρῶν. Ἀρ­χί­ζει μέ πί­στη τό ἔρ­γο του καί εἶ­ναι βέ­βαι­ος, ὅ­τι «Κύ­ριος ὁ Θε­ός πο­λε­μή­σει ὑ­πέρ αὐ­τοῦ» (Σόφ. Σείρ. δ 28).

Ποῦ ὅ­μως θά ἐγ­κα­τα­στή­σει τό κέν­τρο του; Ὅ­λοι οἱ να­οί εἶ­ναι κα­τει­λημ­μέ­νοι ἀ­πό τούς αἱ­ρε­τι­κούς. Μό­νο ἕ­νας μι­κρός, τῆς ἁ­γί­ας Ἀ­να­στα­σί­ας, πε­ρι­φρο­νη­μέ­νος ἀ­πό τούς ἀ­ρεια­νούς, μέ­νει γιά τούς Ὀρ­θο­δό­ξους. Σ’ αὐ­τόν ἐγ­κα­θί­στα­ται ὁ φλο­γε­ρός Ἱ­ε­ράρ­χης. Δέν δει­λιά­ζει ὅ­μως. «Ἔ­χου­σιν οὗ­τοι τούς οἴ­κους (τούς να­ούς), ἡ­μεῖς τόν ἔ­νοι­κον· οὗ­τοι θρά­σος, πί­στη ἡ­μεῖς… Οὗ­τοι χρυ­σόν καί ἀρ­γυ­ρόν, ἡ­μεῖς λό­γον κε­κα­θαρ­μέ­νον», βρον­το­φω­νά­ζει ὁ Γρη­γό­ριος. Αὐ­τόν τόν ἀ­πέ­ριτ­το να­ό κα­τα­κλύ­ζουν δι­ψα­σμέ­νοι γιά τήν ἀ­λή­θεια οἱ πι­στοί. Γι­γάν­τι­ες θε­ο­λο­γι­κές μά­χες δί­νον­ται ἀ­πό τόν ἄμ­βω­να τῆς ἁ­γί­ας Ἀ­να­στα­σί­ας. Ἀ­π’ αὐ­τόν ἐκ­φω­νοῦν­ται τήν πε­ρί­ο­δο αὐ­τή καί οἱ πέν­τε πε­ρί­φη­μοι θε­ο­λο­γι­κοί λό­γοι τοῦ με­γά­λου πατρός, οἱ ὁ­ποῖ­οι καί ἀ­πο­δει­κνύ­ουν τόν Γρη­γό­ριο μέ­γα μύ­στη τῆς θε­ο­λο­γί­ας. Φα­νε­ρώ­νε­ται ἡ σα­θρό­τη­τα τῆς αἱ­ρέ­σε­ως. Ἡ πλά­νη στα­δια­κά δι­α­λύ­ε­ται. Στη­ρί­ζον­ται καί ἀναπτερώνον­ται οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι. Φω­τί­ζον­ται οἱ κα­λο­προ­αί­ρε­τοι. Λάμ­πει καί κυ­ρια­ρχεῖ ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α!

Οἱ αἱ­ρε­τι­κοί κα­ται­σχύ­νον­ται, ἀλ­λά συγ­χρό­νως καί ἀ­πο­θρα­σύ­νον­ται. Χω­ρίς δι­σταγ­μό σπεύ­δουν νά ἐκ­δι­κη­θοῦν τόν μα­χη­τή Ἱ­ε­ράρ­χη. Ζη­τοῦν νά ἀ­φα­νί­σουν αὐ­τόν καί τούς Ὀρθοδό­ξους. Τή νύ­χτα τοῦ Με­γά­λου Σαβ­βά­του, ὅ­ταν ὁ Γρη­γό­ριος βα­πτί­ζει τούς νε­ο­φώ­τι­στους ἀ­νά­με­σα σέ πλή­θη Ὀρ­θο­δό­ξων πού πα­νη­γυ­ρί­ζουν τήν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, πλῆθος ὁ­πλι­σμέ­νων αἱ­ρε­τι­κῶν ὁρ­μοῦν στόν φω­τό­λου­στο να­ό. Φω­νά­ζουν, βρί­ζουν, κτυ­ποῦν, λι­θο­βο­λοῦν, πλη­γώ­νουν τούς Ὀρ­θο­δό­ξους. Χύ­νε­ται αἷ­μα, τραυ­μα­τί­ζον­ται πολ­λοί κι αὐ­τός ὁ ἅ­γιος Ἱ­ε­ράρ­χης. Μέ­σα σέ ὅ­λα αὐ­τά ὅ­μως ὁ Γρη­γό­ριος μέ­νει ἥ­συ­χος καί ἀ­τά­ρα­χος. «Δει­νά τά γε­γε­νη­μέ­να, γρά­φει, καί πέ­ραν δει­νῶν τίς ἀν­τε­ρεῖ; ὑ­βρι­σθῆ­ναι θυσιαστήρια, συγ­χυ­θῆ­ναι μυ­στή­ρια, μέ­σους ἡ­μᾶς ἐ­στά­ναι τῶν τε­λου­μέ­νων καί τῶν λι­θα­ζόν­των καί φάρ­μα­κα ποι­εῖ­σθαι κα­τά τῶν λι­θα­σμῶν τάς  ἐν­τεύ­ξεις».

Ὁ Γρη­γό­ριος συ­νε­χί­ζει. Μά­χε­ται. Ἀ­πτό­η­τος καί ἡ νί­κη ἔ­φθα­σε. Τήν ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός, ὅ­σο κι ἄν οἱ αἱ­ρε­τι­κοί μαί­νον­ταν. Δι­ό­τι ἡ ἀ­λή­θεια δέν μπο­ρεῖ γιά πο­λύ νά ἀ­δι­κεῖ­ται, ὅ­σο μεγάλοι καί πολ­λοί κι ἄν εἶ­ναι οἱ πο­λέ­μιοί της! Ὁ αὐ­το­κρά­τωρ Θε­ο­δό­σιος, ἀ­φοῦ προ­η­γου­μέ­νως ὑ­πέ­γρα­ψε στή Θεσ­σα­λο­νί­κη τό δι­ά­ταγ­μα τῆς ἐ­πί­ση­μης ἀ­να­γνω­ρί­σε­ως τῆς Ὀρθο­δοξίας, ἔρ­χε­ται στίς 27 Νο­εμ­βρί­ου τοῦ 380 στή Βα­σι­λεύ­ου­σα, ἐκ­δι­ώ­κει τόν ἀ­ρεια­νό ἐ­πί­σκο­πο Δη­μό­φι­λο καί πα­ρα­δί­δει τήν ἐκ­κλη­σί­α καί τούς να­ούς στούς Ὀρ­θο­δό­ξους. Πά­τερ, λέ­ει στόν Γρη­γό­ριο, σέ σέ­να καί στούς δι­κούς σου κό­πους καί ἱ­δρῶ­τες δι’ ἐ­μοῦ τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος πα­ρα­δί­δει ὁ Θε­ός τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἰ­δού σοῦ πα­ρα­δί­δω τόν ἱ­ε­ρό να­ό καί τόν ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πι­κό θρό­νο. Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό πα­ρα­δό­θη­κε στόν Γρη­γό­ριο ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως.

Χαί­ρε­ται καί πα­νη­γυ­ρί­ζει τή νί­κη τῆς ἀ­λη­θεί­ας ὁ Ὀρ­θό­δο­ξος λα­ός τοῦ Κυ­ρί­ου. Σπεύ­δουν σέ δο­ξο­λο­γί­α καί αἶ­νο πρός τόν Θε­ό. Ὁ Γρη­γό­ριος καί ὁ Θε­ο­δό­σιος λαμ­προί στήν ἐμ­φά­νι­ση προ­πο­ρεύ­ον­ται. Χι­λιά­δες λα­οῦ πα­ρά τίς ἀν­τι­δρά­σεις τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν ὁ­δη­γοῦν­ται στό Να­ό τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων ἐ­πευ­φη­μών­τας καί ψάλ­λον­τας. Κι ὅ­ταν φθά­νουν, ὁ αὐτο­κρά­τωρ ἀ­νέρ­χε­ται στό θρό­νο, ἐ­νῶ ὁ Γρη­γό­ριος προ­χω­ρεῖ στό Ἱ­ε­ρό Βῆ­μα, γιά νά ἀρ­χί­σει ἡ με­γά­λη λαμ­πρή Δο­ξο­λο­γί­α στόν Θε­ό. Μέ πό­ση ἀ­γαλ­λί­α­ση ὁ Γρη­γό­ριος δι­α­κηρύτ­τει τήν νί­κη τῆς πί­στε­ως. Δι­α­λύ­θη­κε, λέ­ει, ἡ ἀ­πά­τη τῆς αἱ­ρέ­σε­ως. Δι­α­σκορ­πί­σθη­κε σάν ὁ­μί­χλη ἀ­πό τό Ἅ­γιον Πνεῦ­μα καί ἔ­λαμ­ψε καί πά­λι, κα­θα­ρή καί δια­υγής ἡ ἀ­τμό­σφαιρα τῆς εἰ­ρή­νης. Τά πλή­θη τι­μοῦν καί ἐ­πευ­φη­μοῦν τόν Γρη­γό­ριο ὡς αἴ­τιο τοῦ θριά­μβου. Ἀλ­λά ἐ­κεῖ­νος τα­πει­νός καί με­τρι­ό­φρων δι­α­μαρ­τύ­ρε­ται ἔν­το­να καί ὑ­πεν­θυ­μί­ζει στούς Ὀρ­θο­δό­ξους, ὅ­τι εἶ­ναι και­ρός δο­ξο­λο­γί­ας στόν Θε­ό.

Καί οἱ αἱ­ρε­τι­κοί; Αὐ­τοί ἀ­κο­νί­ζουν καί πά­λι τά ξί­φη τους. Μι­σοῦν καί φο­βοῦν­ται. Μι­σοῦν τόν αἴ­τιο τῆς νί­κης, τόν γί­γαν­τα τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας καί ζη­τοῦν τό θά­να­τό του. Καί συγ­χρό­νως φο­βοῦν­ται, μή­πως αὐ­τός πού βρί­σκε­ται τώ­ρα στόν θρί­αμ­βό του ζη­τή­σει ἐκ­δί­κη­ση καί ἀν­τα­πό­δο­ση. Ἀλ­λά ὁ Γρη­γό­ριος δέν εἶ­ναι μό­νο ὁ μέ­γας θε­ο­λό­γος, δέν εἶ­ναι «ἡ ἔμ­μου­σος κι­θά­ρα καί ὁ με­λίρ­ρυ­τος πο­τα­μός τῆς σο­φί­ας», εἶ­ναι συγ­χρό­νως καί ὁ ἀ­νε­ξί­κα­κος ἱ­ε­ράρ­χης, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πευ­θύ­νει τώ­ρα στόν ὀρ­θό­δο­ξο λα­ό μή­νυ­μα μα­κρο­θυ­μί­ας πρός τούς αἱρετι­κούς ἐ­χθρούς τῆς ἀ­λή­θει­ας. «Και­ρός οὗ­τος, ὤ ποί­μνιον ἐ­μόν, ἐ­πι­στρέ­ψαι πε­πλα­νη­μέ­νους. Γνώ­τω­σαν δι­δα­χθέν­τες τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα· προ­σπε­σά­τω­σαν τῷ Κυ­ρί­ῳ, ἐξαγγειλάτω­σαν τήν ἀ­σέ­βειαν καί τῇ ποί­μνῃ μι­χθή­τω­σαν. Τοῦ­το ἐ­μοί ἐκ­δί­κη­σις, σω­θῆ­ναι τούς ἀ­δι­κή­σαν­τας καί ὁ­μο­λο­γῆ­σαι κα­λά εἶ­ναι, ἅ πρώ­ην ἐ­δί­ω­κον. Μα­κρο­θυ­μή­σα­τε, τέ­κνα. Ἀ­νήρ μα­κρό­θυ­μος πο­λύς ἐν φρο­νή­σει. Κα­λῶς ποι­ή­σα­τε τοῖς μι­σοῦ­σιν ἡ­μᾶς καί ἄ­φε­τε αὐ­τοῖς τε­λεί­ως τά πα­ρα­πτώ­μα­τα».

Με­γά­λο δί­δαγ­μα! Σέ και­ρό θριά­μβου, δό­ξας καί με­γα­λεί­ου, τό­τε πού μπο­ρεῖς νά ἐκ­δι­κη­θεῖς ἄ­νε­τα καί δί­και­α τούς ἐ­χθρούς σου, ἐ­σύ νά τούς συγ­χω­ρεῖς μέ με­γα­λο­καρ­δί­α. Νά ζη­τᾶς τό κα­λό τους, τόν φω­τι­σμό τους, τή σω­τη­ρί­α τους. Νά ἐρ­γά­ζε­σαι καί νά προ­σεύ­χε­σαι γί αὐ­τό. Με­γά­λη ἀ­ρε­τή με­γά­λων ἀν­δρῶν!

4. Ἀ­λη­θι­νό με­γα­λεῖ­ο.

Τά ὅ­σα ὁ αὐ­το­κρά­τωρ Θε­ο­δό­σιος ἐ­πι­τέ­λε­σε γιά τήν ἐκ­κλη­σί­α, ἔ­πρε­πε νά τά ἐ­πι­κυ­ρώ­σει νέ­α Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος. Γι­’­ αὐ­τό καί τό 381 ὑ­πο­γρά­φει δι­ά­ταγ­μα συγ­κλή­σε­ως Συνόδου, γιά νά δώ­σει αὐ­τή καί τό τε­λει­ω­τι­κό κτύ­πη­μα κα­τά τῶν ἐ­χθρῶν της ἀ­λη­θεί­ας, τῶν ἀ­ρεια­νῶν καί κά­θε ἄλ­λου αἱ­ρε­τι­κοῦ. 150 ἱ­ε­ράρ­χες μέ πρό­ε­δρο τόν γέ­ρον­τα Πατριάρχη Ἀν­τι­ο­χεί­ας Με­λέ­τιο συγ­κρό­τη­σαν στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη τήν Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δο.

Πρῶ­το σπου­δαῖ­ο θέ­μα ἦ­ταν ἡ ἐ­πί­ση­μη ἐ­κλο­γή καί ἀ­να­γνώ­ρι­ση τοῦ Πα­τριά­ρχου Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως. Καί ὅ­πως ἦ­ταν φυ­σι­κό, ἡ Σύ­νο­δος κύ­ρω­σε τήν προ­ε­δρί­α τῆς Βα­σι­λί­δος στόν Γρη­γό­ριο. Ἀ­να­γνώ­ρι­σε δη­λα­δή γιά τόν πα­τρι­αρ­χι­κό θρό­νο τόν ἀ­κά­μα­το ἀ­γω­νι­στή τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, τόν σο­φό καί ἅ­γιο Ἱ­ε­ράρ­χη, τόν Γρη­γό­ριο. Ὅ­λοι οἱ ἀρ­χι­ε­ρεῖς τῆς Συνόδου λαμ­προ­φο­ρε­μέ­νοι, πε­ρι­στοι­χι­σμέ­νοι ἀ­πό πλῆ­θος ἱ­ε­ρέ­ων καί δι­α­κό­νων καί μυ­ριά­δων λα­οῦ μέ κά­θε με­γα­λο­πρέ­πεια, μέ­σα σέ ὕ­μνους καί ἐ­πευ­φη­μί­ες ἐν­θρό­νι­σαν τόν ἄξιο Πα­τριά­ρχη! Καί ὁ Γρη­γό­ριος στρέ­φον­τας τά βλέμ­μα­τά του στόν οὐ­ρα­νό καί ἀ­τε­νί­ζον­τας τό εὔ­γνω­μο ποί­μνιό του, μέ λυγ­μούς καί δά­κρυ­α ζη­τᾶ τό ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ καί τίς  προ­σευ­χές τῶν πι­στῶν. Ἀ­πό τήν ἡ­μέ­ρα ἐ­κεί­νη ὁ νέ­ος Πα­τριά­ρχης ἔ­λα­βε δε­σπό­ζου­σα θέ­ση στή Σύ­νο­δο καί μέ ἐ­νερ­γό καί ἔν­το­νη συμ­με­το­χή ὀρ­θο­τό­μη­σε τόν λό­γο τῆς ἀληθείας.

Ἀλ­λά, ἐ­νῶ δι­αρ­κοῦ­σε ἀ­κό­μη ἡ Σύ­νο­δος, ὁ γέ­ρον­τας πρό­­ε­δρος Πα­τριά­ρχης Με­λέ­τιος πέ­θα­νε. Ποι­ός θά τόν ἀν­τι­κα­τα­στή­σει τώ­ρα στήν προ­ε­δρί­α; Ποι­ός ἄλ­λος πα­ρά ὁ Γρηγόριος, ὁ ὁ­ποῖ­ος καί ἀ­μέ­σως ἀ­να­κη­ρύ­χθη­κε ἀ­πό τή Σύ­νο­δο πρό­ε­δρός της. Μέ τή σο­φί­α του, τό ὀρ­θό­δο­ξο φρό­νη­μα, τόν ἔν­θε­ο ζῆ­λο του θά κα­τεύ­θυ­νε θε­ο­φι­λῶς τίς  ὑπόλοιπες συ­νε­δρί­ες. Τά πράγ­μα­τα ὅ­μως γρή­γο­ρα πῆ­ραν ἄλ­λη τρο­πή. Δι­ό­τι ἀ­πό τή στιγ­μή πού ἀ­να­δεί­χθη­κε ὁ Γρη­γό­ριος πρό­ε­δρος τῆς Συ­νό­δου, ἀρ­χί­ζει ἡ ζη­λο­τυ­πί­α καί ὁ φθό­νος ὁ­ρι­σμέ­νων ἐ­πι­σκό­πων. Ἐ­ξάλ­λου οἱ ἐ­πί­σκο­ποι, οἱ ὁ­ποῖ­οι τό­τε μό­λις ἔ­φθα­σαν ἀ­πό τή Μα­κε­δο­νί­α καί τήν Αἴ­γυ­πτο δι­α­βάλ­λουν τόν Γρη­γό­ριο. Θε­ω­ροῦν ἀν­τι­κα­νο­νι­κή τήν ἐ­κλο­γή του ὡς Πα­τριά­ρχου καί ὑ­πο­νο­μεύ­ουν τό κύ­ρος του. Δη­μι­ουρ­γοῦν ἐν­τυ­πώ­σεις καί σά­λο. Φυ­γα­δεύ­ε­ται πλέ­ον ἡ εἰ­ρή­νη ἀ­πό τήν ἐκ­κλη­σί­α. Οἱ ἐρ­γα­σί­ες τῆς Συ­νό­δου εἶ­ναι δύ­σκο­λο νά συ­νε­χι­σθοῦν.

Ἀλ­λά οἱ με­γά­λοι ἄν­δρες σέ τέ­τοι­ες πε­ρι­πτώ­σεις γνω­ρί­ζουν νά δί­νουν τή σω­στή λύ­ση. Καί ὁ Γρη­γό­ριος μπρο­στά στήν πει­σμα­τι­κή ἀν­τί­δρα­ση παίρ­νει τήν ἡρω­ϊ­κή ἀ­πό­φα­ση. Προβαί­νει σέ μί­α με­γα­λει­ώ­δη χει­ρο­νο­μί­α, τήν ὁ­ποί­α θά θυ­μοῦν­ται οἱ ἀ­νά τούς αἰ­ῶνες με­γά­λοι καί θά πα­ρα­δειγ­μα­τί­ζον­ται. Ἀ­πο­χω­ρεῖ ὁ γί­γαν­τας, ἀ­πο­σύ­ρε­ται οἰ­κει­ο­θε­λῶς, γιά νά στα­μα­τή­σει ὁ σά­λος, νά γα­λη­νεύ­σει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Ἄν­δρες συμ­ποι­μέ­νες μου στήν ἱ­ε­ρή ποί­μνη τοῦ Χρι­στοῦ, τούς λέ­ει, σᾶς ἱ­κε­τεύ­ω νά τα­κτο­ποι­ή­σε­τε τίς με­τα­ξύ σας δι­α­φο­ρές μέ εἰ­ρή­νη. Ἐ­άν ὅ­μως ἐ­γώ θε­ω­ροῦ­μαι ἀ­πό σᾶς αἴ­τιος τῆς δι­α­στά­σε­ως, δέν θε­ω­ρῶ τόν ἑ­αυ­τό μου πε­ρισ­σό­τε­ρο σε­βα­στό ἀ­πό τόν Ἰ­ω­νᾶ. Ρίξ­τε με λοι­πόν στή θά­λασ­σα καί θά σταματή­σει ἡ τα­ρα­χή. Κα­τε­βά­στε με ἀ­πό τό θρό­νο, ἀ­πο­μα­κρύν­τε με ἀ­πό τήν πό­λη, μό­νο τήν ἀ­λή­θεια καί τήν εἰ­ρή­νη, ὅ­πως λέ­ει ὁ Ζα­χα­ρί­ας, ἀ­γα­πῆ­στε. Χαί­ρε­τε καί ὑ­γι­αί­νε­τε, ἱεροί ποι­μέ­νες, καί νά θυ­μᾶ­σθε τούς κό­πους μου.

Μέ τούς λό­γους αὐ­τούς ἀ­πο­χω­ρεῖ ἀ­πό τή Σύ­νο­δο καί πα­ραι­τεῖ­ται ἀ­πό τόν θρό­νο τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως. Δέν ἀ­να­κα­λεῖ τήν ἀ­πό­φα­σή του, πα­ρό­λη τήν πί­ε­ση τοῦ λα­οῦ καί τοῦ ἴ­διου τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος. Γι’ αὐ­τόν πρώ­τη θέ­ση ἔ­χει ἡ εἰ­ρή­νευ­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Τό­ση ἦ­ταν ἡ θλί­ψη τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων πι­στῶν, κλη­ρι­κῶν καί λαϊ­κῶν, ὥ­στε ὁ Πα­τριά­ρχης θεώρη­σε κα­θῆ­κον του προ­τοῦ ἀ­φή­σει τήν Βα­σι­λεύ­ου­σα νά μι­λή­σει πρός τούς πι­στούς. Καί ἐ­νώ­πιον κλή­ρου καί λα­οῦ ἐκ­φώ­νη­σε τόν θαυ­μά­σιο ἐ­κεῖ­νο συν­τα­κτή­ριο λό­γο. Ἀ­πο­χαι­ρε­τᾶ μέ συγ­κί­νη­ση τό ποί­μνιό του, τά προ­σφι­λή του πρό­σω­πα, τά ἱ­ε­ρά ἱ­δρύ­μα­τα καί φεύ­γει.

Ποῦ πη­γαί­νει; Σπεύ­δει πρῶ­τα στήν Και­σά­ρεια. Ἐ­κεῖ εἶ­ναι ἐν­τα­φι­α­σμέ­νος ὁ πο­λύ­τι­μος, ὁ ἰ­σό­ψυ­χος φί­λος του, ὁ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Βα­σί­λει­ος, τόν ὁ­ποῖ­ο τίς στιγ­μές αὐ­τές θυ­μᾶ­ται ζω­η­ρό­τε­ρα. Θυ­μᾶ­ται τό πα­ρελ­θόν καί συγ­κι­νεῖ­ται βα­θύ­τα­τα. Ἐ­κεῖ ἐκ­φω­νεῖ τόν λαμ­πρό ἐ­πι­τά­φιο λό­γο του πρός τόν Βα­σί­λει­ο, τόν ὁ­ποῖ­ο με­λε­τοῦν οἱ πι­στοί τῶν χρι­στι­α­νι­κῶν αἰώ­νων καί θαυ­μά­ζουν τούς δυ­ό με­γά­λους ἄν­δρες.

Ἀ­πό τήν Και­σά­ρεια ἀ­πο­σύ­ρε­ται πλέ­ον στήν ἰ­δι­αί­τε­ρή του πα­τρί­δα, τήν Να­ζια­νζό. Κι ἐ­κεῖ δέν μέ­νει ἀρ­γός. Θά χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με, λέ­ει, τό ἀ­δύ­να­το αὐ­τό σῶ­μα, ὅ­σο ἀν­τέ­χει, καί θά συ­νε­χί­σου­με τό ἔρ­γο μας μέ σθέ­νος. Ἀ­να­λαμ­βά­νει γιά ἕ­να χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα τή δι­α­ποί­μαν­ση τῆς το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τήν ὁ­ποί­α ἐ­νο­χλοῦν οἱ Ἀ­πολ­λι­να­ρι­στές, καί συγ­χρό­νως με­λέ­τα καί γρά­φει. Γρά­φει θε­ο­λο­γι­κές καί οἰ­κο­δο­μη­τι­κές ἐ­πι­στο­λές σέ κλη­ρι­κούς καί λαϊκούς. Γρά­φει τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη τά πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πό τά ἔ­πη του γιά τήν ὠ­φέ­λεια τοῦ πιστοῦ λα­οῦ. Ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται ὅ­μως ὅ­τι τό τέ­λος του πλη­σιά­ζει. Προ­σεύ­χε­ται θερ­μά στόν Θε­ό, τόν ὁ­ποῖ­ο ὑ­πη­ρέ­τη­σε σ’ ὅ­λη του τή ζω­ή καί μέ ὅ­λες του τίς  δυ­νά­μεις. Ζη­τᾶ συγγνώμη ἀ­πό τόν Κύ­ριό του. Κοι­νω­νεῖ τῶν ἄ­χραν­των Μυ­στη­ρί­ων καί γα­λή­νιος, εἰ­ρη­νι­κός πα­ρα­δί­δει τό πνεῦ­μα του γύ­ρω στό 389 μ. Χ. Ὁ Γρη­γό­ριος Να­ζι­αν­ζη­νός ὁ Ἀρχιεπίσκο­πος Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως ἐ­κοι­μή­θη ἐν Κυ­ρί­ῳ!

Ἐ­κοι­μή­θη ὁ ἅ­γιος Ἱ­ε­ράρ­χης, ὁ κα­λός ποι­μήν, ὁ ὁ­ποῖ­ος «τήν ψυ­χήν του ἔ­θε­σεν ὑ­πέρ τῶν προ­βά­των» (Ἰ­ω­άν. ι΄ 15). Ἐ­κοι­μή­θη ὁ θε­ο­λό­γος Γρη­γό­ριος μέ τήν ἄ­νω­θεν σο­φί­α, μέ τήν ὁ­ποί­α δι­έ­λυ­σε τήν πλά­νη τῆς αἱ­ρέ­σε­ως καί πα­ρέ­δω­σε στήν ἐκ­κλη­σί­α ἁ­γνή καί ἀ­νό­θευ­τη τήν ἀ­λή­θεια τῆς πί­στε­ως. Ἐ­κοι­μή­θη ὁ θερ­μουρ­γός ἱ­ε­ρο­κῆ­ρυξ, ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ τό φῶς τῆς δι­δα­σκα­λί­ας του φώ­τι­σε καί θέρ­μα­νε τόν λα­ό τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἐ­κοι­μή­θη ὁ ἀ­κα­τά­βλη­τος ἀ­γω­νι­στής, πού δέν δεί­λια­σε νά καυ­τη­ριά­σει καί τόν ἴδιο τόν αὐ­το­κρά­το­ρα, ἄλ­λο­τε συμμα­θη­τή του, Ἰ­ου­λια­νό γιά τίς πλά­νες του μέ τούς στη­λι­τευ­τι­κούς λό­γους του. Ἐ­κοι­μή­θη ὁ ποι­η­τής μέ τά 408 ἔ­πη του τῶν 18.000 στί­χων, μέ­σα στούς ὁ­ποί­ους ἔ­κλει­σε βα­θει­ές δογ­μα­τι­κές, ἠ­θι­κές, ἱ­στο­ρι­κές… ἀ­λή­θει­ες. Ἐ­κοι­μή­θη ὁ ὑ­μνη­τής τῶν μαρ­τύ­ρων καί ἁ­γί­ων, ὅ­πως τῶν Μακ­κα­βαί­ων καί τοῦ Με­γά­λου Ἀ­θα­να­σί­ου… Αὐ­τός, ὁ Γρη­γό­ριος, γρά­φει γιά τόν στύ­λο τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, τόν Ἀ­θα­νά­σιο: «Ἀ­θα­νά­σιον ἐ­παι­νῶν, ἀ­ρε­τήν ἐ­παι­νέ­σο­μαι». Ἐ­κοι­μή­θη ὁ ἅ­γιος, ὁ ὁ­ποῖ­ος δι­α­κή­ρυ­ξε: «μνη­μο­νευ­τέ­ον τοῦ Θε­οῦ μᾶλ­λον ἤ ἀναπνευστέον». Ἐ­κοι­μή­θη, γιά νά λά­βει τόν στέ­φα­νον τῶν ἐ­κλε­κτῶν τοῦ Θε­οῦ. Κο­πί­α­σε, μό­χθη­σε γιά τήν ἀ­λή­θεια. Θά μπο­ροῦ­σε κι αὐ­τός νά ἐ­πα­να­λά­βει τά λό­για τοῦ Παύ­λου: «Τόν ἀ­γώ­να τόν κα­λόν ἠ­γώ­νι­σμαι, τόν δρό­μον τε­τέ­λε­κα, τήν πί­στιν τε­τή­ρη­κα· λοι­πόν ἀ­πό­κει­ται μοι ὁ τῆς δι­και­ο­σύ­νης στέ­φα­νος» (Β΄ Τιμ. δ΄ 78). Ὁ οὐ­ρα­νός δέ­χθη­κε τήν ἁ­γία του ψυ­χή. Ἡ γῆ κρά­τη­σε τό ἱ­ε­ρό σκή­νω­μά του. Στήν ἱ­ε­ρά Μο­νή τοῦ Βα­το­πε­δί­ου τοῦ Ἁ­γίου Ὄ­ρους εἶ­ναι ἀ­πο­θη­σαυ­ρι­σμέ­νη ὡς κει­μή­λιο ἱ­ε­ρό ἡ ἁ­γί­α του κά­ρα γιά νά τήν προσκυνοῦν οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι πι­στοί.

Τόν ἀ­νέ­δει­ξε ὁ Θε­ός τήν ὥ­ρα πού ἔ­πρε­πε, γιά νά γί­νει στύ­λος τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Νά γί­νει δι­δά­σκα­λος καί φω­το­δό­της τῶν πι­στῶν. Γιά τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α ἀ­πο­τε­λεῖ ὁ Γρη­γό­ριος δό­ξα καί σέ­μνω­μα καί καύ­χη­μα. Τέ­τοι­ους ὅ­μως ἀν­θρώ­πους μό­νο ὁ Θε­ός ἀ­να­δει­κνύ­ει. Αὐ­τόν ἄς ἱ­κε­τεύ­ου­με νά ἀ­να­δει­κνύ­ει Γρη­γο­ρί­ους καί στόν αἰ­ώ­να μας, τώ­ρα πού ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α μας μέ τίς νέ­ες τά­σεις τό­σο δο­κι­μά­ζε­ται.

Δο­κι­μά­ζε­ται, ἀλ­λά πο­τέ δέν νι­κι­έ­ται. Δι­ό­τι ἔ­χει μα­ζί της τήν ἀ­λή­θεια.

Στι­χη­ρόν τοῦ Ἑ­σπε­ρι­νοῦ. Ἦ­χος δ΄.

Τῇ σφεν­δό­νῃ τῶν λό­γων σου τῶν ἐν­θέ­ων, θε­ό­πνευ­στε, κρα­ται­ῶς,

πα­νέν­δο­ξε, ἐ­σφεν­δό­νη­σας, κα­θά­περ λύ­κον τόν Ἄ­ρει­ον

καί πόρ­ρω ἐ­δί­ω­ξας ἐκ τῆς ποί­μνης τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ποι­μήν ὁ πα­νά­ρε­τος,

τά σά πρό­βα­τα πε­ρι­θάλ­πων τῇ χλόῃ τῆς Τριά­δος.

Δί­α τοῦ­το σέ τι­μῶ­μεν, ποι­μήν ποι­μέ­νων, Γρη­γό­ρι­ε.

 

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον τοῦ Ἁ­γί­ου. Ἦ­χος α΄.

Ὁ ποι­με­νι­κός αὐ­λός τῆς θε­ο­λο­γί­ας σου τάς τῶν ρη­τό­ρων ἐ­νί­κη­σε σάλ­πιγ­γας

ὡς γάρ τά βά­θη τοῦ Πνεύ­μα­τος ἐκ­ζη­τή­σαν­τι καί τά κάλ­λη τοῦ φθέγ­μα­τος προ­σε­τέ­θη σοι.

Ἀλ­λά πρέ­σβευ­ε Χρι­στῷ τῷ Θε­ῷ, πά­τερ Γρη­γό­ρι­ε, σω­θῆ­ναι τάς  ψυ­χάς ἡ­μῶν.

 

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη