Ο ΑΠΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΤΡΥΦΩΝ
Ὁ Φεβρουάριος ἀρχίζει μέ τήν ἱερή μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Τρύφωνος. Ὁ ἅγιος Τρύφων θεωρεῖται προστάτης τῶν κηπουρῶν καί ἀμπελουργῶν καί παρουσιάζεται στίς ἅγιες εἰκόνες συνήθως μέ κλαδευτήρι στό χέρι. Εἶναι ὁ καρτερικός μάρτυς τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ, ὁ θαυματουργός Ἅγιος μέ ἀκτινοβολία ζωῆς θαυμαστῆς, ἐνάρετης καί λαμπρῆς.
Καταγόταν ἀπό τήν πόλη Λάμψακο τῆς Φρυγίας καί ἔζησε στά χρόνια πού αὐτοκράτωρ τῆς Ρώμης ἦταν ὁ Γορδιανός (238 – 244). Ἦταν πτωχός ὁ Τρύφων. Τόσο πτωχός, ὥστε, γιά νά προσπορίζεται τά ἀπαραίτητα γιά τή ζωή του, ἔβοσκε χῆνες. Ὅμως ὁ φτωχός κατά τή ζωή, πλούσιος ὅμως κατά τήν ψυχή Ἅγιος, εἶχε ὡς κέντρο τῆς ζωῆς του τόν Κύριο Ἰησοῦ καί τό Εὐαγγέλιό του. Μέσα στά νοήματα τῆς θείας Γραφῆς ἐντρυφοῦσε καθημερινά ὁ Τρύφων καί στίς ὧρες κατά τίς ὁποῖες ἔβοσκε τίς χῆνες στά χλοερά λειβάδια, αὐτός ποίμαινε τήν ψυχή του στόν λειμώνα τόν πνευματικό, ὅπως ὀνομάζει τίς Ἅγιες Γραφές ὁ Ἱερός Χρυσόστομος. Ὧρες ὁλόκληρες περνοῦσε στήν ὕπαιθρο ἐμβαθύνοντας στά νοήματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί προσευχόμενος.
Ψυχή ἁπλή, ὅπως ἦταν, καί καλοδιάθετος, εἵλκυσε τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία κατέλαβε καί γέμισε ὅλο τόν ἐσωτερικό του κόσμο καί τόν φώτισε. Κι ὅταν ὁ ἐσωτερικός κόσμος εἶναι λαμπρός, εἶναι πεπληρωμένος Ἁγίου Πνεύματος, τότε καί τό πρόσωπο φωτίζεται καί ἡ ζωή. Ἡ ἀναστροφή γίνεται φωτεινή καί λάμπει καί φωτίζει τό περιβάλλον. Ἔτσι ἐξηγεῖται πῶς τόν πτωχό βοσκό τῶν χηνῶν τόν πλησίαζαν πολλοί, γιά νά συζητοῦν μαζί του, νά τόν ἀκούσουν, νά τόν συμβουλευθοῦν, νά διδαχθοῦν. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ Τρύφων εἵλκυσε πολλούς στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί μετελαμπάδευσε τό φῶς τῆς ἀλήθειας. Γι’ αὐτό καί ὁ ἱερός ὑμνωδός ψάλλει. «Φῶς ἐγένου δεύτερον φωτί τῷ πρώτῳ προσπελάσας, αἴγλη τοῦ αὐτοῦ πυρσούμενος καί μορφούμενος καί ταῖς αὐτοῦ χορηγουμέναις ἐλλάμψεσι διαλάμπων».
Ὁ Τρύφων ἔλαβε καί ἄλλη εἰδική χάρη ἀπό τόν Θεό. Τή χάρη τῆς θεραπείας καί τῶν ἰάσεων. Μέ τή δύναμη τοῦ Κυρίου ἐπιτελοῦσε θαύματα καί θεράπευε ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων. Ἡ φήμη του ὡς θαυματουργοῦ ἀνδρός διαδόθηκε στά πέρατα τῆς αὐτοκρατορίας, μέχρι καί σ’ αὐτόν τόν αὐτοκράτορα Γορδιανό, ὁ ὁποῖος καί τόν ἀναζήτησε, διότι ἡ κόρη τοῦ βρισκόταν κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση δαιμονίων καί βασανιζόταν φοβερά. Κάλεσε τότε τόν Τρύφωνα στή Ρώμη καί αὐτός μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἔδωσε τή θεραπεία στή νεαρή βασιλοπούλα, τήν ὁποία δέν μπόρεσαν νά θεραπεύσουν οἱ μεγαλύτεροι ἰατροί τῆς αὐτοκρατορίας. Ἔκπληκτος ὁ αὐτοκράτορας καί γεμάτος εὐγνωμοσύνη ζήτησε νά κρατήσει τόν Τρύφωνα κοντά του στά βασιλικά ἀνάκτορα, νά τόν ἀμείψει μέ τιμές, ἀξιώματα καί δῶρα. Ἀλλά ἡ ταπεινή ψυχή τοῦ Τρύφωνα δέν ἀρεσκόταν σ’ αὐτά. Γνώριζε ὅτι αὐτά συνήθως δελεάζουν καί ἐπηρεάζουν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου μέ κίνδυνο νά προτιμήσει ὁ ἄνθρωπος τόν ὑλικό πλοῦτο, τίς ἐπίγειες τιμές καί νά ἀδιαφορήσει καί νά χάσει τόν μοναδικό πλοῦτο, πού εἶναι ὁ Χριστός καί ἡ δόξα τοῦ οὐρανοῦ. Εὐχαριστεῖ λοιπόν τόν Γορδιανό καί τοῦ ἐξηγεῖ ὅτι τό θαῦμα δέν εἶναι δικό του, ἀλλά τοῦ Θεοῦ, πρός τόν ὁποῖο θά πρέπει νά ἀπευθύνει τίς εὐχαριστίες καί τήν εὐγνωμοσύνη του. Αὐτός, πτωχός ὅπως ἦταν, ἐπέστρεψε πάλι στή Λάμψακο στό γνωστό περιβάλλον του καί τήν ἀποστολή του.
Μετά ἀπό χρόνια, ὅταν αὐτοκράτωρ τῆς Ρώμης ἦταν ὁ διώκτης τοῦ Χριστιανισμοῦ Δέκιος (249 – 251), ὁ Τρύφων μηνύθηκε ὡς Χριστιανός ἀπό τόν Ἔπαρχο Ἀκυλίνιο καί ὁδηγήθηκε δέσμιος στή Νίκαια. Δέν μποροῦσαν ἄλλωστε νά τόν ἀνεχθοῦν ἀκόμη ὁ Σατανᾶς καί τά ὄργανά του νά ἀποσπᾶ στή σωτηρία ἀνθρώπους. Γι’ αὐτό καί θέλησαν νά τόν ἐξοντώσουν.
Καί στό σημεῖο αὐτό ὁ πνευματέμφορος θαυματουργός Ἅγιος ἀναδείχθηκε ἥρωας, ὁμολογητής καί μάρτυρας. Ὁμολογεῖ ὅτι γι’ αὐτόν θησαυρός καί δόξα, πίστη καί σωτηρία εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὁ ἀληθινός Θεός. Ὁμολογεῖ μέ πίστη, μέ ζέση, μέ ἐπιμονή. Κατόπιν ἀρχίζουν τά μαρτύρια. Τόν δέρνουν μέ ἀγριότητα. Τοῦ γεμίζουν τό σῶμα μέ πληγές ἀπό τούς ραβδισμούς. Κι ἔπειτα οἱ ἄξεστοι Ρωμαῖοι στρατιῶτες, σάν νά ἔχουν μπροστά τους τόν ἀγριότερο ἐχθρό, τρυποῦν τό σῶμα του μέ τά σπαθιά τους. Τόν δένουν στή συνέχεια πίσω ἀπό ἄλογα καί μέσα στό δριμύ ψύχος τοῦ χειμώνα καλπάζοντας τά ἄλογα σέρνουν τό σῶμα του σέ πετρώδη καί δύσβατα μέρη. Δέν εἶναι δύσκολο νά φαντασθεῖ κανείς σέ ποιά κατάσταση κατάντησε τό σῶμα τοῦ Ἁγίου.
Ἀλλά ἡ θηριωδία τῶν βασανιστῶν δέν σταματᾶ μέχρι ἐδῶ. Προχωροῦν γιά νά δείξουν τά κακοῦργα αἰσθήματά τους, ἀλλά καί ὁ Ἅγιος νά τιμηθεῖ μέ πολυτιμότερο στεφάνι. Τόν σέρνουν γυμνό πάνω σέ σιδερένια καρφιά κι ἔπειτα καῖνε τά πλευρά του μέ ἀναμμένες λαμπάδες. Τελικά δίνουν ἐντολή νά τόν ἀποκεφαλίσουν. Ἀλλά ὁ Ἅγιος μετά τήν τόση κακουχία δέν ἄντεξε. Προτοῦ προλάβουν νά τοῦ πάρουν τό κεφάλι, αὐτός παρέδωσε τό πνεῦμα του στά χεριά τοῦ Κυρίου (250 μ. Χ.), γιά νά ἀπολαύσει ἀπό τότε ὁ Τρύφων τήν τρυφή τοῦ οὐρανοῦ. «Ὁ Δεσπότης τῶν ὅλων στέφει τόν μάρτυρα καί τοῦτον ἐναυλίζει σκηναῖς ἐπουρανίοις».
Ἀργότερα, γύρω στό 565, δίπλα στόν Ἀρτακηνό κόλπο τῆς Προποντίδος κτίζεται ναός τοῦ ἁγίου Τρύφωνος καί γύρω ἀπ’ αὐτόν ὁμώνυμη Ἱερά Μονή. Σ’ αὐτήν πέρασε τίς τελευταῖες μέρες τῆς ζωῆς του ὁ μεγάλος πρόμαχος καί πρωταγωνιστής τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης.
Αὐτή εἶναι ἡ μορφή, ἡ ζωή καί τό μαρτύριο τοῦ προστάτη τῆς βλαστήσεως ἁγίου Τρύφωνος, πρός τόν ὁποῖο καταφεύγουν οἱ πιστοί ἀγρότες σέ περιπτώσεις ζημιᾶς κήπων καί ἀμπελώνων ἀπό ἑρπετά καί ἀκρίδες. Ὑπάρχει μάλιστα στό ἱερό Εὐχολόγιο καί εἰδική θαυμάσια εὐχή γνωστή μέ τό ὄνομα τοῦ ἁγίου Τρύφωνος γιά τήν εὐλογία κήπων, ἀμπελώνων καί χωραφιῶν. Καί ὡς προστάτης ὁ Ἅγιος θά δέχεται πάντοτε τίς δεήσεις τῶν καλῶν ἀγροτῶν, γιά νά μεσιτεύει στόν Κύριο γι’ αὐτούς καί τό κοπιῶδες ἔργο τους. Οἱ εὐσεβεῖς ἀγρότες θά πρέπει νά φιλοτιμοῦνται πάντοτε νά μιμοῦνται τόν προστάτη τους, γιά νά ἔχουν κι αὐτοί ψυχές ἁγνές, ταπεινές καί ἐνάρετες, νά εἶναι σταθεροί στήν πίστη τους, εὐεργετικοί στό περιβάλλον τους, καί νά ἔχουν τήν εὐλογία καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἐξαποστειλάριον τοῦ Μάρτυρος.
Τρυφῆς κατεμφορούμενος παραδόξου καί θείας,
Ἀγγέλοις ὁμοδίαιτος ἐχρημάτισας, Μάκαρ,
καί χήνας νέμων ἐν νάπαις πρός Θεοῦ ἀπείληφας τήν χάριν τῶν ἰαμάτων,
Τρύφων Μεγαλομάρτυς, θεραπεύειν τῶν βροτῶν τάς ἀσθενείας καί νόσους.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Μάρτυρος. Ἦχος δ·.
Ὁ Μάρτυς σου, Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ τό στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας
ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γάρ τήν ἰσχύν σου τούς τυράννους καθεῖλεν·
ἔθραυσε καί δαιμόνων τά ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις,
Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τάς ψυχάς ἡμῶν.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη