Γῆρας θαλερὸ

    Στὴ χαρούμενη καὶ χαριτωμένη γιορ­τὴ τῆς Ὑπαπαντῆς τὰ κεντρικὰ βέβαια πρόσωπα εἶναι ἡ Θεοτόκος μὲ τὸ τεσσαρακονθήμερο Βρέφος καὶ ὁ προστάτης τους, ὁ μνήστωρ Ἰωσήφ. Ἀνεβαίνουν στὸ Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων γιὰ νὰ ἐκπληρώσουν τὶς ὑποχρεώσεις τους ἀπέναντι στὸ Μωσαϊκὸ Νόμο: νὰ παρουσιάσουν τὸν πρωτότοκο γιὸ στὸ Θεό, δηλώνοντας ἔτσι ὅτι ἀνήκει σ᾿ Ἐκεῖνον, καὶ νὰ προσφέρουν θυσία γιὰ τὸν καθαρισμό τους (βλ. Λουκ. β´ 22-24).
    Ὅμως κατὰ τὴν ἱερὴ αὐτὴ ἐπίσκεψή τους ἐμφανίζονται ἄλλα δύο πρόσωπα – γιὰ μοναδικὴ φορὰ μέσα στὴν Καινὴ Διαθήκη – ποὺ συνδέονται ἀναπόσπαστα μὲ αὐτὴ τὴ γιορτή. Εἶναι ὁ δίκαιος Συμεὼν ὁ Θεοδόχος καὶ ἡ δικαία Ἄννα. Εἶναι καὶ οἱ δύο πολὺ ἡλικιωμένοι: ἡ δικαία Ἄννα 84 ἐτῶν (Λουκ. β´ 37)· ὁ δίκαιος Συμεὼν «γέρων κεκμηκώς», ὅπως ἀναφέρει ἕνα τροπάριο, γέροντας κουρασμένος, ποὺ τὰ πολλὰ χρόνια τῆς ζωῆς του ἔχουν βαρύνει πολὺ τὸ σῶμα του. Γέροντες, ἀλλὰ γέροντες θαλεροί, ἀκμαῖοι. Γέροντες στὸ σῶμα, ἀλλὰ νέοι στὴν ψυχή. Ζοῦν τὴν ἀμάραντη νεότητα ποὺ χαρίζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅταν ἔλθει καὶ κατοικήσει στὴν ψυχὴ ποὺ ἔχει καθαρισθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.     Ἡ νεότητα αὐτὴ εἶναι ἡ ἁγιότητα.
    Τὸ ἱερὸ κείμενο μᾶς πληροφορεῖ γιὰ τὴν ἀρετὴ τῶν δύο αὐτῶν γερόντων. Ἡ δικαία Ἄννα μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια γάμου ἔζησε πολὺ ἀσκητικά: παρέμενε στὸ Ναὸ πολλὲς ὧρες καὶ λάτρευε τὸν Θεὸ μὲ νηστεῖες καὶ προσευχὲς νύχτα καὶ μέρα. Ἐνῶ γιὰ τὸν δίκαιο Συμεὼν σημειώνει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς ὅτι ἦταν «δίκαιος καὶ εὐλαβής», ἐνάρετος, ἄμεμπτος ἀπέναν­τι στοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸν Θεό· «καὶ Πνεῦμα ἦν Ἅγιον ἐπ᾿ αὐτόν» (Λουκ. β´ 25)· ἐξαιτίας τῆς μεγάλης καθαρότητός του εἶχε χάρισμα προφητικό. Δύο ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι στὴ δύση τῆς ζωῆς τους ἀπολάμβαναν τοὺς γλυκύτατους καρποὺς τῶν κόπων μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς δοσμένης στὸ Θεό.
    Μὰ καὶ τώρα δὲν μένουν στάσιμοι, ἀλλὰ ἐφαρμόζεται σ᾿ αὐτοὺς τὸ ψαλμικό: «Ἔτι πληθυνθήσονται ἐν γήρει πίονι καὶ εὐπαθοῦντες ἔσονται τοῦ ἀναγγεῖλαι ὅτι εὐθὺς Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν καὶ οὐκ ἔστιν ἀδικία ἐν αὐτῷ» (Ψαλ. ϟα΄ [91] 15-16). Ἀκόμη καὶ στὸ βαθὺ καὶ τελευταῖο γῆρας τους θὰ προοδεύουν καὶ θὰ καρποφοροῦν ὑπερ­άφθονα καὶ θὰ εἶναι θαλεροὶ καὶ ἀκμαῖοι, γιὰ νὰ διακηρύττουν ὅτι εἶναι δίκαιος καὶ εὐθὺς ὁ Κύριος καὶ Θεός μας, καὶ δὲν ὑπάρχει ἀδικία σ᾿ Αὐτόν. Πῶς φαίνεται αὐτὸ στὰ δύο αὐτὰ πρόσωπα;
    Τοὺς ἡλικιωμένους ἀνθρώπους συν­ήθως δὲν τοὺς φλογίζουν ὄνειρα καὶ προσδοκίες. Ζοῦν ἁπλῶς μὲ τὶς ἀναμνήσεις τοῦ παρελθόντος, καὶ τὸ μόνο ποὺ εὔχονται πλέον εἶναι ἕνας καλὸς θάνατος. Ἀντίθετα οἱ δίκαιοι Συμεὼν καὶ Ἄννα κρύβουν στὰ κυρτωμένα σώματά τους ἕνα δυνατὸ πόθο, μιὰ ἔντονη προσδοκία: τὸν ἐρχομὸ τοῦ Μεσσία Χριστοῦ! Εἰδικὰ ὁ δίκαιος Συμεὼν φαίνεται ὅτι Τὸν προσδοκοῦσε τόσο ἔντονα, ὥστε γι᾿ αὐτὸ τοῦ εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ὅτι δὲν θὰ πέθαινε πρὶν Τὸν δεῖ (Λουκ. β´ 26).
    Δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει τίποτε κοσμικὸ καὶ γήινο. Στὴν πολυετὴ πορεία τους ἐπάνω στὴ γῆ ἡ καρδιά τους δὲν προσ­κολλήθηκε στὰ φθειρόμενα καὶ ἀπατηλά, ὅπως γίνεται συνήθως· ἀλλὰ ἄδεια­σε ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα καὶ γέμισε ἀπὸ τὸν Θεό. Μέσα ἀπὸ πολλοὺς ἀγῶνες βρῆκαν στὴ ζωή τους τὸν Θεό, ἔγινε ὁ Θεὸς ζωή τους· καὶ ὁ ἐρχόμενος Μεσσίας ἡ ἀγέραστη ἐλπίδα τους. Καὶ τώρα ποὺ συναντοῦν τὸν Μεσσία, σκιρτοῦν ἀπὸ χαρά, ἐκδηλώνουν ἕναν πλούσιο ἐσωτερικὸ κόσμο καὶ ἀναλαμβάνουν δράση ἀσυνήθιστη γιὰ γέροντες – ξεχείλισμα ζωῆς καὶ νεότητος!
    Ἡ δικαία Ἄννα «ἀνθωμολογεῖτο τῷ Κυρίῳ», δόξαζε συνέχεια τὸν Κύριο καὶ μιλοῦσε γιὰ τὸ γεγονὸς σὲ ὅλους ὅσοι εἶχαν τὴν ἴδια προσμονή (Λουκ. β´ 38). Ξεχνᾶ τὴν ἡλικία της καὶ γίνεται εὐαγγελίστρια, ἀκούραστη ἱεραπόστολος.
    Ὁ δίκαιος Συμεὼν μὲ τὴν παρακίνηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φθάνει στὸ Ναό, παίρνει μὲ ἀγαλλίαση τὸ θεῖο Βρέφος στὴν ἀγκαλιά του καὶ δοξάζει τὸν Θεό: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα… ἐν εἰρήνῃ» (βλ. Λουκ. β´ 27-29). Τώρα πάρε με ἀπὸ τὴ ζωή, Κύριε. Φεύγω εἰρηνικὸς καὶ ἀναπαυμένος.
    Τὰ γεροντικά του μάτια εἶναι ἐξασθενημένα ἀπὸ τὰ χρόνια. Καὶ ὅμως βλέπουν τὰ ἀληθινὰ καὶ βλέπουν μακριά. Δὲν βλέπουν ἕνα ἁπλὸ βρέφος, ἀλλὰ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐνανθρώπησε γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου: «…εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ» (Λουκ. β´ 30-32). Αὐτὸς θὰ εἶναι δόξα γιὰ τὸν Ἰσραήλ (ἀφοῦ ἀπὸ αὐτὸν θὰ κατάγεται ὡς ἄνθρωπος), ἀλλὰ θὰ φωτίσει καὶ θὰ σώσει ὅλα τὰ ἔθνη, ἀναφωνεῖ. Δηλαδὴ ὁ φωτισμένος γέροντας ξεπερνᾶ τὴ στενότητα τοῦ πνεύματος τῶν Ἰουδαίων, ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ ἔσωζε μόνο τὸ ἔθνος τους. Μὲ νεανικὴ πνοὴ κάνει διακήρυξη ριζοσπαστική, πολὺ τολμηρὴ γιὰ τὴν ἐποχή του, ἀσύλληπτη γιὰ τοὺς ὁμοεθνεῖς του.
    Ἀκόμη τὸ βλέμμα του ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τὴν ἱστορία καὶ προφητεύει τὴ διαφορετικὴ ἀντίδραση τῶν ἀνθρώπων ὅλων τῶν γενεῶν ἀπέναντι στὸν Κύριο, τὴ λατρεία τῶν μέν, τὸ ἀδυσώπητο μίσος τῶν δέ. Ἐπίσης ἀποκαλύπτει ἕνα ἄλλο μυστήριο: τὸν ἀκατανόητο πόνο τῆς Θεομήτορος γιὰ τὸν ἐσταυρωμένο Υἱό Της…
Βλέπει, αἰσθάνεται, χαίρεται, ζεῖ.
    Ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς. Δύο θαλεροὶ γέροντες ὑποδέχονται μὲ νεανικὰ σκιρτήματα τὸν Χριστὸ καὶ διαδηλώνουν ὅτι ὑπάρχει αἰώνια νεότητα, τὴν ὁποία χαρίζει Ἐκεῖνος σὲ ὅσους Τοῦ δίνουν τὴν καρδιά τους.