Εἴπαμε σὲ προηγούμενο ἄρθρο πὼς ἡ πίστη στὴν παγγνωσία τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἰσδύει καὶ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας, μπορεῖ νὰ μᾶς συγκρατεῖ ἀπὸ τὰ ἐσωτερικὰ ὀλισθήματα τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς. Ἡ σκέψη ὅτι ὁ Θεὸς ὅλα τὰ γνωρίζει, καὶ αὐτὰ ποὺ σκεπτόμαστε καὶ αὐτὰ ποὺ αἰσθανόμαστε καὶ αὐτὰ ποὺ ἐπιθυμοῦμε, ὅσα δὲν φαίνονται πρὸς τὰ ἔξω καὶ κανεὶς ἄλλος δὲν τὰ βλέπει, ἡ σκέψη αὐτὴ μᾶς βοηθεῖ πολὺ νὰ προσέχουμε.
Καὶ ὅταν προσέχουμε, εἴμαστε σὲ ἑτοιμότητα, ὥστε, μόλις μᾶς προσβάλει κάποιος λογισμὸς ἁμαρτίας, νὰ τὸν ἀποκρούσουμε. Νὰ μὴν τὸν κρατήσουμε οὔτε γιὰ ἐλάχιστο χρονικὸ διάστημα. Ἂν χρονίσει ὁ λογισμὸς στὸ νοῦ, μπορεῖ νὰ δελεάσει τὴν ψυχή, ὁ ἐχθρὸς νὰ ἀντιμετωπισθεῖ σὰν φίλος, καὶ τότε ἡ ζημιὰ θὰ εἶναι μεγαλύτερη, ὁ λογισμὸς θὰ κατέβει στὴν καρδιά, θὰ γεννήσει ἐπιθυμία ἁμαρτίας καὶ θὰ μολύνει τὸ ἐσωτερικό μας. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀντίδραση τῆς ψυχῆς πρέπει νὰ εἶναι ἄμεση. Ὅσο πιὸ γρήγορα ἀντιμετωπίσουμε τὸν ἐχθρό, τόσο πιὸ εὔκολα θὰ τὸν ἀποκρούσουμε.
Ἀλλὰ ἡ προσπάθεια αὐτή, ὅπως τὴν περιγράψαμε, εἶναι ἀμυντική. Ὅσο κι ἂν εἶναι ἀπαραίτητη, δὲν εἶναι ἡ πιὸ ἀποτελεσματική. Πολὺ πιὸ ἀποδοτικὸς γίνεται ὁ ἀγώνας μας, ὅταν περάσουμε στὴν ἐπίθεση.
Τί σημαίνει αὐτό; Νὰ μὴν ἀρκούμαστε στὸ νὰ ἀποκρούουμε τὸ κακό, ἀλλὰ νὰ προσπαθοῦμε νὰ καλλιεργοῦμε τὸ ἀγαθὸ στὴν ψυχή μας. Μποροῦμε νὰ καλλιεργοῦμε ἀγαθοὺς λογισμούς, νὰ ἀπασχολοῦμε τὸ νοῦ μας μὲ καθαρὲς σκέψεις. Νὰ σκεφθοῦμε τὰ θέματα τῆς ἐργασίας μας, νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὰ ζητήματα τῆς οἰκογενείας μας. Μποροῦμε ἐπίσης νὰ σκεφθοῦμε τοὺς βασανισμένους συνανθρώπους μας, ἀσθενεῖς, πτωχούς, ἐγκαταλελειμμένους, τὰ προβλήματά τους. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ συγκινήσει τὴν ψυχή μας, νὰ αἰσθανθοῦμε συμπόνια γι’ αὐτούς, νὰ νιώσουμε τὴν ἀγάπη νὰ κυριαρχεῖ στὴν καρδιά μας. Νοῦς καὶ καρδιὰ καλλιεργοῦν τὸ ἀγαθό.
Πολὺ περισσότερο θὰ μᾶς βοηθήσει τὸ νὰ καλλιεργοῦμε καθαρὰ πνευματικὲς σκέψεις. Νὰ ἐπαναφέρουμε π.χ. στὸ νοῦ μας μιὰ πνευματικὴ συζήτηση ποὺ εἴχαμε μὲ κάποιους φίλους. Νὰ θυμηθοῦμε τὶς συμβουλὲς τοῦ Πνευματικοῦ μας, τὸ κήρυγμα ποὺ ἀκούσαμε στὴν ἐκκλησία, τὸ μεγαλεῖο τῆς θείας Λειτουργίας, ποὺ συγκίνησε τὴν ψυχή μας. Νὰ ἐμβαθύνουμε στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, νὰ σκεφθοῦμε τὰ θαυμαστὰ ἔργα Του ἐπὶ τῆς γῆς, τὴν ἀπαράμιλλη διδασκαλία Του, τὴν παναγία ζωή Του, τὴ δόξα καὶ τὴ χαρὰ τῆς Βασιλείας Του. Ὅλα αὐτὰ θὰ συγκινήσουν τὴν ψυχή μας, θὰ τὴν ἐνθουσιάσουν, θὰ τὴν πλημμυρίσουν μὲ αἰσθήματα θαυμασμοῦ, εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεό, πνευματικῆς χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως. Φωτίζεται ὁ νοῦς μὲ τέτοιες σκέψεις καὶ συγκινεῖται ἡ καρδιὰ καθὼς κυριαρχεῖται ἀπὸ ἀνώτερα, ἅγια αἰσθήματα.
Μποροῦμε αὐτὰ νὰ τὰ ἐνισχύουμε μὲ τὴ μελέτη, τὴ συστηματικὴ πνευματικὴ μελέτη. Ὅταν κάθε μέρα τηροῦμε ἕνα σταθερὸ πρόγραμμα πνευματικῆς τροφοδοσίας, ὅταν μελετοῦμε τοὺς θεόπνευστους λόγους τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὰ θεοφώτιστα κείμενα τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἄλλα πνευματικὰ βιβλία, ὁ νοῦς μας διαρκῶς τροφοδοτεῖται μὲ ἅγια νοήματα, καὶ ἡ καρδιὰ μένει προσηλωμένη στὸ Θεὸ καὶ στὰ τοῦ Θεοῦ. Ἀπασχολημένος μὲ τὰ θεῖα ὁ νοῦς, δὲν προλαβαίνει νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ ἄλλα. Συγχρόνως, ἐπειδὴ ἡ μελέτη τῶν ἱερῶν κειμένων συγκινεῖ τὴν ψυχή, εὔκολα τὴν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου καὶ μάλιστα τὰ ἁμαρτωλά, ποὺ σκοτίζουν καὶ μολύνουν τὸ ἐσωτερικό μας.
Ἀνυπολόγιστη βοήθεια στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ καθαρότητα μᾶς δίνει καὶ ἡ προσευχή. Ὅταν γίνεται μὲ πίστη καὶ μὲ ταπείνωση, ὅταν ἀπευθύνεται στὸ Θεὸ μὲ προσήλωση τοῦ νοῦ καὶ μὲ θερμὴ διάθεση τῆς καρδιᾶς, ἀποδεικνύεται σπουδαιότατο ὅπλο στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν κάθαρση τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς. Ὄχι μόνο διότι μποροῦμε νὰ ἀπευθύνουμε στὸ Θεὸ εἰδικὸ αἴτημα, ὥστε Ἐκεῖνος, «ὁ μόνος καθαρὸς καὶ ἀκήρατος Κύριος», νὰ μᾶς καθαρίσει «ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ», ἀλλὰ καὶ διότι στὴ διάρκειά της ἀπασχολοῦμε τὸ νοῦ μὲ ὅ,τι ὑψηλότερο καὶ ἁγιότερο, μὲ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν Τρισάγιο Κύριο τοῦ παντός. Ἡ προσευχὴ ἡ «μετ’ ἐκτενείας γινομένη, μετὰ ὀδυνωμένης ψυχῆς, μετὰ συντεταμένης διανοίας», δηλαδὴ ἡ προσευχὴ ποὺ γίνεται μὲ ἐπίμονη καὶ ἐκτενὴ προσπάθεια, μὲ ψυχὴ ποὺ πονάει, μὲ τὴ διάνοια σταθερὴ καὶ μὲ ἔντονο ἀγώνα προσηλώσεως, καθαρίζει τὴν ψυχή. Διότι, συνεχίζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «αὕτη ἐστὶν ἡ πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀναβαίνουσα» προσευχή (ΕΠΕ 35, 176). Αὐτὴ ἡ προσευχὴ ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό, ἀνεβάζει καὶ ὅλο τὸν ἄνθρωπο στὸν οὐρανό, τὸν ἀναδεικνύει οὐράνιο ἄνθρωπο, ποὺ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὰ ἐπίγεια, τὰ ὑλικὰ καὶ ἁμαρτωλά.
Καλλιέργεια ἀγαθῶν λογισμῶν, μελέτη, προσευχή. Μ’ αὐτὰ τὰ ὅπλα διατηρεῖ ἡ ψυχὴ τὴν καθαρότητά της.
Ὅταν ὁ κλέφτης πλησιάσει στὸ σπίτι καὶ ἀκούσει θόρυβο, φεύγει. Καταλαβαίνει ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι μέσα καὶ δὲν ἦλθε στὴν κατάλληλη ὥρα. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος καλλιεργεῖ ἀγαθοὺς λογισμούς, ὅταν μελετᾶ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ προσεύχεται, συγκινεῖται ἡ ψυχή του, μέσα του ὑπάρχει κίνηση καὶ ζωὴ πνευματική. Δὲν μπορεῖ νὰ πλησιάσει κλέφτης. Δὲν μπορεῖ ὁ διάβολος νὰ σπείρει τοὺς δικούς του λογισμοὺς καὶ μὲ τὰ βέλη του τὰ πεπυρωμένα νὰ πυρπολήσει τὸ νοητὸ οἶκο τῆς ψυχῆς. Σ’ αὐτὸν ἔρχεται νὰ κατοικήσει ὁ Χριστός. Καὶ ὅταν ὁ Χριστὸς κατοικεῖ στὴν καρδιά μας, ὅλα μέσα μας γίνονται ἅγια καὶ φωτεινά, ὅλα καθαρὰ καὶ οὐράνια.