Οἱ ἅγιοι Θεόδωροι Τήρων καί Στρατηλάτης
Κατέχουν καί οἱ δυό ἐξέχουσα θέση στή μεγάλη καί ἔνδοξη φάλαγγα τῶν Μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Μέ τήν ζωή τους καί τό μαρτύριο τους δόξασαν τόν ἀρχηγό τῶν Μαρτύρων, τόν Κύριο Ἰησοῦ. Πολλά σημεῖα ἔχουν κοινά στή ζωή τους. Ἦταν καί οἱ δυό στρατιωτικοί, καί ὑπηρετοῦσαν στό στρατό τῶν εἰδωλολατρῶν αὐτοκρατόρων. Ἔζησαν τήν ἴδια σχεδόν ἐποχή, καί ἄθλησαν ὁ πρῶτος στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμίνου (305 – 312), καί ὁ δεύτερος στά χρόνια τοῦ Λικινίου (307 – 323). Στήν τιμημένη Μικρά Ἄσια, πού ἀνέδειξε τίς ὀνομαστές Ἐκκλησίες τῆς Ἀποκαλύψεως, ἀναδείχθηκαν καί οἱ δύο. Ἀπό ἕνα χωριό τῆς ἐπαρχίας Ἀμασείας τοῦ Εὐξείνου Πόντου, καταγόταν ὁ Τήρων. Ἀπό τήν πασίγνωστη πόλη Ἡράκλεια προερχόταν ὁ Στρατηλάτης. Φοβερό ἦταν τό μαρτύριο καί τῶν δυό του Χριστοῦ στρατιωτῶν καί ἄφθαρτος ὁ στέφανος, μέ τόν ὁποῖο ὁ Χριστός τούς στεφάνωσε. Ἄς δοῦμε τώρα μερικές σκηνές ἀπό τή ζωή τους καί τό μαρτύριον τους.
1. Ὁ Τήρων
Σέ τάγμα νεοσύλλεκτων (Τηρώνων) ὑπηρετεῖ ὁ Τήρων. Ἀπ’ αὐτό πῆρε τό παρωνύμιό του. Διοικητής τοῦ τάγματος, Πραιπόσιτος (=ἀνώτερος ἀξιωματικός), ὁ Βρίγκας, ἄνθρωπος ποτισμένος μέ τήν εἰδωλολατρία καί κηρυγμένος ἐχθρός της χριστιανικῆς Πίστεως. Ὁ Θεόδωρος, γενναῖος στρατιώτης, ἀλλά καί θερμός Χριστιανός, δέν ἦταν δυνατόν νά μή γίνει γνωστός, ὅτι δέν ἐκτιμᾶ τούς εἰδωλολατρικούς θεούς καί δέν προσφέρει σ’ αὐτούς θυσία, ἀλλά λατρεύει τόν μόνο ἀληθινό Θεό. Ἡ πληροφορία δέν ἄργησε νά φθάσει στά αὐτιά τοῦ σκληροῦ Ρωμαίου ἀξιωματικοῦ. Τόν καλεῖ ἀμέσως σέ ἀνάκριση. Ὁ ἡρωικός Θεόδωρος μέ θάρρος καί παρρησία ὁμολογεῖ τήν χριοτιανική του ἰδιότητα. Εἶμαι Χριστιανός, ἦταν ἡ ἀπάντηση στήν ἐρώτηση τοῦ Βρίγκα. Πιστεύω στόν ἕνα καί μόνο ἀληθινόν Θεό καί στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τόν Σωτήρα μου.
Ὅς βόμβα ἔπεσε στά αὐτιά τοῦ διοικητοῦ ἡ ὁμολογία. Ἕνα κύμα θυμοῦ τόν κυρίευσε. Νά διάταξει ἀμέσως τήν φυλάκισή του ἡ τό βασανισμό του; Ἐπιβλήθηκε ὅμως στόν ἑαυτό του καί τοῦ ἔδωσε προθεσμία νά σκεφθεῖ ὡριμότερα καί νά τοῦ ἀπάντησει τελειωτικῶς. Ὁ γενναῖος ὅμως ἀθλητής δέν εἶχε τίποτε περισσότερο νά σκεφθεῖ. Ἡ ἀπόφασή του, σταθερή καί ἀμετακίνητη, ἦταν νά μείνει πιστός μέχρι τέλους, ἔστω κι ἄν ἀντιμετώπιζε τά σκληρότερα τῶν μαρτυρίων. Ἡ πίστωση ὅμως τοῦ χρόνου πού τοῦ δόθηκε δέν ἔπρεπε νά χαθεῖ. Συλλαμβάνει ἕνα τολμηρό σχέδιο. Ὕπηρχεν ἐκεῖ ἕνας ναός εἰδωλολατρικός, ἀφιερωμένος στήν Ρέα, πού θεωροῦνταν μητέρα τῶν θεῶν. Ὁ ναός αὐτός μέ τό εἴδωλο τῆς θεᾶς πρέπει νά καταστραφεῖ. Δέν διστάζει λοιπόν νά κάψει καί τόν ναό καί τό εἴδωλο. Ἡ μανία τῶν εἰδωλολατρῶν ἔφθασε στό ἀπροχώρητο. Ὁ ὁμολογητής βεβαιώνει, ὅτι αὐτός προέβη στήν πράξη αὐτή, γιά νά ἀπαλλάξει τόν τόπο ἀπό τόν ναό τῆς ψεύδους θεᾶς.
Ἡ διαταγή εἶναι τώρα ρητή καί κατηγορηματική. Ἐκεῖνος, πού τόλμησε τέτοιο ἔγκλημα νά διάπραξει, πρέπει νά πεθάνει μέ τά φρικτότερα βασανιστήρια. Τόν κρεμοῦν λοιπόν καί τοῦ καταξεσχίζουν τίς σάρκες του μέ σιδηρένια ἐργαλεῖα. Τό αἷμα τρέχει. Οἱ πόνοι περονιάζουν τό σῶμα. Ἄλλα καί ὁ Μάρτυς μένει ἄκαμπτος. Ἔπειτα ἀπό ὥρα πολλή καταβιβάζεται τό παραμορφωμένον σῶμα ζωντανό καί ρίπτεται σέ μεγάλη φωτιά. Ἐκεῖ μέσα σέ ἀφόρητες ὀδύνες, ἀλλά καί μέ τή δοξολογία στά χείλη, ὁ μάρτυς παραδίδει τό πνεῦμα του στόν Θεό. Ἀληθινός μεγαλομάρτυς.
2. Ὁ Στρατηλάτης.
Ὁ αὐτοκράτωρ Λικίνιος, σφοδρός διώκτης τοῦ Χριστιανισμοῦ, πληροφορεῖται, ὅτι ὁ γενναῖος ἀξιωματικός του, ὁ Θεόδωρος, πού διαπρέπει στίς μάχες καί τιμᾶ τά ρωμαϊκά ὅπλα, εἶναι Χριστιανός. Ἡ πληροφορία του προκαλεῖ κατάπληξη. Στέλνει λοιπόν ἀνώτερους ἀξιωματικούς ἀπό τή Νικομήδεια, ὅπου διέμενε, στήν Ἡράκλεια, γιά νά ὁδηγήσουν μέ τιμή τόν Θεόδωρο ἐκεῖ. Ὁ Θεόδωρος δηλώνει ἀμέσως τήν προθυμία του. Εἰσηγεῖται ὅμως στούς ἀπεσταλμένους, ὅτι ἡ παρουσία τοῦ Λικινίου στήν Ἡράκλεια εἶναι γιά πολλούς λόγους ὠφέλιμος. Ὁ αὐτοκράτωρ πείθεται καί ἀποφασίζει νά ἔλθει. Ὁ γενναῖος ἀξιωματικός του ἐπιφυλάσσει λαμπρή ὑποδοχή. Ὁ αὐτοκράτωρ τόν χαιρετᾶ μέ χειραψία. Πολλά ἐλπίζει νά πετύχει μέ τήν ἐκδήλωση τῆς εὐνοίας αὐτῆς. Πρέπει ὅμως νά ἐξακριβώσει τήν πληροφορία. Εἶναι ὁ Θεόδωρος, ὁ γενναῖος στρατηλάτης, Χριστιανός; Σέ ἑορτή πού ὀργανώνεται πρός τιμή του, κάθεται σέ πολυτελή θρόνο. Προτρέπει τόν Θεόδωρο νά προσφέρει στούς θεούς θυσία. Ὁ Θεόδωρος ἀντί γι’ αὐτό διατυπώνει μία παράκληση. Νά τοῦ δοθοῦν τά χρυσά καί ἀργυρά ἀγαλμάτια τῶν θεῶν στά χέρια του· νά τά μεταφέρει στήν οἰκία του· νά τά θυμίασει καί νά τά ραντίσει μέ μύρα· καί κατόπιν δημόσια νά προσφέρει τίς κανονισμένες τιμές. Ὁ αὐτοκράτωρ συγκατατίθεται. Στήν οἰκία του ὅμως τά συντρίβει καί τά τεμάχιά τους τά διαμοιράζει στούς φτωχούς. Τό πράγμα ἐξέγειρε τούς εἰδωλολάτρες. Θεωρήθηκε προσωπική προσβολή κατά τοῦ αὐτοκράτορος καί μεγίστη καταφρόνηση κατά τῶν θεῶν. Ὁ Λικίνιος διατάσσει νά βασανίσουν ἄγρια τον Μάρτυρα. Ἄρχισαν νά τόν τρυποῦν ἀλύπητα σ’ ὅλο τό σῶμα του. Τίς πληγές πού δημιουργοῦνταν τίς ἔκαιγαν καί ὅπου δέν ὑπῆρχε πληγή, ἔξυναν τό σῶμα του μέ βασανιστικά ὄργανα. Ἔτσι τόν ρίχνουν στή φυλακή. Ἄφου τόν ἄφησαν γιά λίγο ἐκεῖ, τόν ἔφεραν πάλι στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου, καί οἱ δήμιοι τόν σταύρωσαν. Καθώς βρισκόταν στήν κατάσταση ἐκείνη, διεπερνώντας τό σῶμα του μέ βελόνες καί τόν τόξευαν στό πρόσωπο, μέ τρόπο ὥστε τά μάτια του χύθηκαν ἔξω. Ἀκόμη ἔκοβαν μέλη ἀπό τό σῶμα του, ὥστε νά μείνει ἀκρωτηριασμένο. Τέλος τόν ἀπεκεφάλισαν καί ἔτσι παρέδωσε τό πνεῦμα του στόν Πλάστη.
Ἐκεῖ μαζί μέ τόν ὁμώνυμό του Θεόδωρο τόν Τήρωνα πρεσβεύουν πάντοτε ὑπέρ ἡμῶν.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»
Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου