Τὸ πάθημα τοῦ σκύλου

    Ὅ,τι καὶ νὰ σοῦ πεῖ ὁ ἀδελφός σου, ὅσο καὶ νὰ σὲ προσβάλει· ὅ,τι κακὸ καὶ νὰ σοῦ κάνει, ἂν θυμώσεις ἐν­αν­τίον του, ὁ θυμός σου θὰ εἶναι ἀδικαιολόγητος, μᾶς συμβουλεύει ὁ Μέγας Βασίλειος στὴ θαυμάσια ὁμιλία του Κατὰ ὀργιζομένων. Καὶ ἐξηγεῖ: Πῶς δὲν εἶναι ἀδικαιολόγητος, τὴ στιγμὴ ποὺ ἄλ­λος εἶναι ὁ δράστης καὶ μὲ ἄλλον ἐσὺ ἀγανακτεῖς; Κάνεις αὐτὸ ποὺ κάνουν οἱ σκύλοι: κυνηγοῦν καὶ δαγκώνουν τὶς πέτρες ποὺ τοὺς πετᾶνε, καὶ δὲν ἀσχολοῦνται καθόλου μὲ αὐτὸν ποὺ τὶς ἔριξε. Αὐτὸς ποὺ γίνεται ὑποχείριο εἶναι ἀ­ξιολύπητος, ἐνῶ αὐτὸς ποὺ πραγματι­κὰ ἐνεργεῖ τὸ κακό, εἶναι ἀξιομίσητος. Σ᾿ αὐτὸν νὰ στρέψεις τὸν θυμό σου, στὸν ἀνθρωποκτόνο, στὸν πατέρα τοῦ ψεύδους (βλ. Ἰω. η´ 44), στὸν ἐργάτη τῆς ἁ­μαρτίας· ἐνῶ τὸν ἀδελφὸ νὰ τὸν συμπαθήσεις, διότι ἂν ἐπιμείνει στὴν ἁμαρτία, θὰ παραδοθεῖ μαζὶ μὲ τὸν διάβολο στὸ αἰώνιο πῦρ τῆς κολάσεως (ΕΠΕ 6, 180-182).
    Τί μᾶς διδάσκει ἐδῶ ὁ μεγάλος αὐτὸς Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας; Ὅτι ὅταν θυμώνουμε ἐναντίον τῶν συνανθρώπων μας ποὺ μᾶς προκαλοῦν, παθαίνουμε αὐτὸ ποὺ παθαίνει ὁ σκύλος ὅταν τοῦ πετάξουν πέτρα. Καὶ βέβαια ὁ σκύλος εἶναι ζῶο, δὲν ἔχει λογικό. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τοῦ ζητηθοῦν εὐθύνες γιὰ τὴν πράξη του. Ἐξάλλου ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ σκύλος δὲν θυμώνει μὲ τὴν πέτρα. Ἁπλῶς τὸ νὰ τοῦ ρίξει κάποιος πέτρα ἢ ἄλλο ἀντικείμενο, ἀποτελεῖ γι᾿ αὐτὸν ἐρέθισμα γιὰ ἄσκηση, νὰ τὸ κυνηγήσει καὶ νὰ τὸ δαγκώσει. Ὡστόσο ὁ ἅγιος Πατὴρ χρησιμοποιεῖ αὐτὴν τὴν εἰκόνα ἀπὸ τὴ φύση γιὰ νὰ μᾶς διαφωτίσει ὅτι, ὅταν θυμώνουμε, οὐσιαστικὰ «παίζουμε τὸ παιχνίδι τοῦ διαβόλου», ὅπως λέμε.
    Μὲ ἄλλα λόγια μᾶς συμβουλεύει: Μὴ θυμώνεις ἐναντίον αὐτοῦ ποὺ σὲ προσ­βάλλει ἢ σὲ ἀδικεῖ. Δὲν ἀξίζει. Δὲν εἶναι λογικό. Διότι αὐτὸς ὁ συνάνθρωπός σου εἶναι θύμα. Εἶναι θύμα τοῦ διαβόλου. Βλάπτει τὴν ψυχή του. Καὶ ἂν δὲν μετανοήσει, θὰ καταλήξει στὴν αἰώνια κόλαση. Λυπήσου τον, συμπάθησέ τον στὸ κατάντημά του.
    Μὲ ἄλλον νὰ θυμώσεις: μὲ τὸν διάβολο, τὸν ἀμετανόητο ἀποστάτη, τὸν ἐφευρέτη τῆς ἁμαρτίας, ποὺ διψᾶ τὴν ἀπώλειά μας, ποὺ συνεχῶς βάζει σκάνδαλα καὶ τρικλοποδιὲς καὶ δημιουργεῖ ἀφο­ρμές, ὥστε οἱ ἄνθρωποι νὰ χάνουν τὴν εἰρήνη τους, νὰ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴν ἀγάπη, νὰ μαλώνουν μεταξύ τους, νὰ κρατοῦν κακία, νὰ ἐκδικοῦνται· νὰ γίνονται ὑποχείριά του καὶ νὰ κολάζουν τὴν ψυχή τους. Μ᾿ αὐτὸν νὰ θυμώσεις, μὲ τὰ σκοτεινά του ἔργα, μὲ τὴ βλαπτική του ἐνέργεια, μὲ τὸν φθόνο καὶ τὸ μίσος του ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων.
    Γι᾿ αὐτὸ μᾶς ἔδωσε τὸν θυμὸ ὁ Θεός, ἐξηγεῖ σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς ὁμιλίας του ὁ Ἅγιος (βλ. ΕΠΕ 6, 176). Εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ στὴ φύση μας, εἶναι τὸ νεῦρο τῆς ψυχῆς μὲ τὸ ὁποῖο μποροῦμε νὰ ἀποστρεφόμαστε σταθερὰ τὸ κακὸ καὶ νὰ τρέχουμε πρὸς τὸ ἀγαθό.
    Ἂς θυμώσουμε μὲ νηφάλιο θυμό, μὲ θυμὸ εὐλογημένο καὶ εἰρηνοποιὸ κατὰ τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ μας καὶ ἂς τοῦ ποῦ­με: «Ἒ ὄχι! Δὲν θὰ σοῦ κάνω τὸ χατίρι! Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ πέσω στὴν παγίδα ποὺ μοῦ στήνεις. “Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ” (πρβλ. Ματθ. δ´ 10). Φύγε ἀπὸ τὸν δρόμο μου. Δὲν θὰ μὲ χωρίσεις ἀπὸ τὸν Κύριό μου μὲ τοὺς πειρασμούς σου».
    Στὴ δύσκολη ὥρα τοῦ πειρασμοῦ ἂς ἀγωνισθοῦμε νὰ διατηρήσουμε τὴν ψυχραιμία μας. Ἂς μάθουμε νὰ ἀντιμετωπίζουμε μὲ ἄλλο μάτι τὰ ὅσα μᾶς συμβαίνουν· νὰ τὰ ἀντιμετωπίζουμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἂς προσπαθήσουμε νὰ διακρίνουμε στὴν ἐμπαθὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἄλλου τὴν ἐπήρεια τῶν δαιμόνων, τὸν τραυματισμὸ τῆς ψυχῆς του, τὸν ξεπεσμὸ στὸν ὁποῖο παρασύρεται. Ἂς θυμηθοῦμε τὴν εἰκόνα τοῦ σκύλου. Ἂς ἀνασύρουμε στὴ μνήμη μας σχετικὲς προτροπὲς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὅπως: «Μὴ νικῶ ὑπὸ τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ νίκα ἐν τῷ ἀγαθῷ τὸ κακόν» (Ρωμ. ιβ´ 21).
    Βέβαια κάτι τέτοιο δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο. Μᾶς τὸ διδάσκει ἡ κοινὴ πείρα. Ὅλοι ἔχουμε τὸν ἐγωισμό μας, ὁ ὁποῖος ὅταν θιχθεῖ, ἐρεθίζεται, ἐξεγείρεται. Ταράζει τὸ ἐσωτερικό μας καὶ ζητᾶ βίαιη ἀνταπάντηση καὶ ἀνταπόδοση. Ποιὸς ἀπὸ μᾶς δὲν ἔχει νιώσει νὰ σαλεύει μέσα του αὐτὸ τὸ θηρίο; Ποιὸς μπόρεσε μὲ εὐκολία νὰ τὸ ὑποτάξει καὶ νὰ τὸ χαλιναγωγήσει; Ἀλλὰ καὶ ποιὸς σώθηκε χωρὶς νὰ ἱδρώσει καὶ νὰ κουραστεῖ;
    Τὰ λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν ἁγίων θεοφόρων Πατέρων εἶναι φῶτα στὴ ζωή μας, ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτουν τὴν ἀληθινὴ διάσταση τῶν πραγμάτων, τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας, τῆς εἰρήνης, τῆς ταπεινώσεως, τῆς ἀγάπης. Ἂς ἐκτιμήσουμε τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἂς ἀγωνιζόμαστε νὰ ἀνταποκρινόμαστε, νὰ τὰ ἐφαρμόζουμε. Μποροῦμε. Διότι ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἀποκάλυψε μόνο τὸ θέλημά Του. Μᾶς χορηγεῖ καὶ τὴ Χάρη Του γιὰ νὰ τὸ ἐφαρμόζουμε.