ΑΓΙΟΙ ΑΚΥΛΑΣ ΚΑΙ ΠΡΙΣΚΙΛΛΑ ΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ

Οἱ Ἅγιοι Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα οἱ Ἀπόστολοι

Δυ­ό ἱ­ε­ρές μορ­φές τῶν πρώ­των χρι­στι­α­νι­κῶν χρό­νων! Κα­τέ­χουν καί οἱ δυ­ό ἐ­ξέ­χου­σα θέ­ση στό βι­βλί­ο τῶν Πρά­ξε­ων τῶν Ἀ­πο­στό­λων ὡς σπου­δαῖ­οι συ­νερ­γά­τες τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου. Ἀ­πο­τε­λοῦν πρό­τυ­πο Χρι­στια­νῶν συ­ζύ­γων καί ἱ­ε­ρα­πο­στό­λων.

1. Συ­νάν­τη­ση καί συ­νερ­γα­σί­α.

Ἰ­ου­δαῖ­οι ἦ­ταν ὁ Ἀ­κύ­λας καί ἡ Πρί­σκιλ­λα καί κα­τά­γον­ταν μᾶλ­λον ἀ­πό τόν Πόν­το. Γρή­γο­ρα ὅ­μως ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν στήν πο­λυ­άν­θρω­πη τό­τε Ρώ­μη. Ἀλ­λά κι ἐ­κεῖ δέν φαί­νε­ται νά ἔμει­ναν γιά πο­λύ. Δι­ό­τι ὅ­ταν ὁ αὐ­το­κρά­τωρ Κλαύ­διος (49 μ.Χ.) μέ δι­ά­ταγ­μά του ἐκ­δί­ω­ξε ὅ­λους τους Ἑ­βραί­ους ἀ­πό τή Ρώ­μη, ἀ­ναγ­κά­σθη­καν καί οἱ δυ­ό αὐ­τοί εὐ­λα­βεῖς Ἰ­ου­δαῖ­οι νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψουν τή ρω­μα­ϊ­κή πρω­τεύ­ου­σα καί νά ἐγ­κα­τα­στα­θοῦν στήν Κό­ριν­θο. Ἐ­δῶ συ­νέ­χι­σαν τό βι­ο­πο­ρι­στι­κό τους ἔρ­γο, πού ἦ­ταν ἡ κα­τα­σκευ­ή σκη­νῶν.

Δυ­ό χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα φθά­νει στήν Κό­ριν­θο ὁ ἀ­πό­στο­λος τῶν Ἐ­θνῶν, ὁ Παῦ­λος. Ἄ­φη­σε τήν «κα­τεί­δω­λη» πό­λη τῶν Ἀ­θη­νῶν μέ τή λύ­πη ὅ­τι τό κή­ρυγ­μά του δέν βρῆ­κε τήν ἀνάλο­γη ἀ­πή­χη­ση. Ἀλ­λά κι ἐ­δῶ, στήν Κό­ριν­θο, τί συ­ναν­τᾶ; Μέ­σα στήν κα­κο­φη­μι­σμέ­νη πό­λη, πού τό λι­μά­νι τῆς συγ­κεν­τρώ­νει δι­α­φό­ρων τύ­πων ἀν­θρώ­πους, βρί­σκε­ται ὁ θεῖ­ος Ἀ­πό­στο­λος ἄ­γνω­στος ἐν μέ­σῳ ἀ­γνώστων. Ἀλλά ὁ Θε­ός ἔ­χει ἑ­τοι­μά­σει τό ἔ­δα­φος!

Καί νά τό πρῶ­το δῶ­ρο τοῦ Θε­οῦ, οἱ δυ­ό ἐ­κλε­κτοί σύ­ζυ­γοι. Πό­ση ἀ­να­κού­φι­ση θά αἰ­σθάν­θη­κε ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος, ὅ­ταν ­γνώ­ρι­σε τό ἰ­ου­δα­ϊ­κό ζεῦ­γος τῶν ὁ­μό­τε­χνών του σκηνοποι­ῶν, τόν Ἀ­κύ­λα καί τήν Πρί­σκιλ­λα! Δέν ἄρ­γη­σε καί ὁ Παῦ­λος νά δι­α­κρί­νει τή βα­θειά εὐ­λά­βεια, τήν κα­λό­καρ­δη δι­ά­θε­ση τῶν δυ­ό συ­ζύ­γων, ἀλ­λά καί τό ἐ­κλε­κτό ζεῦ­γος νά δι­α­πί­στω­σει καί αἰ­σθαν­θεῖ τό ἰ­δι­αί­τε­ρο χά­ρι­σμα τοῦ με­γά­λου τους ἐ­πι­σκέ­πτη. Ἄ­νοι­ξαν τό­τε οἱ ἀ­γα­θοί ἄν­θρω­ποι τό σπί­τι τους, γιά νά δώ­σουν στόν ἀ­πε­σταλ­μέ­νο τοῦ Θε­οῦ στέ­γη καί στορ­γή, ἐρ­γα­σί­α καί τρο­φή. Χα­ρά γιά τόν Παῦ­λο, πού ἦλ­θε ξέ­νος καί μό­νος στήν Κό­ριν­θο. Χα­ρά καί γιά τό ἄ­τε­κνο ζεῦ­γος, πού ἀ­πέ­κτη­σε τόν Παῦ­λο ὡς ἀ­γα­πη­μέ­νο μέ­λος τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας του. Καί νά γνώ­ρι­ζαν κα­λά ποι­όν φι­λο­ξε­νοῦ­σαν!

Δέν τό ἤ­ξε­ραν ἀ­πό τήν ἀρ­χή. Τό ἀν­τι­λή­φθη­καν ὅ­μως σι­γά – σι­γά στή Συ­να­γω­γή, ἀλ­λά καί στό ἐρ­γα­στή­ριο. Στή Συ­να­γω­γή, ὅ­που ὁ Παῦ­λος κά­θε Σάβ­βα­το κή­ρυτ­τε σέ Ἰ­ου­δαί­ους καί προ­ση­λύ­τους ἐ­θνι­κούς μέ τή βα­θειά γνώ­ση καί τή με­γά­λη πεί­ρα τοῦ ἐμ­βρι­θοῦς νο­μο­δι­δα­σκά­λου. Ἀ­νέ­πτυσ­­σε τίς ἀ­λή­θει­ες τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καί μά­λι­στα τίς προ­φη­τεῖ­ες, πού εἶ­χαν σχέ­ση μέ τόν Μεσ­σί­α καί Λυ­τρω­τή. Καί μέ­σα στό ἐρ­γα­στή­ριο τῆς σκη­νο­πο­ϊ­ί­ας τοῦ δι­νό­ταν ἡ εὐ­και­ρί­α νά ἑρ­μη­νεύ­ει βα­θύ­τε­ρα τίς ἀ­λή­θει­ες αὐ­τές καί νά τίς ἐ­ξη­γεῖ ἀναλυτικό­τε­ρα στό ζεῦ­γος τῶν ὁ­μο­τέ­χνων του. Δέν εἶ­χαν ἄλ­λω­στε μέ­χρι τό­τε κα­τη­χη­θεῖ τή χρι­στι­α­νι­κή ἀ­λή­θεια ὁ Ἀ­κύ­λας καί ἡ Πρί­σκιλ­λα. Τί δέν ἄκου­σαν μέ­σα στό ἐρ­γα­στή­ριο αὐ­τό ἀ­πό τόν με­γά­λο Ἀ­πό­στο­λο! Κι ἐ­νῶ τά χέ­ρια καί τῶν τρι­ῶν δού­λευ­αν ἀ­κα­τά­παυ­στα στόν ἀρ­γα­λει­ό, ἄ­νοι­γαν τά αὐ­τιά τοῦ ζεύ­γους καί ἡ καρ­διά, γιά νά δε­χθοῦν θεί­α μηνύματα καί οὐ­ρά­νι­ες ἀ­πο­κα­λύ­ψεις. Ἔ­τσι ἔ­γι­νε τό ἐρ­γα­στή­ριο ἐ­κεῖ­νο συγ­χρό­νως καί ἐρ­γα­στή­ριο ψυ­χῶν, ὅ­που καλ­λι­ερ­γή­θη­καν οἱ δυ­ό, γιά νά ἐ­ξε­λι­χθοῦν καί γί­νουν οἱ πολύτιμοι συ­νερ­γά­τες τοῦ Ἀ­πο­στό­λου στό ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό ἔρ­γο. Ἐ­κεῖ­νο τό ἀ­πέ­ριτ­το ἐρ­γα­στή­ριο τοῦ Ἀ­κύ­λα καί τῆς Πρί­σκιλ­λας ἐ­πι­σκί­α­σε τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιον, γιά νά γρά­ψει ἐ­κεῖ ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος τίς δυ­ό του πρῶ­τες θε­ό­πνευ­στες ἐ­πι­στο­λές! Τίς δυ­ό πρός Θεσ­σα­λο­νι­κεῖς.

Ἀλ­λά τό εὐ­λο­γη­μέ­νο ζεῦ­γος δο­κί­μα­σε καί ἄλ­λη χα­ρά στό φι­λό­ξε­νο σπί­τι του. Τούς ἐ­πι­σκέ­φθη­καν ἀ­πό τή Μα­κε­δο­νί­α οἱ δυ­ό μα­θη­τές καί συ­νο­δοί τοῦ Παύ­λου, ὁ Τι­μό­θε­ος καί ὁ Σί­λας. Πό­σο με­γά­λη ἱ­κα­νο­ποί­η­ση αἰ­σθάν­θη­καν! Ὅ­σο μι­κρό κι ἄν ἦ­ταν τό σπί­τι τους, ἡ με­γά­λη τους καρ­διά τό ἔ­κα­νε εὐ­ρύ­χω­ρο, γιά νά ἐ­παρ­κέ­σει, καί μά­λι­στα μέ ἄ­νε­ση, γιά ὅλους. Κι ὅ­ταν εἶ­δαν τούς τρεῖς τό­σο πο­λύ ψυ­χι­κά συν­δε­δε­μέ­νους κι ὅ­ταν τούς ἄ­κου­γαν νά συ­νο­μι­λοῦν μέ τό­ση ἐγ­καρ­δι­ό­τη­τα καί κα­τα­νό­η­ση γιά τά νέ­α τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν τῆς Μακε­δο­νί­ας, τούς θαύ­μα­ζαν. Τό φω­τει­νό πα­ρά­δειγ­μα, ἡ ἑ­νό­τη­τα καί ἡ ἀ­φο­σί­ω­ση τῶν ἐ­κλε­κτῶν Ἀ­πο­στό­λων τοῦ Χρι­στοῦ, τούς ἔ­δω­σε πεί­ρα τῆς ἀ­γά­πης, πού ἔ­χουν οἱ Χριστιανοί με­τα­ξύ τους. Ὁ Θε­ός συ­νε­χῶς καλ­λι­ερ­γοῦ­σε τήν ψυ­χή τοῦ ζεύ­γους.

Καί δέν ἄρ­γη­σε νά ἔλ­θει ἡ με­γά­λη ἡ­μέ­ρα τῆς νέ­ας τους γεν­νή­σε­ως, πού πε­ρί­με­ναν ἀ­πό και­ρό. Ἡ ­μέ­ρα, πού ὁ Ἀ­κύ­λας καί ἡ Πρί­σκιλ­λα, κα­τη­χη­μέ­νοι πλή­ρως στή χρι­στι­α­νι­κή ἀλή­θεια, ὁ­μο­λό­γη­σαν ἐ­πί­ση­μα πί­στη καί ἀ­φο­σί­ω­ση στόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό, δέ­χθη­καν ἀ­πό τά χέ­ρια τοῦ Δι­δα­σκά­λού τους Ἀ­πο­στό­λου τό χρι­στι­α­νι­κό βά­πτι­σμα κι ἔ­γι­ναν Χρι­στια­νοί! Κι ὄ­χι μό­νον αὐ­τοί. Ἀλ­λά καί ἄλ­λο πλῆ­θος Κο­ριν­θί­ων μέ ἐ­πι­κε­φα­λῆς τόν ἀρ­χι­συ­νά­γω­γο Κρί­σπο. Τί κι ἄν ἕ­νας ἄλ­λος συρ­φε­τός Ἰ­ου­δαί­ων ἀν­τι­δροῦ­σε μέ μα­νί­α ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ἀποστο­λι­κοῦ ἔρ­γου; Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Κο­ρίν­θου μέ τή χά­ρη τοῦ Ἀ­να­στάν­τος θρι­αμ­βευ­τοῦ Ἰ­η­σοῦ εἶ­χε πλέ­ον ἱ­δρυ­θεῖ. Ἡ δι­α­βε­βαί­ω­ση τοῦ Κυ­ρί­ου πρός τόν Παῦ­λο: «μή φο­βοῦ, ἀλλά λά­λει καί μή σι­ω­πή­σης…, δι­ό­τι λα­ός ἐ­στί μοι πο­λύς ἐν τῇ πό­λει ταύ­τῃ» (Πράξ. ι­η΄ 9 – 10), ἔ­γι­νε θαυ­μα­στή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Ὁ θεῖ­ος Ἀ­πό­στο­λος μέ ὑ­πο­μο­νή πολ­λή σ’ ὅ­λο τό μα­κρό δι­ά­στη­μα τῶν δε­κα­ο­κτώ μη­νῶν, πού ἔ­μει­νε στήν Κό­ριν­θο, ἑ­δραί­ω­σε τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἐρ­γά­σθη­κε, κα­τάρ­τι­σε καί ἐγκαθίδρυ­σε σ’ αὐ­τήν ποι­μέ­νες καί δι­δα­σκά­λους, οἱ ὁ­ποῖ­οι καί ἀ­νέ­λα­βαν τή δι­α­ποί­μαν­σή της. Κι ὅ­λο αὐ­τό τό με­γά­λο ἔρ­γο τό ἐπιτέλεσε μέ πρώ­τη ἀν­θρώ­πι­νη βο­ή­θεια καί πρῶ­το στή­ριγ­μα τό θερ­μό καί συ­νε­τό ζεῦ­γος τῶν σκη­νο­ποι­ῶν, πού ἔ­θε­σαν στή δι­ά­θε­σή του χρό­νο καί δυ­νά­μεις καί δρα­στη­ρι­ό­τη­τα. Ὁ­λό­κλη­ρο τόν ἑ­αυ­τό τους.

Ὅ­μως ὁ Παῦ­λος ἔ­πρε­πε πλέ­ον νά ἀ­να­χω­ρή­σει ἀ­πό τήν Κό­ριν­θο. Τό ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό του κα­θῆ­κον τόν κα­λοῦ­σε στήν Ἔ­φε­σο. Ἀλ­λά ὁ Ἀ­κύ­λας καί ἡ Πρί­σκιλ­λα; Θά πα­ρα­μεί­νουν αὐ­τοί στήν Κό­ριν­θο; Ὄ­χι! Θά συ­νο­δεύ­σουν τόν εὐ­ερ­γέ­τη τους Ἀ­πό­στο­λο στή νέ­α του ἀ­πο­στο­λή, γιά νά τοῦ φα­νοῦν κι ἐ­κεῖ ἀ­φο­σι­ω­μέ­νοι καί πο­λύ­τι­μοι, ὅ­σο καί στήν Κό­ριν­θο. Καί τοῦ φά­νη­καν.

2. Τόν ἑ­αυ­τῶν τρά­χη­λον….

Δέν χρει­ά­σθη­κε πο­λύς χρό­νος γιά νά δι­α­πι­στώ­σουν ὁ Παῦ­λος καί οἱ συ­νερ­γοί του τήν κα­τά­στα­ση στήν Ἔ­φε­σο. Ἐ­δῶ κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε ἡ λα­τρεί­α τῆς θε­ᾶς Ἀρ­τέ­μι­δος. Ὁ παμμέγιστος να­ός μέ τούς εἰ­δω­λο­λά­τρες ἱ­ε­ρεῖς του δέ­χον­ται τά πλή­θη τοῦ λα­οῦ, πού κα­θη­με­ρι­νά συρ­ρέ­ουν γιά τή λα­τρεί­α τῆς θε­ᾶς. Μεσ­σί­ας καί Λυ­τρω­τής, Χρι­στός Ἰ­η­σοῦς Σω­τήρ δέν ἀ­κού­σθη­κε πο­τέ ἐ­δῶ. Οἱ ἄν­θρω­ποι ζοῦν μέ­σα στό σκο­τά­δι τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρι­κῆς ἄ­γνοι­ας. Πῶς λοι­πόν θά γί­νει κι ἐ­δῶ ἡ ἀρ­χή τοῦ εὐ­αγ­γε­λι­κοῦ κη­ρύγ­μα­τος;

Με­γά­λη ὑ­πη­ρε­σί­α θά προ­σφέ­ρει τό ζεῦ­γος τῶν σκη­νο­ποι­ῶν. Δι­ό­τι ἐ­νῶ ὁ Παῦ­λος με­τά τήν πρώ­τη ἐ­πι­κοι­νω­νί­α στή Συ­να­γω­γή ἀ­να­χω­ρεῖ γιά ἕ­να δι­ά­στη­μα στά Ἰ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἀφήνει τόν Ἀ­κύ­λα καί τήν Πρί­σκιλ­λα νά προ­ε­τοι­μά­σουν τό ἔ­δα­φος. Νά γνω­ρί­σουν πρό­σω­πα καί κα­τα­στά­σεις, νά ἑ­τοι­μά­σουν ψυ­χές. Κι ἔ­κα­νε πολ­λά τό χρι­στο­κί­νη­το ζεῦ­γος, γιά νά ἐκ­πλη­ρώ­σει τήν ἱ­ε­ρή ἀ­πο­στο­λή του.

Μί­α σπου­δαί­α ἐ­πι­τυ­χί­α του μᾶς ἀ­να­φέ­ρουν οἱ Πρά­ξεις τῶν Ἀ­πο­στό­λων. Πα­ρου­σι­ά­σθη­κε κά­ποι­α μέ­ρα στή Συ­να­γω­γή ὁ ἐ­πι­φα­νής λό­γιος Ἰ­ου­δαῖ­ος Ἀ­πολ­λώς, βα­θύς γνώ­στης τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς. Καί κή­ρυ­ξε μέ δύ­να­μη, χω­ρίς ὅ­μως νά γνω­ρί­ζει τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο παρά τό κή­ρυγ­μα καί τό βά­πτι­σμα τοῦ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Προ­δρό­μου. Κι ὅ­ταν τόν εἶ­δαν ὁ Ἀ­κύ­λας καί ἡ Πρί­σκιλ­λα θερ­μό καί πι­στό, μέ πολ­λές ἐλ­πί­δες γιά τό μέλ­λον, δέν δί­στα­σαν. «Προ­σε­λά­βον­το αὐ­τόν καί ἀ­κρι­βέ­στε­ρον αὐ­τῷ ἐ­ξέ­θεν­το τήν ὁ­δόν τοῦ Θε­οῦ». Τόν πλη­σί­α­σαν καί μέ ὅ­λη τους τήν ἀ­γά­πη τοῦ ἀ­πο­κά­λυ­ψαν τήν χρι­στι­α­νι­κή ἀ­λή­θεια. Γιά τόν Χρι­στό, τή δι­δα­σκα­λί­α του, τή σταυ­ρι­κή θυ­σί­α, τήν Ἀ­νά­στα­ση, τό χρι­στι­α­νι­κό βά­πτι­σμα. Ὅ­λα ὅ­σα καί οἱ ἴ­διοι ἀ­πό τόν Παῦ­λο εἶ­χαν ἀ­κού­σει καί δι­δά­χθη­καν. Κι ἄ­νοι­ξαν τό­τε τά μά­τια τοῦ Ἀ­πολ­λώ καί εἶ­δε φῶς, φῶς Χρι­στοῦ, τό ὁ­ποῖ­ο γέ­μι­σε τήν ψυ­χή του. Γιά νά γί­νει σέ λί­γο ὁ κα­τη­χη­μέ­νος τους Ἀ­πολ­λώς ὁ δυ­να­τός δι­δά­σκα­λος τῶν ἀ­λη­θει­ῶν τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος, ὅ­ταν με­τά ἀ­πό λί­γο ἔ­φθα­σε στήν Κό­ριν­θο, «συ­νε­βά­λε­το πο­λύ τοῖς πε­πι­στευ­κό­σι διά τῆς χά­ρι­τος». Ὠ­φέ­λη­σε ἐ­ξαι­ρε­τι­κά ἐ­κεί­νους, πού μέ τή χά­ρη τοῦ Θε­οῦ εἶ­χαν πι­στεύ­σει στόν Χρι­στό (Πράξ. ι­η΄ 24 – 28).

Μέ τήν ἐ­νέρ­γειά του αὐ­τή τό ζεῦ­γος τῶν σκη­νο­ποι­ῶν πρό­σφε­ρε στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἐ­ξαι­ρε­τι­κή ὑ­πη­ρε­σί­α. Δια­φώ­τι­σαν καί ἑ­τοί­μα­σαν ἕ­να θερ­μουρ­γό ἐρ­γά­τη τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Ποῦ νά γνω­ρί­ζου­με καί σή­με­ρα πῶς μπο­ρεῖ νά ἐ­ξε­λι­χθεῖ ἕ­νας κα­λο­προ­αί­ρε­τος νέ­ος, τόν ὁ­ποῖ­ο βο­η­θοῦ­με στή χρι­στι­α­νι­κή τοῦ ζω­ή! Μή­πως βρε­θοῦ­με ἀρ­γό­τε­ρα στή θέ­ση νά θαυμάσουμε ἕ­να πνευ­μα­το­κί­νη­το ἐρ­γά­τη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας!

Ὁ Ἀ­κύ­λας καί ἡ Πρί­σκιλ­λα ἔ­κα­ναν καί ὅ,τι ἄλ­λο ἦ­ταν δυ­να­τόν γιά τήν ἑ­τοι­μα­σί­α τοῦ ἔρ­γου τοῦ Παύ­λου. Κι ὅ­ταν ὁ Ἀ­πό­στο­λος ἐ­πέ­στρε­ψε ἀ­πό τά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα καί ἄρ­χι­σε τό κήρυγ­μά του συ­στη­μα­τι­κά στήν Ἔ­φε­σο, ἑ­τοι­μα­σμέ­νο καί κα­λο­δι­ά­θε­το τό πλῆ­θος συ­νέρ­ρε­ε κα­θη­με­ρι­νά ὅ­λο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο νά τόν ἀ­κού­ει. Στα­δια­κά ὁ να­ός τῆς Ἀρ­τέ­μι­δος ἄδεια­ζε καί τό ἀ­κρο­α­τή­ριο τοῦ Παύ­λου πλη­θυ­νό­ταν. Ἔ­τσι, ὥ­στε νά γρά­φει πρός τούς Κο­ριν­θί­ους: «θύ­ρα μοι ἀ­νέ­ω­γε με­γά­λη καί ἐ­νερ­γής». Μοῦ ἀ­νοί­χθη­κε θύ­ρα με­γά­λη μέ ἀποτε­λε­σμα­τι­κή καί καρ­πο­φό­ρο δρά­ση. Βε­βαί­ως καί «ἀν­τι­κεί­με­νοι πολ­λοί» (Α΄ Κορ. ιστ΄ 9). Δι­ό­τι στήν Ἔ­φε­σο ἐ­πί δύο ἔ­τη ὁ Παῦ­λος θη­ρι­ο­μά­χη­σε μέ τούς ἀν­τί­θε­τους καί μάλιστα μ’ ἐ­κεί­νους, πού εἶ­χαν συμ­φέ­ρον­τα ἀ­πό τή λα­τρεί­α τῆς Ἀρ­τέ­μι­δος. Τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα ὅ­μως ἦ­ταν θαυ­μα­στό: «Πά­ν­τας τους κα­τοι­κοῦν­τας τήν Ἀ­σί­αν ἀ­κοῦ­σαι τόν λό­γον Κυρί­ου Ἰ­η­σοῦ, Ἰ­ου­δαί­ους τε καί Ἕλ­λη­νας» (Πράξ. ιθ΄ 10).

Σ’ ὅ­λο αὐ­τό τό με­γά­λο καί σω­τή­ριο ἔρ­γο τοῦ θεί­ου Ἀ­πο­στό­λου ποιός δέν μπο­ρεῖ νά φαν­τα­σθεῖ τόν σπου­δαῖ­ο ρό­λο, πού ἔ­παι­ξαν ὁ Ἀ­κύ­λας καί ἡ Πρί­σκιλ­λα; Τό­σο, ὥ­στε ὁ Παῦλος νά μή τό λη­σμο­νεῖ πο­τέ καί μέ εὐ­γνω­μο­σύ­νη νά γρά­φει ἀρ­γό­τε­ρα πρός τούς Ρω­μαί­ους: «Ἀ­σπά­σα­σθε Πρί­σκιλ­λα καί Ἀ­κύ­λα τούς συ­νερ­γούς μου ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ, οἵτινες ὑ­πέρ τῆς ψυ­χῆς μου τόν ἑ­αυ­τῶν τρά­χη­λον ὑ­πέ­θη­καν, οἷς οὐκ ἐ­γώ μό­νος εὐ­χα­ρι­στῶ, ἀλ­λά καί πᾶ­σαι οἱ ἐκ­κλη­σί­αι τῶν ἐ­θνῶν» (Ρωμ. ι­στ΄ 34). Θαυ­μα­στό ἐγ­κώ­μιο, τό ὁποῖ­ο μι­λᾶ γιά τούς κό­πους καί τούς μό­χθους, τούς ἀ­γῶ­νες καί τίς θυ­σί­ες τοῦ ζεύ­γους, τό ὁ­ποῖ­ο μέ τήν πί­στη του καί τό ζῆ­λο του πρό­σφε­ρε ὑ­πη­ρε­σί­ες, γιά τίς ὁποῖες τό εὐγνωμο­νοῦν ὅλες οἱ Ἐκ­κλη­σί­ες. Ἴ­σως πε­ρισ­σό­τε­ρο ἡ Πρί­σκιλ­λα μέ τή θαυ­μα­στή δρα­στη­ρι­ό­τη­τά της, πού ἀ­σφα­λῶς φά­νη­κε στόν θεῖ­ο Ἀ­πό­στο­λο συ­νερ­γός πο­λύ­τι­μος, δι­ό­τι πρό­σφε­ρε τίς ὑ­πη­ρε­σί­ες της στήν ἰ­δι­αί­τε­ρη κα­τή­χη­ση καί τή βά­πτι­ση τῶν γυ­ναι­κῶν, οἱ ὁ­ποῖ­ες μέ τό κή­ρυγ­μα τοῦ Παύ­λου πί­στευ­αν καί γί­νον­ταν Χρι­στια­νοί. Γι’ αὐ­τό καί ὁ Ἀπόστο­λος στούς χαι­ρε­τι­σμούς του τήν ἀναφέρει πρώ­τη.

Τό ὅ­τι ὁ θεῖ­ος Ἀ­πό­στο­λος ἀ­να­φέ­ρει τά ὀ­νό­μα­τα τῶν δυ­ό συ­νερ­γῶν του στήν πρός Ρω­μαί­ους ἐ­πι­στο­λή, δεί­χνει ὅ­τι τό ζεῦ­γος τῶν συ­ζύ­γων δέν ἔ­μει­νε πο­λύ ἀ­κό­μη στήν Ἔ­φε­σο. Ὅ­ταν κι ἐ­κεῖ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἑ­δραι­ώ­θη­κε, ἀ­να­χώ­ρη­σαν καί ἦλ­θαν στή Ρώ­μη. Ἦλ­θαν πλέ­ον Χρι­στια­νοί καί μέ ζῆ­λο ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό πρό­σφε­ραν κι ἐ­δῶ τίς ὑ­πη­ρε­σί­ες τους. Τό σπί­τι τούς ἔ­γι­νε «κα­τ’ οἶ­κον ἐκ­κλη­σί­α», ὅ­που συ­νη­θροί­ζον­ταν οἱ Χρι­στια­νοί για τίς λα­τρευ­τι­κές τους συ­νά­ξεις (Ρωμ. ιστ΄ 4).

Φαί­νε­ται ὅ­τι καί ἀ­πό τή Ρώ­μη γύ­ρω στό 67 μ.Χ. ἐ­πέ­στρε­ψαν καί πά­λι στήν Ἔ­φε­σο. Πι­θα­νόν ὡς βο­η­θοί καί συ­νερ­γοί τοῦ Τι­μο­θέ­ου, τόν ὁ­ποῖ­ο ὁ Παῦ­λος ἐγ­κα­τέ­στη­σε ἐ­κεῖ Ἐπίσκο­πο. Νέ­ος τό­τε ὁ Τι­μό­θε­ος καί μέ ἐ­πι­σφα­λή ὑ­γεί­α μέ­σα στήν πο­λυ­άν­θρω­πη πό­λη εἶ­χε ἀ­νάγ­κη συμ­πα­ρα­στά­σε­ως συ­νε­τῶν ἀν­θρώ­πων, γιά νά τόν βο­η­θή­σουν στό πολύπτυ­χο καί πο­λύ­μο­χθο ἔρ­γο του. Ὁ Παῦ­λος ἀ­πό τή φυ­λα­κή τῆς Ρώ­μης στέλ­νει τή δευ­τέ­ρα του ἐ­πι­στο­λή στόν Τι­μό­θε­ο καί χαι­ρε­τί­ζει σ’ αὐ­τήν «Πρί­σκαν (Πρί­σκιλ­λα) καί Ἀκύλαν» (Β΄ Τιμ. δ΄ 19).

Γιά ὅ­λες αὐ­τές τίς με­γά­λες καί πο­λύ­τι­μες ὑ­πη­ρε­σί­ες τους ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὀ­νό­μα­σε τόν Ἀ­κύ­λα καί τήν Πρί­σκιλ­λα Ἀ­πο­στό­λους. Ἀλ­λά καί Μάρ­τυ­ρες. Δι­ό­τι στό τέ­λος τῆς ζω­ῆς τούς ἀξιώ­θη­καν ἀ­πό τόν Θε­ό νά μαρ­τυ­ρή­σουν ὁ ἕ­νας με­τά τόν ἄλ­λο (πρώ­τη ἡ Πρί­σκιλ­λα) ὑ­πέρ τῆς ἀ­λη­θεί­ας τοῦ Χρι­στοῦ καί νά λά­βουν μα­ζί μέ τόν ἀ­πο­στο­λι­κό καί μαρ­τυ­ρι­κό στέφα­νο. Καί ὡς Ἀ­πό­στο­λοι καί μάρ­τυ­ρες νά λάμ­πουν στόν οὐ­ρα­νό ὡς ἀ­στέ­ρες πρώ­του με­γέ­θους. Καί στή γῆ νά πα­ρα­μέ­νουν ὑ­πό­δειγ­μα ζεύ­γους συ­ζύ­γων, θερ­μουρ­γῶν συνερ­γῶν ἱ­ε­ρα­πο­στό­λων στό ἔρ­γο τῆς δι­α­δό­σε­ως τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­κοῦ κη­ρύγ­μα­τος καί τῆς ἐ­πι­κρα­τή­σε­ως τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ στίς ψυ­χές τῶν ἀν­θρώ­πων. Πα­ρα­δείγ­μα­τα ἄ­ξια γιά μί­μη­ση καί σή­με­ρα.

Ἀ­πο­λυ­τί­κια. Ἦ­χος δ.

Τοῦ Παύ­λου συ­νέκ­δη­μος καί συ­νερ­γός γε­γο­νώς, Ἀ­κύ­λα Ἀ­πό­στο­λε, τῆς εὐ­σέ­βειας τό φῶς,

τοῖς πᾶ­σι κα­τή­στρα­ψας ὅ­θεν καί ἐ­να­θλή­σας, σύν Πρι­σκίλ­λῃ τῇ θείᾳ, στέ­φος ἀ­θα­να­σί­ας,

σύν αὐ­τῇ ἐ­κο­μί­σω, πρε­σβεύ­ον­τες ἀ­παύ­στως ὑ­πέρ τῶν ψυ­χῶν ἡ­μῶν.

Ἀπό τό βιβλίο «Φωστῆρες Ὑπέρλαμπροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη