Πολλὲς φορὲς οἱ ἄνθρωποι δὲν παραδεχόμαστε τὰ λάθη μας, τὶς ἀδυναμίες μας, τὶς ἁμαρτίες μας. Παρουσιάζονται εὐκαιρίες ποὺ μᾶς ὑποδεικνύονται λάθη, μᾶς καλοῦν σὲ μετάνοια καὶ σπεύδουμε ἐπιπόλαια ν’ ἀπαντήσουμε πὼς δὲν ἔχουμε κάνει σοβαρὰ λάθη, δὲν ἔχουμε ἁμαρτίες. «Δὲν ἔχω ἁμαρτίες», «Οὔτε σκότωσα οὔτε ἀδίκησα…», «Εἶμαι ἐντάξει…». Πρόχειρες, βιαστικὲς ἀπαντήσεις σὲ κάθε πρόσκληση γιὰ μετάνοια.
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ συγκεκριμένα ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, στὴν Α΄ Καθολική του ἐπιστολή, ἀπαντᾶ σ’ ὅσους ὑποστηρίζουν κάτι τέτοιο, λέγοντας: «Ἐὰν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλανῶμεν καὶ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν» (Α΄ Ἰω. α΄ 8)· ἂν ἰσχυριζόμαστε πὼς δὲν ἔχουμε διαπράξει καμιὰ ἁμαρτία, τοὺς ἑαυτούς μας ἐξαπατοῦμε καὶ ἡ ἀλήθεια δὲν ὑπάρχει μέσα μας.
Πλανᾶται ὁ ἄνθρωπος, ὅταν πιστεύει καὶ ὑποστηρίζει πὼς δὲν ἔχει διαπράξει ἁμαρτία. Ἡ πλάνη αὐτὴ ἔχει θύμα τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό. Δημιουργεῖ τὴν ψευδαίσθηση ὅτι ὅλα εἶναι καλὰ στὴ ζωή μας καὶ δὲν ἔχουμε κάτι ποὺ νὰ μᾶς βαραίνει. Αὐτὴ ἡ πλάνη μᾶς ὁδηγεῖ στὸν πνευματικὸ θάνατο. Χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουμε ὁδηγοῦμε τὸν ἑαυτό μας στὸν γκρεμὸ καὶ τὴν καταστροφή. Ζοῦμε σὲ ἕναν ψεύτικο κόσμο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν θέλουμε νὰ διορθώσουμε τίποτε καὶ ἀναβάλλουμε νὰ ἐξομολογηθοῦμε.
Σ’ αὐτὴ τὴν πλάνη μᾶς ὁδηγεῖ ἡ ἔλλειψη αὐτογνωσίας. Δὲν γνωρίζουμε τὸν ἑαυτό μας, ἀγνοοῦμε ὅτι «πολλὰ πταίομεν ἅπαντες», ἀκόμη καὶ μία μέρα νὰ ἦταν ἡ ζωή μας ἐπὶ τῆς γῆς. Νομίζουμε πὼς ὅλα τὰ γνωρίζουμε καὶ καλὰ τὰ πράττουμε. Ὁ ἐγωισμός μας δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ δοῦμε καθαρὰ τὶς ἀδυναμίες καὶ τὰ ἐλαττώματά μας. Βλέπουμε καὶ μεγαλοποιοῦμε τὰ λάθη τῶν ἄλλων καὶ ἀγνοοῦμε τὰ δικά μας. Καταδικάζουμε εὔκολα τοὺς ἄλλους καὶ ἀμνηστεύουμε τὰ ἀτοπήματά μας. Ξεχνοῦμε πὼς ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος ἔχει βάθος μέσα μας ποὺ πρέπει νὰ τὸ ἀνακαλύψουμε καὶ νὰ τὸ διορθώσουμε.
Ἀκόμη δὲν γνωρίζουμε τί εἶναι ἡ ἁμαρτία, γι’ αὐτὸ εὔκολα ὁδηγούμαστε σ᾿ αὐτὴ τὴν πλάνη. Δὲν γνωρίζουμε πόσο μεγάλο εἶναι τὸ κακὸ ποὺ προκαλεῖ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα μας. Πόσο μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεό, τὴν ἀληθινὴ ζωή, τὴν Ἐκκλησία. Εὔκολα μπλεκόμαστε στὰ δίχτυα της, ὑποκύπτουμε στὰ δελεάσματά της χωρὶς νὰ σκεφτόμαστε τὶς αἰώνιες ἐπιπτώσεις της.
Σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση παραβλέπουμε τὸν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεώς μας, τὸ «ἀδέκαστον δικαστήριον», σύμφωνα μὲ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο. Ἡ φωνὴ αὐτὴ μιλᾶ ἔντονα μέσα μας σὲ κάθε παράβαση τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ καὶ μᾶς ὑποδεικνύει τὸ ὀρθό. Κι ὅμως ἐμεῖς προσπαθοῦμε μὲ κάθε τρόπο νὰ πνίξουμε τὸν ἔλεγχό της, γι’ αὐτὸ καὶ δύσκολα διορθωνόμαστε.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐπίσης τονίζει: «Ὅποιος γνωρίζει τὴν ἀρρώστια του, αὐτὸς καὶ τὸν γιατρὸ ζητάει ὁπωσδήποτε καὶ τὰ φάρμακα τὰ ὑποφέρει. Ὅποιος ὅμως δὲν ἔχει συναίσθηση τῆς ἀρρώστιας του, αὐτὸς δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ ἀπ’ αὐτήν» (ΕΠΕ 18α, 269).
Ἀνάγκη ἐπείγουσα νὰ συναισθανθοῦμε πὼς ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀρρώστια θανατηφόρα τῆς ψυχῆς. Νὰ διώξουμε μακριὰ κάθε τέτοια πλάνη ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ σιγά-σιγὰ στὸ θάνατο. Μὴν ἀμνηστεύουμε τὰ λάθη μας. Νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν ἀξία τῆς μετανοίας, νὰ ἐξετάσουμε ἀντικειμενικά, μὲ κάθε εἰλικρίνεια τὸν ἑαυτό μας, νὰ σκύψουμε βαθιὰ μέσα μας, νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι «ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν» ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Νὰ παρακαλέσουμε τὸν Ἅγιο Θεὸ νὰ φωτίσει τὰ σκοτάδια τῆς ψυχῆς μας. Νὰ μελετοῦμε τὸν αἰώνιο λόγο Του μέσα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ πνευματικὰ βιβλία καὶ νὰ καθρεφτίζουμε σ’ αὐτὰ τὸν ἑαυτό μας. Τέλος, νὰ σπεύδουμε μὲ συντριβὴ καρδιᾶς, μὲ ταπείνωση καὶ μὲ εἰλικρίνεια ἐνώπιον τοῦ Πνευματικοῦ νὰ καταθέτουμε τὶς ἀνομίες μας. Αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ σωτηρία μας.