Η ΘΕΑΡΕΣΤΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 21 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2016

Τελώνου καὶ Φαρισαίου: Λουκ. ιη΄10-14

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.

Η ΘΕΑΡΕΣΤΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

«Κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος»

    Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου σήμερα καὶ στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο ἀ­κούσαμε τὴν Παραβολὴ ποὺ μᾶς παρουσιάζει ἀκριβῶς αὐτὰ τὰ δύο πρόσωπα: τὸν Φαρισαῖο καὶ τὸν τελώνη. Καὶ οἱ δύο ἀνέβηκαν στὸ Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Στὸν ἴδιο Ναὸ πῆγαν. Ὄχι ὅμως μὲ τὴν ἴδια διάθεση. Τὸ ἀπέδειξαν αὐτὸ μὲ τὴ στάση τους καὶ τὰ λόγια τους. Καὶ τελικὰ ὁ τελώνης ἔφυγε δικαιωμένος, συγχωρημένος, ὄχι ὅμως καὶ ὁ Φαρισαῖος. «Κατέβη οὖτος δεδικαι­ωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐ­­­κεῖνος». Ἂς μαθητεύσουμε λοιπὸν στὸν τρόπο τῆς προσευχῆς τοῦ τελώνου, ὑπογραμμίζοντας τρία στοιχεῖα τῆς θεάρεστης προσευχῆς του.

1. ΦΟΒΟΣ ΘΕΟΥ

    Ὁ τελώνης ἀπὸ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια στεκόταν «μακρόθεν», μακριὰ ἀπὸ τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο καὶ «οὐκ ἤθελεν οὐ­δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι». Δὲν εἶχε τὴν τόλμη ὄχι μόνο τὰ χέρια του ἀλλ’ οὔτε τὰ μάτια του νὰ ὑψώσει πρὸς τὸν οὐρανό. Μὲ κατεβασμένο τὸ βλέμμα καὶ συγκεντρωμένο τὸ νοῦ προσευχόταν στὸν Θεὸ νὰ τὸν λυπηθεῖ γιὰ τὸ κατάντημά του. Οὔτε ἔ­­­λεγε περιττοὺς λόγους, οὔτε ἔκανε ἐ­­­πι­δεικτικὲς κινήσεις, οὔτε περιέφερε τὸ βλέμμα του δεξιὰ κι ἀριστερά. Ἡ ὅλη στάση του φανέρωνε εὐλάβεια, συστολή, φόβο Θεοῦ.
    Ἂν ὁ τελώνης αἰσθανόταν ἔτσι στὸ Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπου ὅλα ἦταν τύ­πος καὶ σκιὰ τῆς ἀληθινῆς λατρείας, πῶς πρέπει ἄραγε νὰ αἰσθανόμαστε ἐμεῖς μέ­σα στοὺς χριστιανικοὺς Ναούς μας, ὅπου φανερώνεται αὐτὸς ὁ Τριαδικὸς Θε­ός; Τὸ ψάλλουμε στὴν ἐκκλησία: «Ἐν τῷ ναῷ ἑστῶτες τῆς δόξης σου ἐν οὐρανῷ ἑστάναι νομίζομεν». Ἂν μέσα στὸ ναὸ συναισθανόμασταν ὅτι βρισκόμαστε στὸν οὐρανό, τότε μὲ πολὺ φόβο Θεοῦ καὶ περισσὴ εὐλάβεια θὰ πλησιάζαμε καὶ θὰ προσφέραμε τὴν ταπεινὴ λατρεία μας.

2. ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ

    Τὸ δεύτερο στοιχεῖο ποὺ εἶχε ἡ προσ­­ευχή του ἦταν ἡ ταπεινοφροσύνη. Ὁ τε­λώνης συναισθανόταν βαθιὰ τὴν ἁμαρ­τωλότητά του. Τὸ ὁμολογοῦσε: «Ὁ Θε­ός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Τὰ λόγια αὐτὰ δὲν τὰ ἔλεγε τυπικά. Αἰσθανόταν ἔνοχος καὶ ἐξαρτοῦσε τὴ σωτηρία του ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ταπείνωσή του ἦταν εἰλικρινής. Γι’ αὐτό, σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ τελώνης «οὐκ ἤλγησεν ἐπὶ τῇ κατηγορίᾳ, ἀλλὰ κατεδέξατο τὸ εἰρημένον μετ’ εὐ­­­­γνωμοσύνης»· δὲν ἀν­τέδρασε στὰ πε­ριφρο­νητικὰ λόγια τοῦ Φαρισαίου, οὔτε πό­νεσε ἀπὸ τὴν κατηγορία, ἀλλὰ δέχθη­κε μὲ εὐγνωμοσύνη τὸν πικρὸ λόγο, διότι πίστευε ὅτι τοῦ ἄξιζε. Τόσο μεγάλο ἀγαθὸ εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη!
    Πόσο πολὺ μᾶς διδάσκει τὸ ταπεινό του φρόνημα! Μπορεῖ κι ἐμεῖς νὰ ὀνομά­­ζουμε τὸν ἑαυτό μας ἁμαρτωλό, νὰ ἀ­­­­παγ­γέλλουμε στὴν προσευχή μας τὰ ἴ­­­­δια λόγια «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», ἀλλὰ ὅταν μᾶς ὑποδείξουν ἕ­­­­να λάθος, ὅταν μᾶς κατηγορήσουν, ἀμέσως ἀντιδροῦμε καὶ στενοχωριόμαστε. Μή­πως τελικὰ δὲν τὸ πιστεύουμε αὐτὸ τὸ «ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»; Ἡ ταπεινοφρο­σύνη ἀπαιτεῖ τόλμη καὶ εἰλικρίνεια κι εἶναι αὐτὴ ποὺ ἑλκύει τὴ χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

3. ΜΕΤΑΝΟΙΑ

    Τὸ τρίτο στοιχεῖο ποὺ εἶχε ἡ προσευχή του ἦταν ἡ μετάνοια. Καὶ μάλιστα μετά­νοια βαθιὰ καὶ εἰλικρινής. Ὁ τελώνης «ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Χτυποῦσε τὸ στῆθος του διότι ἐκεῖ βρίσκεται ἡ καρδιά, τὸ κέντρο ὅλων τῶν ἁμαρτω­λῶν ἐ­­­­­­­­­­­­πιθυμιῶν καὶ διαθέσεων τοῦ ἀν­θρώ­που.­ Δὲν κατηγοροῦσε τοὺς ἄλλους,­ δὲν με­­ταβίβαζε εὐθύνες, οὔτε πρό­­βαλ­λε­ δι­­­­­­καιολογίες γιὰ τὶς πράξεις του. Δὲν ἔ­λε­γε «παρασύρθηκα», «εἶναι ἡ φύση τοῦ ἐπαγγέλματός μου τέτοια ποὺ μὲ ἀνα­­­γ­κάζει νὰ παρανομήσω» καὶ ἄλ­­­λα πα­­ρόμοια. Παραδεχόταν ὅτι αὐτὸς καὶ μό­­­νο αὐτὸς ἔφταιγε γιὰ τὸ κατάντημά­ του καὶ κατηγοροῦσε τὸν ἑαυτό του.
    Αὐτὴ εἶναι πραγματικὴ μετάνοια. Ὁ ἄν­­θρωπος ποὺ μὲ τέτοια εἰλικρινὴ διάθεση καταφεύγει στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπολύτως βέβαιο ὅτι θὰ βρεῖ συγχώρηση ἀπὸ τὸν Θεό. «Καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει» (Ψαλμ. ν΄ [50] 19). Τὴ συντετριμμένη καρδιὰ ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν θὰ τὴν ἀπορρίψει. Ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ποὺ ἐπιθυμεῖ τὴ σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων δέχεται τὴ μετάνοια κάθε ἁμαρτωλοῦ, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τοῦ τελώνη τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς.

    Καθὼς σήμερα ἀνοίγει ἡ κατανυκτικὴ περίοδος τοῦ Τριωδίου, κατὰ τὴν ὁποία ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ θὰ ἔχουμε τὴν εὐκαι­ρία νὰ προσερχόμαστε στοὺς ἱεροὺς Ναούς μας γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε καὶ νὰ λατρεύσουμε τὸν Κύριο, ἂς φέρνουμε συχνὰ στὸ νοῦ μας τὴν Παραβολὴ αὐτὴ τοῦ Κυρίου. Κι ἂς ἀκολουθήσου­­με τὴν προτροπὴ τοῦ ἱεροῦ ὑμνογράφου: «Μὴ προσευξώμεθα φαρισαϊκῶς, ἀ­­­δελφοί» ἀλλὰ «τελωνικῶς διὰ νηστείας κράζοντες· ἱλάσθητι ἡμῖν ὁ Θεὸς τοῖς ἁ­­­­μαρ­τωλοῖς». Ἂς συμμετέχουμε κι ἐμεῖς στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες μὲ φόβο Θεοῦ, μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ εἰλικρινὴ μετά­νοια γιὰ νὰ χαρίσει καὶ σ’ ἐμᾶς ὁ πανάγα­­θος Θεὸς αὐτὸ ποὺ ἔλαβε καὶ ὁ τελώνης: τὴ δικαίωση καὶ τὴ σωτηρία.