Ἡ ἄγνοιά μας καὶ ἡ παγγνωσία Του

Ἡ ἄγνοιά μας καὶ ἡ παγγνωσία Του

    Εἴπαμε σὲ προηγούμενο ἄρθρο πὼς ἡ πίστη στὴν παγγνωσία τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἰσδύει καὶ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας, μπορεῖ νὰ μᾶς συγκρατεῖ ἀπὸ τὰ ἐσωτερικὰ ὀλισθήματα τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς. Ἡ σκέψη ὅτι ὁ Θεὸς ὅλα τὰ γνωρίζει, καὶ αὐτὰ ποὺ σκεπτόμαστε καὶ αὐτὰ ποὺ αἰσθανόμαστε καὶ αὐτὰ ποὺ ἐπιθυμοῦμε, ὅσα δὲν φαίνονται πρὸς τὰ ἔξω καὶ κανεὶς ἄλλος δὲν τὰ βλέπει, ἡ σκέψη αὐτὴ μᾶς βοηθεῖ πολὺ νὰ προσέχουμε.
    Πόσα γνωρίζουμε οἱ ἄνθρωποι; Πόσα μποροῦμε νὰ μάθουμε στὴ διάρκεια τῆς ζωῆς μας; Πόσες γνώσεις, πληροφορίες, ἰδέες μποροῦμε νὰ χωρέσουμε στὸ μυαλό μας;
   Ὁπωσδήποτε καὶ τὰ πιὸ δυνατὰ μυαλά, οἱ πιὸ εὐφυεῖς ἄνθρωποι μόνο ἕναν περιορισμένο ἀριθμὸ γνώσεων μποροῦν νὰ ἀποκτήσουν στὴ ζωή τους. Σιγά-σιγά, μὲ τὴν παρατηρητικότητα ποὺ ἔχουν, μὲ τὶς μελέτες ποὺ κάνουν, μὲ τὴν πείρα ποὺ ἀποκτοῦν, αὐξάνουν τὸ ἀπόθεμα τῶν γνώσεών τους καὶ γίνονται κάποτε ζηλευτοὶ γι’ αὐτές. Ὅμως ὅσο καὶ ἂν σπουδάσουν, ὅσα καὶ ἂν μάθουν, ὅσα καὶ ἂν ἀπομνημονεύσουν, πάλι λίγα θὰ γνωρίζουν σὲ σχέση μὲ τὸν ἀπέραντο διαθέσιμο πλοῦτο τῶν γνώσεων ποὺ προσφέρεται στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ αὐ­τὰ τὰ λίγα δὲν εἶναι πάντοτε βέβαια καὶ ἀληθινά. Τὸ καταλαβαίνουν αὐτὸ οἱ πραγμα­τικὰ σοφοὶ τοῦ κόσμου· μάλιστα ὅσο πιὸ σοφοὶ εἶναι τόσο πιὸ πολὺ ἀναγνωρίζουν τὴν ἄγνοιά τους. «Ἓν οἶδα, ὅτι οὐ­δὲν οἶδα», ἔλεγε ὁ σοφὸς Σωκράτης. Ἕ­να πράγμα ξέρω, ὅτι δὲν ξέρω τίποτε. Καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Εἴ τις δοκεῖ εἰδέναι τι, οὐδέπω οὐδὲν ἔγνωκε κα­θὼς δεῖ γνῶναι» (Α΄ Κορ. η΄ 2). Ἂν κάποιος φαν­τάζεται ὅτι γνωρίζει κάτι, αὐτὸς δὲν ἔχει γνωρίσει τίποτε ἀκόμη, καθὼς πρέ­πει νὰ τὸ γνωρίζει.
    Ἡ ἀνθρώπινη γνώση εἶναι ἀτελής. Ἐπιστήμονες ποὺ εἶναι ζηλευτοὶ γιὰ τὶς γνώσεις τους σ’ ἕναν κλάδο τῆς ἐπιστήμης τους, παρουσιάζονται ἀδαεῖς σὲ ἄλλους κλάδους τῆς ἴδιας ἐπιστήμης, τελείως δὲ ἀστοιχείωτοι στὰ πεδία ἄλλων ἐπιστη­μῶν. Ἀλλὰ καὶ οἱ γνώσεις στὸ δικό τους κλάδο ὑπόκεινται συχνὰ σὲ μεταβολές, ἀλ­λάζουν διαρκῶς, βελτιώνονται, συμ­πληρώνονται. Τὸ ὅτι δὲ ἡ ἔρευνα τῆς ἐπιστήμης δὲν σταματᾶ ποτέ, σημαίνει ὅτι πάν­τοτε ἀγνοοῦμε, καὶ ὅσο ἐπεκτείνουμε τὶς γνώσεις μας τόσο κατανοοῦμε τὴν ἄγνοιά μας.
    Πόσο διαφορετικὴ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ! Ὁ Θεὸς γνωρίζει τὰ πάντα, ὄχι μόνο αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ ποὺ θὰ ὑπάρξουν. Γνωρίζει καὶ πῶς τὸ καθένα θὰ ἔλθει στὴν ὕπαρξη καὶ πότε. Καὶ ὅλα τὰ γνωρίζει μὲ κάθε ἀκρίβεια, μὲ κάθε λεπτομέρεια, χωρὶς τίποτε νὰ διαφεύγει τὴν προσοχή Του. «Οὐκ ἔστι κτίσις ἀφανὴς ἐνώπιον αὐτοῦ, πάντα δὲ γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐ­τοῦ» (Ἑβρ. δ΄ 13). Τίποτε σκοτεινό, τίπο­τε ἀφανὲς καὶ ἀόρατο ἐνώπιόν Του. Ὅ­λα γυμνὰ καὶ ξεσκεπασμένα μπροστὰ στὰ μάτια Του. Καὶ ἄνθρωποι καὶ ἄγγελοι καὶ ὅλη ἡ δημιουργία, τὰ πάντα εἶναι στὴ γνώση καὶ στὴν ἐξουσία Του. Ὅλα τὰ γνω­ρίζει, καὶ τὰ γνωρίζει σ’ ὅλο τὸ βάθος τους, μὲ γνώση τέλεια, ποὺ δὲν ἐπιδέχεται αὔξηση.
    Γνωρίζει τὰ πάντα, ὄχι ὅμως μέσα στὸ χρόνο, ὥστε νὰ λαμβάνει γνώση ἀφοῦ συμ­βοῦν, ἀλλὰ τὰ γνωρίζει ὅλα προαιω­νίως καὶ ἀϊδίως. Καὶ ἡ γνώση Του δὲν προ­χωρεῖ προοδευτικά, ὅπως σ’ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ’ «ἁπλῇ γνώσει γινώσκει τὰ πάντα… καὶ ἁπλῶς καθορᾶ, τά τε ἐνεστῶτα τά τε παρεληλυθότα καὶ τὰ μέλλοντα πρὶν γενέσεως αὐτῶν», ὅπως λέ­γει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ὁ Θεὸς βλέπει τὰ πάντα καὶ γνωρίζει τὰ πάν­τα ἀμέσως, καὶ τὰ γνωρίζει τελείως, ἀχ­ρόνως, αἰωνίως, ἂν καὶ τὰ δημιουργήματα δὲν εἶναι αἰώνια καὶ ἀμετάβλητα. Ὁ Θεὸς δὲν ζεῖ μέσα στὸ χρόνο, ὅπως ἐμεῖς· εἶναι ἄχρονος. Γι’ αὐτὸ δὲν ἀκριβολογοῦμε ὅταν λέμε ὅτι ὁ Θεὸς προγινώσκει. Δὲν ὑπάρχει γιὰ τὸν Θεὸ παρελθὸν καὶ μέλλον, ἀλλὰ ὅλα ἐνώπιόν Του εἶναι ἕνα αἰώνιο παρόν. Καὶ ὅσα συνέβησαν στὸ παρελθὸν καὶ ὅσα πρόκειται νὰ συμ­­­βοῦν στὸ μέλλον, ὁ Θεὸς τὰ γνωρίζει σὰν νὰ εἶναι παρόντα. Ὅταν λέμε ὅτι ὁ Θεὸς προγνωρίζει, τὸ λέμε σὲ σχέση μὲ τὴ δική μας ἀσθένεια καὶ σὲ σχέση μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐκδηλώνεται μέσα στὸ χρόνο καὶ ἡ ὁποία μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ παρουσιάζεται ὅτι ἐκδηλώνεται κατὰ τὴν πρόβλεψη τοῦ Θεοῦ.
    Ὁ Θεὸς ἔχει τὴν τέλεια γνώση, διότι εἶ­ναι «ὅλος ἀκοὴ καὶ ὅλος ὀφθαλμός», ὥσ­τε νὰ βλέπει ἄμεσα τὰ πάντα πάντοτε καὶ παντοῦ.
    Ἡ παγγνωσία Του εἶναι ἀχώριστη ἀπὸ τὴν πανσοφία Του, μὲ τὴν ὁποία θέτει ἄ­ριστους σκοποὺς καὶ χρησιμοποιεῖ τὰ ἄ­ριστα μέσα γιὰ νὰ τοὺς ἐπιτύχει.
    Ἐμεῖς οἱ μικροὶ καὶ ἀτελεῖς ἄνθρωποι, ποὺ ζοῦμε μέσα στὴν ἄγνοια καὶ τὴν ἀ­δυναμία, πολλὲς φορὲς δὲν καταλαβαίνουμε πῶς ἔρχονται τὰ πράγματα στὴ ζωή μας καὶ στὴ ζωὴ ὅλου του κόσμου, ἀποροῦμε γιὰ τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ἴ­σως κάποτε νὰ δυσανασχετοῦμε καὶ νὰ γογγύζουμε ὅταν μᾶς βρίσκουν δοκιμασίες καὶ θλίψεις. Ἀλλὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ κα­ταλάβει τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους ἐνεργεῖ ὁ Θεός; Ποιὸς μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὰ σχέδια καὶ τὰ μεγαλεῖα Του; Ὅσο τὰ μελετοῦμε τόσο θαυμάζουμε, καὶ μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ἔκπληκτοι ἀναφωνοῦμε: «Ὢ βάθος πλούτου καὶ σο­φίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! ὡς ἀνεξερεύ­νητα τὰ κρίματα αὐτοῦ καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ!». Πόσο ἀκατάληπτο εἶναι τὸ βάθος τῆς πλούσιας ἀγαθότητος, τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ὁποία ὅλα ὁδηγοῦνται στὸ ἄριστο τέλος τους! Πόσο ἀνεξερεύνητες εἶναι οἱ κρίσεις καὶ οἱ ἀποφάσεις Του καὶ ἀνεξιχνίαστοι οἱ σοφοὶ καὶ ἀγαθοὶ τρόποι μὲ τοὺς ὁποίους σώζει τοὺς ἀνθρώπους! Ποιὸς μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὴ σκέψη καὶ τὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ; Ποιὸς μπορεῖ νὰ γίνει σύμβουλός Του; «Τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου; ἢ τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο;» (Ρωμ. ια΄ [11] 33-34). Ὅσο ἀπέχει ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὴ γῆ, τόσο ἀπέχουν τὰ διανοήματα τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴ διάνοια καὶ τὶς σκέψεις τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ Ἴδιος λέει (Ἡσ. νε΄ [55] 9).
    Ἂς γονατίσουμε λοιπὸν ἐνώπιόν Του. Ἂς ὑποταχθοῦμε στὸ πανάγιο καὶ σωτήριο θέλημά Του. Ἂς δεχθοῦμε τὴν ὁποιαδήποτε παιδαγωγία Του. Ἐκεῖνος γνωρίζει. Ἐκεῖνος θέλει. Ἐκεῖνος μπορεῖ, συχνὰ μέσα ἀπὸ ἀπρόβλεπτους καὶ δύσκολους δρόμους, νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴ χαρὰ καὶ στὴ δόξα τῆς Βασιλείας Του.