Η ΑΓΙΑ ΦΙΛΟΘΕΗ Η ΑΘΗΝΑΙΑ

Η ΑΓΙΑ ΦΙΛΟΘΕΗ Η ΑΘΗΝΑΙΑ

Α. Ἡ ἐ­ξαί­ρε­τη κοι­νω­νι­κή ἐρ­γά­τις.

Δέν­δρο καλ­λί­καρ­πο ἡ Πί­στη, δέν ἔ­παυ­σε σέ κά­θε ἐ­πο­χή νά ἀ­πο­δί­δει τούς πλού­σιους καρ­πούς της. Οἱ Ἅ­γιοι καί οἱ Μάρ­τυ­ρες καί οἱ Ὅ­σιοι καί οἱ θε­ο­φό­ροι Πα­τέ­ρες στο­λί­ζουν τή σε­μνή πα­ρά­τα­ξη τῆς ἁ­γί­ας μας Ἐκ­κλη­σί­ας σέ ὅ­λους τούς χρι­στι­α­νι­κούς αἰ­ῶ­νες. Καί οἱ νε­ο­μάρ­τυ­ρες προ­στί­θεν­ται στά νέ­φη τῶν πα­λαι­ῶν Μαρ­τύ­ρων, γιά νά ἀ­πο­δει­κνύ­ουν μέ τόν πιό φα­νε­ρό τρό­πο, ὅ­τι «Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός χθές καί σή­με­ρον ὁ αὐ­τός καί εἰς τούς αἰ­ώ­νας» (Ἑ­βρ. ιγ΄ 8).

Ἡ νε­ο­μάρ­τυς καί ὁ­σι­ο­μάρ­τυς Φι­λο­θέ­η προ­βάλ­λει ἐ­νώ­πιον τῶν Χρι­στια­νῶν καί δι­α­κη­ρύτ­τει σέ ὅ­λες τίς γε­νι­ές τά θαυ­μα­στά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῆς πί­στε­ως καί τῆς ἀ­γά­πης πρός τόν Χρι­στό.

Εἶ­χε προ­χω­ρή­σει ὁ 16ος αἰ­ώ­νας. Χρό­νια μαῦ­ρα καί σκο­τει­νά γιά τό δοῦ­λο γέ­νος τῶν Ἑλ­λή­νων. Ὅ­λα τά σκέ­πα­ζε τό πη­χτό καί ἀ­δι­α­πέ­ρα­στο σκο­τά­δι τῆς σκλα­βιᾶς. Οἱ προπάτορές μας περ­νοῦ­σαν τήν πι­κρή ζω­ή τους χωρίς νά ἀπο­λαμβάνουν τό πο­λύ­τι­μο δῶ­ρο τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας, καί τα­λαι­πω­ροῦν­ταν μέ κά­θε τρό­πο. Τί­πο­τε δέν τούς ἔ­δι­νε τήν πα­ρα­μι­κρή ἐλ­πί­δα καί κα­νέ­να φῶς δέν ἔ­δει­χνε τήν ἀ­να­το­λή κά­ποι­ας και­νούρ­γιας μέ­ρας. Οἱ δι­δά­σκα­λοι τοῦ Γέ­νους, πού τό­σα πρό­σφε­ραν στό δοῦ­λο γέ­νος, δέν εἶ­χαν κά­νει ἀκόμη τήν ἐμ­φά­νι­σή τους. Δέν ἦ­ταν μά­λι­στα λί­γοι ἐ­κεῖ­νοι, πού γιά νά ἀ­πο­φύ­γουν τίς στε­ρή­σεις καί τό κα­θη­με­ρι­νό μαρ­τύ­ριο ἀ­πό τούς κα­τα­κτη­τές γί­νον­ταν ἐ­ξω­μό­τες· ἀπαρνοῦνταν τή θρη­σκεί­α τῶν πα­τέ­ρων τους καί προ­σχω­ροῦ­σαν στόν Μω­α­με­θα­νι­σμό. Γι’ αὐ­τό καί ὅ­σοι φω­τι­σμέ­νοι Χρι­στι­α­νοί πα­ρου­σι­ά­ζον­ταν κα­τά και­ρούς, στή­ρι­ζαν τούς σκλα­­­βω­μέ­νους ἀ­δελ­φούς, καί πρό­σφε­ραν με­γά­λη ὑ­πη­ρε­σί­α στήν Πα­τρί­δα.

Τέ­τοι­α ἦ­ταν ἡ Φι­λο­θέ­η. Γεν­νή­θη­κε στήν Ἀ­θή­να τό 1526. Ἦ­ταν κό­ρη τοῦ ὀ­νο­μα­στοῦ πρού­χον­τα τῶν Ἀ­θη­νῶν Ἀγ­γέ­λου Μπε­νι­ζέ­λου καί τῆς εὐ­σε­βοῦς συ­ζύ­γου του Συ­ρί­γης. Ρεγγί­να ἤ Ρε­γούλα ἦ­ταν τό βα­πτι­στι­κό της ὄ­νο­μα. Ἀ­πό τά πο­λύ μι­κρά της χρό­νια ἔ­δει­ξε ὅ­τι ἦ­ταν φύ­ση στο­λι­σμένη μέ πολ­λά χα­ρί­σμα­τα. Ἡ μόρ­φω­ση πού τῆς ἔ­δω­σαν οἱ γο­νεῖς της, ἦ­ταν σπου­δαί­α γιά τήν ἐ­πο­χή της. Αἰ­σθή­μα­τα ἀ­νώ­τε­ρα δι­α­κα­τεῖ­χαν τήν ψυ­χή της. Μα­ζί μέ τήν πρό­ο­δο τῆς ἡ­λι­κί­ας της πα­ρου­σι­ά­ζον­ταν καί τά πλού­σια χα­ρί­σμα­τά της. Δέν ἦ­ταν ἐ­ξαί­ρε­ση νά μοι­ρά­ζει τό φα­γη­τό της πού ἔ­παιρ­νε στό σχο­λεῖ­ο της μέ τά φτω­χά σκλα­βό­που­λα, ἤ νά γυ­ρί­ζει στό σπί­τι χω­ρίς πα­νω­φό­ρι, δι­ό­τι τό εἶ­χε χα­ρί­σει σέ κά­ποι­ο πτωχό σκλα­βό­που­λο.

Τά χρό­νια τῆς φοι­τή­σε­ώς της στό σχο­λεῖ­ο πέ­ρα­σαν. Ἡ εὐ­γε­νής Ἀ­θη­ναί­α ἀ­νοί­γει σπί­τι. Ὅ­λοι τή ζή­λευ­αν γιά τή νέ­α ζω­ή της. Ὅ­μως ἡ οἰ­κο­γε­νεια­κή της ζω­ή ἦ­ταν γε­μά­τη ἀ­πό δοκι­μα­σί­ες. Βά­ναυ­σος καί σκλη­ρός ὁ σύν­τρο­φός της τήν κά­νει κά­θε μέ­ρα νά τα­λαι­πω­ρεῖ­ται ἀ­φάν­τα­στα. Ὅ­μως ὁ Θε­ός δέν τήν ἄ­φη­σε νά θλί­βε­ται γιά πο­λύ. Τρί­α μό­λις χρό­νια κρά­τη­σε ἡ συ­ζυ­γι­κή της ζω­ή. Ὁ σύ­ζυ­γός της πε­θαί­νει καί μέ­νει μό­νη, χή­ρα νε­ό­τα­τη σέ ἡ­λι­κί­α μό­λις 19 ἐ­τῶν. Αὐτό τό θε­ω­ρεῖ κλή­ση Θε­οῦ γιά νά ἐρ­γα­σθεῖ μέ ὅ­λες της τίς δυνάμεις, γιά νά βο­η­θή­σει ἰ­δι­αι­τέ­ρως τίς Ἑλ­λη­νί­δες νά κρα­τή­σουν τήν πί­στη τους στόν Χρι­στό καί τήν ἀ­γά­πη τούς πρός τή σκλα­βω­μέ­νη Πα­τρί­δα.

Κα­τα­στρώ­νει λοι­πόν τό σχέ­διό της. Δέν προ­χω­ρεῖ ὅ­μως ἀ­μέ­σως στήν ἐ­φαρ­μο­γή του. Πρέ­πει νά πε­ρι­θάλ­ψει πρῶ­τα τούς γο­νεῖς της. Ὅ­ταν ὅ­μως ἔ­πει­τα ἀ­πό με­ρι­κά ἔ­τη ἐ­κεῖ­νοι φεύ­γουν ἀ­πό τή ζω­ή αὐ­τή, ἡ Φι­λο­θέ­η εἶ­ναι πιά ἐ­λεύ­θε­ρη νά προ­χω­ρή­σει στό ἔρ­γο της. Γί­νε­ται μο­να­χή, δι­ό­τι γνω­ρί­ζει ὅ­τι οἱ κα­τα­κτη­τές σέ­βον­ται τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί ἔ­τσι εὐκολότερα θά ἐκ­πλη­ρώ­σει τήν ἀ­πο­στο­λή της· Ἀ­πο­στο­λή πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­σκή­σε­ως, ἀλ­λά καί κοι­νω­νι­κῆς ἀ­νορ­θώ­σε­ως. Ἀ­πό τή με­γά­λη της πε­ρι­ου­σί­α, πού κλη­ρο­νό­μη­σε ἀ­πό τούς γο­νεῖς της, τό ἕ­να μέ­ρος τό δι­α­θέ­τει γιά φι­λαν­θρω­πί­α. Μέ τό ἄλ­λο κτί­ζει γυ­ναι­κεί­α μο­νή δί­πλα στόν Ἅ­γιο Ἀν­δρέ­α, ὅ­που βρί­σκε­ται σή­με­ρα ἡ Ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πή Ἀ­θη­νῶν. Ἡ μο­νή τῆς Φι­λο­θέ­ης εἶ­ναι συγ­κρό­τη­μα ὁ­λό­κλη­ρο, πού πε­ρι­λαμ­βά­νει οἰ­κή­μα­τα γιά τίς μο­να­χές, Σχο­λεῖ­α γιά τά Ἑλ­λη­νό­που­λα, ἐρ­γα­στή­ρια, ὅ­που νέες κοπέλλες μα­θαί­νουν τέ­χνες, ὑφαντι­κή, πλε­κτι­κή, ρα­πτι­κή. Ἕ­να πνεῦ­μα ἀ­γά­πης καί πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­νω­τε­ρό­τη­τος ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε ἐ­κεῖ. Ἡ ἰ­σχυ­ρή προ­σω­πι­κό­τη­τα τῆς Φι­λο­θέ­ης ἄ­φη­νε παν­τοῦ τή σφρα­γί­δα της. Προ­σευ­χή καί ἐρ­γα­σί­α. Ἄ­σκη­ση καί ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή ἦ­ταν τά δυ­ό με­γά­λα κέν­τρα τῆς ζω­ῆς της. Ἀ­πό παν­τοῦ ἀ­κού­γον­ται ἔ­παι­νοι γιά τήν με­γά­λη μορ­φή της. Τά ἔρ­γα της τά εὐ­λο­γεῖ ὁ οὐ­ρα­νός, πού στέλ­νει κα­θη­με­ρι­νά καί νέ­ες εὐ­λο­γί­ες. Βλέ­πει ἡ ἔ­ξο­χη κοι­νω­νι­κή ἐρ­γά­τι­δα γύ­ρω της τό­σο πό­νο, τό­ση δυ­στυ­χί­α. Καί τί κά­νει; Ἐ­πε­κτεί­νει τό συγ­κρό­τη­μα τῆς ἀ­γά­πης. Πλά­ι ἀ­πό τή σχο­λή καί τά ἐρ­γα­στή­ρια χτί­ζει νο­σο­κο­μεῖ­ο γιά τούς ἀρ­ρώ­στους· γη­ρο­κο­μεῖ­ο γιά τήν πε­ρί­θαλ­ψη τῶν γε­ρόν­των, πού βρί­σκουν ἐ­κεῖ πε­ρι­ποί­η­ση καί θαλ­πω­ρή. Ὀρ­φα­νο­τρο­φεῖ­ο γιά τά ὀρ­φα­νά Ἑλ­λη­νό­που­λα, πού δέν ἔ­χουν πού νά ἀ­κουμ­πή­σουν. Ἀ­κό­μη χτί­ζει καί ξε­νώ­να, γιά νά κα­τα­φεύ­γουν ἐ­κεῖ οἱ ξέ­νοι, πού εἶ­ναι πε­ρα­στι­κοί ἀ­πό τήν Ἀθή­να καί δέν ἔ­χουν ἕ­να μέ­ρος νά πε­ρά­σουν τήν βρα­δι­ά τους. Ἀ­ει­κί­νη­τη ἡ πρω­τερ­γά­τι­δα τῆς ἀ­γά­πης φρον­τί­ζει γιά ὅ­λα, ἐ­παρ­κεῖ σέ ὅ­λα, ἐμ­πνέ­ει τό προ­σω­πι­κό πού χρησιμοποι­εῖ­ται στίς τό­σες ἐρ­γα­σί­ες. Ἐμ­πνέ­ει τίς μα­θή­τρι­ες, τά παιδιά, τούς πάν­τες. Μᾶς φαί­νον­ται ἀ­κα­τόρ­θω­τα αὐ­τά. Καί ὅ­μως εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Δι­α­κό­σιες νέες κοπέλλες ἐρ­γά­ζον­ταν στά ἐρ­γα­στή­ρια τῆς Φι­λο­θέ­ης. Καί ἔ­παιρ­ναν ἐ­κεῖ τά με­γά­λα δι­δάγ­μα­τα τῆς ἀ­γά­πης πρός τόν Χρι­στό καί τή σκλα­βω­μέ­νη πα­τρί­δα.

Δέν στα­μά­τη­σε ὅ­μως ἕ­ως ἐ­δῶ. Ἐ­πε­κτεί­νει τήν εὐερ­γε­τική δρά­ση της. Ἔρ­χε­ται και­ρός, πού πεί­να φο­βε­ρή μα­στί­ζει τούς Χρι­στια­νούς τῆς Ἀ­θή­νας. Τί κά­νει ἡ Φι­λο­θέ­η; Ἀ­νοί­γει τίς ἀ­πο­θῆ­κες τῆς μο­νῆς καί μοι­ρά­ζει ὅ­λο τό λά­δι πού εἶ­χε, στούς πτω­χούς καί σ’ ὅ­σους στε­ροῦν­ταν. Καί ὅ­ταν κά­ποι­ος πα­ρα­τή­ρη­σε, τί θά γί­νουν οἱ μο­να­χές, ἀ­πάν­τη­σε· θά φροντίσει καί γιά μᾶς ὁ Θε­ός. Εἶ­δε πώς οἱ τα­ξι­δι­ῶ­τες, πού ἔρ­χον­ταν στήν Ἀ­θή­να, εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη νά πιοῦν λί­γο δρο­σε­ρό νε­ρό. Ἀ­νοί­γει λοι­πόν πη­γά­δι στό Ψυ­χι­κό, τό γνω­στό προά­στει­ο τῶν Ἀ­θη­νῶν, πού γι’ αὐ­τό ὀ­νο­μά­σθη­κε ἔ­τσι, ἀ­φοῦ ἡ Φι­λο­θέ­η ἔ­κα­νε μ’ αὐ­τό ψυ­χι­κό στούς δι­α­βά­τες. Προ­χω­ρεῖ ἀ­κό­μη. Τό μο­να­στή­ρι ἔ­χει πάν­τα ἀ­νοι­χτές τίς πόρ­τες του καί δέ­χε­ται ὅ­λους τούς κα­τα­τρεγ­μέ­νους. Βρί­σκουν ἐ­κεῖ ἀ­σφά­λεια, πε­ρί­θαλ­ψη, στορ­γι­κή προ­στα­σί­α.

Ἀ­λή­θεια! Πό­σο θαυ­μα­στά εἶ­ναι τά ἔρ­γα πού ἐμ­πνέ­ει ὁ Χρι­στός, πού ὑ­πα­γο­ρεύ­ει ἡ ἀ­γά­πη!

Β. Πι­στή μέ­χρι θα­νά­του.

Τέ­τοι­α ὅ­μως ἔρ­γα ἦ­ταν ἀ­δύ­να­τον νά μή κι­νή­σουν τήν ὑ­πο­ψί­α τοῦ κα­τα­κτη­τῆ. Καί μα­ζί μ’ αὐ­τήν καί τήν ὀρ­γή καί τήν ἀ­γα­νά­κτη­σή του. Ἀ­φοῦ τά σχέ­διά του γιά τόν ἐ­ξισ­λα­μι­σμό τῶν Χρι­στια­νῶν ἔ­βρι­σκαν τό­σο σο­βα­ρό ἐμ­πό­διο, ἦ­ταν δυ­να­τόν νά μή κα­τα­βλη­θεῖ προ­σπά­θεια νά μα­ται­ω­θεῖ τό σπου­δαῖ­ο καί ἀ­να­μορ­φω­τι­κό καί ἐ­θνι­κό ἔρ­γο τῆς Φι­λο­θέ­ης; Ἀλ­λά καί ἡ ἰ­δί­α νά μή γί­νει ὁ στό­χος τῶν ἀ­πει­λῶν καί τῶν δι­ωγ­μῶν ἀ­πό τούς Τούρ­κους;

Πράγ­μα­τι ἐ­κεῖ­νοι συ­στη­μα­τι­κά πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν τό ἔρ­γο της. Ἔ­βλε­παν ὅ­τι τό μο­να­στή­ρι της ἦ­ταν ἡ με­γα­λύ­τε­ρη ἀν­τί­δρα­ση στίς δι­α­βρω­τι­κές ἐ­νέρ­γει­ές τους γιά τό Ἔ­θνος μας. Καί ἀ­πο­φα­σί­ζουν νά κι­νη­θοῦν δρα­στή­ρια. Τήν συλ­λαμ­βά­νουν, λοι­πόν, καί τήν φυ­λα­κί­ζουν. Ἡ εἴ­δη­ση προ­κα­λεῖ συγ­κί­νη­ση, ἀλ­λά καί πό­νο. Δά­κρυ­α βρέ­χουν τά μά­τια ὅ­λων ἐκείνων, πού βρῆ­καν κον­τά της ἀ­να­κού­φι­ση καί σω­τη­ρί­α. Θερ­μές ἀ­να­πέμ­πον­ται πρός τόν Θε­ό οἱ προ­σευ­χές γιά τήν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σή της. Οἱ Τοῦρ­κοι, σκλη­ροί καί ἀ­νέν­δο­τοι στήν ἀ­πό­φα­σή τους, τήν τα­λαι­πω­ροῦν πο­λύ, τήν ἐκ­βιά­ζουν καί τήν πι­έ­ζουν νά ἀρ­νη­θεῖ τήν πί­στη της· νά προ­σχω­ρή­σει στόν Μω­α­με­θα­νι­σμό, νά ἀ­φή­σει τό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί νά δεχθεῖ τό Κο­ρά­νι. Ἐ­κεί­νη στα­θε­ρά ἀρ­νεῖ­ται. Τήν ἀ­πει­λοῦν μέ βα­σα­νι­στή­ρια, τῆς ἐ­πι­σεί­ουν τόν μαρ­τυ­ρι­κό θά­να­το. Ἀ­με­τά­πει­στη ἡ Φι­λο­θέ­η. Εἶ­ναι ἕ­τοι­μη γιά ὅ­λα. Ἀρ­κεῖ μέ τό θάνα­τό της νά δο­ξα­σθεῖ ὁ Χρι­στός. Σέ ἀ­δι­έ­ξο­δο οἱ ἐ­χθροί. Δέν μπο­ροῦν νά κα­τα­λά­βουν ποι­ά εἶ­ναι ἡ πη­γή μιᾶς τέ­τοι­ας δυ­νά­με­ως, πού πα­ρου­σιά­ζει μί­α ἀ­δύ­να­τη γυ­ναί­κα.

Ξαφ­νι­κά μιά εἴ­δη­ση, γλυ­κεί­α εἴ­δη­ση, κυ­κλο­φο­ρεῖ. Καί ἐνθαρρύνει τίς ἀ­νή­συ­χες, τίς πο­νε­μέ­νες ψυ­χές. Ποι­ά εἴ­δη­ση; Ἡ Φι­λο­θέ­η, ἡ μη­τέ­ρα τῶν πτω­χῶν καί ἡ προ­στά­τιδα τῶν ἑκατον­τά­δων Ἑλ­λη­νί­δων, ἀ­φή­νε­ται ἐ­λεύ­θε­ρη. Σέ λί­γο θά εἶ­ναι πά­λι ἀ­νά­με­σά τους. Τί συμ­βαί­νει; Δέν εἶ­χε ση­μά­νει γιά τήν Φι­λο­θέ­η ἡ ὥ­ρα τῆς τε­λευ­ταί­ας της ὁ­μο­λο­γί­ας. Εἶ­χε ἀκόμη ἔρ­γο νά ἐ­πι­τέ­λε­σει. Καί γι’ αὐ­τό ἕ­να δι­ά­βη­μα τῶν Δη­μο­γε­ρόν­των τῶν Ἀ­θη­νῶν στόν Τοῦρ­κο δι­οι­κη­τή φέρ­νει τό εὐ­χά­ρι­στο ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Πρέ­πει ἡ Φι­λο­θέ­η νά συ­νε­χί­σει τήν πνευ­μα­τι­κή καί κοι­νω­νι­κή δρά­ση της. Νέ­οι τώ­ρα ἀ­γῶ­νες· νέ­ες προ­σπά­θει­ες· νέ­ες ἐ­ξορ­μή­σεις ἀ­γά­πης. Χτί­ζει νέ­ο μο­να­στή­ρι στά Πα­τή­σια, γιά νά ἐ­παρ­κέ­σει στίς πολ­λές ἀ­νάγ­κες τῶν σκλά­βων. Χτί­ζει καί ἄλ­λο στό νη­σί Κέ­α. Καί γί­νον­ται κι αὐ­τά κέν­τρα χρι­στι­α­νι­κῆς ἀ­γά­πης καί μορ­φώ­σε­ως καί ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς. Εἶ­ναι τό δεύ­τε­ρο με­γά­λο στά­διο τῆς ζω­ῆς της. Δέν στα­μα­τᾶ ὅ­μως πά­λι ἕ­ως ἐ­δῶ. Ἀ­κού­ρα­στη πε­ρι­ο­δεύ­ει συ­νε­χῶς, δι­δά­σκει τίς Ἑλ­λη­νί­δες, προ­τρέ­πει, νου­θε­τεῖ, ἐ­φι­στᾶ τήν προ­σο­χή τους στούς κιν­δύ­νους πού δι­α­τρέ­χουν ἀπό τόν κα­τα­κτη­τή, γί­νε­ται τό πρό­σω­πο γύ­ρω ἀ­πό τό ὅ­ποι­ο στρέ­φε­ται ἡ εὐ­γνω­μο­σύ­νη ὅ­λων, με­γά­λων καί μι­κρῶν. Θαυ­μα­στά τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῆς προ­σπά­θειάς της αὐ­τῆς. Ὁ παρ­θε­νώ­νας της συ­νε­χῶς ὀρ­γα­νώ­νε­ται. Γί­νε­ται τό φρού­ριο τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ καί τῆς Χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στε­ως.

Ἔ­τσι πέ­ρα­σαν με­ρι­κά ἀ­κό­μη χρό­νια δρά­σε­ως γε­μά­της ἀ­πό φῶς καί ἀ­γά­πη, ἀ­πό αὐ­τα­πάρ­νη­ση καί αὐ­το­θυ­σί­α. Ὁ και­ρός ὅ­μως νά ἀ­να­παυ­θεῖ ἡ ὑ­πέ­ρο­χη κοι­νω­νι­κή καί πνευματι­κή ἐρ­γά­τιδα ἀ­πό τούς κό­πους καί τίς κα­θη­με­ρι­νές της θυ­σί­ες πλη­σιά­ζει. Οἱ κα­τα­κτη­τές πα­ρα­κο­λου­θοῦν μέ με­γα­λύ­τε­ρη τώ­ρα ἀ­νη­συ­χί­α τό δη­μι­ουρ­γι­κό ἔρ­γο τῆς μοναχῆς Φι­λο­θέ­ης. Βλέ­πουν τά σχέ­διά τους νά ναυα­γοῦν. Βλέ­πουν ὅτι, ἡ προ­σπά­θειά τους νά ἐ­πι­βά­λουν τήν θρη­σκεί­α τους, προ­σκρού­ει στά με­γά­λα ἐμ­πό­δια, πού τούς παρεμ­βάλ­λει. Καί ἀ­πο­φα­σί­ζουν τώ­ρα νά δρά­σουν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κά. Χω­ρίς νά ἐκ­δη­λώ­σουν τίς προ­θέ­σεις τους, τή νύ­χτα τῆς 2ας πρός τήν 3η Ὀ­κτω­βρί­ου τοῦ ἔτους 1588 πλῆ­θος ὁ­πλι­σμέ­νων Τούρ­κων πε­ρι­κυ­κλώ­νει τό με­τό­χι τῆς Φι­λο­θέ­ης στά Πα­τή­σια. Στό Να­ό γί­νε­ται παν­νυ­χί­δα ἀ­πό τίς μο­να­χές πρός τι­μήν τοῦ ἁ­γί­ου Δι­ο­νυ­σί­ου τοῦ Ἀρε­ο­πα­γί­του. Ὕ­μνοι καί δο­ξο­λο­γί­ες ἀ­κοῦγο­νται μέ­σα στό βα­θύ σκο­τά­δι. Ἡ Φι­λο­θέ­η στή θέ­ση της.

Ξαφ­νι­κά στό να­ό εἰ­σβάλ­λουν ἔ­νο­πλοι Τοῦρ­κοι ἐ­ξα­γρι­ω­μέ­νοι. Στό­χος τους ἡ Φι­λο­θέ­η. Τή συλ­λαμ­βά­νουν, τή βα­σα­νί­ζουν μέ κά­θε τρό­πο· τή δέρ­νουν ἀ­νε­λέ­η­τα· τήν ἀ­φή­νουν ἀναί­σθη­τη, λι­πό­θυ­μη, σχε­δόν μι­σο­πε­θα­μέ­νη. Οἱ μο­να­χές κλαῖ­νε, ὀ­δύ­ρον­ται, ἐ­νῶ πα­ρα­κο­λου­θοῦν τό μαρ­τύ­ριό της. Ὅ­ταν οἱ βα­σα­νι­στές της ἀ­να­χώ­ρη­σαν, τήν πε­ρι­συ­νέ­λε­ξαν καί μέ κά­θε τρό­πο προ­σπά­θη­σαν νά τήν ἀ­να­κου­φί­σουν, τήν κά­νουν νά συ­νέλ­θει, νά μα­λα­κώ­σουν τούς πό­νους της. Καί τό κα­τώρ­θω­σαν. Ἡ ἑ­τοι­μο­θά­να­τη συ­νῆλ­θε. Ἡ ζω­ή της ὅ­μως ἔ­πει­τα ἀ­πό τό μαρ­τύ­ριο δέν πα­ρα­τά­θη­κε γιά πο­λύ. Πέν­τε πε­ρί­που μῆ­νες με­τά ἀ­πό τά βα­σα­νι­στή­ριά της, καί συγ­κε­κρι­μέ­να στίς 19 Φε­βρου­α­ρί­ου τοῦ 1589, πα­ρέ­δω­σε τό πνεῦ­μα της στόν Θε­ό ἡ ὁ­σι­ο­μάρ­τυς Φι­λο­θέ­η. Τήν ἔ­κλα­ψαν οἱ μο­να­χές. Τήν ἔ­κλα­ψαν τά πτω­χά καί τό ὀρ­φα­νά. Τήν ἔ­κλα­ψαν οἱ Ἑλ­λη­νί­δες, πού τό­σο προ­στά­τευ­σε. Ἡ ψυ­χή της ἀ­νῆλ­θε στόν οὐ­ρα­νό, γιά νά πάρει τό ἀ­μά­ραν­το στε­φά­νι. Ἀρ­γό­τε­ρα ἔ­γι­νε ἡ ἀ­να­κο­μι­δή τῶν λει­ψά­νων της τά ὁποῖα σή­με­ρα βρί­σκον­ται ἀ­πο­θησαυρισμένα στόν ἱερό Να­ό τῆς Μητρο­πό­λε­ως τῶν Ἀ­θη­νῶν. Με­τά ἀπό 10 πε­ρί­που χρό­νια, τό 1600, ἀ­να­κη­ρύ­χθη­κε ἀ­πό τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο Ὁ­σι­ο­μάρ­τυς καί ἡ μνή­μη της τε­λεῖ­ται κά­θε χρό­νο τήν ἡμέρα τοῦ θα­νά­του της. Ἑ­ορ­τά­ζε­ται γιά νά ὑ­πεν­θυ­μί­ζει στίς γε­νι­ές τῶν Χρι­στια­νῶν, ὅ­τι πράγ­μα­τι «με­γά­λα τά τῆς πί­στε­ως κα­τορ­θώ­μα­τα», ὅ­τι ὅ­ταν οἱ πι­στοί του ἐμ­πνέ­ον­ται ἀ­πό Ἐ­κεῖ­νον, ἀ­να­δει­κνύ­ον­ται πράγ­μα­τι ἄ­ξιοι τοῦ με­γά­λου τους ὀ­νό­μα­τος.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου