Ἡ ἱερουργία τοῦ Εὐαγγελίου

    Στὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολή του ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει πὼς ὁ Θεὸς ἀνάμεσα στὰ ἄλλα χαρίσματα ποὺ τοῦ ἔδωσε, τοῦ χάρισε καὶ τὸ ἀξίωμα «εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν λειτουργὸν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τὰ ἔθνη, ἱερουργοῦντα τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. ιε΄ 16)· νὰ εἶναι λειτουργὸς τοῦ Χριστοῦ στοὺς ἐθ­νικοὺς καὶ νὰ ἐπιτελεῖ ὡς ἱερουργία πρὸς τὸν Θεὸ τὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος.
    Γιατί ὅμως ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει τὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου ἱερουργία καὶ τὸν ἑαυτό του λειτουργό;
    Σύμφωνα μὲ τοὺς ἱεροὺς ἑρμηνευτές, ἡ ἔννοια τῆς λειτουργίας ἐδῶ δὲν ἔχει μό­νο τὴ σημασία τῆς διακονίας, ἀλλὰ καὶ τῆς μυστηριακῆς προσφορᾶς. Πῶς ὅ­μως ὁ ἀπόστολος Παῦλος κάθε φορὰ ποὺ φύτευε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ στὶς ψυ­χὲς τῶν ἀνθρώπων, πρόσφερε θυσία; Γιὰ νὰ ὑπάρξει θυσία, χρειάζεται προσ­φορά, χρειάζεται θυσιαστήριο.
    Ποιὸ λοιπὸν εἶναι τὸ θυσιαστήριο καὶ ποιὰ ἡ προσφορά;
    Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, στὴ θυσία αὐτὴ δὲν ὑπάρχουν ὑλικὰ στοι­χεῖα, ξύλα, φωτιά, ἢ βωμὸς καὶ μαχαίρι, ἀλλὰ πνευματικά. Τὸ Εὐαγγέλιο, γιὰ παράδειγμα, λέει, εἶναι τὸ μαχαίρι τοῦ Παύλου, ὁ λόγος τοῦ κηρύγματος, ὁ ὁ­ποῖος εἶναι «ζῶν καὶ ἐνεργὴς καὶ τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον» (Ἑβρ. δ΄ 12).
    Καὶ ποιὰ εἶναι τὰ θυσιαστήρια καὶ τὰ προσφερόμενα δῶρα τῆς θυσίας αὐτῆς; Σύμφωνα πάλι μὲ τοὺς ἱεροὺς ἑρμηνευτές, εἶναι οἱ ψυχὲς ποὺ πιστεύουν καὶ δέχον­ται τὸν θεῖο λόγο. Καθὼς ἐ­­πιστρέφουν στὸ Θεό, μεταμορφώνον­ται καὶ καθίστανται ναοὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θυσιαστήρια ἱερά, βωμοὶ θυσίας. Διότι μέσα ἀπὸ τὰ θυσιαστήρια αὐτὰ ἀναπέμπον­ται πλέον, ὡς ἱερὴ προσφορὰ στὸ Θεό, δεήσεις καὶ ἱκεσίες καὶ θυσίες πνευματικές.
    Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ λειτουργὸς ποὺ τελεῖ τὴ θυσία αὐτή; Εἶναι ὁ κάθε κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅπως ἀναφέρει κάποιος ἐκ­­­κλησιαστικὸς συγγραφέας, ὁ ἀπόστολος Παῦλος «εἶχε χειροτονηθεῖ διδάσκαλος τῶν ἐθνῶν, προσφέροντας αὐτὴ τὴ λειτουργία στὸ Δεσπότη Χριστό». Καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐξηγεῖ ὅτι, «ὅπως στὶς ὑλικὲς θυσίες ὁ ἱερέας παρίσταται γιὰ νὰ ἀνάβει τὴ φωτιά, ἔτσι κι ὁ Παῦλος μετάγγιζε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ἀνάβει φωτιὰ στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν καὶ νὰ διεγείρει τὸν ζῆλο τους καὶ τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὸν Χριστό».
    Στὴ συνέχεια ὁ ἀπόστολος Παῦλος πα­­ρουσιάζει τὶς ἀποδείξεις τῆς ἱερουργίας του αὐτῆς, τὶς ὁποῖες ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος βάζει στὸ στό­μα τοῦ Παύλου μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Μπορῶ νὰ δείξω τὰ σύμβολα τῆς ἱερουργίας μου αὐτῆς, καθὼς καὶ τὶς ἀποδείξεις τῆς χειροτονίας μου στὸ ἔργο τοῦ κηρύγματος· ὄχι ποδήρη χι­τώνα καὶ κουδούνια, ὅπως οἱ παλαιοὶ ἀρχιερεῖς, οὔτε μίτρα καὶ διάδημα, ἀλλὰ πολὺ πιὸ φρικτὰ ἀπὸ αὐτά». Καὶ ποιὰ ἦ­ταν αὐτά; Τὰ ἐκ­πληκτικὰ σημεῖα καὶ θαύ­ματα τὰ ὁποῖα συνόδευαν τὸ κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου. Αὐτὸ ὁμολογεῖ ὁ θεῖος Παῦλος λέγοντας: ὁ Χριστὸς μοῦ ἔδινε φωτισμὸ καὶ λόγο καὶ δύναμη γιὰ νὰ κηρύττω τὸ Εὐαγγέλιό Του. Αὐτὸς συνόδευε τὸ κήρυγμά μου μὲ δύναμη καταπληκτικῶν θαυμάτων.
    Μὲ τὰ λόγια του αὐτὰ ὅμως ὁ θεῖος Ἀ­πόστολος οὐσιαστικὰ μᾶς λέει ὅτι πρα­γματικὸς λειτουργὸς στὸ ἔργο τοῦ κηρύ­γματος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Τὸ ἔργο αὐτό, λέει, «κατειργάσατο ὁ Χριστὸς δι᾿ ἐμοῦ». Τὸ ἔκανε ὁ Χριστός, χρησιμοποιώντας ὡς ὄργανό Του τὸν ἴδιο. Κάθε κήρυκας λοιπὸν τοῦ Εὐαγγελίου δανείζει τὸν ἑαυτό του στὸ Χριστὸ γιὰ νὰ ἱερουργεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τὸ Εὐαγγέλιό Του στὸ θυσιαστήριο τῶν ψυχῶν τῶν ἀν­θρώπων.
    Ὅλα αὐτὰ μᾶς ἀφοροῦν ὅλους. Διότι τὸ ἔργο τῆς μεταδόσεως τοῦ θείου λόγου δὲν εἶναι μόνο γιὰ τοὺς κληρικούς, καὶ τοὺς θεολόγους, ἢ τοὺς κατηχητές. Ἀλλὰ γιὰ ὅλους μας. Ὅλοι μας ἔχουμε χρέος νὰ μεταγγίζουμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ στὶς διψασμένες ψυχὲς ποὺ ἔχουμε γύρω μας. Ὅπως τὸ ἔκαναν χιλιάδες πιστοὶ μέσα στοὺς αἰῶνες. Ὅταν, γιὰ παράδειγμα, μετὰ τὸ μαρτύριο τοῦ Στεφάνου ἔγινε μεγάλος διωγμός, οἱ πιστοὶ ποὺ διασκορπίσθηκαν σὲ διάφορες χῶ­ρες, διέδιδαν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ σὲ πλῆ­θος ψυχές. Ἀλλὰ κι ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔφθασε στὴ Ρώμη, βρῆκε ὀργανωμένη Ἐκκλησία ποὺ εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ ἁπλοὺς πιστούς. Ὅλοι λοιπὸν ἔχουμε χρέος νὰ διαδώσουμε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στοὺς γύ­ρω μας ποὺ τὸ ἀγνοοῦν. Μὲ ἁπλοὺς τρόπους: μιλώντας σὲ κάποιον γνωστό μας, δίνοντας μιὰ Και­­νὴ Διαθήκη, καλών­τας σὲ ἕνα κήρυγμα. Δὲν κάνουμε διαφήμιση, ἀλλὰ κάτι ἱερὸ καὶ μεγάλο. Διαδί­δον­τας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, συνιερουργοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου στὶς ψυ­χὲς τῶν πιστῶν. Καὶ τὴν ἱερουργία αὐτὴ δὲν τὴν ἐπιτελοῦμε ἐμεῖς μὲ τὶς δικές μας δυνάμεις, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ μᾶς ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Αὐτὸς ἐρ­γάζεται τὴ φοβερὴ μυσταγωγία. Καὶ μεῖς γινόμαστε ὄργανα τοῦ Χριστοῦ στὸ ὕψιστο ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.
Αὐτὴ ἡ συναίσθηση θὰ πρέπει νὰ γεμίζει τὴν ψυχή μας μὲ ἱερὸ φόβο καὶ τρόμο. Νὰ μᾶς ὠθεῖ νὰ μεταδίδουμε τὸ Εὐαγγέλιο μὲ συγκλονισμὸ καὶ ἐπιμέλεια, ὄχι μόνο μὲ τὰ λόγια μας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ ζωή μας. Ἔτσι ἡ ἱερουργία αὐτὴ θὰ γίνεται θυσία εὐπρόσδεκτη ἀπὸ τὸν Θεό. Ἔτσι θὰ συν­εργοῦμε στὴν πνευματικὴ καλλιέργεια καὶ σωτηρία τόσων ψυχῶν, ποὺ ψάχνουν νὰ βροῦν τὸν δρόμο τους καὶ τὸν προορισμό τους.