ΑΓΙΟΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

Ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος ἐπίσκοπος Σμύρνης

Α. Ὁ Ποι­μήν.

Ὅ,τι ση­μαί­νει τό ὄ­νο­μά του, αὐ­τό πα­ρου­σί­α­σε καί στή ζω­ή του: καρ­πούς πολ­λούς καί ὡ­ραί­ους ζω­ῆς ἀ­φω­σι­ω­μέ­νης στόν Κύ­ριο, τόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­γά­πη­σε μέ ὅ­λες τίς δυ­νά­μεις του. Καί δι­α­μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων δι­δά­σκει τούς πι­στούς, ὅ­τι ἡ ἀ­γά­πη καί ἡ ἀ­φο­σί­ω­ση στόν Κύ­ριο εἶ­ναι τό χρέ­ος ὅ­λων, ὅ­σοι αἰ­σθάν­θη­καν τόν ἑ­αυ­τό τούς ἐ­ξα­γο­ρα­σμέ­νο μέ τό ἅ­γιο Αἷ­μα Του. Ποί­ος ὅ­μως ἦ­ταν ὁ ἅ­γιος ἱ­ε­ρο­μάρ­τυς Πο­λύ­καρ­πος; Ποί­α ἡ ζω­ή του καί τό μαρ­τύ­ριό του;

Ἀ­πο­στο­λι­κός πα­τέ­ρας ὀ­νο­μά­ζε­ται καί ὁ ἅ­γιος Πο­λύ­καρ­πος. Δι­ό­τι εἶ­χε τήν εὐ­τυ­χί­α νά γνω­ρί­σει καί νά ἀ­κού­σει τόν εὐ­αγ­γε­λι­στή Ἰ­ω­άν­νη. Καί ἀ­π’ αὐ­τόν ἀρ­γό­τε­ρα νά ἐγ­κα­τα­στα­θεῖ ἐ­πί­σκο­πος τῆς Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Σμύρ­νης. Πράγ­μα­τι, ἡ ἁ­γί­α ζω­ή τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ εἵλ­κυ­σε τήν βα­θύ­τα­τη ἐ­κτί­μη­ση τοῦ Πο­λυ­κάρ­που, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­φο­σι­ώ­θη­κε τε­λεί­ως στή δι­δα­σκα­λί­α του. Μέ ἐ­ξαί­ρε­τη δι­ά­θε­ση ἄ­κου­γε τίς συμ­βου­λές τοῦ γέ­ρον­τα πλέ­ον Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ καί τίς δι­δα­σκα­λί­ες, τίς ὁ­ποῖ­ες ἐ­κεῖ­νος εἶ­χε ἀ­κού­σει ἀ­πό τόν Κύ­ριο. Καί θερμαι­νό­ταν ἡ ψυ­χή του ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη πρός Ἐ­κεῖ­νον. Καί δι­δα­σκό­ταν ἔμ­πρα­κτα τή με­γά­λη ἀ­ρε­τή ἀ­πό τό ­δά­σκα­λό του, ὁ ὁ­ποῖ­ος τήν ἄν­τλη­σε ἀ­πό τό στῆ­θος τοῦ Κυ­ρί­ου. Αὐ­τή τή θερ­μή ἀ­γά­πη πρός τόν Κύ­ριο καί τήν ὁ­λό­ψυ­χη ἀ­φο­σί­ω­ση ἔ­δει­ξε σέ ὅ­λη τή ζω­ή του ὁ Πο­λύ­καρ­πος καί ἔ­δω­σε τήν κα­λή μαρ­τυ­ρί­α γιά τόν Κύ­ριο τό­σο μέ τή ζω­ή του, ὅ­σο καί μέ τό θά­να­το καί τό μαρ­τύ­ριό του. Ἀρ­χαῖ­οι Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας βε­βαι­ώ­νουν, ὅ­τι ὁ Πο­λύ­καρ­πος στο­λι­ζό­ταν ἀ­πό με­γά­λη σω­φρο­σύ­νη καί ἀ­γά­πη πρός τόν Χρι­στό καί τόν πλησί­ον καί ὁ­λό­ψυ­χη ἀ­φο­σί­ω­ση στό θεῖ­ο λό­γο. Τί­πο­τε τό ξέ­νο πρός τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ δέν εἶ­χε ἡ ζω­ή του. Ὁ­δη­γός του σέ ὅ­λα ὁ Κύ­ριος. Τύ­πος καί ὑ­πό­δειγ­μα σέ ὅ­λους καί ἡ δι­κή του ζω­ή. Τά πάν­τα μαρ­τυ­ροῦ­σαν, ὅ­τι θά ἦ­ταν σπου­δαί­α ἡ θέ­ση, πού κα­τε­λάμ­βα­νε ὄ­χι μό­νο στήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Σμύρ­νης, ἀλ­λά καί στή συ­νεί­δη­ση ὅ­λης της Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί τά πράγ­μα­τα δέν ἄρ­γη­σαν νά πι­στο­ποι­ή­σουν τήν ἀ­λή­θεια.

Ἐ­πί­σκο­πος τῆς Σμύρ­νης ἐγ­κα­τε­στη­μέ­νος ἀ­πό τόν ἴ­διο τόν ἅ­γιο Εὐ­αγ­γε­λι­στή τῆς ἀ­γά­πης εἶ­ναι ὁ εὐ­σε­βής καί ἅ­γιος Βου­κό­λος. Ποι­μαί­νει τήν Ἐκ­κλη­σί­α μέ ἁ­γι­ό­τη­τα καί αὐταπάρνη­ση πολ­λή. Ἀλ­λά ὁ Θε­ός τόν κα­λεῖ κον­τά του. Ποι­ός θά τόν δι­α­δε­χθεῖ στόν ἀ­πο­στο­λι­κό θρό­νο; Ποι­ός ἄλ­λος ἀ­πό τόν Πο­λύ­καρ­πο; Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι ὁ ἄ­ξιος νά κυ­βέρ­νη­σει τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τό­σα προ­βλή­μα­τα καί τό­σο δει­νῶς δο­κι­μα­ζό­ταν ἀ­πό τούς Ἰ­ου­δαί­ους καί εἰ­δω­λο­λά­τρες.

Καί πράγ­μα­τι πρός με­γά­λη ἀ­γαλ­λί­α­ση τῶν πι­στῶν ὁ Ἱ­ε­ρός Εὐ­αγ­γε­λι­στής, κα­τά τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ ἀρ­χαί­ου ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ συγ­γρα­φέ­ως Τερ­τυλ­λια­νοῦ, χει­ρο­το­νεῖ καί ἐγ­κα­θι­στᾶ ἐπί­σκο­πο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Σμύρ­νης τόν Πο­λύ­καρ­πο.

Ποί­α ἦ­ταν ἡ δρά­ση του ὡς ἐ­πι­σκό­που; Ὅ­λη τή ζω­ή του τή δι­α­θέ­τει γιά τήν ὀρ­γά­νω­ση τῆς ἀρ­τι­σύ­στα­της Ἐκ­κλη­σί­ας, γιά τόν εὐ­αγ­γε­λι­σμό τοῦ λα­οῦ, γιά τήν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς χριστια­νι­κῆς ζω­ῆς με­τα­ξύ τῶν πι­στῶν. Κη­ρύτ­τει τό Εὐ­αγ­γέ­λιο, τα­κτο­ποι­εῖ ζω­τι­κά ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά ζη­τή­μα­τα, ἐν­θαρ­ρύ­νει τούς πι­στούς, χει­ρο­το­νεῖ πρε­σβυ­τέ­ρους, φρον­τί­ζει γιά ὅλα. Τρέ­χει παν­τοῦ. Βο­η­θᾶ τούς πτω­χούς, στη­ρί­ζει τούς ἀ­δυ­νά­τους, πα­ρη­γο­ρεῖ τούς θλι­βό­με­νους, πα­ρέ­χει τόν ἑ­αυ­τό του ὑ­πό­δειγ­μα ἁ­γί­ας ζω­ῆς γιά ὅ­λους. Δέν τόν φο­βί­ζουν οἱ ἀ­πει­λές τῶν Ἰ­ου­δαί­ων καί οἱ ἐ­πι­θέ­σεις τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν. Γνω­ρί­ζει ὅ­τι, ὁ­σο­δή­πο­τε αἷ­μα καί ἄν χυ­θεῖ, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α θά νι­κή­σει. Οἱ πι­στοί τόν σέ­βον­ται βα­θύ­τα­τα, οἱ ἐ­χθροί τόν βλέ­πουν ὡς τόν με­γα­λύ­τε­ρο καί ἰ­σχυ­ρό­τε­ρο ἀν­τίπα­λό τους.

Ἰ­δι­αί­τε­ρη εἶ­ναι ἡ μέ­ρι­μνα καί φρον­τί­δα του γιά τήν κα­τα­πο­λέ­μη­ση τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν καί τήν στή­ρι­ξη τῶν πι­στῶν στήν ὀρ­θή πί­στη. Δέν δι­στά­ζει νά ἔλ­θει σέ ζω­η­ρή συ­ζή­τη­ση μέ τόν ἀρ­χη­γό μιᾶς αἱ­ρέ­σε­ως, τόν Μαρ­κί­ω­να, πού πα­ρα­δέ­χε­ται ὄ­χι ἕ­να, ἀλ­λά δυ­ό θε­ούς· ἕ­ναν ἀ­γα­θό καί ἕ­ναν κα­κό. Κι ἀ­φοῦ ἐ­κεῖ­νος ἀρ­νοῦν­ταν νά πει­σθεῖ στήν ὀρ­θό­δο­ξη φω­νή, τόν ἀ­πο­κά­λε­σε πρω­τό­το­κο τοῦ σα­τα­νᾶ. Μέ πολ­λές προ­σπά­θει­ες κα­τόρ­θω­σε νά ἐ­πι­στρέ­ψει ἀρ­κε­τούς αἱ­ρε­τι­κούς στήν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη.

Ἀλ­λά ἀ­να­λαμ­βά­νει καί με­γά­λα καί κο­πι­ώ­δη τα­ξί­δια ὁ πρό­θυ­μος ποι­μέ­νας γιά νά τα­κτο­ποι­ή­σει καί νά ρυθ­μί­σει ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά ζη­τή­μα­τα. Παν­τοῦ ἀ­π’ ὅ­που περ­νᾶ, σκορ­πί­ζει τό ἄρω­μα τῆς πί­στε­ως καί τῆς ἀ­γά­πης.

Δέν κη­ρύτ­τει μό­νο, ἀλ­λά καί στέλ­νει ἐ­πι­στο­λές σέ ἄλ­λες Ἐκ­κλη­σί­ες γιά νά στη­ρί­ξει τούς Χρι­στια­νούς. Μί­α τέ­τοι­α ἐ­πι­στο­λή δι­α­σώ­θη­κε μέ­χρι σή­με­ρα. Ἀ­πευ­θύ­νε­ται στούς Φιλιππη­σί­ους, τούς Χρι­στια­νούς τῶν Φι­λίπ­πων τῆς Μα­κε­δο­νί­ας, πρός τούς ὁ­ποί­ους ἀ­πευ­θύ­νε­ται καί ἡ γνω­στή ἐ­πι­στο­λή τοῦ θεί­ου Παύ­λου. Κει­μή­λιο ἱ­ε­ρό εἶ­ναι αὐ­τή. Πε­ρι­έ­χει βα­θύ­τα­τα πνευ­μα­τι­κά νο­ή­μα­τα. Εἶ­ναι γε­μά­τη μέ πα­τρι­κές καί εὐ­αγ­γε­λι­κές συμ­βου­λές καί νου­θε­σί­ες. Οἱ σε­λί­δες της ἀ­πο­πνέ­ουν τό ἄ­ρω­μα τῆς γνήσιας χρι­στι­α­νι­κῆς ἀ­λήθει­ας. Ἀπευ­θύ­νε­ται σέ ὅ­λους τούς Χρι­στια­νούς τῶν Φι­λίπ­πων, τόν κλῆ­ρο καί τόν λα­ό. Ὑ­πεν­θυ­μί­ζει μέ ὅ­σα γρά­φει βα­σι­κές δι­δα­σκα­λί­ες τοῦ Κυ­ρί­ου καί τῶν Ἀ­πο­στό­λων. Δί­νει ἰδιαιτέρως ὁ­δη­γί­ες στούς κλη­ρι­κούς. Συ­νι­στᾶ σέ ὅ­λους νά ἐμ­μέ­νουν καί νά ἀ­κο­λου­θοῦν τό πα­ρά­δειγ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου, νά εἶ­ναι στα­θε­ροί στήν πί­στη καί ἀ­με­τα­κί­νη­τοι… ἀ­γα­πών­τας ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λον, ἑ­νω­μέ­νοι στήν ἀ­λή­θεια, ἐ­πι­δει­κνύ­ον­τας ὁ ἕ­νας στόν ἄλ­λο τήν ἀ­γα­θό­τη­τα τοῦ Κυ­ρί­ου, χω­ρίς νά πε­ρι­φρο­νοῦν κα­νέ­ναν. Εὔ­χε­ται ὁ πα­τήρ τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί αὐ­τός ὁ αἰ­ώ­νιος ἀρ­χι­ε­ρέ­ας, ὁ Υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός νά τούς ἐ­ποι­κο­δο­μεῖ στήν πί­στη καί τήν ἀ­λή­θεια καί σέ κά­θε πρα­ό­τη­τα… καί σέ ὑ­πο­μο­νή καί μακρο­θυ­μί­α καί ἀ­νε­κτι­κό­τη­τα καί ἁ­γνό­τη­τα. Καί νά τούς δώ­σει κλῆ­ρο καί θέ­ση με­τα­ξύ τῶν ἁ­γί­ων του.

Δε­κά­δες ἐ­τῶν ἐρ­γά­ζε­ται ἀ­κού­ρα­στος τό ἱ­ε­ρό του ἔρ­γο. Πα­ρό­λα τά ἐμ­πό­δια, τίς δυ­σκο­λί­ες, τίς ἀν­τι­δρά­σεις κα­τορ­θώ­νει πολ­λά. Ἡ φή­μη τῆς ἁ­γι­ό­τη­τός του ἔ­χει ἀ­πλω­θεῖ πο­λύ ἔ­ξω ἀ­πό τήν Σμύρ­νη. Παν­τοῦ καί πάν­το­τε πε­ρι­φέ­ρει τήν κα­λή μαρ­τυ­ρί­α γιά τόν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ. Ἀλ­λά τή μαρ­τυ­ρί­α πού δί­νει μέ τό λό­γο του καί τή ζω­ή του θά συμ­πλή­ρω­σει καί μέ τήν ἄλ­λη, τήν τε­λευ­ταί­α μαρ­τυ­ρί­α, τή θυ­σί­α τῆς ζω­ῆς του. Καί εἶ­ναι οἱ και­ροί τό­σο πρό­σφο­ροι γι’ αὐ­τήν.

Οἱ δι­ωγ­μοί κα­τά τῶν Χρι­στια­νῶν ξε­σποῦν σκλη­ροί. Κτυ­ποῦν οἱ ἐ­χθροί τούς πι­στούς. Ἀλ­λά κτυ­ποῦν ἰ­δι­αι­τέ­ρως τούς ποι­μέ­νες. Γνω­ρί­ζουν ὅ­τι, ἄν κα­τορ­θώ­σουν νά ἐξουδετερώσουν ἐ­κεί­νους, θά ­πε­τύ­χουν εὐ­κο­λό­τε­ρα τό σκο­πό τους. Ὁ συμ­μα­θη­τής του Ἰ­γνά­τιος, ὁ ἐ­πί­σκο­πος τῆς Ἀν­τι­ο­χεί­ας, συλ­λαμ­βά­νε­ται καί ὁ­δη­γεῖ­ται δέ­σμιος στή Ρώ­μη, γιά νά πε­θά­νει. Ἡ πλη­ρο­φο­ρί­α φθά­νει στή Σμύρ­νη. Πρό­κει­ται μά­λι­στα ἀ­πό ἐ­κεῖ κον­τά νά πε­ρά­σει ὁ δέ­σμιος ἀ­θλη­τής τῆς πί­στε­ως. Ὁ Πο­λύ­καρ­πος μα­ζί μέ πολ­λούς πι­στούς βγαί­νει νά τόν πρου­παν­τήσει. Συ­νάν­τη­ση ἐ­ξαι­ρε­τι­κά συγ­κι­νη­τι­κή. Ὁ ἕ­νας μέ τίς βα­ρι­ές ἁ­λυ­σί­δες στά χέ­ρια ὁ­δη­γεῖ­ται στή σφα­γή. Μί­α μό­νη πα­ρά­κλη­ση ἔ­χει στά χεί­λη: κα­νείς νά μή τόν ἐμ­πο­δί­σει ἀ­πό τό μαρ­τύ­ριο, δι­ό­τι εἶ­ναι ὁ ἄρ­τος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­πρε­πε νά ψη­θεῖ στή φω­τιά τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου γιά νά προ­σφερ­θεῖ στόν Χρι­στό. Ὁ ἄλ­λος, πε­ρι­φρο­νών­τας τούς κινδύ­νους, στούς ὁ­ποί­ους ἐ­ξέ­θε­τε τόν ἑ­αυ­τό του, ἐ­νι­σχύ­ει τόν Μάρ­τυ­ρα καί ἀ­σπά­ζε­ται τίς τί­μι­ες ἁ­λυ­σί­δες του.

Θά γρά­ψει ἀρ­γό­τε­ρα πό­σο εἶ­ναι εὐ­τυ­χεῖς, ὅ­σοι ἀ­ξι­ώ­νον­ται νά εἶ­ναι «ἐ­νει­λιγ­μέ­νοι τοίς ἁ­γι­ο­πρε­πέ­σι δε­σμοῖς», δη­λα­δή ἄ­ξιοι νά κα­τα­τα­γοῦν ἀ­νά­με­σα στούς μάρ­τυ­ρες. Δέν θά ἔλ­θει ἄ­ρα­γε καί γιά κεῖ­νον ἡ με­γά­λη ὥ­ρα αὐ­τῆς τῆς λαμ­πρῆς μαρ­τυ­ρί­ας; Δέν θά πε­ρι­τυ­λι­χθεῖ κι ἐ­κεῖ­νος μέ­σα στά ἁ­γι­ο­πρε­πή δε­σμά; Ἀ­σφα­λῶς θά ἔλ­θει. Τήν πε­ρι­μέ­νει μέ τή βεβαιότητα, ὅ­τι θά τόν ἀ­ξι­ώ­σει ὁ Θε­ός νά τήν ἀν­τι­με­τώ­πι­σει ὅ­πως δι­δά­σκει τό Εὐ­αγ­γέ­λιο. Καί ἡ ὥ­ρα δέν ἄρ­γη­σε νά ἔλ­θει.

Β. Ὁ ἀ­θλη­τής.

Αὐ­το­κρά­τορας τῆς Ρώ­μης εἶ­ναι ὁ Ἀν­τω­νί­νος ὁ Πί­ος. Ἐ­χθρός του Χρι­στι­α­νι­σμοῦ, δι­α­τά­ζει ἄ­γριο δι­ωγ­μό ἐ­ναν­τί­ον τῶν Χρι­στια­νῶν. Τό δι­ά­ταγ­μα τοῦ δι­ωγ­μοῦ δη­μο­σι­εύ­ε­ται στήν Δύ­ση καί τήν Ἀ­να­το­λή. Οἱ ἐκ­πρό­σω­ποί του — ἔ­παρ­χοι καί ἀν­θύ­πα­τοι — κι­νη­το­ποι­οῦν­ται. Πε­ρι­μέ­νουν νά ἐ­πι­πέ­σουν στά ἀ­θῶ­α θύ­μα­τα, τούς Χρι­στια­νούς, νά τούς κατασπαράξουν. Ἀ­τμό­σφαι­ρα ἄ­γριας ἱ­κα­νο­ποι­ή­σε­ως καί θη­ρι­ώ­δους σκλη­ρό­τη­τος.

Τό δι­ά­ταγ­μα δη­μο­σι­εύ­ε­ται καί στή Σμύρ­νη. Τά βλέμ­μα­τα τῶν Χρι­στια­νῶν στρέ­φον­ται στόν Ἐ­πί­σκο­πο. Γιά τόν ἑ­αυ­τό τους δέν ἐν­δι­α­φέ­ρον­ται. Ἄς θα­να­τω­θοῦν. Ὅ­μως ὁ Ἐπίσκοπος, πού εἶ­ναι τό­σο ἀ­πα­ραί­τη­τος στούς δύ­σκο­λους και­ρούς, δέν πρέ­πει νά πε­θά­νει. Πρέ­πει νά δι­α­φυ­λα­χθεῖ ἡ ζω­ή του, γιά νά στη­ρί­ζει τούς πι­στούς καί νά ἐ­νι­σχύ­ει τήν δι­ω­κό­με­νη Ἐκ­κλη­σί­α. Ἤ­δη ἡ ζω­ή του εἶ­ναι σέ κίν­δυ­νο. Τόν Πο­λύ­καρ­πο στά λι­ον­τά­ρια, φώ­να­ζαν στόν ἀν­θύ­πα­το Ἰ­ου­δαῖ­οι καί εἰ­δω­λο­λά­τρες. Οἱ Χρι­στια­νοί πα­ρα­κα­λοῦν τόν Ἐπίσκο­πο νά μή τούς ἀ­φή­σει ὀρ­φα­νούς. Θά τόν κρύ­ψουν ἐ­κεῖ­νοι σέ ἀ­σφα­λές μέ­ρος γιά νά ἀ­πο­φύ­γει τόν κίν­δυ­νο. Τόν Πο­λύ­καρ­πο μί­α σκέ­ψη τόν ἀ­πα­σχο­λεῖ. Αὐ­τό ποῦ τοῦ συνι­στοῦν νά κά­νει εἶ­ναι σύμ­φω­νο μέ τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ; Δέν τό βρί­σκει ξέ­νο. Πεί­θε­ται. Ἕ­να ἐ­ρη­μι­κό κρη­σφύ­γε­το τόν δέ­χε­ται. Τόν πα­ρα­κο­λου­θοῦν οἱ πι­στοί. Τόν φρον­τί­ζουν. Ἐ­κεῖ­νο ὅ­μως προ­δί­δε­ται. Κα­τα­φεύ­γει σέ ἄλ­λο… ὅ­μως κι ἐ­κεῖ­νο προ­δί­δε­ται. Τί θά γί­νει τώ­ρα; Ὁ Θε­ός κα­τευ­θύ­νει τά πράγ­μα­τα καί λέ­ει, ὅ­τι πρέ­πει νά μή συ­νε­χι­σθεῖ ἄλ­λο ἡ ἀπόκρυ­ψή του. Μπο­ρεῖ νά φύγει. Ὅ­μως δέν τό κά­νει. Ἅς γί­νει τό θέ­λη­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἥ­συ­χος καί ἤ­ρε­μος περι­μέ­νει τή σύλ­λη­ψή του. Οἱ στρα­τι­ῶ­τες φθά­νουν. Τόν συλλαμβάνουν χω­ρίς νά προ­βά­λει καμ­μί­α ἀν­τί­στα­ση. Τό τέ­λος πλη­σιά­ζει. Τό γνω­ρί­ζει. Πρέ­πει νά πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ τό ὅ­ρα­μα, πού εἶ­δε πρίν ἀ­πό τρεῖς μέ­ρες. Μιά φω­τιά ἔβγαινε ἀ­πό τό προ­σκέ­φα­λό του, ἡ ὁ­ποί­α τόν κα­τέ­καψε. Εἶ­πε τό­τε στούς γύ­ρω του: Πρέ­πει νά κα­ῶ ζων­τα­νός. Δέν εἶ­ναι τά­χα τώ­ρα στά χέ­ρια τῶν στρα­τι­ω­τῶν; Ἀλ­λά για­τί οἱ στρα­τι­ῶ­ται τόν κυτ­τά­ζουν ἔ­τσι; Τούς κά­νει με­γά­λη ἐν­τύ­πω­ση ἡ στα­θε­ρό­τη­τά του, ἡ ἀν­δρεί­α του, ἡ ἀ­γά­πη του. Τί; Πι­στεύ­ουν στά αὐ­τιά τους; Εἶ­πε, λέ­ει, νά τούς δώ­σουν νά φᾶ­νε καί τούς πα­ρα­κά­λε­σε νά τοῦ ἐ­πι­τρέ­ψουν γιά λί­γο νά προ­σευ­χη­θεῖ; Τί ἄν­θρω­πος, λοι­πόν, εἶ­ναι αὐ­τός;

Δυ­ό ὁ­λό­κλη­ρες ὧ­ρες προ­σεύ­χε­ται. Τί λαμ­πρό­τη­τα ἦ­ταν ἐ­κεί­νη πού εἶ­χε τό πρό­σω­πό του τήν ὥ­ρα τῆς προ­σευ­χῆς! Ἦ­ταν γε­μά­τος ἀ­πό τή χά­ρη τοῦ Θε­οῦ. Πό­σα εἶ­πε στήν προσευ­χή του! Πα­ρα­κά­λε­σε γιά ὅ­λους· γιά γνω­στούς καί ἀ­γνώ­στους· γιά ἐ­πι­φα­νεῖς καί ἀ­φα­νεῖς· γιά τούς στρα­τι­ῶ­τες πού τόν συ­νέ­λα­βαν, γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α ὅ­λης της οἰκουμένης.

Δυ­να­μω­μέ­νος τώ­ρα ἀ­πό τήν προ­σευ­χή πα­ρα­δί­νε­ται στά χέ­ρια τῶν στρα­τι­ω­τῶν. Καί ἔ­πει­τα ἀ­πό λί­γο στό στά­διο. Τό στά­διο γε­μά­το ἀ­πό τό ἐ­ξα­γρι­ω­μέ­νο πλῆ­θος. Τόν θό­ρυ­βο τοῦ πλή­θους τόν δι­α­κό­πτει φω­νή ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό γιά τόν ὑ­πό­δι­κο. «Ἴ­σχυ­ε, Πο­λύ­καρ­πε, καί ἀν­δρί­ζου». Ἦ­ταν φω­νή τοῦ Θε­οῦ πού ἐ­νί­σχυ­σε τόν ἀ­θλη­τή, γιά νά φέ­ρει σέ πέ­ρας τήν κα­λή μαρ­τυ­ρί­α. Ἀλλά ἄς δοῦ­με λε­πτο­με­ρέ­στε­ρα τίς φά­σεις τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου.

Ὁ ἀν­θύ­πα­τος ρω­τᾶ: Ἐ­σύ εἶ­σαι ὁ Πο­λύ­καρ­πος;

Πο­λύ­καρ­πος: Μά­λι­στα.

Λυ­πή­σου τή με­γά­λη σου ἡ­λι­κί­α. Ὁρ­κί­σου στήν τύ­χη τοῦ Καί­σα­ρος. Με­τα­νό­η­σε· πές: ἀ­φά­νι­σε τούς ἀ­θέ­ους (τούς Χρι­στια­νούς).

Πο­λύ­καρ­πος μέ στα­θε­ρή φω­νή. Αἶ­ρε τούς ἀ­θέ­ους (τούς εἰ­δω­λο­λά­τρες).

Ὁρ­κί­σου, ὅ­τι δέν εἶ­σαι Χρι­στια­νός καί θά σέ ἀ­πο­λύ­σω ἀ­μέ­σως. Λοι­δό­ρη­σε τόν Χρι­στό.

Πο­λύ­καρ­πος: Ὀ­γδόν­τα ἕ­ξι χρό­νια δου­λεύ­ω στόν Χρι­στό, καί σέ τί­πο­τε δέν μέ ἀ­δί­κη­σε. Πῶς μπο­ρῶ νά ἀρ­νη­θῶ τόν βα­σι­λέ­α μου, ποῦ μέ ἔ­σω­σε;

Ἀν­θύ­πα­τος· με­τά ἀ­πό κά­ποι­ες ἄλ­λες προ­τρο­πές: Πεῖ­σε τόν λα­ό.

Πο­λύ­καρ­πος: Ζή­τη­σα νά ἀ­πο­λο­γη­θῶ σέ σέ­να, δι­ό­τι ἔ­χου­με δι­δα­χθεῖ νά ἀ­πο­νέ­μου­με τήν τι­μή καί ὅ,τι ἁρ­μό­ζει στίς ἀρ­χές καί τίς ἐ­ξου­σί­ες… Δέν κρί­νω ὅ­μως, ὅ­τι ὅ­λοι αὐ­τοί εἶ­ναι ἄ­ξιοι νά ἀ­πο­λο­γη­θῶ μπρο­στά τους.

Ἀν­θύ­πα­τος: Ἔ­χω στή δι­ά­θε­σή μου θη­ρί­α. Μέ αὐ­τά θά σέ βά­λω νά ἀ­να­με­τρη­θεῖς, ἄν δέν με­τα­νο­ή­σεις.

Πο­λύ­καρ­πος: Κά­λε­σε τα. Εἶ­ναι στα­θε­ρή ἡ ἀ­πό­φα­σή μου νά μεί­νω ἐ­δῶ πού βρί­σκο­μαι. Με­τά­νοι­α πο­τέ δέν ση­μαί­νει ἐ­πι­στρο­φή ἀ­πό τά κα­λύ­τε­ρα στά χει­ρό­τε­ρα.

Ἀν­θύ­πα­τος: Θά σέ κά­ψω ζων­τα­νό, ἄν δέν φο­βᾶ­σαι τά θη­ρί­α.

Πο­λύ­καρ­πος: Μέ ἀ­πει­λεῖς μέ φω­τιά, πού μό­νο γιά λί­γο καί­γε­ται καί ἔ­πει­τα σβή­νει. Ἀ­γνο­εῖς ὅ­μως μί­αν ἄλ­λη φω­τιά, τή φω­τιά τῆς αἰ­ω­νί­ου κο­λά­σε­ως, πού εἶ­ναι πάν­το­τε ἀ­ναμ­μέ­νη καί πε­ρι­μέ­νει τούς ἀ­σε­βεῖς. Ἀλ­λά για­τί ἀρ­γεῖς; Φέ­ρε ὅ,τι θέ­λεις.

Τά θαρ­ρα­λέ­α αὐ­τά λό­για γέ­μι­σαν θαυ­μα­σμό, ἀλ­λά καί μα­νί­α τόν ἀν­θύ­πα­το. Πρέ­πει νά δώ­σει τέ­λος στήν τό­σο τα­πει­νω­τι­κή γι’ αὐ­τόν ἱ­στο­ρί­α. Στέλ­νει λοι­πόν τόν κή­ρυ­κα στή μέση τοῦ στα­δί­ου νά φω­νά­ξει δυ­να­τά τήν κα­τη­γο­ρί­α. Ὁ Πο­λύ­καρ­πος ὁ­μο­λό­γη­σε ὅ­τι εἶ­ναι Χρι­στια­νός. Καί τό πλῆ­θος ἄ­γρια ἀ­παν­τᾶ: Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ δι­δά­σκα­λος τῆς Ἀ­σί­ας, ὁ πνευμα­τι­κός πα­τέ­ρας τῶν Χρι­στια­νῶν. Αὐ­τός κα­θαί­ρε­σε καί ἐ­ξευ­τέ­λι­σε τούς θε­ούς μας…. Καί ζη­τᾶ ἀ­πό τόν φύ­λα­κα τῶν θη­ρί­ων νά ἐ­ξα­πό­λυ­σει ἕ­να λι­ον­τά­ρι γιά νά τόν κατασπά­ρα­ξει. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως πεί­θει τό λα­ό νά προ­τί­μη­σει τή φω­τιά. Αὐ­τό καί ἔ­γι­νε. Ἔ­πρε­πε νά ἐκ­πλη­ρω­θεῖ τό ὅ­ρα­μα. Γε­μά­τος εἰ­ρή­νη ὁ ἀ­θλη­τής στρέ­φε­ται στούς γύ­ρω του καί τούς λέ­ει: Πρέ­πει νά κα­ῶ ζων­τα­νός. Τί ἐ­πα­κο­λού­θη­σε, δέν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νά πε­ρι­γρα­φεῖ. Τό πλῆ­θος σκορ­πί­ζε­ται καί συγ­κεν­τρώ­νει ξύ­λα πολ­λά καί φρύ­γα­να. Πρω­το­στα­τοῦν οἱ Ἑβραῖ­οι. Τά ξύ­λα συγ­κεν­τρώ­νον­ται. Ὅ­λα εἶ­ναι ἕ­τοι­μα. Ὁ ἀ­θλη­τής ἀ­φαι­ρεῖ τά ἐν­δύ­μα­τά του καί εἶ­ναι ἕ­τοι­μος γιά τό μαρ­τύ­ριο. Οἱ δή­μιοι ἐ­πι­μέ­νουν νά τόν καρ­φώ­σουν. Ἐ­κεῖ­νος ἀρ­νεῖ­ται. Μή φο­βά­στε, τούς λέ­ει. Ὁ Θε­ός πού μοῦ ἔ­δω­σε τή δύ­να­μη νά ὑ­πο­μεί­νω τή φω­τιά, θά μοῦ δώ­ση καί τή δύ­να­μη νά μεί­νω ἀ­σά­λευ­τος πά­νω της. Ἐ­κεῖ­νοι πε­ρι­ο­ρί­σθη­σαν ἁ­πλῶς νά τόν προσ­δέ­σουν. Καί ὁ Πο­λύ­καρ­πος «ὡς κριός ἐ­πί­ση­μος τοῦ με­γά­λου ποι­μνί­ου , ἀ­φοῦ προσ­δέ­θη­κε, ἀ­νέ­βλε­ψε στόν οὐ­ρα­νό καί ἀ­νέ­πεμ­ψε ὁ­λό­θερ­μη προ­σευ­χή. Σέ εὐ­λο­γῶ καί Σέ δο­ξο­λο­γῶ, Κύ­ρι­ε, δι­ό­τι μέ ἀ­ξί­ω­σες νά φθά­σω στήν ὥ­ρα αὐ­τή καί νά συγ­κα­τα­ριθ­μη­θῶ μέ τούς μάρτυρες. Πι­στεύ­ω νά εὐ­δο­κή­σεις νά προσ­δε­χθεῖς καί μέ­να μα­ζί μέ τούς μάρ­τυ­ρες ὡς θυ­σί­α πλού­σια καί εὐ­πρόσ­δε­κτη. Τό «ἀ­μήν» κά­λυ­ψε τίς τε­λευ­ταῖ­ες λέ­ξεις τῆς προ­σευ­χῆς του. Καί ἔ­πει­τα ἄ­να­ψε ἡ φω­τιά. Ἀλ­λά τί θαυ­μα­στό! Ἀ­φοῦ ἐ­κεί­νη ἔκανε ἕ­να εἶ­δος κα­μά­ρας, πε­ρι­ε­στοί­χι­σε τό σῶ­μα τοῦ Μάρ­τυ­ρος χω­ρίς νά τό θί­ξει. Καί ἦ­ταν στή μέ­ση της φω­τιᾶς ὄ­χι σάν σάρ­κα πού και­γό­ταν, ἀλ­λά σάν ψω­μί πού ψη­νό­ταν, ἤ σάν χρυ­σά­φι καί ἀ­σή­μι πού πυ­ρώ­νε­ται στό κα­μί­νι. Τό ἀ­κό­μη θαυ­μα­στό­τε­ρο, ἡ ἀ­τμό­σφαι­ρα γέ­μι­σε ἀ­πό μί­α ἐ­ξαί­ρε­τη εὐ­ω­δί­α σάν νά και­γό­ταν εὐ­ω­δια­στό μο­σχο­λί­βα­νο, ἤ σάν νά χύ­θη­κε με­γά­λη πο­σό­τη­τα ἐ­κλε­κτοῦ ἀ­ρώ­μα­τος.

Ἔκ­πλη­κτοι οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες πα­ρα­κο­λου­θοῦν τή σκη­νή. Βλέ­πουν τό σῶ­μα ἄ­θι­κτο καί ἄ­βλα­βες. Ἀλ­λά καί νέ­ο θαυ­μα­στό φαι­νό­με­νο πα­ρα­τη­ρεῖ­ται. Τό σῶ­μα τρυ­πᾶ­ται μέ μι­κρό ξίφος. Ἀλ­λά ἀ­πό τήν πλη­γή βγαί­νει τό­σο αἷ­μα, ὥ­στε νά σβή­σει τε­λεί­ως ἡ φω­τιά. Τέ­λος μέ τό ξί­φος τόν ἀ­πο­τε­λεί­ω­σαν.

Τό ἅ­γιο σῶ­μα, νε­κρό πλέ­ον, κα­τα­κά­η­κε στή φω­τιά, ἐ­νω τά τί­μια ὀ­στά τοῦ μάρ­τυ­ρος «τά τι­μι­ώ­τε­ρα λί­θων πο­λυ­τε­λῶν καί δο­κι­μώ­τε­ρα ὑ­πέρ χρυ­σί­ον» συ­νέ­λε­ξαν εὐ­σε­βεῖς πι­στοί καί τά ἀ­πέ­θε­σαν σέ εἰ­δι­κό τό­πο, ὅ­που καί τά τι­μοῦ­σαν ἰ­δι­αι­τέ­ρως τήν ἡ­μέ­ρα τοῦ μαρ­τυ­ρι­κοῦ του θα­νά­του.

«Γί­νου πι­στός ἀ­χρι θα­νά­του καί δώ­σω σοί τόν στέ­φα­νον τῆς ζω­ῆς», εἶ­πε ὁ Κύ­ριος στόν ἐ­πί­σκο­πο τῆς Σμύρ­νης. Καί ἔ­μει­νε πι­στός μέ­χρι τέ­λους ὁ θαυ­μάσιος Πο­λύ­καρ­πος. Τόν ἑ­αυ­τό του τόν πρό­σφε­ρε θυ­σί­α σ’ Ἐ­κεῖ­νον, ὁ ὁ­ποῖ­ος πρό­σφε­ρε τόν ἑ­αυ­τό του θυ­σί­α γιά χάρη μας. Ἄς τι­μή­σου­με καί μεῖς τόν μεγάλο ἀ­θλη­τή τῆς πί­στε­ως καί ἄς τόν παρακαλέσου­με νά με­σι­τεύ­ει πάν­το­τε καί ὑ­πέρ ἡ­μῶν, γιά νά εὐ­α­ρε­στοῦ­με ἐ­νώ­πιον τοῦ Κυ­ρί­ου καί νά κά­νει καί μᾶς ἀ­ξί­ους της βα­σι­λεί­ας Του.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου