Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Ρηγῖνος, Ἐπίσκοπος Σκοπέλου, γεννήθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰώνα στὴ Λειβαδιὰ τῆς Βοιωτίας. Οἱ γονεῖς του ἦταν κυπριακῆς καταγωγῆς μὲ βαθιὰ θεοσέβεια, εἶχαν δὲ συγγένεια μὲ τὸν ἅγιο Ἀχίλλιο, Ἐπίσκοπο Λαρίσης. Ὁ Ρηγῖνος ἀπὸ μικρὸς γαλουχήθηκε μὲ τὰ νάματα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως ἀπὸ τοὺς ἐνάρετους γονεῖς του. Ἀπέκτησε καὶ ἄρτια μόρφωση τῆς ἑλληνικῆς παιδείας καὶ φιλοσοφίας. Ἀπὸ νωρὶς παρουσίασε σπάνια ὡριμότητα στὴν κρίση του καὶ σοβαρότητα στὴν ἀναστροφή του. Ὅλοι τὸν θαύμαζαν γιὰ τὸ ἦθος του, τὴν εὐγένεια τῆς ψυχῆς, τὴν καλοσύνη καὶ τὴν τιμιότητά του. Ἡ λάμψη τῆς ἀρετῆς του καὶ ἡ πολυμάθειά του τὸν ἔκαμαν σύντομα γνωστὸ στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῶν Σποράδων.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη οἱ ὧρες γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἦταν ὀδυνηρές. Ὁ ἄνεμος τοῦ Ἀρειανισμοῦ ἀναστάτωνε τὰ πάντα. Δίχαζε τοὺς πιστοὺς καὶ μάτωνε τὸ «Σῶμα τοῦ Χριστοῦ». Τότε ἦταν ποὺ ὁ Ρηγῖνος δέχθηκε κλήση ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ὑπηρετήσει τὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ εἰσέλθει στὶς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου της. Μὲ τὴ μεσολάβηση τοῦ θείου του (ἁγίου Ἀχιλλίου, Ἐπισκόπου Λαρίσης), ἀπεστάλη στὴ Σκόπελο γιὰ νὰ ἐνισχύσει τοὺς ἐξόριστους πιστούς, ποὺ εἶχαν βασανισθεῖ καὶ ἐκδιωχθεῖ ἐκεῖ ἀπὸ τοὺς Ἀρειανούς. Ἡ παρουσία τοῦ Ρηγίνου ὑπῆρξε βάλσαμο παρηγοριᾶς γιὰ τοὺς ἐξαντλημένους ὁμολογητὲς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Στὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (325), ποὺ ἔγινε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ὁ ἅγιος Ρηγῖνος ἔδωσε τὸ «παρὼν» μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Ἀχίλλιο. Ἐκεῖ δοξάστηκε ἡ Ἐκκλησία καὶ καταδικάστηκε ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ποὺ ἠρνεῖτο τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ Τὸν ὑποβίβαζε σὲ κτίσμα. Μετὰ τὴ λήξη τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου ὁ Ρηγῖνος ἐπέστρεψε στὴν προσφιλή του Σκόπελο. Τότε χήρευσε ἡ ἐπισκοπὴ αὐτή. Καὶ σύσσωμος ὁ λαὸς μὲ φωνὴ δυνατὴ ἀπαίτησε γιὰ νέο του ἐπίσκοπο τὸν Ρηγῖνο. Καὶ ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ ἦταν καὶ φωνὴ Θεοῦ!
Ὁ Ρηγῖνος μὲ ἀνιδιοτέλεια θαυμαστὴ καὶ ἀφοσίωση τελεία ὑπηρέτησε τὸ λογικό του ποίμνιο. Καὶ ὁ λαὸς τῆς Σκοπέλου ἀγάπησε βαθιὰ τὸν ἐπίσκοπό του. Τοῦ παρέδωσε ὅλη του τὴν καρδιά. Στὸ πρόσωπό του ὅλοι εἶχαν βρεῖ πολύτιμο θησαυρό. Οἱ ἱερεῖς τὸν ὀνόμαζαν «ἰσάγγελο καὶ πανάξιο ποιμένα τους». Καὶ ὁ λαὸς «ἄξιο καθοδηγὸ καὶ πατέρα», ποὺ μὲ τὸν λόγο του ἠρεμοῦσε τὰ πάθη τους καὶ τοὺς ὁδηγοῦσε στὴ ζωὴ τῆς εἰρήνης καὶ χαρᾶς. Οἱ πτωχοὶ καὶ ἀδύνατοι βρῆκαν προστάτη. Καὶ οἱ διανοούμενοι ἕνα δυνατὸ φιλοσοφημένο πνεῦμα ποὺ τοὺς ἔπειθε γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ γνησιότητα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ ἀγάπη τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου Ρηγίνου γιὰ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ τὸν ἔκαμε νὰ δώσει καὶ πάλι τὸ δυναμικό του «παρὼν» στὴ Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς (Σόφια Βουλγαρίας) τὸ 343, γιὰ νὰ δοθεῖ τέλος στὶς «μετασεισμικὲς δονήσεις» τῶν Ἀρειανῶν, οἱ ὁποῖοι καὶ μετὰ τὴν καταδίκη τοῦ ἀρχηγοῦ τους συνέχιζαν νὰ σπέρνουν τὰ ζιζάνια τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν του. Ὅ,τι ὑπῆρξε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος γιὰ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὑπῆρξε ὁ ἅγιος Ρηγῖνος στὴ Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς. Μὲ συγκροτημένο θεολογικὸ λόγο, μὲ ἐπιχειρήματα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ σπάνια ἀπολογητικὴ κατεντρόπιασε τοὺς Ἀρειανούς.
Μετὰ τὴ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ ἅγιος Ρηγῖνος ἐπέστρεψε στὴν ἐπισκοπή του, στὸ ποιμαντικό του ἔργο. Συνέχισε μὲ περισσότερη δύναμη πνεύματος νὰ δίνει τὴ μαρτυρία του καὶ νὰ στερεώνει τοὺς πιστοὺς στὸν ἀκρογωνιαῖο λίθο, τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ σὲ λίγο νέος πόλεμος. Τὸ 361 ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, μὲ ἀπειλὲς καὶ ἐκφοβισμοὺς προσπάθησε νὰ ἀναβιώσει τὴ λατρεία τῆς πολυθεϊστικῆς θρησκείας τῶν εἰδώλων. Ἔστειλε παντοῦ ἐκπροσώπους του καὶ ζητοῦσε νὰ προσκυνήσουν ὅλοι τὰ εἴδωλα.
Ὁ ἔπαρχος τῆς Ἑλλάδος καὶ Σποράδων ἔφθασε στὴ Σκόπελο καὶ συνέλαβε τὸν ἐπίσκοπο Ρηγῖνο. Προσπάθησε μὲ γλυκόλογα νὰ τὸν μεταστρέψει στὰ εἴδωλα. Τοῦ ἔταξε ἐξουσία μεγάλη, δόξα, χρῆμα. Ὁ θαρραλέος ὅμως ἐπίσκοπος τὰ περιφρόνησε ὅλα. Ἀρνήθηκε κάθε συμβιβασμὸ μὲ τοὺς ἐκπροσώπους τῶν σατανικῶν εἰδώλων. Καὶ δέχθηκε νὰ θυσιαστεῖ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ λέγοντας: «Τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων θὰ γιγαντώσει τὸ δέντρο τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν φοβᾶμαι ἀπειλές, οὔτε τὸν γλυκύτατο ὑπὲρ Χριστοῦ θάνατο». Σὲ λίγο ἔσυραν οἱ δήμιοι τὸν γενναῖο ἐπίσκοπο στὸ στάδιο τοῦ νησιοῦ καὶ ἐκεῖ τὸν βασάνισαν φρικτά. Στὸν κόσμο ποὺ παρακολουθοῦσε, τοὺς ἔλεγε: «Μένετε πιστοὶ στὸ Χριστό». Καὶ ἀμέσως μετὰ ὁ πιστὸς ἐπίσκοπος ἔγειρε τὸν αὐχένα του σὰν «ἄκακο ἀρνίο» στὸ σπαθὶ τοῦ δημίου, καὶ τὸ αἷμα του πότισε τὴ γῆ. Ἦταν 25 Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 362. Οἱ πιστοὶ Χριστιανοὶ κήδεψαν μὲ δάκρυα τὸ μαρτυρικὸ σῶμα τοῦ ἐπισκόπου τους στὸ δάσος τοῦ διπλανοῦ λόφου. Τὰ χαριτόβρυτα ἱερὰ Λείψανά του ὁ βασιλέας τῆς Σικελίας Γουλιέλμος (ὁ Ἀγαθός) τὰ ἔκλεψε τὸ 1608 καὶ τὰ πῆρε στὴν Κύπρο. Καὶ τὸ 1740, μὲ πρωτοβουλία τῆς Γερουσίας τῶν Σκοπελιτῶν, μέρος τῶν ἱερῶν Λειψάνων μετακομίσθηκε ἀπὸ τὴν Κύπρο πάλι στὴ Σκόπελο, γιὰ νὰ ἁγιάζεται ὁ θεοφιλὴς λαὸς τῆς νήσου.
Ἡ Σκόπελος τιμᾶ μὲ ἰδιαίτερη λαμπρότητα τὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ρηγίνου κάθε χρόνο στὶς 25 Φεβρουαρίου. Τὸν θεωρεῖ προστάτη της. Τὸν ἐπικαλεῖται σὲ δύσκολες ὧρες. Καὶ τὸν εὐγνωμονεῖ γιὰ τὰ πάμπολλα θαύματά του καὶ τὴ συνεχή, ἄγρυπνη παρουσία του στὸ δικό του ἀγαπημένο νησί.
«Πνεύματος Ἁγίου τὸν θησαυρόν, Συνόδου Πατέρων ἀντιλήπτορα τὸν θερμόν, τὸν ἀρχιερέα καὶ μάρτυρα Κυρίου, τὸν ἅγιον Ρηγῖνον ὕμνοις τιμήσωμεν».