ΚΥΡΙΑΚΗ 28 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

Εὐαγγέλιον: Κυρ. ιζ΄ Λουκᾶ (Λκ. ιε΄ 11-32):

11 Εἶπε δέ· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. 12 καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐ­τῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐ­σίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. 13 καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέ­ρας συναγαγὼν ἅπαν­τα ὁ νε­ώτερος υἱὸς ἀπεδή­μησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐ­τοῦ ζῶν ἀσώτως. 14 δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ­ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκεί­νην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστε­ρεῖσθαι. 15 καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. 16 καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. 17 εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! 18 ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· 19 οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆ­ναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. 20 καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ­ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δρα­μὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. 21 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πά­τερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρα­νὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κλη­θῆναι υἱός σου. 22 εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξε­­νέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώ­­­την καὶ ­ἐνδύσατε αὐ­­τόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑπο­δήματα εἰς τοὺς πόδας, 23 καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύ­σατε,­ καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, 24 ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νε­­κρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀ­­­πολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. 25 Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρε­σβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰ­κίᾳ ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, 26 καὶ προσκαλεσάμενος ἕ­­να τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. 27 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀ­­δελφός σου ἥκει καὶ ἔθυ­σεν ὁ πατήρ σου τὸν μό­σχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. 28 ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤ­­­­θελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πα­τὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. 29 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔρι­φον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· 30 ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. 31 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· 32 εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀν­έζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

11 Καί γιά νά κάνει σαφέστερη καί περισσότερο κατανοητή τήν ἀλήθεια αὐτή, εἶπε καί τήν ἑξῆς παραβολή: Ἕνας ἄνθρωπος, ὁ Θεός δηλαδή, εἶχε δύο γιούς. 12 Ὁ μικρότερος γιός εἰκο­νί­ζει τόν ἀποστάτη ἁμαρτω­λό, πού φεύγει ἀπό τήν ὑπακοή καί τήν προστασία τοῦ ἐπ­ουρανίου Πατρός. Εἶπε λοιπόν ὁ μικρότερος γιός στόν πατέρα του: Πατέρα, δῶσ’ μου τό μερίδιο τῆς περιουσίας πού μοῦ ἀνήκει. Καί ὁ πατέρας μοίρασε καί στούς δυό γιούς τήν περιουσία. Ὁ Θεός δηλαδή καί στόν ἁμαρ­τωλό πού θέ­λει νά ζεῖ μακριά ἀπ’ αὐτόν δίνει τά μέ­­σα τῆς συντηρήσεώς του καί ὅλα ἐκεῖνα τά πνευματικά καί ὑλικά χαρίσματα πού θά τόν ἔκαναν πνευματικά εὐτυ­χισμένο, ἐάν αὐτός δέν τά κατασπαταλοῦσε. 13 Ὕστερα ἀπό λίγες μέρες ὁ νεότερος γιός μά­ζεψε ὅλα ὅσα τοῦ ἔδωσε ὁ πατέρας του καί ταξίδεψε σέ χώ­­ρα μακρινή. Ἐκεῖ διασκόρπισε τήν περιουσία του κά­­­νο­­­ντας μιά ζωή ἄσωτη καί ἀκόλαστη. Ἔτσι καί κάθε ἁμαρτωλός ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν του χωρίζεται ἀπό τόν Θεό καί ὁδηγεῖται πολύ μακριά ἀπ’ αὐτόν. Καί μέ τήν κατάχρηση τῶν χαρισμάτων πού τοῦ ἔδωσε ὁ ἐπου­ρά­­νιος Πατήρ ἐξα­χρει­ώ­νε­ται καί διαφθείρεται. 14 Ὅταν ὁ νεότερος γιός ξόδεψε ὅλα ὅσα εἶχε, ἔ­πεσε με­­γάλη πείνα στή χώρα ἐκείνη, κι αὐτός ἄρχι­σε νά στε­ρεῖ­ται. Κάθε ἁμαρτωλός δηλαδή δέν ἔ­­­χει ἀπεριόριστες ἀ­πο­λαύσεις. Ἀργά ἤ γρήγορα θά αἰ­­­­­σθαν­θεῖ τήν ἀθλι­ό­­τητα καί τό κενό πού δημιουργεῖ στήν καρδιά του ἡ ἄσω­τη ζωή καί ἡ στέρηση τῆς θείας παρη­γοριᾶς. 15 Καί ὁ ἄσωτος γιός ἐξαιτίας τῶν στερήσεων καί τῆς πείνας του πῆγε σ’ ἕναν ἀπό τούς πολίτες ἐκείνης τῆς χώρας, ὁ ὁποῖος τόν προσέλαβε ὡς δοῦλο. Καί τόν ἔστειλε στά χωράφια του νά βόσκει χοίρους, ζῶα δη­­λαδή ἀκάθαρτα, πού προκαλοῦσαν τήν ἀηδία καί τήν ἀποστροφή σ’ ἕναν Ἰουδαῖο, ὅπως ἦταν ὁ νεότερος γιός. Σέ τί ἐξευτελισμό καταντᾶ καί πόσο χάνει τήν ἀξι­­­­­­ο­­πρέπειά του ὁ ταλαίπωρος ἁμαρτωλός! 16 Καί ἐπιθυμοῦσε ὁ νεότερος γιός νά γεμίσει τήν κοιλιά του μέ τά ξυλοκέρατα πού ἔτρωγαν οἱ χοῖροι. Μά κανείς δέν τοῦ ἔδινε, διότι οἱ ὑπηρέτες πού ἔκαναν τή διανομή παρατηροῦσαν μέ προσοχή νά μή μείνουν χωρίς τροφή οἱ χοῖροι. 17 Σέ κάποια ὅμως στιγμή αὐτός ἦλθε στόν ἑαυτό του ἀπό τή μέθη καί τήν τρέλα τῆς ἁμαρτίας καί εἶπε: Πόσοι μισθωτοί ἐργάτες τοῦ πατέρα μου ἔχουν ἄφθονο καί πε­ρίσσιο ψωμί, ἐνῶ ἐγώ κινδυνεύω νά πεθάνω ἀπό τήν πείνα! Τό πρῶτο βῆμα δηλαδή τῆς μετανοίας τοῦ ἁμαρ­τωλοῦ εἶναι ἡ συναίσθηση τῆς ἀθλιότητός του. 18 Μετά τή συναίσθηση αὐτή ἀκολουθεῖ ἡ σωτηριώ­δης ἀπόφαση. Θά σηκωθῶ, λέει ὁ ἄσωτος, καί θά πάω στόν πατέρα μου καί θά τοῦ πῶ: Πατέρα, ἁμάρτησα στόν οὐρανό. (Διότι ἐκεῖ οἱ ἄγγελοι ἐκτελοῦν μέ εὐλά­βεια τό θεῖο θέλημα, καί ὅπως ὑπακοῦν αὐτοί, ἔτσι ἀξι­­ώνουν καί ὅλα τά κτίσματα νά ὑπακοῦν σ’ αὐτό, καί λυ­­ποῦνται γιά τήν ἀποστασία κάθε ἀνθρώπου). Ἁμάρ­τησα καί σέ σένα, διότι περιφρόνησα τή στοργή σου καί δέν λογάριασα τή λύπη πού δοκίμαζες ὅταν ἔφευ­γα μακριά σου. 19 Δέν εἶμαι πλέον ἄξιος νά ὀνομάζομαι γιός σου. Δέν ζητῶ νά προ­σ­λη­φθῶ οὔτε ὡς μόνιμος δοῦλος σου παραμένοντας διαρκῶς στό σπίτι σου. Κά­νε με σάν ἕναν ἀπό τούς μισθωτούς ἐργάτες σου. 20 Καί ἡ σωτηριώδης ἀπόφαση ἄρχισε νά ἐνεργοποι­εῖ­­ται. Ὁ ἄσωτος σηκώθηκε καί ξεκίνησε νά πάει στόν πα­­τέρα του. Κι ἐνῶ βρισκόταν ἀκόμη μακριά, τόν εἶδε ὁ πατέ­ρας του καί τόν σπλαχνίσθηκε. Ἔτρεξε τότε γιά νά τόν προ­ϋπαντήσει, ἔπεσε στόν τράχηλό του, τόν ἀγκά­λια­σε σφιχτά καί τόν καταφιλοῦσε μέ στοργή. Ὁ Θεός δη­λαδή ὄχι μόνο δέχεται τόν ἁμαρτωλό πού μετανοεῖ καί ἐπιστρέφει κοντά του, ἀλλά καί προτοῦ ἀκόμη πλη­­σι­άσει ὁ ἁμαρτωλός, σπεύδει νά τόν ἀνα­ζη­τή­σει, καί τόν ἀγκαλιάζει μέ στοργή. 21 Ἐνῶ λοιπόν ὁ Πατέρας ἔδειξε τέτοια στοργή κι ἐνῶ ἀκολούθησε μιά τόσο θερμή συνδιαλλαγή, ὁ γιός συν­τε­­τριμμένος ἔκανε τήν ἐξομολόγησή του λέγοντας: Πατέρα, ἁμάρτησα στόν οὐρανό καί σέ σένα καί δέν εἶμαι πλέον ἄξιος νά ὀνομάζομαι γιός σου. 22 Ὁ πατέρας τότε τόν διέκοψε καί εἶπε στούς δούλους του: Βγάλτε ἔξω τήν πιό καλή φορεσιά ἀπ’ ὅσες ἔχουμε, σάν αὐτή πού φοροῦσε πρίν φύγει ἀπ’ τό σπίτι μου. Κι ἐπειδή αὐτός, στήν κατάσταση πού εἶναι, θά ντρέπεται νά τήν φορέσει, ντύστε τον ἐσεῖς, γιά νά μήν εἶναι πλέον γυμνός καί κουρελιάρης. Καί δῶστε του δαχτυλίδι νά τό φοράει στό χέρι του, ὅπως φοροῦν οἱ κύριοι καί οἱ ἐλεύθεροι. Δῶστε του καί ὑποδήματα στά πόδια του, γιά νά μήν περπατᾶ ξυπόλυτος ὅπως οἱ σκλάβοι. Τόν ἀποκαθιστῶ δηλαδή ὁλοκληρω­τικά στή θέση καί στά δικαιώματα πού εἶχε πρίν ἀσω­τεύ­σει. 23 Καί φέρτε καί σφάξτε ἐκεῖνο ἀπό τά μοσχάρια πού τό τρέφουμε ξεχωριστά γιά κάποια χαρμόσυνη καί ἐξαι­ρε­τική περίσταση. Ἄς φᾶμε λοιπόν, ἄς χαροῦμε καί ἄς πανηγυρίσουμε μέ τραγούδια καί μέ χορούς, 24 διότι ὁ γιός μου αὐτός μέχρι πρίν ἀπό λίγο ἦταν νεκρός, καί ἀναστήθηκε· ἦταν χαμένος, καί βρέθηκε. Καί ἄρχισαν νά εὐφραίνονται. 25 Ὁ μεγαλύτερος ὅμως γιός, μέ τόν ὁποῖο ἔμοιαζαν οἱ Φαρισαῖοι, ἦταν στό χωράφι. Καί καθώς ἐρ­χόταν καί πλησίαζε στό σπίτι, ἄκουσε ὄργανα καί τραγούδια καί χορούς. 26 Κάλεσε λοιπόν ἕναν ἀπό τούς ὑπηρέτες πού στεκό­ταν ἀπ’ ἔξω, καί ρωτοῦσε νά μάθει τί συμβαίνει, τί τάχα νά σήμαιναν ὅλα αὐτά. 27 Κι αὐτός τοῦ εἶπε: Γύρισε ὁ ἀδελφός σου, καί ὁ πατέρας σου ἔσφαξε τό καλοθρεμμένο μοσχάρι, διότι τοῦ γύρισε πάλι πίσω γερός καί ὑγιής. 28 Ὁ μεγαλύτερος ὅμως γιός θύμωσε καί δέν ἤθελε νά μπεῖ στό σπίτι. (Ἔτσι συμπεριφέρονταν καί οἱ Φαρισαῖοι, πού σκανδαλίζονταν ὅταν ἔβλεπαν τόν Κύριο νά συναναστρέφεται καί νά διδάσκει τούς ἁμαρτωλούς). Ὁ πατέρας του λοιπόν βγῆκε ἔξω καί τόν παρακαλοῦσε μέ τήν ἴδια στοργή πού δέχθηκε τό νεότερο γιό του. 29 Ἀλλά ὁ μεγαλύτερος γιός ἀποκρίθηκε στόν πατέρα του: Τόσα χρόνια εἶμαι στή δούλεψή σου καί ποτέ δέν παράκουσα κάποια προσταγή σου· καί παρόλα αὐτά δέν μοῦ ἔδωσες ποτέ οὔτε ἕνα κατσικάκι γιά νά διασκεδάσω μέ τούς φίλους μου. (Πόσο πλανᾶται ὁ με­γα­λύτερος γιός! Ἐάν ὑπῆρξε τόσο πειθαρχικός στόν πατέρα του, πῶς τώρα τόν παρακούει μέ τέτοιο πεῖσμα; Καί πότε ζήτησε κατσικάκι ἀπό τόν πατέρα του, κι ἐκεῖνος δέν τοῦ ἔδωσε;). 30 Ὅταν ὅμως ἦλθε ὁ προκομμένος αὐτός γιός σου, πού κατασπατάλησε τήν περιουσία σου μέ πόρνες, ἔσφαξες γι’ αὐτόν τό καλύτερο μοσχάρι πού τό εἴχα­με θρε­φτάρι. (Ὁ μεγαλύτερος γιός μεταχειρίστη­κε τήν ἀλαζονική γλώσσα τῶν Φαρισαίων, πού περιφρο­νοῦ­σαν τούς ἁ­μαρτω­λούς καί νόμιζαν ὅτι μόνο αὐτοί ἦταν δίκαιοι καί γι’ αὐτό εἶχαν ἀποκλειστικά δικαιώματα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ). 31 Ὁ πατέρας τότε τοῦ ἀπάντησε: Παιδί μου, ἐσύ εἶ­σαι πάντοτε μαζί μου. Κι ὅλα ὅσα ἔχω, δικά σου εἶ­ναι. 32 Ἔπρεπε λοιπόν κι ἐσύ νά εὐφρανθεῖς καί νά χαρεῖς, διότι ὁ ἀδελφός σου αὐτός, γιά τόν ὁποῖο μέ τόση περιφρόνηση μιλᾶς, ἦταν νεκρός, καί ἀναστήθηκε. Ἦταν χαμένος, καί βρέθηκε.