ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Ο ΠΛΑΝΑΣ

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Πλανᾶς

Ὁ ἅ­γιος Νι­κό­λα­ος ὁ Πλα­νᾶς εἶ­ναι μί­α ὁ­σί­α ἱ­ε­ρα­τι­κὴ μορ­φὴ τῶν νε­ω­τέ­ρων χρό­νων τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας μας. Ἔ­ζη­σε καὶ ἔ­δρα­σε στὴν πό­λι τῶν Ἀ­θη­νῶν. ῾Υ­πῆρ­ξε κα­τὰ τὴν μαρ­τυ­ρί­α συγ­χρό­νων του «ὁ τα­πει­νό­τε­ρος τῶν ἱ­ε­ρέ­ων καὶ ὁ ἁ­πλο­ϊ­κώ­τε­ρος τῶν ἀν­θρώ­πων» τῆς ἐ­πο­χῆς του· «ἀ­ξι­α­γά­πη­τος» ὑ­πὸ πά­ντων καὶ «ἄ­ξιος τοῦ πρώ­του μα­κα­ρι­σμοῦ τοῦ Σωτῆρος».

Γεν­νή­θη­κε στὴ Νάξο τὸ 1851 ἀ­πὸ τοὺς εὐ­λα­βεῖς νη­σι­ῶ­τες τὸν κα­πε­τὰν Ἰ­ω­άν­νη καὶ τὴν Αὐ­γου­στί­να. Ὁ παπ­ποῦς του ὁ πα­πα-Γι­ώρ­γης ὁ Με­λισ­σουρ­γὸς τοῦ ἐ­νέ­πνευ­σε ἀ­γά­πη θερ­μὴ πρὸς τὴν ᾿Εκ­κλη­σί­α καὶ τὴν ῾Ι­ε­ρω­σύ­νη. Ἀ­πὸ μι­κρὸ παι­δὶ ἐ­ξε­δή­λω­σε εὐ­σέ­βεια βα­θυ­τά­τη. ᾿Ε­πε­σκέ­πτε­το τὰ ἐ­ξωκ­κλή­σια τῆς νή­σου, ἄ­να­βε τὰ καν­τή­λια καὶ ἐ­πι­κοι­νω­νοῦ­σε μὲ τὸν Θε­ὸ καὶ τοὺς Ἁ­γί­ους τό­σο ζων­τα­νά, σὰν νὰ συ­νω­μι­λοῦ­σε μὲ πο­λὺ δι­κο­ύς του ἀν­θρώ­πους. Σὲ ἡ­λι­κί­α 14 ἐ­τῶν ἔ­μει­νε ὀρ­φα­νὸς ἀ­πὸ πα­τέ­ρα καὶ ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του με­το­ί­κη­σε στὴν Ἀ­θή­να, στὴν πε­ρι­ο­χὴ τῆς ση­με­ρι­νῆς Πλά­κας κά­τω ἀ­πὸ τὴν Ἀ­κρό­πο­λι.

Σὲ νε­α­ρὰ ἡ­λι­κί­α νυμ­φε­ύ­ε­ται τὴν ἐ­νά­ρε­τη ῾Ε­λέ­νη ἀ­πὸ τὰ Κύθηρα. ᾿Ε­νω­ρὶς ὅ­μως ἡ σύ­ζυ­γός του ἐ­κοι­μή­θη ἀ­φή­νον­τας πί­σω τὸ μο­νά­κρι­βο παι­δί τους Ἰ­ω­άν­νη. Μὲ καρ­τε­ρί­α ψυ­χῆς ση­κώ­νει ὁ Νι­κό­λα­ος τὸν σταυ­ρὸ ποὺ ὁ Κύριος τοῦ ἔ­δω­σε. Κρί­νει ὅ­τι ἔ­φθα­σε τώ­ρα ἡ ὥ­ρα νὰ προ­σφερ­θεῖ ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ στὸν Κύριο. Στὶς 28 Ἰ­ου­λί­ου 1879 ἐκ­πλη­ρώ­νε­ται ὁ παιδι­κός του πό­θος. Χει­ρο­το­νεῖ­ται δι­ά­κο­νος στὸν ἱ­ε­ρὸ Να­ὸ Με­τα­μορ­φώ­σε­ως τοῦ Σω­τῆ­ρος τῆς Πλά­κας, ὅ­που καὶ θὰ δι­α­κο­νή­σει γιὰ πέ­ντε χρό­νια. Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ ἀρ­χί­ζει τὴν ποιμαντική του δρα­στη­ρι­ό­τη­τα. Μὲ τὸ γλυ­κό του λό­γο, φω­τί­ζει, νου­θε­τεῖ καὶ πα­ρη­γο­ρεῖ τοὺς ἐ­νο­ρῖ­τες του. Στὶς 2 Μαρ­τί­ου 1884 χει­ρο­το­νεῖ­ται ἱ­ε­ρεὺς στὸ ἱ­στο­ρι­κὸ ἐκ­κλη­σά­κι τῆς Πλά­κας τοῦ ἁ­γί­ου ᾿Ε­λισ­σα­ί­ου. Το­πο­θε­τεῖ­ται στὴν ἀρ­χὴ ἐ­φη­μέ­ριος στὸν ἅ­γιο Παν­τε­λε­ή­μο­να Ἰ­λισ­σοῦ μὲ 13 μό­λις τό­τε οἰ­κο­γέ­νει­ες – ἐ­νο­ρῖ­τες. Καὶ με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο στὸν ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη τῆς ὁ­δοῦ Βου­λι­αγ­μέ­νης μὲ 8 οἰ­κο­γέ­νει­ες, ὅ­που πα­ρέ­μει­νε μέ­χρι τὸ ὁ­σια­κό του τέ­λος.

Ὁ ἅ­γιος ἱ­ε­ρεὺς Νι­κό­λα­ος ὁ Πλα­νᾶς, ἂν καὶ ἦ­ταν ὀ­λι­γο­γράμ­μα­τος, ἦ­ταν πλο­ύ­σιος σὲ «ἄ­νω­θεν» σο­φί­α. Πλοῦ­τος του ἦ­ταν ὁ Θε­ός, τὸν ὁ­ποῖ­ον ὑ­πε­ρα­γα­ποῦ­σε καὶ ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε «ἐξ ὅ­λης ψυ­χῆς καὶ καρ­δί­ας». Ὁ βι­ο­γρά­φος του ση­μει­ώ­νει ὅ­τι «δι­ήρ­χε­το τὸ πλεῖ­στον τοῦ χρό­νου εἰς τὰς αὐ­λὰς τοῦ Κυ­ρί­ου κα­τα­γι­νό­με­νος εἰς μα­κρὰς ἀλ­λὰ λί­αν κα­τα­νυ­κτι­κὰς προσευ­χὰς τε­λῶν πά­σας τὰς ἱ­ε­ρὰς ἀ­κο­λου­θί­ας».

Δι­ε­κρί­θη ὡς εὐ­λα­βέ­στα­τος λει­τουρ­γὸς τοῦ ἱ­ε­ροῦ Θυ­σι­α­στη­ρί­ου. Κα­τὰ τὴν ὥ­ρα τῆς Λα­τρε­ί­ας ἀ­πε­σπᾶ­το ἀ­πὸ τὰ γή­ϊ­να. ῾Υ­πῆρ­ξαν φο­ρὲς ποὺ παι­διὰ μὲ τὰ ἁ­γνά τους μά­τια τὸν ἀντί­κρι­ζαν «νὰ ἀ­στρά­φτει ἀ­πὸ οὐ­ρά­νιο φῶς» ἢ ἄλ­λο­τε ἔκ­πλη­κτα ὁ­μο­λο­γοῦ­σαν· «Ὁ παπ­πο­ύ­λης δὲν πα­τά­ει στὴ γῆ… ἀ­νε­βα­ί­νει στὸν οὐ­ρα­νό». Πλῆ­θος ἀν­θρώ­πων ἐγ­γραμ­μά­των ἀλ­λὰ καὶ ἁ­πλο­ϊ­κῶν ἤρ­χε­το στὶς θεῖ­ες Λει­τουρ­γί­ες ποὺ κα­θη­με­ρι­νὰ ἐ­πὶ 50 ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια τε­λοῦ­σε στὸν ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη καὶ τὰ βυ­ζαν­τι­νὰ να­ΰ­δρια γύ­ρω ἀ­πὸ τὴν Ἀ­κρό­πο­λι. Μετάγγι­ζε στοὺς πι­στοὺς πά­ντο­τε μιὰ οὐ­ρά­νια ἀ­τμό­σφαι­ρα «βα­θε­ί­ας κα­τα­νύ­ξε­ως, ἀ­πο­λύ­του ἡ­συ­χί­ας καὶ προ­ση­λώ­σε­ως ὅ­λων εἰς τὰ ἐν τῷ να­ῷ τε­λο­ύ­με­να», κα­τὰ τὴν μαρ­τυ­ρί­α πολ­λῶν.

Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ τῆς θερ­μῆς του ἀ­γά­πης εἶ­ναι πὼς ­μνη­μό­νευ­ε ἐ­πὶ πολ­λὲς ὧ­ρες ἑ­κα­τον­τά­δες μνη­μο­νε­ύ­μα­τα, τὰ ὁ­ποῖ­α ὀ­νό­μα­ζε «τὰ γραμ­μά­τιά μου καὶ τὰ συμ­βό­λαιά μου» καὶ τὰ με­τέ­φε­ρε στὸν ὦ­μο του σὲ δύ­ο πά­νι­νες σακ­κοῦ­λες.

Ὁ ὅ­σιος αὐ­τὸς ἱ­ε­ρεὺς ἦ­ταν γε­μᾶ­τος ἀ­γα­θω­σύ­νη καὶ ἐ­λε­η­μο­σύ­νες. «Ἔ­δι­δε ὅ,τι εἶ­χε». Με­τέ­βαι­νε ἀ­θό­ρυ­βα καὶ ἐ­λε­οῦ­σε ἢ συν­τη­ροῦ­σε τα­κτι­κὰ πτω­χὲς οἰ­κο­γέ­νει­ες, ἐ­πλή­ρω­νε γιὰ τὰ δί­δα­κτρα καὶ τὰ βι­βλί­α πτω­χῶν φοι­τη­τῶν, συμ­βο­ύ­λευ­ε καὶ συμ­φι­λί­ω­νε οἰ­κο­γέ­νει­ες, πα­ρη­γο­ροῦ­σε πο­νε­μέ­νους. Συ­νε­χῶς εὐ­ερ­γε­τοῦ­σε, «πά­ντας ἠ­γά­πα, ὑ­πὲρ πά­ντων ηὔχετο», ση­μει­ώ­νει ὁ βι­ο­γρά­φος του.

῏Η­ταν ἀ­κό­μη ὁ ἅ­γιος καὶ ὑ­πο­μο­νη­τι­κὸς καὶ ἀ­νε­ξί­κα­κος. Δὲν κρα­τοῦ­σε ἴ­χνος κα­κί­ας γιὰ κα­νέ­να. Καὶ γιὰ ὅ­σους ἐ­κμε­ταλ­λε­ύ­ον­το τὴν κα­λω­σύ­νη του ἔ­λε­γε· «Νο­μί­ζε­τε πὼς δὲν ξέ­ρω νὰ μι­λή­σω ὅ­ταν μὲ κα­κο­με­τα­χει­ρί­ζων­ται; Ξέρω, παι­διά μου, ἀλ­λὰ σκέ­πτο­μαι τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα καὶ ἔ­τσι σι­ω­πῶ!».

῏Η­ταν ἀ­κό­μα καὶ ἐ­ξο­μο­λό­γος, ἀ­λη­θι­νὸς Πνευ­μα­τι­κός. Μὲ τὴν «με­γά­λην του ἁ­πλό­τη­τα καὶ τὴν ἄ­κρα τα­πε­ί­νω­ση ἀ­πέ­σπα­σε τὴν ἐ­κτί­μη­ση, τὴν συμ­πά­θεια καὶ τὴν ἐμ­πι­στο­σύ­νη πολ­λῶν…». Πολ­λοὶ «δύ­στρο­ποι χα­ρα­κτῆ­ρες» ἄλ­λα­ζαν φρο­νή­μα­τα, το­νί­ζει ὁ βι­ο­γρά­φος του. ᾿Ε­πι­δροῦ­σε μὲ τὸ πρᾶ­ον καὶ τὸ ἀ­νε­ξί­κα­κον τοῦ ἤ­θους του. «Οὐ­δεὶς εὑ­ρέ­θη πο­τὲ δυ­σα­να­σχε­τῶν κατ᾿ αὐ­τοῦ ἢ ἀν­τι­λέ­γων εἰς τὰς πα­τρι­κὰς αὐ­τοῦ ὑ­πο­θή­κας καὶ συ­στά­σεις».

 Πα­ρὰ ταῦ­τα πα­ρέ­με­νε ὁ τα­πει­νός.

Ἀ­νε­πη­ρέ­α­στος ἀ­πὸ τὴν ὑ­ψη­λο­φρο­σύ­νη. «Χω­ρὶς νὰ συγ­κι­νεῖ­ται ἀ­πὸ κοι­νω­νι­κὲς γνω­ρι­μί­ες» ἢ ἀ­πὸ τοὺς ἐ­πα­ί­νους. ᾿Ε­φέ­ρε­το πρὸς ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πους «ὡς τὸ ἄ­κα­κον παιδίον». ῞Υ­στε­ρα ἀ­πὸ ὅ­λα αὐ­τὰ ἦ­ταν φυ­σι­κὸ ὁ Θε­ὸς νὰ ἀ­να­πα­ύ­ε­ται εἰς τὴν καρ­δί­αν τοῦ ὁ­σί­ου ἱ­ε­ρέ­ως Νι­κο­λά­ου. «Κάποια ξέ­νη δύ­να­μις τὸν ἐ­βά­στα­ζε… ῏Η­ταν ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνε­ύ­μα­τος». Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ οἱ προ­σευ­χές του ἦ­ταν ἰ­σχυ­ρὲς καὶ θαυ­μα­τουρ­γοῦ­σαν. Πολ­λὰ εἶ­ναι τὰ θα­ύ­μα­τα ποὺ ἐ­πι­τε­λοῦ­σε ἡ Χάρις τοῦ Θε­οῦ διὰ πρε­σβει­ῶν τοῦ ἁ­γί­ου ὅ­σο ζοῦ­σε ἀλ­λὰ καὶ με­τὰ θά­να­τον. Ἀ­σθε­νεῖς ἐ­θε­ρα­πε­ύ­θη­σαν, ἄ­νερ­γοι εὑ­ρῆ­καν ἐρ­γα­σί­α, οἰ­κο­γέ­νει­ες ἑ­νώ­θη­καν πά­λι καὶ εἰ­ρή­νευ­σαν «καί… πολ­λὰ ἄλ­λα ἐ­πο­ί­ει».

«Ἔ­ζη­σε ὡς δί­και­ος», γρά­φει ὁ βι­ο­γρά­φος του, «καὶ ἐ­κοι­μή­θη ὡς ἅ­γιος τὸν ὕ­πνον τοῦ ἀν­θρώ­που τοῦ Θε­οῦ 2 Μαρ­τί­ου 1932, ἡ­μέ­ρα τῆς χει­ρο­το­νί­ας του» ψελ­λί­ζον­τας· «῾Η θε­ί­α Χάρις νὰ σᾶς εὐ­λο­γεῖ… τὸν δρό­μον τε­τέ­λε­κα… Δόξα σοι, ὁ Θε­ός». Χι­λι­ά­δες λα­οῦ ἔ­σπευ­σαν στὴ νε­κρώ­σι­μη Ἀ­κο­λου­θί­α, ποὺ «θύ­μι­ζε πέν­θος Μ. Πα­ρα­σκευ­ῆς». ῞Ο­λοι ὡμολογοῦσαν μὲ συγ­κί­νη­σι· Σήμερα «κη­δε­ύ­ο­μεν ἕ­να ἅ­γιον ἱ­ε­ρέ­α»! Τὰ χα­ρι­τό­βρυ­τα ἱ­ε­ρά του Λε­ί­ψα­να φυ­λάσ­σον­ται σή­με­ρα εἰς τὸν ἱ­ε­ρὸ Να­ὸ τῆς ἐ­νο­ρί­ας τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου ὁδοῦ Βου­λι­αγ­μέ­νης. Καὶ ὁ θε­ο­φι­λὴς λα­ὸς τῶν Ἀ­θη­νῶν τὸν δο­ξά­ζει καὶ τὸν ἐ­πι­κα­λεῖ­ται καὶ τὸν τι­μᾶ μὲ λαμ­πρό­τη­τα! «Νι­κό­λα­ε ἀ­ο­ί­δι­με Πλα­νᾶ ὁ ἐν πᾶ­σιν ἡ­μῖν ὑ­πο­γραμ­μός… ἱερουρ­γῶν ὁ­σί­ως τῷ Κυ­ρί­ῳ σου πρέ­σβευ­ε ὑ­πὲρ ἡ­μῶν ἐ­κτε­νῶς δω­ρη­θῆ­ναι καὶ ἡ­μῖν τὸ θεῖ­ον ἔ­λε­ος»!…

Ἀ­πό τό πε­ρι­ο­δι­κό «Ο ΣΩΤΗΡ»