Τὸ ψάλλουμε στὴν Ἀκολουθία τοῦ Μνημοσύνου γιὰ τοὺς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας. Τὸ αἰσθανόμαστε ὡς εὐχή, τὸ ἀπευθύνουμε ὡς προσευχή· γνωρίζουμε ὅμως τί ἀκριβῶς σημαίνει;
Ἴσως τὸ συνδέουμε μὲ τὴν πολὺ ἀνθρώπινη εὐχὴ ποὺ δίνεται στοὺς συγγενεῖς τοῦ κεκοιμημένου μετὰ τὸ πέρας τῆς Ἐξοδίου Ἀκολουθίας ἢ τοῦ Μνημοσύνου: «Νὰ ζεῖτε νὰ τὸν θυμάστε»! Νὰ μὴν ξεχαστεῖ στὴ γῆ τὸ ὄνομα τοῦ ἐκλιπόντος, ἀλλὰ νὰ μείνει ἄσβηστη ἡ θύμησή του στὴ μνήμη τῶν ζωντανῶν καὶ μάλιστα τῶν δικῶν του.
Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν ἄποψη βέβαια οἱ πιὸ προνομιοῦχοι εἶναι ὅσοι μὲ τὰ ἐξαιρετικὰ χαρίσματά τους καὶ τὸν ἐπίμονο μόχθο τους ἄφησαν ὄνομα στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία: ἱκανότατοι ἄνθρωποι τῆς τέχνης, λογοτέχνες, μουσικοσυνθέτες, ζωγράφοι, ἀρχιτέκτονες, ἐπιτυχημένοι ἐπιστήμονες, ἐφευρέτες, μεγαλοφυεῖς στρατηγοί… Ἀλλὰ αὐτοὶ εἶναι πολὺ λίγοι, αὐτοὶ εἶναι οἱ εὐνοημένοι ἀπὸ τὴ φύση καὶ τὶς περιστάσεις. Οἱ ὑπόλοιποι; οἱ συνηθισμένοι; ἐμεῖς οἱ μέτριοι ἄνθρωποι; Ναί, θὰ μᾶς θυμοῦνται τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ἐγγόνια μας. Ἀλλὰ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα; Πόσοι ἀπὸ ἐμᾶς γνωρίζουμε ἔστω καὶ τὰ ὀνόματα τῶν προπάππων μας καὶ ποῦ βρίσκονται τὰ ὀστά τους; Ἀκόμη περισσότερο, οἱ ἄσημοι καὶ ἐγκαταλελειμμένοι ἢ μοναχικοὶ ἄνθρωποι, ποὺ κηδεύονται μὲ τὴ μέριμνα τῆς κοινωνίας καὶ κάποτε δὲν εἶναι γνωστὸ οὔτε τὸ ὄνομά τους ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τοὺς κηδεύουν; Τί νόημα ἔχει γι᾿ αὐτοὺς τὸ «αἰωνία ἡ μνήμη»; Σ᾿ αὐτοὺς θὰ μείνει ἀνεκπλήρωτη ἡ εὐχὴ τῆς Ἐκκλησίας;…
Βέβαια δὲν εἶναι πάντοτε τιμητικὸ γιὰ κάποιον νεκρὸ νὰ θυμοῦνται οἱ ἄνθρωποι τὸ ὄνομά του. Π.χ. ὁ Νέρων καὶ ὁ Ἡρώδης εἶναι πρόσωπα ποὺ τὰ θυμοῦνται οἱ ἑπόμενες γενιὲς μὲ φρίκη καὶ ἀποστροφή. Ἐξάλλου καὶ ἂν ἀκόμη κάποιος ἀφήσει καλὸ ὄνομα στὴν ἱστορία γιὰ τὶς θαυμαστὲς ἐπιδόσεις του σὲ ὁποιονδήποτε τομέα, ἀκόμη καὶ στὴν ἀρετή, ὅμως ἀκόμη καὶ τότε ἡ μνήμη του δὲν εἶναι «αἰωνία», ἀλλὰ ὅσο θὰ ὑπάρχει αὐτὸς ὁ κόσμος· πολλὲς φορὲς μάλιστα γρήγορα ἀτονεῖ ἡ μνήμη του καὶ εἶναι πιὰ γνωστὸς μόνο στοὺς ἱστορικοὺς ἢ οὔτε καὶ σὲ αὐτούς. Ἂν ὅμως ἔτσι εἶναι τὰ πράγματα ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς ἐπώνυμους τῆς Ἱστορίας, τί νόημα ἔχει ἡ συγκεκριμένη προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι πολὺ ἁπλή: ἡ προσευχὴ αὐτὴ ἔχει ἄλλο νόημα. Μὲ τὸ «αἰωνία ἡ μνήμη» δὲν ἐννοεῖται ἡ μνήμη τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ. Προσευχόμαστε ὁ Θεὸς νὰ θυμᾶται αἰώνια τὸν κεκοιμημένο ἀδελφό μας, καὶ ὄχι οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλὰ τί σημαίνει αὐτὴ ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ;
Ὅταν ἄγγελος ἐμφανίσθηκε στὸν ἅγιο Κορνήλιο τὸν ἑκατόνταρχο, τοῦ εἶπε: «Αἱ προσευχαί σου καὶ αἱ ἐλεημοσύναι σου ἀνέβησαν εἰς μνημόσυνον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. ι´ [10] 4). Οἱ προσευχὲς καὶ οἱ ἐλεημοσύνες σου ἀνέβηκαν στὸν οὐρανὸ ὡς προσφορὰ εὐπρόσδεκτη στὸ Θεὸ καὶ ἄξια νὰ σὲ θυμᾶται καὶ νὰ μὴ σὲ λησμονεῖ ποτέ. Ὁ δὲ Ψαλμωδὸς ἀναφωνεῖ μὲ εὐγνωμοσύνη: «Τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνῄσκῃ αὐτοῦ; ἢ υἱὸς ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτόν;» (Ψαλ. η´ 5). Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὥστε νὰ καταδέχεσαι νὰ τὸν θυμᾶσαι, ἢ κάθε ἀπόγονός του, ὥστε νὰ τὸν φροντίζεις ἰδιαιτέρως;… Αὐτὸ ὅμως ποὺ ἀφορᾶ ἀκριβῶς στὸ θέμα μας εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ συσταυρωμένου μὲ τὸν Κύριο μετανοημένου ληστῆ: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. κγ´ [23] 42). Θυμήσου με, Κύριε, ὅταν θὰ ξαναέλθεις μὲ τὴ δόξα καὶ τὴ δύναμη τῆς Βασιλείας Σου, καὶ ἀνάστησέ με γιὰ νὰ τὴν ἀπολαύσω καὶ ἐγώ.
Συνεπῶς μὲ τὸ «αἰωνία ἡ μνήμη» προσευχόμαστε ὁ Θεὸς νὰ θυμηθεῖ τὸν κεκοιμημένο στὴ Βασιλεία Του. Πρόκειται γιὰ μνήμη ἀγάπης, μνήμη ἐλέους, μνήμη σωτηρίας. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ σημαντικότερο. Διότι τί νόημα ἔχει νὰ μὲ θυμοῦνται μὲ θαυμασμὸ οἱ ἄνθρωποι γιὰ τὰ ἔργα καὶ τὶς ἐπιδόσεις μου, ν᾿ ἀφήσω ὄνομα στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία, ἀλλὰ τὸ ὄνομά μου νὰ μὴν εἶναι γραμμένο στὸ βιβλίο τοῦ Θεοῦ, νὰ μὲ ἔχει ἀποδοκιμάσει ὁ Θεὸς ἐξαιτίας τῆς ἀμετανοησίας μου καὶ νὰ στενάζω στὸν Ἅδη; Ποιὸ τὸ ὄφελος; Καὶ ἀντίστροφα, γιατί νὰ θεωρήσω ζημιὰ τὸ νὰ μὲ ξεχάσουν οἱ ἄνθρωποι, ἂν μὲ θυμηθεῖ ὁ Θεὸς καὶ μοῦ χαρίσει τὴ Βασιλεία Του;
Τὰ αἰτήματα τῆς Ἐκκλησίας καὶ γενικὰ οἱ προσευχὲς καὶ ἡ Λατρεία της εἶναι οὐράνια, εἶναι ἐμπνευσμένα ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἀληθινὰ καὶ πολὺ εὔστοχα. Δὲν εἶναι μολυσμένα ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου οὔτε περιέχουν ἀνθρώπινες ἐπιδιώξεις, καὶ ἐν προκειμένῳ τὴν ἐπιδίωξη κάποιας ἐγκόσμιας ὑστεροφημίας, ἡ ὁποία τελικὰ εἶναι μάταιη καὶ δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ συντελεῖ στὴ μακαρία ἀνάπαυση τῶν νεκρῶν μας.
Ἂς ψάλλουμε λοιπὸν καὶ ἂς προσευχόμαστε σὲ κάθε ἱερὸ Μνημόσυνο στὸ ὁποῖο παρευρισκόμαστε, νὰ εἶναι «αἰωνία ἡ μνήμη» τοῦ ἀδελφοῦ μας. Ἂς τὸ ψάλλουμε μὲ ἐπίγνωση, γνωρίζοντας τί σημαίνει. Ἂς τὸ ψάλλουμε μὲ τὴν καρδιά μας, μὲ πόθο, μὲ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν κεκοιμημένο. Ἂς παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ νὰ τὸν δεχθεῖ κοντά Του. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εὐχηθοῦμε κάτι ἀνώτερο γιὰ τὸν ἐκδημήσαντα ἀδελφό μας: νὰ τὸν θυμηθεῖ ὁ Θεὸς στὴ Βασιλεία Του· τὸ σύντομο πέρασμά του ἀπὸ τὴ γῆ νὰ ἔχει κατάληξη τὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὅπου κυριαρχεῖ ἡ αἰώνια εὐτυχία καὶ χαρὰ μέσα στὸ φῶς τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ.