ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (5/3)

Σήμερα 5/3 εορτάζουν:

  • Άγιος Κόνων ο Ίσαυρος
  • Όσιος Μάρκος ο ασκητής και Θαυματουργός
  • Άγιος Γεώργιος ο Νεομάρτυρας εκ Ραψάνης
  • Άγιος Κόνων ο Κηπουρός
  • Όσιος Μάρκος ο Αθηναίος
  • Άγιος Παρθένιος Παρθενιάδης
  • Άγιος Ευλόγιος
  • Άγιος Ευλάμπιος
  • Άγιος Αρχέλαος και οι μαζί μ’ αυτόν Εκατόν πενήντα δύο μάρτυρες
  • Άγιοι Φώτιος και Κύριλλος
  • Άγιος Νικόλαος Επίσκοπος Αχρίδος και Ζίτσης
  • Όσιος Κόνων ο εκ Κύπρου
  • Άγιος Ιωάννης ο Νεομάρτυρας εκ Βουλγαρίας
  • Άγιος Νέστωρ
  • Άγιος Θεόφιλος ο Ιερομάρτυρας Επίσκοπος Καισαρείας
  • Όσιοι Αδριανός και Λεωνίδας οι Μάρτυρες εκ Ρωσίας
  • Ανακομιδή των τιμίων Λειψάνων του Αγίου Θεοδώρου του Πρίγκιπος και των υιών αυτού Δαβίδ και Κωνσταντίνου

Ὁ Ἅγιος Κόνων ὁ Ἴσαυρος

5.-Agios-Konon-o-Isayros

Στὶς 5 Μαρ­τί­ου ἡ ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α συ­νε­ορ­τά­ζει τρεῖς ἁ­γί­ους ποὺ φέ­ρουν τὸ ἴ­διο ὄ­νο­μα, «Κό­νων»: τὸν ἅ­γιο Κό­νω­να τὸν κη­που­ρὸ καὶ μάρ­τυ­ρα ἀ­πὸ τὴ Να­ζα­ρέτ, ποὺ μαρτύρησε ἐ­πὶ Δε­κί­ου τὸν 3ο αἰ­ώ­να· τὸν ὅ­σιο Κό­νω­να τὸν Κύ­πριο, ποὺ ἀ­σκή­τε­ψε στὸν Ἀ­κά­μα, καὶ τὸν ἅ­γιο ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρα Κό­νω­να, ποὺ με­λε­τοῦ­με ἐ­δῶ τὴ ζω­ή του.

Πρό­κει­ται γιὰ ἅ­γιο ποὺ ἀ­νή­κει στὴ χο­ρεί­α τῶν Μαρ­τύ­ρων τῶν πρώ­των ἀ­πο­στο­λι­κῶν χρό­νων. Γεν­νή­θη­κε τὸν 2ο αἰ­ώ­να στὸ χω­ριὸ Βυ­δα­νὴ τῆς Σε­λευ­κεί­ας, στὴν ὀ­ρει­νὴ πε­ρι­ο­χὴ τῆς Ἰ­σαυ­ρί­ας τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας. Οἱ γο­νεῖς του, ὁ Νέ­στωρ καὶ ἡ Νά­δα, ἦ­ταν εἰδω­λο­λά­τρες, ἀλ­λὰ εἶ­χαν κα­λο­συ­νά­τη ψυ­χή, πα­ρό­τι ζοῦ­σαν σὲ τό­πο ποὺ φη­μι­ζό­ταν γιὰ τὴν τραχύτη­τα καὶ τὴ σκλη­ρό­τη­τα τῶν κα­τοί­κων του.

Ἡ Πα­ρά­δο­ση ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι ὁ Κό­νων κα­τη­χή­θη­κε στὴ χρι­στι­α­νι­κὴ πί­στη καὶ βα­πτί­στη­κε ἀ­πὸ τὸν ἀρ­χάγ­γε­λο Μι­χα­ήλ. Αὐ­τὸς ὁ Μέ­γας Ἀρ­χι­στρά­τη­γος τῶν Ἐ­που­ρα­νί­ων Δυ­νά­με­ων τὸν ἐ­νί­σχυ­ε σὲ ὅ­λη τὴ με­τέ­πει­τα ζω­ή του καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρα στόν ἀ­γώ­να του γιὰ τὴν ὁ­μο­λο­γί­α τοῦ ὀ­νό­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Καὶ σὲ πολ­λὲς ἄλ­λες πε­ρι­στά­σεις ὁ Ἀρχάγγελος τὸν βο­ή­θη­σε γιὰ νὰ φυ­γα­δεύσει ἢ νὰ πε­ρι­ο­ρί­σει (μέ­σα σὲ πι­θά­ρι) πο­νη­ρὰ πνεύ­μα­τα καὶ νὰ δα­μά­σει τὴ δύ­να­μή τους.

Σὲ νε­α­ρὴ ἡ­λι­κί­α ὁ Κό­νων πι­ε­ζό­με­νος ἀ­πὸ τοὺς γο­νεῖς του νυμ­φεύ­θη­κε μιὰ εὐ­σε­βὴ καὶ πι­στὴ κό­ρη, τὴν Ἄν­να, μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἀ­πο­φά­σι­σαν μα­ζὶ νὰ ζή­σουν μὲ αὐ­στη­ρὴ ἐγ­κρά­τεια. Καὶ οἱ δυ­ό τους φλέ­γον­ταν ἀ­πὸ ἰ­σχυ­ρὸ πό­θο ἱ­ε­ραποστο­λῆς καὶ δι­έ­δι­δαν τὸ μή­νυ­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου.

Οἱ μι­κροὶ πυ­ρῆ­νες τῶν χρι­στια­νῶν τῆς γύ­ρω πε­ρι­ο­χῆς, ποὺ ζοῦ­σαν τὴ νέ­α ζω­ὴ μὲ τὸ ἀ­νώ­τε­ρο ἦ­θος ποὺ ἐγ­και­νί­α­σε ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, εἶ­χαν βα­θιὰ συγ­κι­νή­σει τοὺς γονεῖς τοῦ Κό­νω­να. Ἔ­τσι δὲν δί­στα­σαν καὶ οἱ δυ­ὸ σύν­το­μα καὶ μὲ πολ­λὴ εὐ­κο­λί­α νὰ ἀ­σπα­σθοῦν τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ πί­στη. Μά­λι­στα ὁ πα­τέρας του ὁ Νέ­στωρ ἔ­γι­νε ἀρ­γό­τε­ρα καὶ μάρ­τυ­ρας.

Ὁ Κό­νων προι­κι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ μὲ τὸ χά­ρι­σμα τοῦ λό­γου, καὶ μά­λι­στα πει­στι­κοῦ λό­γου, ἀ­νέ­τρε­πε μὲ εὐ­κο­λί­α τὰ σο­φί­σμα­τα τῶν ἐ­θνι­κῶν. Κά­πο­τε οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες τῆς περιο­χῆς τὸν ὁ­δή­γη­σαν σὲ ἐ­πί­ση­μο βῆ­μα γιὰ νὰ τὸν δι­κά­σουν «ὡς ὑ­βρι­στὴ καὶ ἐ­χθρὸ τῆς ἐ­πί­ση­μης θρη­σκεί­ας» ἔ­χον­τας φέ­ρει ἀ­πέ­ναν­τί του δει­νοὺς συ­ζη­τη­τές. Ὁ Κό­νων καὶ ἐδῶ νίκη­σε, για­τὶ μί­λη­σε μὲ γλυ­κύ­τη­τα καὶ πρα­ό­τη­τα καὶ ἔ­δω­σε πει­στι­κὲς ἀ­παν­τή­σεις σὲ ὅ­λους.

Ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­νέ­παυ­ε ἀ­νή­συ­χους εἰ­δω­λο­λά­τρες νέ­ους ποὺ ἀ­να­ζη­τοῦ­σαν μὲ πά­θος τὴν ἀ­λή­θεια. Μὲ τὴ δύ­να­μη τοῦ Θε­οῦ καὶ τὴν ἐ­νί­σχυ­ση τοῦ ἀρ­χαγ­γέ­λου Μι­χα­ὴλ πολ­λοὶ ἐπηρεάζον­ταν ἀ­πὸ τὸ κή­ρυγ­μά του καὶ ἄλ­λα­ζαν ζω­ή. Ζη­τοῦ­σαν νὰ βα­πτι­σθοῦν καὶ νὰ βα­δί­σουν τὴν ὁ­δὸ τοῦ Κυ­ρί­ου. Τὸ δί­χτυ τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ ἔ­ρι­χνε ὁ Κό­νων, ὅ­λο καὶ ἁ­πλω­νό­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο, ὅ­λο καὶ δε­χό­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρους μέ­σα του «λο­γι­κοὺς ἰ­χθῦς».

Ὅ­μως τὸ νέ­ο αὐ­τὸ ἔ­φερ­νε πι­κρί­α καὶ δυ­σα­ρέ­σκεια στὸ ἀν­τί­θε­το στρα­τό­πε­δο, τῶν ἐ­χθρῶν τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ ἀν­τί­δρα­ση ὅ­λο καὶ δυ­νά­μω­νε ἀ­πέ­ναν­τι σ’ αὐ­τὸν τὸν νε­α­ρό, ποὺ μὲ τόση εὐ­κο­λί­α ἀ­πο­σποῦ­σε ἀν­θρώ­πους ἀ­πὸ τὸν κό­σμο τῶν εἰ­δώ­λων καὶ τοὺς ἔ­κα­νε ὁ­πα­δοὺς τοῦ Να­ζω­ραί­ου. Κα­νεὶς ὅ­μως δὲν τολ­μοῦ­σε νὰ τὸν συλ­λά­βει, γιατὶ ἀ­σκοῦ­σε γο­η­τεί­α σὲ πολ­λοὺς μὲ τὴν κα­λο­σύ­νη του. Καὶ τὸν ἀ­γα­ποῦ­σαν πολ­λοί, ἐ­χθροὶ καὶ φί­λοι.

Κά­ποι­α μέ­ρα ὁ Κό­νων θέ­λη­σε νὰ ἀ­πο­δεί­ξει τὴ δύ­να­μη τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ του σὲ μιὰ με­γά­λη ὁ­μά­δα φα­να­τι­κῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν. Τοὺς ὁ­δή­γη­σε λοι­πὸν μα­ζί του στὸ βω­μὸ τῶν εἰδώ­λων. Καὶ ἐ­κεῖ μπρο­στά τους ὁ Κό­νων ὄρ­θιος καὶ σο­βα­ρὸς προ­σευ­χή­θη­κε μὲ πί­στη νὰ φα­νε­ρώ­σει ὁ πανά­γιος Τρι­α­δι­κὸς Θε­ὸς τὸ με­γα­λεῖ­ο του. Καί ξαφ­νι­κὰ χω­ρὶς κα­μιὰ ἄλλη ἀν­θρώ­πι­νη πα­ρέμ­βα­ση ἢ βί­α τὸ ψεύ­τι­κο ἄ­γαλ­μα σω­ρι­ά­στη­κε μὲ πά­τα­γο μπρο­στὰ στὰ πό­δια τους.

Καὶ μέ­σα ἀ­πὸ τὰ σπα­σμέ­να μάρ­μα­ρα ἀ­κού­στη­κε μιὰ θρη­νη­τι­κὴ φω­νή: «Ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς εἶ­ναι Θε­ός! Για­τὶ μᾶς ἀ­να­στα­τώ­νεις ἐ­μᾶς τοὺς δαί­μο­νες καὶ μᾶς δι­ώ­χνεις ἀ­πὸ τοὺς τόπους μέ­σα στοὺς ὁ­ποί­ους εἴ­μα­στε τό­σα χρό­νια θρο­νι­α­σμέ­νοι;­».

Ἄ­φω­νοι ἔ­μει­ναν ὅ­λοι οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες. Νι­κη­μέ­νοι καὶ ντρο­πι­α­σμέ­νοι ἀ­ναγ­κά­σθη­καν νὰ πα­ρα­δε­χθοῦν τὴν ἀ­νε­πάρ­κεια τῆς θρη­σκεί­ας τους. Καὶ οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι πί­στε­ψαν στὸν Χρι­στό!

Ἀ­στρα­πια­ῖα ἡ εἴ­δη­ση αὐ­τὴ ἀ­πὸ στό­μα σὲ στό­μα ἔ­φθα­σε μέ­χρι καὶ τὸν Ἔ­παρ­χο τῆς πε­ρι­ο­χῆς, τὸν Μά­γνο. Καὶ αὐ­τὸς ὀρ­γι­σμέ­νος κά­λε­σε τὸν Κό­νω­να μπρο­στά του καὶ τὸν ἀπείλη­σε:

–Νὰ στα­μα­τή­σεις, τοῦ εἶ­πε, νὰ κά­νεις ἄλ­λους χρι­στια­νούς. Φθά­νουν τό­σοι. Καὶ νὰ ἀρ­νη­θεῖς ἀ­μέ­σως τὴ χρι­στι­α­νι­κή σου ἰ­δι­ό­τη­τα.

–Ἐ­γὼ ποτέ δέν θὰ ἀρ­νη­θῶ τὸν Χρι­στὸ καὶ τὶς ὑ­πη­ρε­σί­ες μου σ’ Αὐ­τόν, ἀ­πάν­τη­σε ὁ Κό­νων μὲ ἀ­κλό­νη­το θάρ­ρος.

Ὁ Ἔ­παρ­χος δι­έ­τα­ξε ἀ­μέ­σως τοὺς δη­μί­ους νὰ τὸν μα­στι­γώ­σουν σκλη­ρά. Σὲ λί­γο ὁ Μάρ­τυ­ρας, δο­ξο­λο­γών­τας τὸν Θε­ό, ἔ­πε­φτε κά­τω πλημ­μυ­ρι­σμέ­νος στὰ αἵ­μα­τα. Δὲν εἶ­χε ὅ­μως ἀ­κό­μα πε­θά­νει. Οὔ­τε εἶ­χε ἔλ­θει ἡ ὥ­ρα νὰ πε­θά­νει αὐ­τὸς ὁ τό­σο δί­και­ος καὶ γε­μά­τος ἀ­ρε­τὴ χρι­στια­νός.

Ἐ­χθροὶ καὶ φί­λοι ποὺ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν τὸ θέ­α­μα δὲν ἄν­τε­ξαν νὰ μὴν ἀν­τι­δρά­σουν. Ὅρ­μη­σαν ὅ­λοι μα­ζὶ δι­α­μαρ­τυ­ρό­με­νοι πρὸς τὸν Ἔ­παρ­χο καὶ ἀ­γα­να­κτι­σμέ­νοι τοῦ φώ­να­ξαν:

–Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ τι­μω­ρεῖς μὲ τό­σο φρι­κτὸ τρό­πο αὐ­τὸν ποὺ ἔ­χει ἀ­ρε­τὴ καὶ ἀ­σκεῖ φι­λαν­θρω­πί­α πρὸς ὅ­λους μας καὶ μᾶς ἀ­γα­πά­ει ὅ­λους τό­σο πο­λὺ ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πὸ τὸ «πιστεύ­ω» μας!

Ὁ ἔ­παρ­χος Μά­γνος φο­βή­θη­κε. Δι­έ­τα­ξε νὰ στα­μα­τή­σουν τὸ μαρ­τύ­ριο. Καὶ ὁ ἴ­διος τρά­πη­κε σὲ φυ­γὴ γιὰ νὰ σω­θεῖ.

Σὲ λί­γο ὁ Κό­νων δε­χό­ταν τὶς στορ­γι­κὲς πε­ρι­ποι­ή­σεις ἐ­χθρῶν καὶ φί­λων. Καὶ ἀ­φοῦ τοῦ ἔ­δε­σαν τὰ τραύ­μα­τα, τὸν ὁ­δή­γη­σαν στὸ σπί­τι του. Ἐ­κεῖ με­τὰ ἀ­πὸ δύ­ο χρό­νια ὁ Ὁσιομάρτυ­ρας ἔ­χον­τας «τὰ στίγ­μα­τα τοῦ Χρι­στοῦ» στὸ σῶ­μα του κοι­μή­θη­κε εἰ­ρη­νι­κὰ πα­ρα­δί­δον­τας τὸ πνεῦ­μα του στὸν ἀ­γα­πη­μέ­νο του Νυμ­φί­ο Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό.

Ὁ­σι­ο­μάρ­τυς Κό­νων! Μιὰ «καρ­διὰ και­ο­μέ­νη» γιὰ τὸν Χρι­στό, σὲ ἀ­γά­πη καὶ γνώ­ση, σὲ ὁ­μο­λο­γί­α καὶ ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή, σὲ πί­στη καὶ προ­σευ­χή. Τέ­τοι­ες καρ­δι­ὲς ζη­τά­ει καὶ σή­με­ρα ἡ ἐπο­χή μας γε­μά­τες ἀ­πὸ ἀ­γνὴ καὶ κα­θα­ρὴ ἀ­γά­πη γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στὸ καὶ τοὺς ἀν­θρώ­πους.

«Ἀπό  τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»

Ὁ Ἅγιος Κόνων ὁ Κηπουρός

Ἕ­να ἀ­πό τά μαρ­τύ­ρια τῶν πρώ­των χρι­στι­α­νι­κῶν αἰ­ώ­νων εἶ­ναι καί τοῦ Κό­νω­νος. Ὁ Κόνων ἦ­ταν Χρι­στια­νός καί κα­τα­γό­ταν ἀ­πό τήν Να­ζα­ρέτ, εἶ­χε ὅ­μως ἐγ­κα­τα­στα­θεῖ στήν πό­λη Μα­γυ­δώ τῆς Παμ­φυ­λί­ας. Ἐ­κεῖ ἐρ­γα­ζό­ταν ὡς κη­που­ρός. Αὐ­το­κρά­τορας τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη ἦ­ταν ὁ Δέ­κιος (248 – 251), ἕ­νας ἀ­πό τούς πιό σκλη­ρούς δι­ῶ­κτες τῶν Χρι­στια­νῶν. Ἡγεμόνας τῆς πε­ρι­ο­χῆς τῆς Παμ­φυ­λί­ας ἦ­ταν ὁ Πού­πλιος, φα­να­τι­κός εἰ­δω­λο­λά­τρης καί αὐ­τός.

Ὅ Πού­πλιος ἐ­πι­σκέ­φθη­κε κά­πο­τε τήν Μα­γυ­δώ καί ἐγ­κα­τε­στά­θη­κε στό προ­ά­στιο τοῦ Διός. Ἀ­πό ἐ­κεῖ ἔ­στει­λε τούς κή­ρυ­κες νά κα­λέ­σουν τόν λα­ό σέ κοι­νή συγ­κέν­τρω­ση, γιά κάποια ἐ­πί­ση­μη θυ­σί­α στούς θε­ούς. Οἱ Χρι­στια­νοί τῆς πό­λε­ως στό ἄ­κου­σμα τῆς κλή­σε­ως, ἀν­τί νά συγ­κεν­τρω­θοῦν στό ὁ­ρι­σμέ­νο ση­μεῖ­ο, ἐγ­κα­τέ­λει­ψαν τήν πό­λη καί ἔ­φυ­γαν μακρι­ά, σκορ­πί­στη­καν στούς ἀ­γρούς, γιά νά ἀ­πο­φύ­γουν τόν πει­ρα­σμό. Σ’ αὐ­τήν τήν ἐ­νέρ­γεια τῶν Χρι­στια­νῶν ἀν­τέ­δρα­σαν μέ ἀ­γα­νά­κτη­ση οἱ προϊστά­με­νοι τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν καί μά­λι­στα ὁ ἱ­ε­ρεύς Να­ό­δω­ρος. Ἀν­τέ­δρα­σαν καί ζή­τη­σαν ἀ­μέ­σως ἀ­πό τόν Πού­πλιο νά τούς δώ­σει τήν ἄ­δεια νά ἀ­να­ζη­τή­σουν ἐ­κεί­νη τή στιγ­μή τούς Χρι­στια­νούς καί νά τούς ὁδη­γή­σουν μέ βί­α μπρο­στά του. Κι ὅ­ταν τούς δό­θη­κε ἡ ἄ­δεια, πῆ­ραν μα­ζί τους καί Ρω­μαί­ους στρα­τι­ῶ­τες καί ἀ­να­χώ­ρη­σαν ἔ­φιπ­ποι γιά τόν σκο­πό τους.

Ὁ πρῶ­τος πού συ­νάν­τη­σαν, ἦ­ταν ὁ γέ­ρον­τας Κό­νων, ὁ ὁ­ποῖ­ος τή στιγ­μή ἐ­κεί­νη πό­τι­ζε τόν κῆ­πο του. Παπ­πού, τοῦ λέ­νε, σέ κα­λεῖ ὁ ἡ­γε­μών! Ἔ­μει­νε ἔκ­πλη­κτος ὁ Κό­νων καί μέ ἀ­πο­ρί­α ρώ­τη­σε: Τί μέ θέ­λει ἐ­μέ­να ὁ ἡ­γε­μών, ἕ­ναν ξέ­νο ἄν­θρω­πο καί μά­λι­στα Χρι­στια­νό; Ἐ­άν ὁ ἡ­γε­μών ζη­τᾶ κά­ποι­ον, ζη­τᾶ τούς ὁ­μοί­ους του καί ὄ­χι ἕ­να κη­που­ρό! Στή συ­νε­τή ἀ­πάν­τη­ση καί ἀ­πο­ρί­α τοῦ γέ­ρον­τος Χρι­στια­νοῦ ὁ Να­ό­δω­ρος, ἐ­κνευ­ρι­σμέ­νος, ἔ­δω­σε ἐν­το­λή νά δέσουν τόν γέ­ρον­τα πί­σω ἀ­πό τό ἀ­λο­γό του καί νά τόν ὁδηγήσουν ὑ­πο­χρε­ω­τι­κά στόν Πού­πλιο. Πράγ­μα­τι σέ λί­γο ὁ Κό­νων βρέ­θη­κε δε­μέ­νος ἐ­νώ­πιον τοῦ ἡ­γε­μό­νος.

Μέ καύ­χη­ση, ἀλ­λά καί μέ ἐκ­πλη­κτι­κή ὑ­πο­κρι­σί­α ὁ εἰ­δω­λο­λά­τρης ἱ­ε­ρεύς πα­ρου­σί­α­σε τόν Κό­νω­να στόν δι­οι­κη­τή. Ἄρ­χον­τά μας ἐ­πί­λε­κτε, τοῦ λέ­ει, μέ τήν εὐ­μέ­νεια τῶν θε­ῶν καί τίς δι­α­τα­γές τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος καί τή δι­κή σου κα­λή τύ­χη, βρέ­θη­κε ὁ ἀ­να­ζη­τού­με­νος ἀ­γα­πη­τός μας, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι ὑ­πά­κου­ος σ’ ὅ­λους τους θε­ούς μας καί στούς νό­μους καί στόν βα­σι­λέ­α μας! Ἔκ­πλη­κτος ὁ Χρι­στια­νός γιά ὅ­σα ἄ­κου­σε, ἀλ­λά καί ἀ­γα­να­κτι­σμέ­νος γιά τό ἀ­σύ­στο­λο ψέ­μα, ὕ­ψω­σε τή φω­νή του καί ἀν­τέ­δρα­σε: Ὄ­χι, λέ­ει στόν Να­ό­δω­ρο, δέν εἶ­ναι ἔ­τσι τά πράγ­μα­τα, ὅ­πως τά λές. Ἐ­γώ εἶ­μαι ἀ­φο­σι­ω­μέ­νος στόν ἄλ­λο με­γά­λο Βα­σι­λέ­α, τόν Χρι­στό!

Ἀ­κο­λού­θη­σε με­γά­λη συ­ζή­τη­ση με­τα­ξύ τοῦ Που­πλί­ου καί τοῦ Κό­νω­νος. Ὁ δι­οι­κη­τής τόν προ­έ­τρε­πε νά τόν ὑ­πα­κού­σει γιά νά κερ­δί­σει με­γά­λες τι­μές καί μά­λι­στα στά γε­ρά­μα­τά του, γιά νά πέ­ρα­σει εὐ­χά­ρι­στα καί δο­ξα­σμέ­να. Τόν πα­ρα­κι­νοῦ­σε νά ἐγ­κα­τά­λει­ψει τήν ἀ­σε­βέ­στα­τη θρη­σκεί­α τοῦ Χρι­στοῦ καί νά πά­ψει νά λα­τρεύ­ει ὡς Θε­ό ἕ­να ἄν­θρω­πο καί μάλι­στα σταυ­ρω­μέ­νο: Πά­ψε αὐ­τήν τήν μω­ρί­α καί θά ζεῖς μα­ζί μας εὐ­φραι­νό­με­νος. Κι ὅ­ταν τόν εἶ­δε στα­θε­ρό, ἀ­νέν­δο­το, ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­το, τόν προ­έ­τρε­ψε νά μή θυ­σιά­σει μέν, ἀλ­λά, ἔ­στω, ἁ­πλῶς νά πά­ρει στά χέ­ρια του λί­γο θυ­μί­α­μα, κρα­σί κι ἕ­να κλα­δί δέν­δρου καί νά φω­νά­ξει: Δί­ε, πα­νύ­ψι­στε σῶ­ζε τό πλῆ­θος αὐτό! Καί ὁ Κό­νων; Ἀ­φοῦ στέ­να­ξε καί ἀ­νέ­βλε­ψε στόν οὐ­ρα­νό καί προ­σευ­χή­θη­κε, ἄ­νοι­ξε τό στό­μα του καί φω­τι­σμέ­νος ἀ­πό τόν Θε­ό μέ θαυ­μα­στή παρ­ρη­σί­α καί ἐκ­πλη­κτι­κή ρη­το­ρί­α ἔ­λεγ­ξε τόν ἡ­γε­μό­να γιά τήν τόλ­μη του νά βλα­σφη­μεῖ τόν Θε­ό τῶν ὅ­λων, τόν ἀ­λη­θι­νό Θε­ό, στά χέ­ρια τοῦ ὁ­ποί­ου εἶ­ναι ἡ ζω­ή ὅ­λων μας καί αὐ­τοῦ τοῦ ἴ­διου…

Ἀλ­λά τό­τε ὁ Πού­πλιος ἄ­να­ψε! Ἄρ­χι­σε νά ἐκ­δη­λώ­νε­ται δι­α­φο­ρε­τι­κά. Ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τό ἀ­ξί­ω­μά του καί τή δύ­να­μή του. Ἀ­πει­λεῖ τόν Χρι­στια­νό, ὅ­τι θά τόν ρί­ξει στό στό­μα τοῦ λιονταριοῦ ἤ στόν βυ­θό τῆς θά­λασ­σας ἤ θά τόν σταυ­ρώ­σει ἤ θά τόν λει­ώ­σει μέ­σα στό κα­ζά­νι πού βρά­ζει. Καί ὁ Κό­νων ἀ­παν­τᾶ: Ἀ­σχη­μο­νεῖς, ἡ­γε­μών. Δέν θά μέ πεί­σεις. Βλέ­πε μό­νο μή σέ πα­ρα­δώ­σει ὁ Κρι­τής αἰ­ω­νί­ως στά τάρ­τα­ρα ἤ στό ἄ­σβεσ­το πῦρ, ὅ­που «ὁ σκώ­ληξ οὐ τε­λευ­τᾶ καί τό πῦρ οὐ σβέν­νυ­ται»!

Ἀλ­λά ἦ­ταν φα­νε­ρό. Ἡ συ­ζή­τη­ση δέν εἶ­χε πλέ­ον σκο­πό. Ὁ Πού­πλιος συ­σκέ­πτε­ται μέ τούς συμ­βού­λους του καί δι­α­τά­ζει νά πε­ρά­σουν καρ­φιά κά­τω ἀ­πό τά σφυ­ρά τοῦ Μάρ­τυ­ρος. Κι ἔ­τσι καρ­φω­μέ­νο τόν ὑ­πο­χρε­ώ­νει νά τρέ­χει μπρο­στά ἀ­πό τό ἅρ­μα του, ἐ­νῶ δί­πλα του δυ­ό στρα­τι­ῶ­τες τόν μα­στί­γω­ναν συ­νε­χῶς. Στήν ἀ­γο­ρά ὁ Κό­νων μι­σο­λι­πό­θυ­μος γονατίζει καί προ­σεύ­χε­ται: Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, δέ­ξου τήν ψυ­χή μου καί λύ­τρω­σε μέ ἀ­πό τά αἱ­μο­βό­ρα σκυ­λιά καί ἀ­νά­παυ­σέ με μα­ζί μέ ὅ­λους τούς δι­καί­ους σου πού ἐκπλήρωσαν τό θέ­λη­μά σου. Ναί, Θε­έ μου, Βα­σι­λιά τῶν αἰ­ώ­νων! Καί κα­τα­λή­γει τό ἱ­ε­ρό μαρ­τυ­ρο­λό­γιο:

«Ὁ μα­κά­ριος Κό­νων προ­σφο­ρά προ­ση­νέ­χθη τῷ Βα­σι­λεῖ τῶν αἰ­ώ­νων Θε­ῷ, ὤ ἡ δό­ξα εἰς τούς αἰ­ώ­νας τῶν αἰ­ώ­νων. Ἀ­μήν».

Τό μαρ­τύ­ριο τοῦ Κό­νω­νος δι­α­σαλ­πί­ζει τήν ἀ­λή­θεια, ὅ­τι ὅ­ποι­α ἡ­λι­κί­α κι ἄν ἔ­χει ὁ Χρι­στια­νός, καί γέ­ρον­τας ἀ­κό­μη, εἶ­ναι πάν­το­τε καί παν­τοῦ ἡ­ρω­ι­κός. Ἡ­ρω­ι­κός μά­λι­στα στίς κρίσιμες στιγ­μές, σέ ἀν­τί­θε­τα καί ἀν­τί­χρι­στα πε­ρι­βάλ­λον­τα. Ὁ­μο­λο­γεῖ μέ θάρ­ρος τήν πί­στη του γιά νά ἀ­σφα­λί­σει τόν ἑ­αυ­τό του, νά ὠ­φε­λή­σει τούς ἄλ­λους, καί νά δο­ξά­σει τό ὄνομα τοῦ Κυ­ρί­ου μας.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ὁ Ὅσιος Μᾶρκος ὁ Ἀσκητὴς καὶ Θαυματουργός

Ἦταν Ἀθηναῖος καὶ ἔζησε τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. Στὴν Ἀθήνα ἔλαβε ἀξιόλογη μόρφωση, καὶ μαζὶ μὲ τὴν ἐπίδοσή του στὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία διακρίθηκε καὶ στὴ μελέτη τῶν ἁγίων Γραφῶν. Κατόπιν ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ πῆγε στὴν Ἀντιόχεια. Ἐκεῖ τὸν ἔφερε ἡ μεγάλη φήμη τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου, κοντὰ στὸν ὁποῖο καὶ μαθήτευσε. Παρέμεινε μέσα στὴν κοσμικὴ κοινωνία, καταρτίζοντας τὸν ἑαυτό του τελειότερα στὴ σπουδὴ καὶ τὴν γνώση τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων μέχρι τοῦ τεσσαρακοστοῦ ἔτους τῆς ἡλικίας του. Ἔπειτα ἀποσύρθηκε σὲ μία μικρὴ κοινοβιακὴ συντροφιά, ὅπου διακρίθηκε γιὰ τὴν φιλάδελφη καὶ προσεκτικὴ συμπεριφορά του. Ἔγραψε ἀρκετὰ συγγράμματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα σῴζονται μόνο μερικοὶ λόγοι καὶ ἐπιστολές, καθὼς καὶ συμβουλευτικὲς πραγματεῖες. Εἶναι δὲ τόση ἡ πρακτικότητα καὶ ἡ ὠφέλειά τους, ὥστε ἐλέχθη γιὰ τὸν συγγραφέα τους, ὅτι: «Πάντα πώλησαν καὶ Μᾶρκον ἀγόρασαν». Νὰ ὅμως, καὶ μερικὰ ἀπὸ τὰ πολύτιμα παραγγέλματά του: «Προτιμότερον, λέγει, νὰ σὲ βλάπτουν οἱ ἄνθρωποι παρὰ νὰ σὲ ἐξουσιάζουν οἱ δαίμονες. Ὁ ἁπλοῦς, ἀλλὰ ταπεινόφρων ἄνθρωπος εἶναι σοφώτερος ἀπὸ τοὺς σοφούς. Ὅποιος ἐνθυμεῖται τὰ προηγούμενα σφάλματά του, προφυλάσσεται ἀπὸ τὰ μέλλοντα. Ἐὰν δὲν ὑπέστῃς θλίψεις νὰ μὴ νομίζῃς ὅτι ἔχεις ἄρετην. Διότι δὲν εἶναι τίποτε ὅ,τι φύεται μέσα εἰς τὴν ἄνεσιν».

Ὁ Ὅσιος Μᾶρκος ὁ Ἀθηναῖος

Συγκεχυμένες καὶ ἀσαφεῖς οἱ πληροφορίες γιὰ τὴν ζωή του. Ἀπὸ διήγηση τοῦ Ὁσίου Σεραπίωνος μαθαίνουμε ὅτι ἀσκήτευσε τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. στὴν ἔρημο πέραν τῆς χώρας τῶν Χετταίων, μᾶλλον πέραν τῆς Αἰγύπτου, στὸ ὄρος τῆς Θρᾴκης (ὄχι βέβαια τῆς ἑλληνικῆς) γιὰ 95 ὁλόκληρα χρόνια. Πατρίδα του ἦταν ἡ Ἀθήνα. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ἴσως νὰ εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο μὲ τὸν προηγούμενο ὅσιο Μᾶρκο τὸν Ἀσκητή.

Ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος

Μαρτύρησε στὴν Παλαιστίνη διὰ ξίφους.

Ὁ Ἅγιος Εὐλάμπιος

Μαρτύρησε στὴν Παλαιστίνη διὰ ξίφους.

Ὁ Ἅγιος Ἀρχέλαος καὶ οἱ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν 152 Μάρτυρες

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. (Στὸ Κουτλουμουσιανὸ Μηναῖο οἱ μάρτυρες ἀριθμοῦνται 142).

Οἱ Ἅγιοι Φώτιος καὶ Κύριλλος

Μᾶλλον ἀνῆκαν στοὺς 152 Μάρτυρες, ποὺ μαρτύρησαν μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἀρχέλαο.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης νεομάρτυρας ἀπὸ τὴν Βουλγαρία

Ἦταν ὡραῖος στὸ σῶμα καὶ ἐγγράμματος. Κάποτε μπλέχτηκε σὲ μία περιπέτεια καὶ ἀρνήθηκε τὸν Χριστό. Οἱ τύψεις συνειδήσεως ὅμως, γιὰ τὴν ἀποστασία του, τὸν ἔφεραν ἀπὸ τὴν Βουλγαρία στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ ὑποτάχθηκε σ᾿ ἕναν μονόχειρα μοναχό, τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου. Ἦταν 18 χρονῶν ὅταν ἔφυγε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ντύθηκε τούρκικα ροῦχα, μπῆκε στὸ τέμενος τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ ἔκανε μπροστὰ στοὺς Τούρκους τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, καὶ προσκύνησε μὲ χριστιανοπρέπεια. Οἱ Τοῦρκοι ἀμέσως τὸν συνέλαβαν καὶ ἐπειδὴ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν μεταστρέψουν στὴ θρησκεία τους, τὸν ἀποκεφάλισαν στὴν αὐλὴ τῆς Ἁγίας Σοφίας στὶς 5 Μαρτίου 1784.

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος νεομάρτυρας ἀπὸ τὴν Ραψάνη

Ὁ νεομάρτυς ἅγιος Γεώργιος ὁ ἐκ Ραψάνης, ἦταν γόνος τῆς σπουδαίας οἰκογενείας τῶν Χατζηλασκαρέων καὶ ἀπόφοιτος τῆς φημισμένης σχολῆς τῆς πατρίδος του. Ἄσκησε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ γραμματοδιδασκάλου στὴ γενέτειρά του. Ἡ ἀλλαγὴ ἑνὸς νεαροῦ ἀλλοθρήσκου ἀπετέλεσε τὴν αἰτία τοῦ μαρτυρίου τοῦ Γεωργίου. Τὸ συνέλαβαν, τὸν δίκασαν σύντομα καὶ τὸν κατεδίκασαν τελεσίδικα σὲ θάνατο μὲ βασανιστήρια. Παρέδωσε μὲ ἀποκεφαλισμὸ τὸ πνεῦμα του στὶς 5 Μαρτίου τοῦ 1818 σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν. Ὁ θάνατος ἀπετέλεσε «τὴν γενέθλιον ἡμέραν» τῆς ζωῆς του καὶ οἱ θαυμαστὲς ἀποκαλύψεις του πιστοποίησαν ἀκόμα μία φορὰ ὅτι «τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος». Τὰ δὲ λείψανα τοῦ ἁγίου μετεφέρθησαν ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του μάρτυρος εἰς Ραψάνην καὶ εὑρίσκονται σήμερον εἰς τὴν οἰκίαν «Καραβασίλη» ὅπου καίει μπροστά τους ἀκοίμητη κανδήλα, καὶ εἶναι προσιτὰ εἰς κάθε εὐλαβὴ προσκυνητή.