Ἡ ὑπέρτατη αὐθεντία καὶ ἡ τελικὴ ἀλήθεια τῆς Μεγάλης Συνόδου

Ἡ ὑπέρτατη αὐθεντία καὶ ἡ τελικὴ ἀλήθεια τῆς Μεγάλης Συνόδου

Ἀπὸ τὸ 1961 προετοιμαζόταν καρκινοβατώντας καὶ ἤδη καθορίστηκε νὰ πραγματοποιηθεῖ ἀπὸ 18 ἕως 27 Ἰουνίου 2016 στὶς ἐγκαταστάσεις τῆς Ὀρθόδοξου Ἀκαδημίας Κρήτης στὸ Κολυμπάρι τῶν Χανίων ἡ Μεγάλη Πανορθόδοξη Σύνοδος.

Ἡ ὅλη κίνηση θεωρήθηκε ὅτι ἔχει «κοσμοϊστορικὴ σημασία», ἀφοῦ «γιὰ πρώτη φορὰ ὕστερα ἀπὸ μία χιλιετία καὶ πλέον ἐκπρόσωποι ὅλων τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν θὰ συνέλθουν νὰ συζητήσουν καὶ νὰ λάβουν ἀπὸ κοινοῦ ἀποφάσεις γιὰ σημαντικότατα θέματα» (Καθηγητὴς Ἰωάννης Μαρτζέλος).

Ἡ σύγκληση Πανορθόδοξης Συνόδου μετὰ ἀπὸ αἰῶνες εἶναι ἀναμφιβόλως σημαντικότατο γεγονός. Ἡ Σύνοδος μπορεῖ πράγματι νὰ ἀποκτήσει καὶ κοσμοϊστορικὴ σημασία, ἄν, συλλαμβάνοντας τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν, φανερώσει μέσα στὴ σύγχυση καὶ τὸ πυκνὸ σκοτάδι τοῦ κόσμου τὴ μοναδικὴ ἀλήθεια, τὸν μόνο δρόμο, τὸ ἀληθινὸ φῶς, τὸν Χριστό. Ἐπιθυμοῦμε ὁλόψυχα νὰ τὸ κάνει, καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ εὐχὴ καὶ προσευχὴ ὅλων μας, ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας μας.

Ὅμως δὲν μποροῦμε καὶ νὰ ζοῦμε μὲ ψευδαισθήσεις. Ὑπάρχουν κάποια στοιχεῖα, παλαιότερα καὶ νεότερα, ποὺ μᾶς ὑποχρεώνουν νὰ εἴμαστε συγκρατημένοι, εἰδικὰ ὡς πρὸς τὴν τυχὸν κοσμοϊστορικὴ σημασία τῆς Μεγάλης Συνόδου. Ἀφοῦ τὰ πρὸς συζήτηση θέματά της εἶναι:

«α) Ἀποστολὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ β) Ἡ Ὀρθόδοξος Διασπορά γ) Τὸ Αὐτόνομον ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ δ) Τὸ μυστήριον τοῦ Γάμου καὶ τὰ κωλύματα αὐτοῦ ε) Ἡ σπουδαιότης τῆς νηστείας καὶ ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον καὶ ς) Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον».

Ὅπως διαπιστώνουμε, τὸ θεματολόγιο τῆς Συνόδου ἐξαντλεῖται σὲ δευτερεύοντα θέματα. Δὲν συμπεριλαμβάνει τὰ μεγάλα, τὰ καίρια, τὶς φοβερὲς προκλήσεις τοῦ ἀποστατημένου κόσμου, καὶ μάλιστα τὴν εὐθύνη τῆς Συνόδου νὰ θέσει φραγμὸ στὴν ὑβριστικὴ ἀποστασία τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Προτεσταντισμό.

Ἡ παρούσα ἀναφορά μας στὰ τῆς Συνόδου ἴσως θεωρηθεῖ ἀπὸ κάποιους ὅτι ἔχει ἀρνητικὸ χαρακτήρα. Ὅμως σκοπός μας δὲν εἶναι ἡ ἄρνηση. Ἐπιδίωξή μας εἶναι νὰ ἀποφευχθοῦν δυσάρεστες ἐξελίξεις ποὺ μπορεῖ νὰ θέσουν σὲ κρίση συνειδήσεως τὸν δοκιμαζόμενο ἀπὸ τὴ σαρωτικὴ ἐπέλαση τῆς ἀποστασίας εὐλογημένο λαὸ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μὲ συνοχὴ ψυχῆς καταθέτουμε τὶς παρακάτω παρατηρήσεις μας.

Ἤδη δόθηκαν στὴ δημοσιότητα τὰ ἐγκριθέντα ἀπὸ Προσυνοδικὲς Διασκέψεις σχετικὰ κείμενα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἰδιαιτέρως θὰ μᾶς ἀπασχολήσουν τὸ ἀπὸ τὴν Ε΄ Προσυνοδικὴ Διάσκεψη (Σαμπεζὺ 10-17 Ὀκτ. 2015) ἐγκριθὲν κείμενο γιὰ «τὶς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», καθὼς καὶ ὁ «Κανονισμὸς ὀργανώσεως καὶ λειτουργίας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου».

Α. «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον»

Τὸ σπουδαιότερο ἀπὸ τὰ πρὸς συζήτηση θέματα τῆς Συνόδου εἶναι ἀναμφιβόλως αὐτὸ τῶν σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν ὑπόλοιπο χριστιανικὸ κόσμο, τοῦ ὁποίου τὸ ἐγκριθὲν σχέδιο κειμένου ἐκθέτει τὶς βασικὲς θέσεις σὲ 24 ἄρθρα.

Ἔχει ἤδη διεξαχθεῖ ἱκανὸς δημόσιος Διάλογος γιὰ κάποια ἀπὸ τὰ 24 αὐτὰ σημεῖα. Ἀπὸ τὴν πλευρά μας θὰ περιορίσουμε τὶς παρατηρήσεις μας στὰ παρακάτω 3 σημεῖα:

1. Τὸ κείμενο στὸ πρῶτο του ἄρθρο διατυπώνει ξεκάθαρα τὴν ἀλήθεια ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Ὅμως τὸ ἴδιο κείμενο στὸ τέλος πελαγοδρομεῖ, καθὼς προσπαθεῖ νὰ συμβιβάσει τὴ βασικὴ αὐτὴ ἀλήθεια μὲ τὴν ἐπιδιωκόμενη μέσῳ τῶν ἤδη ἀποτυχημένων Διαλόγων ἑνότητα καὶ μὲ τὴ σύγχυση ποὺ ἐπιφέρει ἡ συμμετοχή μας στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν.

2. Θὰ ἐπιμείνουμε περισσότερο στὸ ἄρθρο 11, ποὺ πραγματεύεται τὴ μεθοδολογία διεξαγωγῆς τῶν θεολογικῶν Διαλόγων. Λέει: «Ἐν περιπτώσει ἀδυναμίας ὑπερβάσεως συγκεκριμένης τινὸς θεολογικῆς διαφορᾶς ὁ θεολογικὸς Διάλογος δύναται νὰ συνεχίζηται, καταγραφομένης τῆς διαπιστωθείσης ἐπὶ τοῦ συγκεκριμένου θέματος θεολογικῆς διαφωνίας καὶ ἀνακοινουμένης ταύτης πρὸς πάσας τὰς κατὰ τόπους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας διὰ τὰ ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι».

Τὸ ἄρθρο εἶναι παντελῶς ἀπαράδεκτο. Προτείνει ὕποπτη καὶ παραπλανητικὴ τακτική. Ἂν δὲν ἐπιτυγχάνεται συμφωνία σὲ καίρια δογματικὰ ζητήματα, ὁ Διάλογος θὰ πρέπει νὰ διακόπτεται ἀμέσως. Ἡ συνέχισή του κρύβει δόλο. Γιὰ ὅλους ὅσοι ἔχουν παρακολουθήσει τὰ περὶ τὸν Διάλογο μὲ τὸν Παπισμό, τὸ πράγμα εἶναι ὁλοφάνερο. Ἐκεῖ ἡ συζήτηση γιὰ τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα κατέληξε σὲ παταγώδη ἀποτυχία. Μὲ τὸ σημεῖο τοῦτο λοιπὸν ἐπιχειρεῖται νὰ παρακαμφθεῖ τὸ ἀδιέξοδο τῆς ἀποτυχίας καὶ τῆς ἐπιβαλλόμενης ματαιώσεως τοῦ Διαλόγου. Γι᾿ αὐτὸ λένε: Συνεχίζουμε τὸν Διάλογο γιὰ ἄλλα θέματα.

Γιατί ὅμως σχεδιάζουν νὰ συνεχιστεῖ ὁ Διάλογος μὲ ἑπόμενα θέματα; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή: μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ὑπάρχει οἰκουμενιστικὴ ἐπικοινωνία· ἔτσι ὥστε στοὺς πολλοὺς νὰ καλλιεργεῖται ἡ ἐντύπωση ὅτι βαδίζουμε πρὸς συμφωνία καὶ ἕνωση, καὶ νὰ «νομιμοποιεῖται» ἡ συμμετοχὴ ἐπισκόπων καὶ ἄλλων κληρικῶν σὲ κοινὲς μὲ τοὺς αἱρετικοὺς φιέστες καὶ ποικίλες τελετὲς καὶ ἐκδηλώσεις. Ἐνέργειες ποὺ τελικὰ θὰ δημιουργήσουν ἀνεπαίσθητα ἕνωση στὴν πράξη, χωρὶς νὰ ἔχει ἐπιτευχθεῖ συμφωνία στὴν πίστη – αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ εἶχε πρόγραμμά του ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας. Κανένας σήμερα δὲν πιστεύει ὅτι θὰ ἐπιτευχθεῖ συμφωνία μὲ τὸν Θεολογικὸ Διάλογο.

Ὁ Πάπας Φραγκίσκος σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὑπῆρξε εἰλικρινής. Δήλωσε στὶς 30 Νοεμβρίου 2014 στὸν δημοσιογράφο Andrea Tornielli κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πτήσεως τῆς ἐπιστροφῆς του στὴ Ρώμη ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψή του στὴν Κωνσταντινούπολη: «Πιστεύω ὅτι κινούμαστε πρὸς τὰ ἐμπρὸς στὶς σχέσεις μας μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, αὐτοὶ ἔχουν τὰ μυστήρια καὶ τὴν ἀποστολικὴ διαδοχή, κινούμαστε πρὸς τὰ ἐμπρός. Ἐὰν περιμένουμε ἀπὸ τοὺς θεολόγους νὰ καταλήξουν σὲ συμφωνία, αὐτὴ ἡ μέρα δὲν θὰ ἔρθει ποτέ!». Ὑπενθύμισε μάλιστα τὰ λόγια τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα: «Ὁ Ἀθηναγόρας, δήλωσε: “Ἂς βάλουμε τοὺς θεολόγους σὲ ἕνα νησὶ γιὰ νὰ συζητοῦν μεταξύ τους, καὶ ἐμεῖς νὰ προχωρήσουμε μαζὶ μπροστά”. Ἡ ἑνότητα εἶναι ἕνα ταξίδι ποὺ πρέπει νὰ συνεχίσουμε μαζί, εἶναι πνευματικὸς οἰκουμενισμός, νὰ προσευχόμαστε μαζί, νὰ ἐργαζόμαστε ἀπὸ κοινοῦ».

Τὸ ζήτημα λοιπὸν εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ σαφές: Ὁ Θεολογικὸς Διάλογος γίνεται γιὰ τὰ μάτια τῶν πολλῶν, ἐνῶ ταυτόχρονα μέσῳ τῶν ἑορταστικῶν καὶ ἄλλων ἐκδηλώσεων προωθεῖται ἡ ἕνωση στὴν πράξη. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὠμὴ ἀλήθεια. Τὴν ἕνωση τὴ θέλουμε ὁλόψυχα ὅλοι οἱ πιστοί. Ἀλλὰ νὰ εἶναι ἕνωση ἀληθινή. Ἕνωση στὴν πίστη, ὅπως διαπύρως εὐχόμαστε σὲ κάθε λατρευτική μας σύναξη. Ὄχι διπλωματικὸς ἑλιγμός. Εἶναι συνεπῶς ἀπολύτως ἀπαράδεκτο τὸ ἄρθρο 11. Ὅταν δὲν ὑπάρχει συμφωνία, ἢ ἐπιμένουμε νὰ βρεθεῖ λύση ἢ σταματοῦμε τὸν Διάλογο. Δὲν ἐμπαίζουμε τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ.

3. Ἐξίσου ἀπαράδεκτο ὅμως εἶναι καὶ τὸ ὑποστηριζόμενο στὸ ἄρθρο 22, ὅτι δηλαδὴ τὸ συνοδικὸ σύστημα ἀποτελεῖ «τὸν ἁρμόδιον καὶ ἔσχατον κριτὴν περὶ τῶν θεμάτων τῆς πίστεως». Ναί, εἶναι σωστὸ ὅτι τὰ θέματα τῆς πίστεως πρέπει νὰ ἐπιλύονται συνοδικῶς. Ὅμως ὁ ἔσχατος κριτὴς δὲν εἶναι ἡ ἴδια ἡ Σύνοδος ἀλλὰ ἡ «Συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας». Τί ὅμως εἶναι ἡ «Συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας»; Εἶναι ἡ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐμπνεόμενη στὶς καρδιὲς τῶν ζώντων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀποδοχὴ ἢ ἀπόρριψη τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων.

Ὅπως ἀκριβέστατα τὸ διετύπωσε ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Παναγιώτης Τρεμπέλας, «ὅταν μία Σύνοδος προκαλέσῃ τὴν δυσπιστίαν καὶ τὸν σκανδαλισμὸν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, μορφοῦται συνείδησις ἐκκλησιαστικὴ τοῦ φρουροῦ τῆς Ὀρθοδοξίας, δυνατὴ καὶ τὸ κῦρος συνόδων ὡς Οἰκουμενικῶν συγκαλουμένων νὰ ἐκμηδενίσῃ» («Ὁ Παναγιώτης Ν. Τρεμπέλας ἐπὶ τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως καὶ τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων», ἔκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 2007, σελ. 88-89).

Ἀντίστοιχα ὁ καθηγητὴς Ἀμίλκας Ἀλιβιζάτος στὸ πόνημά του «Ἡ συνείδησις τῆς Ἐκκλησίας» (σελ. 32) σημειώνει: «Τῆς ἐπακριβοῦς διαγνώσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς Συνειδήσεως ἕπεται τώρα ὁ τρόπος τῆς ἐπικυρωτικῆς ἢ ἀνατρεπτικῆς αὐτῆς ἐπιβολῆς. Ἡ πάνδημος τότε ἐπικυρωτικὴ ἢ ἀνατρεπτικὴ αὐτὴ ἐκδήλωσις ἐπὶ ὡρισμένων ἐκκλησιαστικῶν ἀποφάσεων φέρει χαρακτῆρα ὀργανικῆς ἐνεργείας, ἀκριβῶς διότι εἶναι ὁριστικῶς ἐπικυρωτικὴ ἢ ἀνατρεπτικὴ σπουδαιοτάτων καὶ ἐπισημοτάτων ἀκόμη ἐκκλησιαστικῶν ἀποφάσεων.

Εἰς τὴν περίπτωσιν ταύτην ὁμιλοῦμεν περὶ τῆς ἀποφάνσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς Συνειδήσεως, ἥτις τυπικῶς μηδὲν ὀργανικὸν ἢ διοικητικὸν γνώρισμα ἔχουσα, οὐδὲ συνεπῶς καὶ οἱονεὶ ὡς ἀνωτέρα ἀρχὴ ὑφισταμένη ἐν ὡρισμένῳ τόπῳ καὶ χρόνῳ καὶ ἐνεργοῦσα, ἔχει ἐν τούτοις τὴν πραγματικὴν δύναμιν ἐγκρίσεως καὶ ἐπικυρώσεως καὶ δογματικῶν ἀκόμη ἀποφάσεων Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Συνήθως ὁμιλοῦμεν περὶ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὡς περὶ τῆς ὑψίστης ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς καὶ αὐθεντίας, ἥτις ἀποφαίνεται πλὴν ἄλλων καὶ ἀλαθήτως ἀκόμη ἐπὶ τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς ὅμως ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία καταδεικνύει, τοῦτο λέγεται μόνον θεωρητικῶς καὶ ὑπὸ τὴν αἵρεσιν τῆς ἐγκρίσεως τῶν ἀποφάσεων τούτων ὑπὸ τῆς Συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας».

Σημαντικότατες ἐπισημάνσεις ποὺ φανερώνουν ποιὸς εἶναι ὁ τελικὸς κριτὴς τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων. Γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο τὸ ἄρθρο 22, ἔτσι ὅπως εἶναι διατυπωμένο, εἶναι παντελῶς ἀπόβλητο.

Β. Ὁ κανονισμὸς τῆς Συνόδου

Μέγιστο πρόβλημα ἀποτελεῖ καὶ ὁ λεγόμενος «Κανονισμὸς Ὀργανώσεως καὶ Λειτουργίας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου» καὶ εἰδικότερα τὸ ἄρθρο 12 ποὺ ἐπιγράφεται «ψηφοφορία καὶ ἔγκρισις τῶν κειμένων».

Σύμφωνα μὲ αὐτὸ ἡ ψηφοφορία γιὰ τὰ συζητούμενα θέματα γίνεται ἀπὸ τὴν κάθε αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν κάθε ἐπίσκοπο χωριστά. Ὁ ἐπίσκοπος κατὰ τὸν κανονισμὸ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ διαφωνεῖ, καὶ ἡ διαφωνία του καταγράφεται στὰ Πρακτικά. Δὲν ἔχει ὅμως δικαίωμα πραγματικῆς καὶ ἰσόκυρης ψήφου. (Ἡ διαφωνία του ἀποτελεῖ ἐσωτερικὸ ζήτημα τῆς Ἐκκλησίας, στὴν ὁποία ἀνήκει. Ἂν διατυπώσει αἱρετικὴ διδασκαλία, ἡ Μεγάλη Σύνοδος δὲν θὰ τὸν καταδικάσει, θὰ τὸν ἀφήσει στὴν κρίση τῆς τοπικῆς του Ἐκκλησίας. Ἂν μὲ θεϊκὸ φωτισμὸ ὁμολογήσει μὲ κρυστάλλινη ἀκρίβεια τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως, ἡ Μεγάλη Σύνοδος θὰ τὸν ἀγνοήσει).

Ἡ διάταξη συνεπῶς αὐτὴ ὑποτιμᾶ κατὰ τρόπο ἀπαράδεκτο τοὺς ἐπισκόπους καὶ συνιστᾶ πρωτοφανὴ στραγγαλισμὸ ὄχι μόνο τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας ἀλλὰ καὶ τῆς ἐκδηλώσεως τῆς πνοῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἐπιβάλλεται τέτοια δικτατορικῆς νοοτροπίας διάταξη. Ἀποτελεῖ οὐσιαστικὰ βόμβα στὰ θεμέλια τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησιολογίας. Οὔτε στὸ ὁλοκληρωτικὸ σύστημα τοῦ παπισμοῦ δὲν ἐφαρμόστηκε τέτοια ἀπαράδεκτη τακτική. Συνῆλθε τὸ 1962 ἡ Δεύτερη Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ μὲ συμμετοχὴ περισσότερων ἀπὸ 2.000 ἐπισκόπων καὶ κατὰ τὴ λήξη τῆς πρώτης περιόδου, στὶς 8 Δεκεμβρίου τοῦ 1962, ὁ πάπας Ἰωάννης ΚΓ΄ συμπέρανε ὅτι «οἱ ἀντίθετες ἀπόψεις ποὺ διατυπώθηκαν ἔδειξαν ὅτι στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει κόσμος ἐλευθερίας».

Κόσμος ἐλευθερίας στὸ δικτατορικὸ Βατικανὸ καὶ στραγγαλισμός της στὴν Ὀρθοδοξία; Θὰ εἶναι πραγματικὰ θλιβερὸ νὰ συμβεῖ κάτι τέτοιο.

Γ. Τὰ μεγάλα θέματα

Χωρὶς νὰ ὑποτιμοῦμε κάποια ἀπὸ τὰ ἐγκριθέντα θέματα τῆς Μεγάλης Συνόδου, ἐπιθυμοῦμε νὰ τονίσουμε, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, ὅτι ἔχουν δευτερεύοντα χαρακτήρα καὶ δὲν ἀποτελοῦν ἐπαρκὴ καὶ ἀναγκαῖο λόγο γιὰ τὴ σύγκλησή της. Οὐσιαστικὸ θέμα θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι αὐτὸ τῶν σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν ὑπόλοιπο χριστιανικὸ κόσμο, ἂν εἶχε τεθεῖ σὲ σωστὴ βάση καὶ ὄχι ἔτσι ὅπως περιγράφεται στὸ κείμενο, μὲ τὸν εὔκολα διαφαινόμενο σκοπὸ νὰ ἐγκριθεῖ πανορθοδόξως ἡ οἰκουμενιστικὴ ἐκτροπὴ τῶν τελευταίων δεκαετιῶν.

Κι ἐνῶ τὰ θέματα τῆς Συνόδου κρίνονται ἀπὸ πολλοὺς καὶ ἀπὸ μᾶς δευτερεύουσας σημασίας, παραθεωροῦνται πραγματικὰ μεγάλα καὶ ἐπείγοντα ζητήματα ὅπως εἶναι τὰ ἀκόλουθα:

1. Ἡ διακήρυξη ὄχι μόνο ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ ὅτι ὅλες οἱ ἄλλες ὁποιασδήποτε μορφῆς χριστιανικὲς κοινότητες ὀφείλουν νὰ συνέλθουν ἀπὸ τὴν ἀχαλίνωτη ἐκτροπὴ καὶ ἀποστασία τους καὶ νὰ ἐπιστρέψουν σ᾿ αὐτήν. Καὶ ὅτι ἔτσι ἐννοεῖ ἡ Ὀρθοδοξία τὴν ἐπιδιωκόμενη διὰ τῶν Διαλόγων ἑνότητα.

2. Ἡ ἐξίσου ξεκάθαρη διακήρυξη ὅτι ὁ σεβασμὸς πρὸς τὶς ἄλλες θρησκεῖες τοῦ κόσμου δὲν πρέπει νὰ ὁδηγεῖ σὲ ὁποιαδήποτε μορφὴ Πανθρησκείας μὲ σχετικοποίηση τῆς ἀλήθειας περὶ τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Σύνοδος θὰ πρέπει νὰ διακηρύξει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ὁ μόνος Σωτήρας τοῦ κόσμου· ὅτι, ὅπως διεσάλπισε ὁ ἀπόστολος Πέτρος, «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία» (Πράξ. δ΄ 12), καὶ ἔτσι νὰ καταδικαστοῦν ὅλες οἱ μορφὲς συγκρητισμοῦ καὶ οἱ ἐνεργούμενες συγχωνεύσεις θρησκευτικῶν δοξασιῶν.

3. Ἡ ἀντιμετώπιση ἐπίσης τῆς ραγδαίας ἐκκοσμικεύσεως ποὺ ὁδηγεῖ σὲ παράλογες ἀντιλήψεις, ὅπως αὐτὴ περὶ δῆθεν φυσιολογικῆς μορφῆς τῶν ὁμοφυλοφιλικῶν σχέσεων, ἀντιλήψεις ποὺ ἀποτελοῦν σημεῖα τῶν ἐσχάτων καιρῶν καὶ σοβαρὲς ἐνδείξεις ὅτι βρισκόμαστε κατὰ κυριολεξίαν στοὺς καιροὺς τῆς Ἀποκαλύψεως, καὶ ἄρα θὰ ἔπρεπε μιὰ τέτοια Μεγάλη Σύνοδος νὰ προετοιμάσει τοὺς πιστοὺς γιὰ τὰ ἀναμενόμενα νὰ συμβοῦν, ἀντὶ νὰ ἐξαντλεῖται σὲ μιὰ ἀνούσια ἀγαπολογία πρὸς τοὺς ἀμετανόητους αἱρετικοὺς τῆς Δύσεως, τὸν ἑωσφορίζοντα Παπισμὸ καὶ τὸν σὲ πλήρη ἀποστασία καταντήσαντα Προτεσταντισμό.

Σταματοῦμε ἐδῶ, διατυπώνοντας ταυτόχρονα τὴν εὐχὴ νὰ ἀποφευχθεῖ κάθε κίνδυνος ἐκτροπῆς ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ νὰ προστεθεῖ ἡ Μεγάλη Σύνοδος στὴν ἀδαμάντινη ἁλυσίδα τῶν Ἁγίων Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ κράτυναν τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καὶ φωτίζουν τὴν πορεία τῶν πιστῶν μέσα στὸ πυκνὸ σκοτάδι τοῦ διεφθαρμένου κόσμου.

«Ἔπειτα παρ᾽ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὑτοῦ»

Ἀπάντησις τῶν Ὀρθοδόξων πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρὸς τὸν πάπαν Πῖον Θ´ (1848)