Οἱ Ἅγιοι σαράντα Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν στὴ Σεβάστεια
Α. Ἡ διπλή ἰδιότητά τους.
Τό Μηνολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας σημειώνει:
«Μνήμη τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων τῶν ἐν Σεβαστείᾳ τῇ πόλει μαρτυρησάντων».
Ποιοί ὅμως ἦταν οἱ λαμπροί αὐτοί ἀθλητές τῆς πίστεως καί ποιό ἦταν τό ἔνδοξο τέλος τους; Τόσο χρήσιμο εἶναι νά τούς γνωρίσουμε, ἀφοῦ κατά τήν βεβαίωση τοῦ μεγάλου φωστῆρος τῆς Ἐκκλησίας καί ἀρχιεπισκόπου τῆς Καισαρείας Βασιλείου αὐτός εἶναι ὁ ἔπαινος τῶν μαρτύρων, τό νά παρακινοῦνται καί ἐνισχύονται πρός τήν ἀρετή οἱ Χριστιανοί.
Στρατιῶτες ἦταν οἱ Τεσσαράκοντα Μάρτυρες. Ὑπηρετοῦσαν σ’ ἕνα στρατιωτικό τάγμα τοῦ Ρωμαϊκοῦ στρατοῦ, ἀπό ἐκεῖνα πού ἦταν στήν Ἀνατολή. Στόν Ρωμαῖο αὐτοκράτορα εἶχαν δηλώσει ὑποταγή. Ἀλλά συγχρόνως καί τοῦ οὐρανίου βασιλέως, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ἦταν στρατιῶτες. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου Του εἶχε λάμψει στίς καρδιές τους. Τό φῶς τοῦ Χριστοῦ φώτιζε τῆς ζωῆς τους τό δρόμο. Καί ἡ λατρεία Του γέμιζε τίς νεανικές τους καρδιές. Ἀπό διάφορες πατρίδες κατάγονταν καί ἑνώθηκαν μέσα ἀπό τήν ἴδια πίστη καί ἀποτέλεσαν μία ψυχή καί μία καρδιά. Ἦταν οἱ πιό ἀνδρεῖοι καί πιό θαρραλέοι καί πιό πρόθυμοι μεταξύ τῶν στρατιωτῶν. Μέ αὐτοθυσία προχωροῦσαν στίς μάχες, ἀψηφῶντας κινδύνους καί τόν θάνατο ἀκόμη.
Ἄλλα καί στίς περιόδους τῆς εἰρήνης σ’ ἄλλους πολέμους καί σ’ἄλλες μάχες ἔστρεφαν τήν προσοχήν τους. Ἕνας πόθος θερμός, ἕνας παλμός ἱερός δονοῦσε τίς καρδιές τους: πῶς θά εὐαρεστήσουν στόν Κύριο, τόν αἰώνιο βασιλέα τῆς δόξης.
Ἕνα γεγονός ὅμως ἦλθε νά μεταβάλει τίς συνθῆκες τῆς ζωῆς τους. Αὐτοκράτωρ τῆς Ρώμης ἦταν ὁ Λικίνιος. Συνάρχοντας ἀρχικά τοῦ Γαλερίου, ἀνέλαβε τήν διακυβέρνηση τῆς Ἀνατολῆς μετά τό θάνατο ἐκείνου. Εἶναι οἱ ἀρχές τοῦ 4ου μ.Χ. αἰῶνος. Δηλαδή ἡ πιό κρίσιμη ἐποχή γιά τόν Χριστιανισμό. Ἡ ἐποχή, στήν ὁποία οἱ δυό κόσμοι, ὁ παλαιός εἰδωλολατρικός στό πρόσωπο τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων καί ὁ Χριστιανικός μέ τόν ἀπό τόν Θεό ἀναδειχθέντα ὑποστηρικτή καί ὑπέρμαχο Μέγα Κωνσταντῖνο, θά ἔλθουν στήν σφοδρότερη σύγκρουση, ἀπό τήν ὁποία ἡ θρησκεία τοῦ Ἐσταυρωμένου θά ἐξέλθει νικήτρια καί θά ἐπικράτησει γιά πάντα. Τό μένος τῆς εἰδωλολατρίας ἐκδηλώνεται μέ τρόπο φοβερό. Πρέπει ὁ Χριστιανισμός καί οἱ Χριστιανοί νά διωχθοῦν χωρίς οἶκτο, νά πάψουν, εἰ δυνατόν, νά ὑπάρχουν. Ὁ Λικίνιος ὑπογράφει διάταγμα σκληροῦ καί ἀπηνοῦς διωγμοῦ κατά τοῦ Χριστιανισμοῦ. Τό κοινοποιεῖ σέ ὅλες τίς ἐπαρχίες τῆς Ἀνατολῆς. Οἱ κατά τόπους ἔπαρχοι ἀρχίζουν τό ἔργο τους, ἔργο ἀνακριτικό καί δικαστικό. Μέ τά ὄργανά τους παρακολουθοῦν, ἐρευνοῦν, ἐξετάζουν νά ἀνακαλύψουν τούς Χριστιανούς· νά τούς ὁδηγήσουν μπροστά τους νά ἐφαρμόσουν σ’ αὐτούς τίς ποινές τοῦ αὐτοκρατορικοῦ διατάγματος.
Πόσο μεγάλη ὅμως ἦταν ἡ ἐκπληξή του, ὅταν ὁ ἔπαρχος ἄκουσε, ὅτι τό καύχημα τοῦ αὐτοκρατορικοῦ στρατοῦ, οἱ σαράντα νέοι πού διακρίνονταν ἀπό ὅλους τούς ἄλλους γιά τήν πειθαρχία καί τήν ἀνδρεία τους, ἦταν Χριστιανοί. Τήν ἔκπληξη διαδέχθηκε ἡ ὀργή καί τήν ὀργή ἡ φοβερή διάθεση ἐκδικήσεως. Συγκράτησε ὅμως τόν ἐαυτό του καί ζήτησε νά παρουσιασθοῦν ἐνώπιόν του οἱ πιστοί Χριστιανοί στρατιῶται. Ἡ διαταγή ἐκτελεῖται. Οἱ στρατιῶτες βρίσκονται ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου. Ἐκεῖνος τούς δείχνει τό διάταγμα. Καί τούς ζητᾶ νά ὑπακούσουν. Καί ἐκεῖνοι μέ μιά φωνή, φωνή σταθερή καί μεγάλη, μέ θάρρος καί ἀνδρεία, χωρίς νά φοβηθοῦν τίποτε ἀπό ὅσα ἔβλεπαν, ὁμολόγησαν ὅτι εἶναι Χριστιανοί. Ὦ μακάριες γλῶσσες, ἀναφωνεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅσες πρόφεραν τήν ἱερή ἐκείνη φωνή, τήν ὁποία ὑποδέχθηκε ὁ ἀέρας καί ἁγιάσθηκε, τήν ἄκουσαν οἱ ἄγγελοι καί τήν ἐπαίνεσαν, ἐνῶ ὁ διάβολος μαζί μέ τούς δαίμονες τραυματίσθηκε, καί ὁ Κύριος τήν κατέγραψε στούς οὐρανούς! Τό σπουδαῖο μάλιστα εἶναι ὅτι, ὅταν ὁ καθένας ἐρχόταν στή μέση νά δώσει τήν ἀπάντηση καί τόν ρωτοῦσαν ποιό εἶναι τό ὄνομά του, ὅλοι καί ὁ καθένας ξεχωριστά ἀπαντοῦσαν: εἶμαι Χριστιανός. Καί ἔτσι ὅλων τό ὄνομα ἔγινε ἕνα, διότι δέν ὀνομάζονταν πλέον ὁ καθένας μέ τά ὀνόματά τους, ἀλλά ὅλοι ἀνακηρύσσονταν Χριστιανοί.
Τί ἀκολούθησε τή σταθερή, τήν ἀμετάκλητη ὁμολογία; Λόγια ἤπια, λόγια καλωσύνης καί ἐνδιαφέροντος ἐκ μέρους τοῦ ἐπάρχου. Εἶστε νέοι, τούς εἶπε· λυπηθεῖτε, λοιπόν, τήν νεότητά σας. Γλυκειά ἁπλώνεται μπροστά σας ἡ ζωή· μή θελήσετε νά τήν κάνετε πικρή, οὔτε νά ἀνταλλάξετε τήν γλυκύτητα καί τήν ὀμορφιά της μέ ἕνα πρόωρο καί ὀδυνηρό θάνατο. Πόσο σκληρό θά εἶναι γιά σᾶς, πού πάντοτε ἀριστεύσατε στά πεδία τῶν μαχῶν, νά πεθάνετε μέ ἕνα θάνατο, πού ἁρμόζει μόνο στούς κακούργους! Χρήματα ἔχω πολλά στή διάθεσή σας. Ἀλλά καί τιμές πολλές καί ἀξιώματα μεγάλα καί παράσημα αὐτοκρατορικά θά σᾶς προσφέρω, ἐάν θελήσετε νά ἀρνηθεῖτε τήν πίστη σας· νά λατρεύσετε τούς θεούς τοῦ βασιλιά· νά ἀποδείξετε, ὅτι εἶστε ἀνώτεροι τῶν μύθων, πού πιστεύουν ἄνθρωποι μικροί καί χωρίς ἀξία.
Καί ὅταν εἶδε, ὅτι μέ τά ἤπια καί μαλακά μέσα δέν ἔφερνε κανένα ἀποτέλεσμα, τότε ἄρχισε τίς φοβερές ἀπειλές, τά βασανιστήρια καί τίς τιμωρίες. Στά μέσα ὅμως αὐτά, πού χρησιμοποίησε ὁ τύραννος, τί ἀπάντησαν οἱ Μάρτυρες; Προτοῦ δοῦμε ὅμως τήν ἀπάντηση, ἅς σημειώσουμε ἕνα σπουδαῖο δίδαγμα· ὅτι δηλαδή καί στή δική μας ζωή θά παρουσιασθοῦν ἀσφαλῶς περιστάσεις, στίς ὁποῖες θά κληθοῦμε νά ἀποδείξουμε ἐάν πράγματι εἴμαστε πιστοί στρατιῶτες τοῦ οὐρανίου βασιλέως, ἄξιοι νά φέρουμε τό ὄνομά Του, πιστοί τηρητές τοῦ νόμου Του καί τῶν ἐντολῶν Του. Ἄς ἐτοιμαζόμαστε γιά τίς ὧρες αὐτές, ὥστε ἡ στάση μας καί ἡ διαγωγή μας νά δικαίωσει τό τιμητικό μας ὄνομα, τό ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ.
Β. Τό σκληρό τους μαρτύριο.
Ποία λοιπόν ἀπάντηση ἔδωσαν οἱ γενναῖοι ἀγωνιστές στήν πρόκληση τοῦ τυράννου; Ἅς ἀφήσουμε τόν Μέγα Βασίλειο νά μᾶς τήν πεῖ. Μᾶς δελεάζεις, θεομάχε, νά ἀποστατήσουμε ἀπό τόν Θεό τόν ζῶντα καί νά ὑπακούσουμε στούς δαίμονες τῆς καταστροφῆς, προτείνοντάς μας τά ἀγαθά σου; Ἔχεις νά μᾶς δώσεις ἀγαθά ἴσης ἀξίας μ’ ἐκεῖνο ποῦ προσπαθεῖς νά μᾶς ἀφαίρεσεις; Μισοῦμε τή δωρεά αὐτή, πού θά μᾶς προξενήσει ζημιά. Δέν δεχόμαστε τιμή, ἡ ὁποία εἶναι μήτηρ τῆς ἀτιμίας. Μᾶς δίδεις χρήματα, πού μένουν ἐδῶ, δόξα πού μαραίνεται… ὅλο τόν κόσμο ἐμεῖς τόν ἔχουμε περιφρονήσει. Αὐτά πού βλέπουμε στόν κόσμο, δέν ἔχουν γιά μᾶς τήν ἀξία πού ἔχουν ὅσα οὐράνια ἐλπίζουμε καί ἐπιθυμοῦμε… Μία δωρεά ἐπιθυμῶ, τό στεφάνι τῆς δικαιοσύνης. Μία δόξα ποθῶ, τή δόξα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Φιλοδοξῶ νά ἀπολαύσω τήν ἐπουράνια τιμή καί δόξα. Φοβᾶμαι τήν τιμωρία, ἀλλά μόνο τῆς κολάσεως τήν τιμωρία… τίς τιμωρίες σας τίς θεωρῶ βέλη νηπίων…· Ἐμεῖς εἴμαστε ἐδῶ ἕτοιμοι νά μᾶς βασανίσετε μέ τόν τροχό καί νά μᾶς στρεβλώσετε τά μέλη τοῦ σώματος καί νά μᾶς κατακάψετε, καί σέ κάθε εἶδος βασανιστηρίων νά μᾶς ὑποβάλετε.
Κατάπληξη, θαυμασμός, ἀλλά καί ταραχή καί βρασμός ψυχῆς καί θυμός ἀσυγκράτητος κυρίευσε τήν καρδιά τοῦ ἐπάρχου ἔπειτα ἀπό τήν θαρραλέα καί ἡρωϊκή ἀπάντηση τῶν ἀνδρείων της πίστεως ὁμολογητῶν. Ἡ ἀπόφασή του ἔπειτα ἀπ’ αὐτήν ἦταν ἀμετάκλητη. Ὅλοι, ἀπό τόν πρῶτο μέχρι τόν τελευταῖο, πρέπει νά πεθάνουν, καί μάλιστα μέ σκληρό θάνατο, αὐτό εἶναι ἀποφασισμένο. Ποιό ὅμως θά ἦταν τό σκληρότερο μαρτύριο, τό πιό ὀδυνηρό καί παρατεταμένο; Ὁ ἄρχοντας τοῦ σκότους τοῦ ἐνέπνευσε ποιό ἦταν. Στήν ἄκρη τῆς πόλεως ὑπῆρχε λίμνη. Τά νερά της, λόγῳ τοῦ ἐξαιρετικοῦ ψύχους τοῦ χειμῶνα ἐκείνου, ἦταν ἐντελῶς παγωμένα. Ἐκεῖ πάνω στήν παγωμένη λίμνην οἱ ἥρωες τῆς πίστεως καταδικάσθηκαν νά περάσουν τή φοβερή ἐκείνη νύκτα γυμνοί. Τό πρωί ἴσως κανένας δέν θά ζοῦσε πιά. Τά σώματα μελανιασμένα θά ἦταν πλέον νεκρά. Ἴσως καί τά μέλη θά εἶχαν ἀποκοπεῖ ἀπό τό σῶμα…
Οἱ στρατιῶται ἀκοῦν τή φοβερή καταδίκη. Ὅμως δέν δειλιάζουν. Εἶναι ἀποφασισμένοι νά ὑπομείνουν τό μαρτύριον, ὅσο καί ἄν τούς στοιχίσει. Ἀφοῦ μέ τόν τρόπο αὐτό θά δοξασθεῖ ὁ Πατήρ ὁ ἐπουράνιος, πῶς νά μή τό δεχθοῦν; Ἡ ὥρα τῆς ἐκτελέσεως τῆς καταδίκης, τῆς τόσον ἀργῆς καί ὀδυνηρῆς, φθάνει. Οἱ Μάρτυρες ὁδηγοῦνται στήν παγωμένη λίμνη. Ἀέρας παγωμένος κάνει τό ψύχος ἀνυπόφορο. Ἐνῶ ὅμως ἐκεῖνοι ἀποβάλλουν τά ἐνδύματα τους, λόγους εὐχαριστίας στέλνουν στόν Κύριο, πού τούς ἀξιώνει τέτοιας τιμῆς. Ἄλλα καί μεταξύ τους ἐνισχύονται γιά νά ὑπομείνουν μέχρι τέλους τό φοβερό μαρτύριο. Εἶναι δριμύς ὁ χειμών, λένε, ἀλλά γλυκύς ὁ παράδεισος· εἶναι ὀδυνηρόν τό πάγωμα, ἀλλά γλυκειά ἡ ἀνάπαυση. Ἄς ὑπομείνουμε ἀκόμη λίγο, καί θά ζεσταθοῦμε στόν κόλπο τοῦ Πατριάρχου… Ἄς μήν ὀπισθοχωρήσουμε, συστρατιῶτες, ἄς μή δώσουμε τά νῶτα στό διάβολο. Σάρκες εἶναι· ἄς μή τίς λυπηθοῦμε. Ἄφου οὕτως ἤ ἄλλως ὁπωσδήποτε θά πεθάνουμε, ἅς πεθάνουμε γιά νά ζήσουμε. Ἄς γίνει ἡ θυσία μας ἐνώπιόν Σου, Κύριε, καί δέξου την ὡς θυσία ζῶσα, εὐάρεστη σέ Σένα, θυσία πού προσφέρεται σέ Σένα ὡς ὁλοκαύτωμα μέσα ἀπό τό ψύχος αὐτό, ὡς καλή προσφορά, ὡς νέο ὁλοκαύτωμα πού προσφέρεται ὄχι μέσα ἀπό τή φωτιά, ἀλλά μέσα ἀπό τό ψύχος.
Ὁ τύραννος, γιά νά κάνει περισσότερο ὀδυνηρό τό μαρτύριό τους, εἶχε διατάξει τόν σκοπό νά ἔχει ὅλη τή νύκτα φωτιά μεγάλη ἀναμμένη, πού νά φαίνεται ἀπό τούς Μάρτυρες, ἀλλά καί λουτρό μέ νερό ζεστό νά εἶναι ἕτοιμο, ὥστε ὁποιοσδήποτε ἤθελε λιποτακτήσει, νά συνέλθει γρήγορα ἀπό τή φοβερή ψύξη. Παρόλα αὐτά οἱ Μάρτυρες μέ μία ὑποδειγματική καρτερία ὑπομένουν τό φοβερό μαρτύριο. Τό μαρτύριο, πού τούς ἐξασφαλίζει τά οὐράνια στεφάνια καί τά ἀθάνατα βραβεῖα. Τά βλέπει τά βραβεῖα αὐτά σέ μία ὡραῖα ὀπτασία ὁ καλοδιάθετος Φρουρός νά κατέρχονται ἀπό τόν οὐρανό καί νά στεφανώνουν τούς ἡρωικούς ἀθλητές. Σέ ἕναν μόνο δέν κατέρχεται στεφάνι. Εἶναι ἕνας πού δειλίασε καί ἔτρεξε νά ζεσταθεῖ, γιά νά ξεψυχήσει ὅμως ἀμέσως μόλις πλησίασε τή φωτιά. Τό πράγμα αὐτό δημιουργεῖ ζωηρή ἐντύπωση στόν σκοπό, ὁ ὁποῖος πετᾶ τόν ὁπλισμό του καί τρέχει πρός τούς Μάρτυρες, γιά νά λάβει ἐκεῖνος τόν στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Τό πρωΐ τά σώματα ἦταν ὅλα παγωμένα καί ἀναίσθητα. Οἱ ἐχθροί, γιά νά κάνουν ὀδυνηρότερο τό μαρτύριο, τούς μεταφέρουν σέ τόπο, ὅπου ἔκαιγε μεγάλη φωτιά. Σ’ αὐτήν τώρα τούς ρίχνουν, γιά νά κατακαοῦν τά ἅγια σώματα καί νά τελείωσει ἡ ζωή καί ὅσων ἀκόμη βρίσκονταν στή ζωή. Ἔτσι μέσα σέ ἀφόρητους ὀδυνηρούς πόνους μετατέθηκαν στόν οὐρανό οἱ ἡρωϊκοί μαχητές. Ὅ,τι ἀπέμεινε ἀπό τά μαρτυρικά σώματα, ρίχθηκε στό ποτάμι. «Ὤ χορός ἅγιος! ὤ σύνταγμα ἱερό! ὤ σύνδεσμος ἀδιάσπαστος! ὤ κοινοί φύλακες τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων!», ἀναφωνεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος. Δέν σᾶς ἔκρυψε ἡ γῆ, ἀλλά ὁ οὐρανός σᾶς ἀποδέχθηκε, ἀνοίχθηκαν γιά σᾶς τοῦ παραδείσου οἱ πύλες. Στόν οὐρανό πού βρίσκεστε, ἅγιοι Μάρτυρες, παρακαλεῖτε πάντοτε τόν Κύριο καί γιά μᾶς. Νά εἴμαστε πάντοτε Στρατιῶτες τοῦ οὐρανίου βασιλέως καί τίποτε νά μή μας χωρίζει ἀπό τόν Βασιλέα μας. Ναί, ἅγιοι Μάρτυρες, παρακαλεῖτε τόν Κύριο καί γιά μᾶς.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»
Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου