ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΜΑΡΤΥΡΕΣ

Οἱ Ἅγιοι σαράντα Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν στὴ Σεβάστεια

Α. Ἡ δι­πλή ἰ­δι­ό­τητά τους.

Τό Μη­νο­λό­γιο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας ση­μει­ώ­νει:

«Μνή­μη τῶν ἁ­γί­ων Τεσ­σα­ρά­κον­τα Μαρ­τύ­ρων τῶν ἐν Σε­βα­στείᾳ τῇ πό­λει μαρ­τυ­ρη­σάν­των».

Ποιοί ὅ­μως ἦταν οἱ λαμ­προί αὐ­τοί ἀ­θλη­τές τῆς πί­στε­ως καί ποι­ό ἦ­ταν τό ἔν­δο­ξο τέ­λος τους; Τό­σο χρή­σι­μο εἶ­ναι νά τούς γνω­ρί­σου­με, ἀ­φοῦ κα­τά τήν βε­βαί­ω­ση τοῦ με­γά­λου φωστῆ­ρος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που τῆς Και­σα­ρεί­ας Βα­σι­λεί­ου αὐ­τός εἶ­ναι ὁ ἔ­παι­νος τῶν μαρ­τύ­ρων, τό νά πα­ρα­κι­νοῦν­ται καί ἐ­νι­σχύ­ον­ται πρός τήν ἀ­ρε­τή οἱ Χριστιανοί.

Στρα­τι­ῶ­τες ἦταν οἱ Τεσ­σα­ρά­κον­τα Μάρ­τυ­ρες. Ὑπηρε­τοῦ­σαν σ’ ἕ­να στρα­τι­ω­τι­κό τάγ­μα τοῦ Ρω­μαϊκοῦ στρα­τοῦ, ἀ­πό ἐ­κεῖ­να πού ἦταν στήν Ἀ­να­το­λή. Στόν Ρω­μαῖ­ο αὐ­το­κρά­το­ρα εἶ­χαν δη­λώ­σει ὑ­πο­τα­γή. Ἀλ­λά συγ­χρό­νως καί τοῦ οὐ­ρα­νί­ου βα­σι­λέ­ως, τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ, ἦταν στρα­τι­ῶ­τες. Ἡ ἀ­λή­θεια τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου Του εἶ­χε λάμ­ψει στίς καρ­διές τους. Τό φῶς τοῦ Χριστοῦ ­φώ­τι­ζε τῆς ζω­ῆς τους τό δρό­μο. Καί ἡ λα­τρεί­α Του ­γέ­μι­ζε τίς νε­α­νι­κές τους καρ­διές. Ἀ­πό δι­άφορες πα­τρί­δες κα­τάγονταν καί ἑνώθηκαν μέσα ἀπό τήν ἴδια πίστη καί ἀ­πο­τέ­λε­σαν μί­α ψυ­χή καί μί­α καρ­διά. Ἦταν οἱ πιό ἀνδρεῖοι καί πιό θαρραλέοι καί πιό πρόθυμοι με­τα­ξύ τῶν στρα­τι­ω­τῶν. Μέ αὐ­το­θυ­σί­α ­προ­χω­ροῦ­σαν στίς μά­χες, ἀψη­φῶντας κιν­δύ­νους καί τόν θά­να­το ἀ­κό­μη.

Ἄλ­λα καί στίς πε­ρι­ό­δους τῆς εἰ­ρή­νης σ’ ἄλ­λους πο­λέ­μους καί σ’ἄλ­λες μά­χες ἔ­στρε­φαν τήν προ­σο­χήν τους. Ἕ­νας πό­θος θερ­μός, ἕ­νας παλ­μός ἱ­ε­ρός ­δο­νοῦ­σε τίς καρ­διές τους: πῶς θά εὐ­α­ρεσ­τή­σουν στόν Κύ­ριο, τόν αἰ­ώ­νιο βα­σι­λέ­α τῆς δό­ξης.

Ἕ­να γε­γο­νός ὅ­μως ἦλ­θε νά με­τα­βά­λει τίς συν­θῆ­κες τῆς ζω­ῆς τους. Αὐ­το­κρά­τωρ τῆς Ρώ­μης ἦ­ταν ὁ Λι­κί­νιος. Συ­νάρ­χοντας ἀρχικά τοῦ Γα­λε­ρί­ου, ἀ­νέ­λα­βε τήν δι­α­κυ­βέρ­νη­ση τῆς Ἀ­να­το­λῆς με­τά τό θά­να­το ἐ­κεί­νου. Εἶ­ναι οἱ ἀρ­χές τοῦ 4ου μ.Χ. αἰ­ῶ­νος. Δη­λα­δή ἡ πιό κρί­σι­μη ἐ­πο­χή γιά τόν Χρι­στι­α­νι­σμό. Ἡ ἐ­πο­χή, στήν ὁ­ποί­α οἱ δυ­ό κό­σμοι, ὁ πα­λαι­ός εἰδωλο­λα­τρι­κός στό πρόσωπο τῶν Ρω­μαί­ων αὐ­το­κρα­τό­ρων καί ὁ Χρι­στι­α­νι­κός μέ τόν ἀ­πό τόν Θε­ό ἀ­να­δει­χθέν­τα ὑ­πο­στη­ρι­κτή καί ὑ­πέρ­μα­χο Μέ­γα Κων­σταν­τῖ­νο, θά ἔλ­θουν στήν σφο­δρό­τε­ρη σύγ­κρουση, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α ἡ θρη­σκεί­α τοῦ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νου θά ἐ­ξέλ­θει νι­κή­τρια καί θά ἐ­πι­κρά­τη­σει γιά πάντα. Τό μέ­νος τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας ἐκ­δη­λώ­νε­ται μέ τρό­πο φο­βε­ρό. Πρέ­πει ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός καί οἱ Χρι­στια­νοί νά δι­ω­χθοῦν χω­ρίς οἶ­κτο, νά πάψουν, εἰ δυ­να­τόν, νά ὑ­πάρ­χουν. Ὁ Λι­κί­νιος ὑ­πο­γρά­φει δι­ά­ταγ­μα σκλη­ροῦ καί ἀ­πη­νοῦς δι­ωγ­μοῦ κα­τά τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ. Τό κοι­νο­ποι­εῖ σέ ὅλες τίς ἐ­παρ­χίες τῆς Ἀ­να­το­λῆς. Οἱ κα­τά τό­πους ἔ­παρ­χοι ἀρ­χί­ζουν τό ἔρ­γο τους, ἔρ­γο ἀ­να­κρι­τι­κό καί δι­κα­στι­κό. Μέ τά ὄργανά τους πα­ρα­κο­λου­θοῦν, ἐ­ρευ­νοῦν, ἐ­ξε­τά­ζουν νά ἀ­να­κα­λύ­ψουν τούς Χρι­στια­νούς· νά τούς ὁ­δη­γή­σουν μ­προστά τους νά ἐ­φαρ­μό­σουν σ’ αὐ­τούς τίς ποινές τοῦ αὐτοκρατορι­κοῦ δι­α­τάγ­μα­τος.

Πόσο μεγάλη ὅ­μως ἦ­ταν ἡ ἐκ­πλη­ξή του, ὅ­ταν ὁ ἔ­παρ­χος ἄ­κου­σε, ὅ­τι τό καύ­χη­μα τοῦ αὐ­το­κρα­το­ρι­κοῦ στρα­τοῦ, οἱ ­σα­ρά­ν­τα νέ­οι πού δια­κρί­νον­ταν ἀ­πό ὅ­λους τούς ἄλ­λους γιά τήν πει­θαρ­χί­α καί τήν ἀν­δρεί­α τους, ἦταν Χρι­στια­νοί. Τήν ἔκ­πλη­ξη δι­α­δέ­χθηκε ἡ ὀρ­γή καί τήν ὀρ­γή ἡ φο­βε­ρή δι­ά­θε­ση ἐκ­δι­κή­σε­ως. Συ­γ­κρά­τη­σε ὅ­μως τόν ἐ­αυ­τό του καί ζή­τη­σε νά πα­ρου­σια­σθοῦν ἐ­νώ­πιόν του οἱ πι­στοί Χρι­στια­νοί στρα­τι­ῶ­ται. Ἡ δι­α­τα­γή ἐ­κτε­λεῖ­ται. Οἱ στρα­τι­ῶ­τες β­ρί­σκον­ται ἐ­νώ­πιον τοῦ ἐ­πάρ­χου. Ἐ­κεῖ­νος τούς δείχν­ει τό δι­ά­ταγ­μα. Καί τούς ζη­τᾶ νά ὑ­πα­κού­σουν. Καί ἐ­κεῖ­νοι μέ μιά φω­νή, φω­νή στα­θε­ρή καί με­γά­λη, μέ θάρ­ρος καί ἀν­δρεί­α, χω­ρίς νά φο­βη­θοῦν τί­πο­τε ἀ­πό ὅ­σα ἔ­βλε­παν, ὁ­μο­λό­γη­σαν ὅ­τι εἶ­ναι Χριστια­νοί. Ὦ μα­κά­ριες γλῶσ­σες, ἀ­να­φω­νεῖ ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος, ὅσες πρό­φε­ραν τήν ἱ­ε­ρή ἐ­κεί­νη φω­νή, τήν ὁ­ποί­α ὑ­πο­δέχθηκε ὁ ἀέρας καί ἁγιάσθηκε, τήν ἄκου­σαν οἱ ἄγ­γε­λοι καί τήν ἐ­παί­νε­σαν, ἐνῶ ὁ δι­ά­βο­λος μαζί μέ τούς δαίμονες ­τραυ­μα­τί­σθηκε, καί ὁ Κύ­ριος τήν κα­τέ­γρα­ψε στούς οὐ­ρα­νούς! Τό σπου­δαῖ­ο μάλιστα εἶ­ναι ὅ­τι, ὅ­ταν ὁ κα­θέ­νας ἐρχόταν στή μέση νά δώ­σει τήν ἀ­πάν­τη­ση καί τόν ρωτοῦσαν ποι­ό εἶ­ναι τό ὄ­νο­μά του, ὅ­λοι καί ὁ καθένας ξεχωριστά ἀ­παν­τοῦ­σαν: εἶ­μαι Χρι­στια­νός. Καί ἔ­τσι ὅ­λων τό ὄ­νο­μα ἔ­γι­νε ἕ­να, διό­τι δέν ὀ­νο­μά­ζον­ταν πλέ­ον ὁ κα­θένας μέ τά ὀνόματά τους, ἀλλά ὅ­λοι ἀ­να­κη­ρύσ­σον­ταν Χρι­­στια­νοί.

Τί ἀ­κο­λού­θη­σε τή στα­θε­ρή, τήν ἀ­με­τά­κλη­τη ὁ­μο­λο­γί­α; Λό­για ἤ­πια, λό­για κα­λω­σύ­νης καί ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος ἐκ μέ­ρους τοῦ ἐ­πάρ­χου. Εἶ­στε νέ­οι, τούς εἶ­πε· λυ­πη­θεῖ­τε, λοι­πόν, τήν νε­ό­τη­τά σας. Γλυ­κειά ἁ­πλώ­νε­ται μπρο­στά σας ἡ ζω­ή· μή θε­λή­σε­τε νά τήν κά­νε­τε πι­κρή, οὔ­τε νά ἀν­ταλ­λά­ξε­τε τήν γλυ­κύ­τη­τα καί τήν ὀ­μορ­φιά της μέ ἕ­να πρό­ω­ρο καί ὀ­δυ­νη­ρό θά­να­το. Πό­σο σκλη­ρό θά εἶ­ναι γιά σᾶς, πού πάν­το­τε ἀ­ρι­στεύ­σα­τε στά πε­δί­α τῶν μα­χῶν, νά ­πε­θά­νε­τε μέ ἕ­να θά­να­το, πού ἁρ­μό­ζει μό­νο στούς κα­κούρ­γους! Χρή­μα­τα ἔ­χω πολλά στή δι­ά­θε­σή σας. Ἀλ­λά καί τι­μές πολ­λές καί ἀ­ξι­ώ­μα­τα με­γά­λα καί πα­ρά­ση­μα αὐ­το­κρα­το­ρι­κά θά σᾶς προ­σφέ­ρω, ἐ­άν θε­λή­σε­τε νά ἀρ­νη­θεῖ­τε τήν πί­στη σας· νά λατρεύσετε τούς θε­ούς τοῦ βα­σι­λιά· νά ἀ­πο­δεί­ξε­τε, ὅ­τι εἶστε ἀ­νώ­τε­ροι τῶν μύ­θων, πού πι­στεύ­ουν ἄν­θρω­ποι μι­κροί καί χω­ρίς ἀ­ξί­α.

Καί ὅ­ταν εἶ­δε, ὅ­τι μέ τά ἤ­πια καί μα­λα­κά μέ­σα δέν ἔ­φε­ρνε κα­νένα ἀ­πο­τέ­λε­σμα, τό­τε ἄρ­χι­σε τίς φο­βε­ρές ἀ­πει­λές, τά βα­σα­νι­στή­ρια καί τίς τι­μω­ρίες. Στά μέ­σα ὅ­μως αὐ­τά, πού χρη­σι­μο­ποί­η­σε ὁ τύ­ραν­νος, τί ἀ­πάν­τη­σαν οἱ Μάρ­τυ­ρες; Προ­τοῦ δοῦμε ὅ­μως τήν ἀ­πάν­τη­ση, ἅς ση­μει­ώ­σουμε ἕ­να σπου­δαῖ­ο δί­δαγ­μα· ὅ­τι δη­λα­δή καί στή ­δι­κή μας ζω­ή θά παρου­σια­σθοῦν ἀ­σφα­λῶς πε­ρι­στά­σεις, στίς ὁ­ποῖες θά κλη­θοῦ­με νά ἀ­πο­δεί­ξου­με ἐ­άν πράγ­μα­τι εἴ­μα­στε πι­στοί στρα­τι­ῶ­τες τοῦ οὐ­ρα­νί­ου βα­σι­λέ­ως, ἄ­ξιοι νά φέ­ρου­με τό ὄ­νο­μά Του, πι­στοί τη­ρη­τές τοῦ νό­μου Του καί τῶν ἐν­το­λῶν Του. Ἄς ἐ­τοι­μα­ζό­μα­στε γιά τίς ὧρες αὐ­τές, ὥ­στε ἡ στά­ση μας καί ἡ δι­α­γω­γή μας νά δι­καί­ω­σει τό τι­μη­τι­κό μας ὄ­νο­μα, τό ὄνο­μα τοῦ Χρι­στια­νοῦ.

Β. Τό σκλη­ρό τους μαρ­τύ­ριο.

Ποί­α λοι­πόν ἀ­πάν­τη­ση ἔ­δω­σαν οἱ γεν­ναῖ­οι ἀ­γω­νι­στές στήν πρό­κλη­ση τοῦ τυ­ράν­νου; Ἅς ἀ­φή­σου­με τόν Μέ­γα Βα­σί­λει­ο νά μᾶς τήν πεῖ. Μᾶς δε­λε­ά­ζεις, θε­ο­μά­χε, νά ἀποστατήσου­με ἀ­πό τόν Θε­ό τόν ζῶν­τα καί νά ὑ­πα­κού­σου­με στούς δαί­μο­νες τῆς κα­τα­στρο­φῆς, προ­τεί­νοντάς μας τά ἀ­γα­θά σου; Ἔ­χεις νά μᾶς δώ­σεις ἀ­γα­θά ἴ­σης ἀ­ξί­ας μ’ ἐκεῖνο ποῦ προ­σπα­θεῖς νά μᾶς ἀ­φαί­ρε­σεις; Μι­σοῦ­με τή δω­ρε­ά αὐ­τή, πού θά μᾶς προ­ξε­νή­σει ζη­μιά. Δέν δε­χό­μα­στε τι­μή, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι μή­τηρ τῆς ἀ­τι­μί­ας. Μᾶς δί­δεις χρή­μα­τα, πού μέ­νουν ἐ­δῶ, δό­ξα πού μα­ραί­νε­ται… ὅ­λο τόν κό­σμο ἐ­μεῖς τόν ἔ­χου­με πε­ρι­φρο­νή­σει. Αὐ­τά πού βλέ­που­με στόν κό­σμο, δέν ἔ­χουν γιά μᾶς τήν ἀ­ξί­α πού ἔ­χουν ὅ­σα οὐ­ρά­νια ἐλ­πί­ζου­με καί ἐ­πι­θυ­μοῦ­με… Μί­α δω­ρε­ά ἐ­πι­θυ­μῶ, τό στεφάνι τῆς δι­και­ο­σύ­νης. Μί­α δό­ξα πο­θῶ, τή δό­ξα τῆς βα­σι­λεί­ας τῶν οὐ­ρα­νῶν. Φι­λο­δο­ξῶ νά ἀ­πο­λαύ­σω τήν ἐ­που­ρά­νια τιμή καί δό­ξα. Φο­βᾶ­μαι τήν τι­μω­ρί­α, ἀλ­λά μό­νο τῆς κο­λά­σε­ως τήν τι­μω­ρί­α… τίς τι­μω­ρίες σας τίς θε­ω­ρῶ βέ­λη νη­πί­ων…· Ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε ἐ­δῶ ἕ­τοι­μοι νά μᾶς βα­σα­νί­σε­τε μέ τόν τρο­χό καί νά μᾶς στρε­βλώ­σε­τε τά μέ­λη τοῦ σώ­μα­τος καί νά μᾶς κα­τα­κάψε­τε, καί σέ κάθε εἶ­δος βα­σα­νι­στη­ρί­ων νά μᾶς ὑ­πο­βά­­λε­τε.

Κα­τά­πλη­ξη, θαυ­μα­σμός, ἀλ­λά καί τα­ρα­χή καί βρα­σμός ψυ­χῆς καί θυ­μός ἀ­συγ­κρά­τη­τος κυ­ρί­ευ­σε τήν καρ­διά τοῦ ἐ­πάρ­χου ἔ­πει­τα ἀ­πό τήν θαρ­ρα­λέ­α καί ἡ­ρω­ϊ­κή ἀ­πάν­τη­ση τῶν ἀν­δρεί­ων της πί­στε­ως ὁ­μο­λο­γη­τῶν. Ἡ ἀ­πό­φα­σή του ἔ­πει­τα ἀ­π’ αὐ­τήν ἦ­ταν ἀ­με­τά­κλη­τη. Ὅ­λοι, ἀ­πό τόν πρῶτο μέ­χρι τόν τε­λευ­ταῖο, πρέ­πει νά ­πε­θά­νουν, καί μά­λι­στα μέ σκλη­ρό θά­να­το, αὐ­τό εἶ­ναι ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νο. Ποιό ὅ­μως θά ἦ­ταν τό σκλη­ρό­τε­ρο μαρ­τύ­ριο, τό πιό ὀ­δυ­νη­ρό καί πα­ρα­τε­τα­μέ­νο; Ὁ ἄρχοντας τοῦ σκό­τους τοῦ ἐ­νέ­πνευ­σε ποι­ό ἦ­ταν. Στήν ἄκρη τῆς πό­λε­ως ὑ­πῆρ­χε λί­μνη. Τά νε­ρά της, λό­γῳ τοῦ ἐ­ξαι­ρε­τι­κοῦ ψύ­χους τοῦ χει­μῶ­να ἐ­κεί­νου, ἦταν ἐν­τε­λῶς πα­γω­μέ­να. Ἐκεῖ ­πά­νω στήν πα­γω­μέ­νη λί­μνην οἱ ἥ­ρω­ες τῆς πίστε­ως κα­τα­δι­κά­σθη­καν νά πε­ρά­σουν τή φο­βε­ρή ἐ­κεί­νη νύ­κτα γυ­μνοί. Τό πρω­ί ἴ­σως κα­νέ­νας δέν θά ζοῦ­σε πιά. Τά σώ­μα­τα με­λα­νι­α­σμέ­να θά ἦταν πλέ­ον νε­κρά. Ἴ­σως καί τά μέ­λη θά εἶ­χαν ἀ­πο­κο­πεῖ ἀ­πό τό σῶ­μα…

Οἱ στρα­τι­ῶ­ται ἀ­κοῦν τή φο­βε­ρή κα­τα­δί­κη. Ὅ­μως δέν δει­λιάζουν. Εἶ­ναι ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νοι νά ὑ­πο­μεί­νουν τό μαρ­τύ­ριον, ὅ­σο καί ἄν τούς στοι­χί­σει. Ἀφοῦ μέ τόν τρό­πο αὐ­τό θά δοξα­σθεῖ ὁ Πα­τήρ ὁ ἐ­που­ρά­νιος, πῶς νά μή τό δε­χθοῦν; Ἡ ὥ­ρα τῆς ἐ­κτε­λέ­σε­ως τῆς κα­τα­δί­κης, τῆς τό­σον ἀργῆς καί ὀ­δυ­νη­ρῆς, φθά­νει. Οἱ Μάρ­τυ­ρες ὁ­δη­γοῦν­ται στήν παγωμένη λί­μνη. Ἀ­έ­ρας πα­γω­μέ­νος κά­νει τό ψύ­χος ἀ­νυ­πό­φο­ρο. Ἐ­νῶ ὅ­μως ἐ­κεῖ­νοι ἀ­πο­βάλ­λουν τά ἐν­δύ­μα­τα τους, λό­γους εὐ­χα­ρι­στί­ας στέλνουν στόν Κύ­ριο, πού τούς ἀ­ξι­ώ­νει τέτοιας τι­μῆς. Ἄλ­λα καί με­τα­ξύ τους ἐ­νι­σχύ­ον­ται γιά νά ὑ­πο­μεί­νουν μέ­χρι τέ­λους τό φο­βε­ρό μαρ­τύ­ριο. Εἶ­ναι δρι­μύς ὁ χει­μών, λέ­νε, ἀλ­λά γλυ­κύς ὁ πα­ρά­δει­σος· εἶ­ναι ὀ­δυ­νη­ρόν τό πά­γω­μα, ἀλ­λά γλυ­κειά ἡ ἀ­νά­παυ­ση. Ἄς ὑ­πο­μεί­νου­με ἀ­κό­μη ­λί­γο, καί θά ζε­στα­θοῦ­με στόν κόλ­πο τοῦ Πα­τριά­ρχου… Ἄς μήν ὀ­πι­σθο­χω­ρή­σου­με, συ­στρα­τι­ῶ­τες, ἄς μή δώσουμε τά νῶ­τα στό δι­ά­βο­λο. Σάρ­κες εἶ­ναι· ἄς μή τίς λυ­πη­θοῦ­με. Ἄ­φου οὕ­τως ἤ ἄλ­λως ὁπωσδήποτε θά πε­θά­νου­με, ἅς πε­θά­νου­με γιά νά ζή­σου­με. Ἄς γίνει ἡ θυ­σί­α μας ἐνώ­πιόν Σου, Κύ­ρι­ε, καί δέξου την ὡς θυ­σί­α ζῶ­σα, εὐ­ά­ρε­σ­τη σέ Σένα, θυ­σί­α πού προ­σφέ­ρε­ται σέ Σένα ὡς ὁ­λο­καύ­τω­μα μέσα ἀπό τό ψύχος αὐτό, ὡς κα­λή προ­σφο­ρά, ὡς νέ­ο ὁ­λο­καύ­τω­μα πού προσφέρεται ὄ­χι μέσα ἀπό τή φωτιά, ἀλλά μέσα ἀπό τό ψύχος.

Ὁ τύ­ραν­νος, γιά νά κάνει πε­ρισ­σό­τε­ρο ὀ­δυ­νη­ρό τό μαρ­τύ­ριό τους, εἶ­χε δι­α­τά­ξει τόν σκο­πό νά ἔ­χει ὅ­λη τή νύ­κτα φω­τιά με­γά­λη ἀ­ναμ­μέ­νη, πού νά φαί­νε­ται ἀ­πό τούς Μάρ­τυ­ρες, ἀλ­λά καί λου­τρό μέ νε­ρό ζε­στό νά εἶ­ναι ἕ­τοι­μο, ὥ­στε ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε ἤ­θε­λε λι­πο­τα­κτή­σει, νά συ­νέλ­θει γρή­γο­ρα ἀ­πό τή φο­βε­ρή ψύξη. Πα­ρόλα αὐτά οἱ Μάρ­τυ­ρες μέ μί­α ὑποδειγμα­τι­κή καρ­τε­ρί­α ὑ­πο­μέ­νουν τό φο­βε­ρό μαρ­τύ­ριο. Τό μαρ­τύ­ριο, πού τούς ἐ­ξα­σφα­λί­ζει τά οὐ­ρά­νια στε­φά­νια καί τά ἀ­θά­να­τα βρα­βεῖ­α. Τά βλέ­πει τά βρα­βεῖ­α αὐ­τά σέ μί­α ὡραῖα ὀ­πτα­σί­α ὁ καλοδιάθετος Φρου­ρός νά κα­τέρ­χον­ται ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό καί νά στε­φα­νώ­νουν τούς ἡ­ρω­ι­κούς ἀ­θλη­τές. Σέ ἕ­ναν μό­νο δέν κα­τέρ­χε­ται στεφάνι. Εἶ­ναι ἕ­νας πού δει­λί­α­σε καί ἔτρεξε νά ζε­στα­θεῖ, γιά νά ξε­ψυ­χή­σει ὅ­μως ἀμέσως μόλις ­πλη­σί­α­σε τή φω­τιά. Τό πράγ­μα αὐτό δημιουργεῖ ζωηρή ἐν­τύ­πω­ση στόν σκο­πό, ὁ ὁ­ποῖ­ος πε­τᾶ τόν ὁπλισμό του καί τρέχει πρός τούς Μάρ­τυ­ρες, γιά νά λά­βει ἐ­κεῖ­νος τόν στεφάνι τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου.

Τό πρωΐ τά σώ­μα­τα ἦταν ὅ­λα πα­γω­μέ­να καί ἀ­ναί­σθη­τα. Οἱ ἐ­χθροί, γιά νά κάνουν ὀ­δυ­νη­ρό­τε­ρο τό μαρ­τύ­ριο, τούς με­τα­φέ­ρουν σέ τό­πο, ὅ­που ἔκαιγε με­γά­λη φω­τιά. Σ’ αὐ­τήν τώρα τούς ρί­χνουν, γιά νά κα­τα­κα­οῦν τά ἅ­για σώ­μα­τα καί νά τε­λεί­ω­σει ἡ ζω­ή καί ὅ­σων ἀ­κό­μη β­ρί­σκον­ταν στή ζωή. Ἔ­τσι μέσα σέ ἀφόρητους ὀδυνηρούς πό­νους με­τα­τέ­θηκαν στόν οὐ­ρα­νό οἱ ἡ­ρω­ϊ­κοί μα­χη­τές. Ὅ,τι ἀ­πέ­μει­νε ἀ­πό τά μαρ­τυ­ρι­κά σώ­μα­τα, ­ρίχθηκε στό πο­τάμι. «Ὤ χο­ρός ἅ­γιος! ὤ σύν­ταγ­μα ἱ­ε­ρό! ὤ σύν­δε­σμος ἀ­δι­ά­σπα­στος! ὤ κοι­νοί φύλακες τοῦ γέ­νους τῶν ἀν­θρώ­πων!», ἀ­να­φω­νεῖ ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος. Δέν σᾶς ἔ­κρυ­ψε ἡ γῆ, ἀλ­λά ὁ οὐ­ρα­νός σᾶς ἀ­πο­δέ­χθηκε, ἀ­νοί­χθηκαν γιά σᾶς τοῦ πα­ρα­δεί­σου οἱ πύλες. Στόν οὐ­ρα­νό πού βρίσκεστε, ἅ­γιοι Μάρ­τυ­ρες, πα­ρα­κα­λεῖ­τε πάν­το­τε τόν Κύ­ριο καί γιά μᾶς. Νά εἴ­μα­στε πάν­το­τε Στρα­τι­ῶ­τες τοῦ οὐ­ρα­νί­ου βα­σι­λέ­ως καί τί­πο­τε νά μή μας χω­ρί­ζει ἀ­πό τόν Βα­σι­λέ­α μας. Ναί, ἅ­γιοι Μάρ­τυ­ρες, πα­ρα­κα­λεῖ­τε τόν Κύ­ριο καί γιά μᾶς.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου