Ὁ πάγκαλος Ἰωσὴφ ὡς τύπος Χριστοῦ εἶναι ἐξαίρετο παράδειγμα ἀνεξικακίας καὶ συγχωρήσεως. Οἱ ἀδελφοί του τὸν πούλησαν στοὺς Ἰσμαηλίτες ἐμπόρους γιὰ εἴκοσι χρυσὰ νομίσματα, κι αὐτοὶ τὸν μεταπούλησαν στὴν Αἴγυπτο ὡς δοῦλο στὸν ἀρχιμάγειρα τοῦ Φαραὼ Πετεφρῆ. Ἐκεῖ ὁ Ἰωσὴφ ἀντιμετώπισε μεγάλο πειρασμὸ ἀπὸ τὴ σύζυγο τοῦ Πετεφρῆ, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας φυλακίστηκε, ἐνῶ ἦταν τελείως ἀθῶος. Ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὶς ταπεινώσεις καὶ τὰ παθήματα ὁ ἅγιος Θεὸς τὸν ἐξύψωσε καὶ τὸν ἀνέδειξε ἀντιβασιλέα τῆς Αἰγύπτου.
Ὁ Ἰωσὴφ μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ στὰ ἑπτὰ χρόνια τῆς εὐφορίας ἔκανε ἐγκαίρως τὴν κατάλληλη προετοιμασία τῆς ἀποθηκεύσεως τῶν καρπῶν τῆς γῆς. Κι ὅταν ἀκολούθησε ἡ περίοδος τῶν ἰσχνῶν ἀγελάδων, ἦταν ὁ σιτοδότης ὄχι μόνο τῆς Αἰγύπτου ἀλλὰ καὶ τῆς εὐρύτερης περιοχῆς.
Ἀνάμεσα σ̕ αὐτοὺς ποὺ πήγαιναν στὴν Αἴγυπτο νὰ ἀγοράσουν σιτάρι, ἦταν καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰακώβ. Ὁ ἀντιβασιλέας τῆς Αἰγύπτου τὸν δεύτερο χρόνο τοῦ λιμοῦ φανέρωσε στοὺς ἀδελφούς του ὅτι εἶναι ὁ Ἰωσήφ. Ἡ θαυμάσια περιγραφὴ τῆς ἀναγνωρίσεως μὲ τοὺς ἐναγκαλισμοὺς καὶ τὰ δάκρυα τῆς χαρᾶς διασώζεται στὸ τεσσαρακοστὸ πέμπτο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως.
Οἱ ἀδελφοί του, ὅταν τοὺς ἀπεκάλυψε ποιὸς ἦταν, ταράχθηκαν, γιατὶ φοβήθηκαν ὅτι θὰ τοὺς ἐκδικηθεῖ ἐπειδὴ τὸν πούλησαν ὡς δοῦλο. Ἀλλὰ ὁ Ἰωσὴφ δὲν τοὺς κρατοῦσε κακία. Τοὺς εἶχε συγχωρήσει μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του. Τοὺς φέρθηκε μὲ πνευματικὴ ἀρχοντιὰ καὶ ἀνωτερότητα καὶ τοὺς παρηγόρησε λέγοντας ὅτι ὅλα ἔγιναν κατ̕ οἰκονομίαν Θεοῦ: Δὲν μὲ στείλατε ἐσεῖς ἐδῶ, ἀλλ̕ ὁ Θεός. «Εἰς γὰρ ζωὴν ἀπέστειλέ με ὁ Θεὸς ἔμπροσθεν ὑμῶν», τοὺς εἶπε (Γεν. με΄ [45] 5). Μ̕ ἔστειλε ὁ Θεὸς πρὶν ἀπὸ σᾶς, γιὰ νὰ ζήσετε καὶ σεῖς καὶ οἱ ἀπόγονοί σας, γιὰ νὰ ἔχετε τρόφιμα πολλὰ γιὰ σᾶς καὶ γιὰ τὰ ποίμνιά σας. Τοὺς περιποιήθηκε μὲ περισσὴ ἀγάπη καὶ τοὺς κατευόδωσε λέγοντας: «Μὴ ὀργίζεσθε ἐν τῇ ὁδῷ» (Γεν. με΄ [45] 24). Ἐκτίμησε σωστὰ ὅτι στὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς θὰ διαπληκτίζονταν μεταξύ τους καὶ θὰ ἔριχναν ὁ ἕνας στὸν ἄλλον τὶς εὐθύνες γιὰ τὸ κακὸ ποὺ τοῦ ἔκαναν. Τὶς ἴδιες ἀλληλοκατηγορίες ἀσφαλῶς θὰ τὶς ἐπαναλάμβαναν καὶ μπροστὰ στὸν πατέρα τους, ὅταν θὰ τοῦ φανέρωναν ὅτι ὁ Ἰωσὴφ ζεῖ. Γιὰ νὰ μὴ συμβεῖ τίποτε ἀπ̕ ὅλα αὐτά, τοὺς ἔδωσε σοφὴ συμβουλή: Νὰ μὴ φιλονικεῖτε, οὔτε νὰ ἀλληλοκατηγορεῖσθε, ἀλλὰ νὰ εἶστε ἀγαπημένοι μεταξύ σας.
Ἡ ἀνεξικακία τοῦ Ἰωσὴφ ἔχει καὶ συνέχεια. Ὅταν ἐκοιμήθη ὁ πατέρας τους καὶ ἔκαναν τὴν ταφή του, οἱ ἀδελφοί του ἄρχισαν πάλι νὰ ἀνησυχοῦν, ἐπειδὴ φοβόντουσαν ὅτι θὰ τοὺς ἐκδικηθεῖ. Ἦλθαν ταπεινωμένοι μπροστά του, ἔπεσαν στὰ πόδια του καὶ τὸν προσκύνησαν λέγοντας: «Οἵδε ἡμεῖς σοὶ οἰκέται», εἴμαστε ὑπηρέτες καὶ δοῦλοι σου (Γεν. ν΄ [50] 18). Σὰν νὰ τοῦ ἔλεγαν: Ἀναγνωρίζουμε ὅτι σὲ ἀδικήσαμε. Συγχώρεσέ μας γιὰ τὴν ἀδικία ποὺ σοῦ κάναμε. Τότε ὁ Ἰωσὴφ ἀναλύθηκε σὲ δάκρυα καὶ εἶπε τὸν μεγάλο λόγο τῆς συγχωρήσεως: «Μὴ φοβεῖσθε, τοῦ γὰρ Θεοῦ εἰμι ἐγώ» (Γεν. ν΄ [50] 19). Μὴ φοβάστε. Δὲν θὰ σᾶς κάνω κακό, διότι εἶμαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καὶ προσπαθῶ νὰ συμπεριφέρομαι σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ.
Μᾶς κάνει ἐντύπωση ὅτι ἐνήργησε τόσο ἀρχοντικά, σὰν ἄνθρωπος τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἐνῶ ἔζησε στοὺς χρόνους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, καὶ μάλιστα σὲ ἐποχὴ ποὺ δὲν εἶχε δοθεῖ ἀκόμη ὁ Νόμος! Ἔτσι ἐνεργοῦν πάντοτε οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἀνεξίκακοι καὶ συγχωρητικοί. Ἀγαποῦν, συγχωροῦν αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἔφταιξαν!
Ὁ ἐνάρετος Ἰωσὴφ μὲ τὸ ἀξιοθαύμαστο παράδειγμά του προτυπώνει τὸν ἀνεξίκακο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος σ̕ ὅλη τὴν ἐπὶ γῆς ζωὴ καὶ δράση Του ἀγαποῦσε καὶ εὐεργετοῦσε τοὺς ἀνθρώπους, χωρὶς νὰ κρατάει κακία σὲ κανέναν. Ἐνῶ τὸν λοιδοροῦσαν οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, δὲν ἀνταπέδιδε τὶς ὕβρεις. Ἐνῶ ὑπέφερε ἄδικα, δὲν φοβέριζε μὲ ἐκδικητικὲς ἀπειλές, ἀλλὰ ἀνέθετε τὸν ἑαυτό Του στὸ Θεὸ Πατέρα, ποὺ κάνει πάντοτε δίκαιη κρίση. «Λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει, παρεδίδου δὲ τῷ κρίνοντι δικαίως» (Α΄ Πέτρ. β΄ 23). Κι ὅταν ἡ ἀχαριστία τῶν ἀνθρώπων τὸν ἀνέβασε ἐπάνω στὸ Σταυρό, θερμὴ ἱκεσία ἀπηύθυνε στὸν Οὐράνιο Πατέρα Του νὰ συγχωρήσει τοὺς σταυρωτές Του: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. κγ΄ [23] 34).
Τὸ ἐξαίρετο παράδειγμα τῆς ἀνεξικακίας τοῦ παγκάλου Ἰωσὴφ καὶ τὸ τέλειο παράδειγμα τῆς ἀνεξικακίας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ὀφείλουμε κι ἐμεῖς νὰ τὰ μιμούμαστε. Νὰ μὴν κρατᾶμε στὴν ψυχὴ μας κακία σ̕ ὅσους τυχὸν μᾶς ἔβλαψαν, μᾶς ζημίωσαν, μᾶς λύπησαν. Νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς ἐχθρούς μας καὶ νὰ τοὺς συγχωροῦμε μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μας γιὰ ὅποια ἀδικία μᾶς ἔκαναν. Γιὰ νὰ γινόμαστε ὅμοιοι μὲ τὸν Θεό, ἀληθινὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ Πατέρα!