Τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο ἱερὰ Ἀναγνώσματα ποὺ ἀναγινώσκονται στὴν Ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ εἶναι ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν Παροιμιῶν. Μία ἀπὸ τὶς σοφὲς Παροιμίες τῆς λειτουργικῆς αὐτῆς περιόδου μᾶς προτρέπει νὰ περιορίσουμε τὴν πολυλογία μας. Διότι ἀπὸ τὴν πολυλογία εἶναι ἀδύνατο νὰ ξεφύγουμε τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ μὴν παρεκτραποῦμε σὲ ἀπερίσκεπτα λόγια. Συνετὸς καὶ μυαλωμένος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ προσέχει τὰ χείλη του. «Ἐκ πολυλογίας οὐκ ἐκφεύξῃ ἁμαρτίαν, φειδόμενος δὲ χειλέων νοήμων ἔσῃ» (Παρ. ι΄ [10] 19).
Ὁ ἔναρθρος λόγος, ἡ λαλιά, ἡ ὁμιλία εἶναι ἐξαίρετο προσὸν τοῦ ἀνθρώπου. Μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ ἐκφράσουμε μὲ λόγια τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τῶν σκέψεων καὶ συναισθημάτων μας. Ἡ ἱκανότητα αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι θαυμαστή. Ἀλλὰ μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι ἡ γλώσσα θὰ κυβερνᾶται, θὰ κυριαρχεῖται, θὰ χαλιναγωγεῖται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο.
Εἶναι ὅμως σὲ ὅλους γνωστὸ ὅτι πολλὲς φορὲς δὲν χαλιναγωγοῦμε τὴ γλώσσα μας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ σημειώνουμε ποικίλα ἁμαρτήματα γλώσσας. Ἕνα ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα τῆς γλώσσας εἶναι ἡ πολυλογία.
Πολυλογία ἐδῶ δὲν ἐννοεῖ τόσο τὰ πολλὰ λόγια, ὅσο τὰ ἀπερίσκεπτα, τὰ ἁμαρτωλά. Ἕνας ἀρχαῖος Ἑρμηνευτὴς λέει ὅτι «ὁ φθεγγόμενος ὃ δήποτε τῆς θεοσεβείας ἀλλότριον, οὗτος πολυλογεῖ» (Ὠριγένης). Πολυλογεῖ αὐτὸς ποὺ λέει λόγια ποὺ δὲν ἔχουν θεοσέβεια· αὐτὸς ποὺ μιλάει ἀπερίσκεπτα· αὐτὸς ποὺ παρουσιάζεται ἐνήμερος σὲ ὅλα· αὐτὸς ποὺ παίρνοντας τὸν λόγο δὲν βάζει τελεία πουθενά.
Ὅμως αὐτὸς ποὺ μιλάει συνεχῶς, χωρὶς νὰ πολυσκέπτεται αὐτὰ ποὺ λέει, εἶναι ἀδύνατο νὰ ξεφύγει τὴν ἁμαρτία. Λέγοντας πολλά, εἶναι πολὺ εὔκολο νὰ πεῖ καὶ λόγια περιττά, ποὺ δὲν ἦταν ἀπαραίτητο νὰ τὰ πεῖ. Ἢ μπορεῖ νὰ πεῖ ψέματα καὶ ἀνακρίβειες, νὰ πεῖ λόγια ποὺ δὲν οἰκοδομοῦν τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ τοὺς βλάπτουν. Ἀκόμη αὐτὸς ποὺ φλυαρεῖ ἀπερίσκεπτα, μπορεῖ νὰ πέσει στὴν καταλαλιὰ καὶ τὴν κατάκριση ἢ νὰ περιαυτολογήσει διασαλπίζοντας τὰ κατορθώματά του.
Τὰ αἴτια τῆς πολυλογίας δὲν εἶναι πάντοτε τὰ ἴδια. Μπορεῖ λόγου χάριν νὰ εἶναι ὁ ἐγωισμός. Θέλουμε ἡ δική μας γνώμη νὰ ἐπικρατήσει. Μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἐπιπολαιότητα. Βιαζόμαστε νὰ μιλήσουμε, χωρὶς νὰ ἐξετάζουμε προηγουμένως μὲ τὴ διάνοιά μας ἂν εἶναι σωστὰ αὐτὰ ποὺ θὰ ποῦμε. Μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἐξωστρέφεια. Ἀσχολούμαστε ὅλο μὲ τοὺς ἄλλους. Δὲν συνηθίσαμε νὰ στρέφουμε τὸν φακὸ τῆς προσοχῆς στὸν ἔσω ἄνθρωπο. Μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἐπίδειξη. Τὸ κάνουμε, γιατὶ θέλουμε νὰ φανοῦμε στοὺς ἄλλους.
Ἡ πολυλογία εἶναι δρόμος ὀλισθηρὸς καὶ κατηφορικός. Μπορεῖ νὰ ξεκινήσουμε ἀπὸ τὸ ἴσωμα καὶ νὰ βρεθοῦμε στὸν γκρεμό. Ἂν ἀρχίσουμε νὰ μιλᾶμε ἀσταμάτητα, ἀποκλείεται ὅλα τὰ λόγια ποὺ θὰ ποῦμε νὰ εἶναι μεστά, νὰ ἔχουν βαρύτητα. «Ἀπὸ μὲν τοῦ μακρυγορεῖν οὐ διαφύγῃς τὸ πταῖσαι πρὸς Θεόν, ἢ πρὸς ἀνθρώπους», σχολιάζει ὁ ἑρμηνευτὴς Προκόπιος. Ἂν λὲς πολλά, δὲν θὰ ξεφύγεις τὸν σκόπελο νὰ φταίξεις στὸ Θεὸ ἢ στοὺς συνανθρώπους σου.
Κανένα ἄλλο μέλος τοῦ σώματός μας δὲν ἐκτρέπεται τόσο εὔκολα καὶ σὲ τόσες παραβάσεις τοῦ θείου νόμου, ὅσο ἐκτρέπεται ἡ γλώσσα μας. Γι̕ αὐτὸ χρειάζεται νὰ προσέχουμε τὰ λόγια μας. Πρῶτα νὰ σκεπτόμαστε αὐτὰ ποὺ θὰ ποῦμε καὶ μετὰ νὰ μιλᾶμε. Χρειάζεται χαλινάρι στὴ γλώσσα μας. Νὰ ἐλέγχουμε τὰ λόγια ποὺ θὰ βγαίνουν ἀπὸ τὰ χείλη μας. «Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόματί μου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη μου». Βάλε, Κύριε, φρουρὰ στὸ στόμα μου καὶ θύρα γύρω ἀπὸ τὰ χείλη μου γιὰ νὰ τὰ φράζει, ὥστε νὰ μὴ βγαίνει ποτὲ ἀπ̕ αὐτὰ λόγος κακός, παρακαλεῖ ὁ ἱερὸς Ψαλμωδός (Ψαλ. ρμ΄ [140] 3). Χρειάζεται ἐγκράτεια ὄχι μόνο στὸ φαγητό, ἀλλὰ καὶ στὰ λόγια μας. «Ἐγκρατὴς γενοῦ γλώσσης καὶ κοιλίας», συμβουλεύει ὁ καθηγητὴς τῆς ἐρήμου, ὁ Μέγας Ἀντώνιος («Μέγα Γεροντικόν», τόμος Α΄, σελ. 38).
Νὰ παρακαλοῦμε τὸν ἅγιο Θεὸ μὲ τὴν Εὐχὴ τοῦ ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου νὰ μὴ μᾶς φεύγουν ἀπερίσκεπτα λόγια: «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου… πνεῦμα ἀργολογίας μή μοι δῷς». Καὶ νὰ προσέχουμε περισσότερο στὸ ἑξῆς νὰ μὴν ἁμαρτάνουμε μὲ ἁμαρτήματα τῆς γλώσσας. «Εἶπα φυλάξω τὰς ὁδούς μου τοῦ μὴ ἁμαρτάνειν με ἐν γλώσσῃ μου» (Ψαλ. λη΄ [38] 2). Νὰ μὴν ξεχνᾶμε τὸν θεῖο λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς: Ἀπὸ τὴν πολυλογία εἶναι ἀδύνατο νὰ ξεφύγουμε τὴν ἁμαρτία. Συνετὸς καὶ μυαλωμένος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ προσέχει τὰ χείλη του.