«Ξένον τόκον ἰδόντες ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου»

   Μιὰ ἐξαίσια ποιητικὴ ὑμνωδία εἶναι ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος. Μιὰ χρυσὴ ἁλυσίδα μὲ ὑπέροχους καὶ ἀπαστράπτοντες κρίκους. Ἕνας Ὕμνος πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ τὸν «πάντων ἁγίων ἁγιώτατον» Υἱό της.
   Σ’ ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς στίχους ποὺ συναπαρτίζουν τοὺς Χαιρετισμοὺς στὸ σεπτὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας μας, ὁ ἱε­ρὸς Ὑμνωδὸς μᾶς προτρέπει νὰ ἀτενίσουμε, νὰ σπουδάσουμε καὶ νὰ μελετήσουμε τὸν παράδοξο, ὑπερφυὴ καὶ θαυμαστὸ τόκο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Νὰ τὸν ἀντικρίσουμε ὄχι μὲ φιλοπερίεργη καὶ διερευνητικὴ δυσπιστία ἀλλὰ μὲ θαυμασμὸ καὶ εὐχαριστιακὴ ἔξαρση. Ἔτσι ὥστε ἡ παραδοξότητά του καὶ τὸ θαυμαστό του μεγαλεῖο νὰ γίνει ἀφορμὴ καὶ δύναμη γιὰ νὰ μπορέσουμε κι ἐμεῖς νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὴ μάταιη καὶ ἁμαρτωλὴ τύρβη καὶ μέριμνα αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
   Ὁ τόκος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ ἕνα παράδοξο καὶ ὑπερφυὲς μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Ὅλος! Ἀπὸ τὴ σύλληψη ἕως τὴ γέννηση τοῦ Θεανθρώπου, ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ ἕως τὴ Βηθλεέμ, ἀπὸ τὸν πρῶτο ἀγγελικὸ ὕμνο «χαῖρε κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετὰ σοῦ» (Λουκ. α΄ 28) ἕως τὴν οὐρανομήκη ἀγγελικὴ ὑμνωδία «δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη» (Λουκ. β΄ 14).
   Παράδοξος πράγματι ὁ τόκος τῆς Παν­αγίας μας, μὲ μιὰ ὑπερφυσικότητα ποὺ δὲν ἔγκειται μόνο στὸ ποῦ τίκτει οὔτε καὶ στὸ πῶς τίκτει. Σ’ ἕνα δυσῶδες ὑγρὸ σπήλαιο καὶ «ἄνευ σπορᾶς», καὶ ἀνωδίνως δηλαδή. Ἀλλὰ κυρίως στὸ τί τίκτει: τὸν προαιώνιο καὶ ἄπειρο Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ.
   Μυστήριο ὄντως «ξένον» καὶ κυριολεκτικὰ παράδοξο, Θεὸς ποὺ «ἐχωρήθη ἐν γαστρὶ» καὶ μάλιστα «ἐν γαστρὶ» τῆς ὑ­περευλογημένης Θεοτόκου. Τόκος καὶ γέννα τοῦ Δημιουργοῦ, τοῦ Ἀχωρήτου. Τόκος καὶ γέννα τοῦ Πλαστουργοῦ. Ἀρχὴ τοῦ Ἀνάρχου. Σμίκρυνση τοῦ ἀπείρου Θεοῦ, ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ!
   «Ξένον τόκον ἰδόντες»! Καὶ ὁ ἱερὸς Ὑ­μνωδὸς δὲν μᾶς προτρέπει ἁπλῶς νὰ σπουδάσουμε τὸν παράδοξο τόκο τῆς Θεοτόκου, ἀλλὰ μᾶς χαράζει καὶ τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἐνατένιση τῆς μυστηριακῆς παραδοξότητάς του.
   Ἂν πραγματικὰ ποθοῦμε νὰ ἀτενίσουμε τὸ παράδοξο θαῦμα τῆς συγκαταβάσεως τοῦ Θεοῦ. Ἂν πραγματικὰ ἐπιθυμοῦμε νὰ προσκυνήσουμε εὐλαβικὰ τὸν ὑπερφυσικὸ τόκο τῆς Θεοτόκου, τότε μόνο ἕνας δρόμος ὑπάρχει: Ἡ ἀποξένωση ἀπὸ τὴ μάταιη καὶ ἁμαρτωλὴ ἐνασχόληση τοῦ κόσμου ποὺ μᾶς περιβάλλει. Ἡ στροφὴ τοῦ νοῦ μας, τῶν πόθων μας καὶ τῶν ἐπιδιώξεών μας ἀπὸ τὴν ἐγκόσμια φθοροποιὸ πραγματικότητα στὴν ἐξωκόσμια μακαριότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ φυγή μας ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο τῶν παθῶν καὶ ἡ κοπιαστικὴ πορεία μας πρὸς τὴν ἄνω Ἱερουσαλὴμ τῆς Χάριτος.
   Ὑπάρχει δυστυχῶς ἔντονος ὁ κόσμος μέσα μας. Ὁ κόσμος μὲ τὰ ἀπατηλά, δελεαστικὰ καὶ ἁμαρτωλὰ θέλγητρά του. «Ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου» (Α΄ Ἰω. β΄ 16).
   Ὅμως πάντοτε, καὶ τότε καὶ σήμερα, τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων τὸ ἀτενίζουν ψυχὲς ποὺ ἐθελούσια ἀποξενώθηκαν ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό. Οἱ ποιμένες τῆς Βηθλεέμ. Οἱ Μάγοι ἐξ ἀνατολῶν…
   Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ἡ πνευματικὴ περίοδος ποὺ χαράζει μιὰ πνευματικὴ πορεία. Μιὰ πορεία ἀπὸ τὰ ἐπίγεια στὰ ἐπουράνια. Ἀπὸ τὰ φθαρτὰ στὰ ἄφθαρτα. Ἀπὸ τὰ κοσμικὰ στὰ ὑπερκόσμια. Χαράζει πορεία ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τὸ κοσμικὸ πνεῦμα, τὸ πνεῦμα τῆς ὕλης καὶ τῆς ἁμαρτίας, γιὰ ὅσους ἀγάπησαν καὶ ἀγαποῦν τὸν Θεό, τὸν οὐρανό, τὴ ζωὴ τοῦ Πνεύματος καὶ τὴν ἁγιότητα.
   Αὐτὴ ἡ φυγή μας ἀπὸ τὸν κόσμο θὰ μᾶς χαρίσει τελικὰ ὅλο τὸν κόσμο!
   Μόνοι μας δὲν θὰ τὰ καταφέρουμε. Ἂς παρακαλέσουμε ὅμως θερμὰ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τὴ Μητέρα ὅλων μας, ποὺ ἀκατάπαυστα μεσιτεύει ὑπὲρ ἡμῶν, νὰ ἱκετεύσει τὸν Υἱὸ καὶ Θεό Της, ὥστε νὰ σβήσει μέσα μας ὁ κόσμος τῆς ἀπάτης, τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ἁμαρτίας, γιὰ νὰ ἀτενίζουμε εὐδιάκριτα καὶ νὰ ζοῦμε ἐντονότερα τὰ θαυμάσια τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας, τὰ ὁποῖα ἐργάσθηκε ὁ Θεὸς δι’ Αὐτῆς.