Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων

Στή σει­ρά τῶν με­γά­λων Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­νή­κει ὁ ἱ­ε­ρός Κύ­ριλ­λος. Ἁ­γι­ό­τη­τα βί­ου, στα­θε­ρό­τη­τα πί­στε­ως, ἀ­γω­νι­στι­κό φρό­νη­μα, συ­νε­χεῖς ἐ­ξο­ρί­ες γιά τήν δι­α­τή­ρη­ση τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας συν­θέ­τουν τή ζω­ή του. Νά θαυ­μά­σου­με τόν σπου­δαῖ­ο ἀ­γω­νι­στή.

Στίς ἀρ­χές τοῦ τε­τάρ­του αἰ­ῶ­νος γεν­νή­θη­κε ὁ Κύ­ριλ­λος. Ἡ Πα­λαι­στί­νη ἦ­ταν ἡ πα­τρί­δα του. Δέν γνω­ρί­ζου­με δυ­στυ­χῶς πολ­λά γιά τήν παι­δι­κή καί νε­α­νι­κή του ἡ­λι­κί­α. Ἕ­να μό­νο εἶναι γνω­στό, ὅ­τι τόν δι­έ­κρι­νε βα­θύ­τα­τη εὐ­σέ­βεια καί τόν δι­α­κα­τεῖ­χε ἰ­σχυ­ρός πό­θος νά ὑ­πη­ρέ­τη­σει τόν Κύ­ριο στό ἅ­γιο θυ­σι­α­στή­ριο καί νά δι­ά­θε­σει τόν ἑ­αυ­τό του στό ἔρ­γο τῆς δι­α­δό­σε­ως τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἀ­λη­θεί­ας. Ὁ Κύ­ριος, ἀ­μεί­βον­τας τόν ζῆ­λο του, τόν κα­λεῖ νά δι­α­κο­νή­σει στήν τέ­λε­ση τῶν φρι­κτῶν μυ­στη­ρί­ων ὡς δι­ά­κο­νος πρῶ­τα, ὡς πρε­σβύ­τε­ρος στή συ­νέ­χεια. Μέ σε­βα­σμό πο­λύ πε­ρι­βάλ­λουν οἱ πι­στοί τόν Κύ­ριλ­λο, τόν ἄ­ξιο λει­τουρ­γό, τόν εὐ­φρά­δη κή­ρυ­κα τοῦ λό­γου τοῦ Θε­οῦ, τόν πι­στό οἰ­κο­νό­μο. Δι­ά­πυ­ρη εἶ­ναι ἡ ἐπιθυμί­α ὅ­λων νά τόν δοῦν νά ἀ­νέρχεται καί τίς βαθ­μί­δες τοῦ ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πι­κοῦ θρό­νου τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων, τῆς μη­τρο­πό­λε­ως αὐ­τῆς τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ, ὅ­που ἔ­ζη­σε καί δί­δα­ξε καί πέ­θα­νε ὁ Λυ­τρω­τής μας, ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς. Γι’ αὐ­τό, ὅ­ταν στά μέ­σα πε­ρί­που τοῦ τε­τάρ­του αἰ­ῶ­νος ὁ θρό­νος χή­ρευ­σε καί ὁ Κύ­ριλ­λος ἐ­ξε­λέ­γη ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος τῆς Ἁ­γί­ας πόλεως, ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ πα­νη­γύ­ρι­σε τό γε­γο­νός. Εἶ­χε πε­ποί­θη­ση, ὅ­τι ὁ ἄ­ξιος Ἱ­ε­ράρ­χης μέ ὅ­λες του τίς δυ­νά­μεις θά ἐρ­γα­σθεῖ ὄ­χι μό­νο γιά τή δι­α­τή­ρη­ση τῆς ὀρ­θῆς πί­στε­ως, ἡ ὁ­ποί­α κιν­δύ­νευ­ε ἀ­πό τό μί­α­σμα τοῦ Ἀ­ρει­α­νι­σμοῦ, ἀλ­λά καί γιά ὅ­λη τήν ὀρ­γά­νω­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί οἱ ἐλ­πί­δες τοῦ εὐ­σε­βοῦς λα­οῦ δέν δι­α­ψεύ­σθη­καν. Μέ ζῆ­λο ἀ­πο­στο­λι­κό ὁ Ἱ­ε­ράρ­χης ἄρ­χι­σε τό δη­μι­ουρ­γι­κό ἔρ­γο του. Τό κή­ρυγ­μα, ἡ φι­λαν­θρω­πί­α, ἡ ἐ­κλο­γή καί χει­ρο­το­νί­α ἁ­γί­ων κλη­ρι­κῶν, ἡ ἀ­κρι­βής κα­τά τή δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ κα­τή­χη­ση ὅσων ἐκ­δή­λω­ναν τή δι­ά­θε­ση νά προ­σέλ­θουν στόν Χρι­στι­α­νι­σμό ἀ­πο­τέ­λε­σαν τούς ἀν­τι­κει­με­νι­κούς σκο­πούς τοῦ ἁ­γί­ου Ἱ­ε­ράρ­χη. Ὅ­λη τήν προ­σπά­θειά του εὐ­λό­γει πλού­σια ὁ Κύριος, ὁ αἰ­ώ­νιος Γε­ωρ­γός καί Λυ­τρω­τής, ὥ­στε συν­το­μό­τα­τα ὅ­λη ἡ δη­μι­ουρ­γι­κή του ἐρ­γα­σί­α νά γί­νει γνω­στή σέ ὅ­λους καί ἀ­πό τά στό­μα­τα ὅ­λων νά ἀ­να­πέμ­πε­ται εὐ­χα­ρι­στί­α στόν Θε­ό γιά τόν με­γά­λο ἀ­γω­νι­στή, πού χά­ρι­σε στήν Ἐκ­κλη­σί­α Του.

Ἀλ­λά τά ἔρ­γα τοῦ Θε­οῦ καί οἱ ἄν­θρω­ποι τοῦ Θε­οῦ δέν μπο­ρεῖ, πα­ρά νά δο­κι­μά­σουν πει­ρα­σμούς καί νά ἀν­τι­με­τω­πί­σουν κιν­δύ­νους καί πο­λε­μι­κή ἐκ μέ­ρους τοῦ ψεύ­δους, τῆς πλά­νης καί τῶν ἀν­θρώ­πων πού ζοῦν ἔ­ξω ἀ­πό τήν ἀ­λή­θεια. Ἔ­τσι τά ἔρ­γα ἀ­πο­δει­κνύ­ουν τήν κα­λή τους θε­με­λί­ω­ση, οἱ ἐρ­γά­τες μέ τίς δο­κι­μα­σί­ες λάμ­πουν ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο, ὅπως ὁ χρυ­σός πού περ­νᾶ καί κα­θα­ρί­ζε­ται στό χω­νευ­τή­ρι. Αὐ­τό συ­νέ­βη μέ τόν Κύ­ριλ­λο. Ἐ­νῶ δη­λα­δή ἐ­πι­δι­δό­ταν ὁ­λό­ψυ­χα στήν ἐκ­πλή­ρω­ση τῆς ὑ­ψη­λῆς ἀ­πο­στο­λῆς του, δέχεται τά πυ­ρά ἐ­νός ἐ­χθροῦ. Ὁ ἐ­χθρός δέν βρί­σκε­ται ἔ­ξω ἀ­πό τό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Ἦ­ταν ὁ ἐ­πί­σκο­πος τῆς Και­σα­ρεί­ας καί ὀ­νο­μα­ζό­ταν Ἀ­κά­κιος. Αἱ­ρε­τι­κός ὁ Ἀ­κά­κιος, ἐ­χθρός της ὀρ­θῆς πί­στε­ως, ὀ­πα­δός τοῦ Ἀ­ρεί­ου, ζη­τᾶ εὐ­και­ρί­α νά χτυ­πή­σει τόν ἀ­γω­νι­στή. Καί βρί­σκει τήν εὐ­και­ρί­α. Ὁ Κύ­ριλ­λος προ­κει­μέ­νου νά βο­η­θή­σει πτω­χούς Χρι­στια­νούς, πού κιν­δύ­νευ­αν νά πε­θά­νουν ἀ­πό τόν λι­μό πού εἶ­χε πέ­σει στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, δέν δί­στα­σε νά που­λή­σει ἱ­ε­ρά κει­μή­λια καί ἀ­να­θή­μα­τα τῶν Να­ῶν, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει σύγ­χρο­νος Ἱστορι­κός. Αὐ­τό τό ἐ­κμε­ταλ­λεύ­θη­κε ὁ Ἀ­κά­κιος καί, ἀ­φοῦ συγ­κά­λε­σε Σύ­νο­δο ἐ­πι­σκό­πων της πε­ρι­ο­χῆς του μέ τή σύμ­φω­νη γνώ­μη τοῦ ἀ­ρει­α­νί­ζον­τος αὐ­το­κρά­το­ρος Κων­σταν­τί­ου, τόν κα­θαίρε­σε καί τόν ἐ­ξό­ρι­σε στήν Ταρ­σό τῆς Κι­λι­κί­ας. Ὁ Κύ­ριλ­λος παίρ­νει τήν ὁ­δό τῆς ἐ­ξο­ρί­ας καί οἱ πι­στοί θλί­βον­ται βα­θύ­τα­τα. Ὁ ἅ­γιος ἐ­πί­σκο­πος κα­θη­ρη­μέ­νος ἀ­πό Σύ­νο­δο αἱ­ρε­τι­κῶν ἐ­πι­σκό­πων. Οἱ ὑ­πέρ­μα­χοι ὅ­μως τῆς Ὀρ­θο­δο­ξίας δέν μέ­νουν ἀ­δρα­νεῖς. Συγ­κα­λεῖ­ται, λοι­πόν, νέ­α Σύ­νο­δος στή Σε­λεύ­κεια, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­θω­ώ­νει τόν Κύ­ριλ­λο. Ὁ πο­νη­ρός ὅμως Ἀ­κά­κιος κα­τα­φεύ­γει στόν αὐ­το­κρά­το­ρα, ἐκ­θέ­τει τά γεγονότα τῆς νέ­ας Συ­νό­δου καί τόν πεί­θει νά συγ­κά­λε­σει ἄλ­λη Σύ­νο­δο στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, γιά νά ἀ­να­νέ­ω­σει τήν κα­θαί­ρε­ση καί τήν κα­τα­δί­κη του Κυ­ρίλ­λου. Ἡ Σύ­νο­δος πράγ­μα­τι συ­νέρ­χε­ται τό 360, ἀ­ναι­ρεῖ τήν ἀ­πό­φα­ση τῆς Συ­νό­δου τῆς Σε­λευ­κεί­ας καί ἀ­να­νε­ώ­νει τήν κα­θαί­ρε­ση καί τήν ἐξορί­α τοῦ ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που. Ἔ­τσι ὁ Ἱ­ε­ράρ­χης ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά πα­ρα­μέ­νει στήν ἐ­ξο­ρί­α προ­σευ­χό­με­νος καί ἀ­να­μέ­νον­τας τήν κρί­ση τοῦ δι­και­ο­κρί­του Θε­οῦ.

Στό με­τα­ξύ πε­θαί­νει ὁ Κων­στάν­τιος καί ἀ­νέρ­χε­ται στόν αὐ­το­κρα­το­ρι­κό θρό­νο ὁ ἀ­σε­βής Ἰ­ου­λια­νός ὁ Πα­ρα­βά­της. Πα­ρά­δο­ξα ὅ­μως ἐ­κεῖ­νος, ἐ­πει­δή θέ­λη­σε νά προ­σελ­κύ­σει τούς ἐχθρούς του Κων­σταν­τί­ου, ἀ­να­κα­λεῖ ἀ­πό τήν ἐ­ξο­ρί­α ὅ­λους τούς ἐ­ξό­ρι­στους ἀρ­χι­ε­ρεῖς καί με­τα­ξύ αὐ­τῶν καί τόν Κύ­ριλ­λο, τόν ὁ­ποῖ­ον ἀ­πο­κα­θι­στᾶ στό θρό­νο του.

Οἱ δο­κι­μα­σί­ες ὅ­μως τοῦ Ἱ­ε­ράρ­χου δέν τε­λεί­ω­σαν ἀ­κό­μη. Με­τά τό θά­να­το τοῦ Ἰ­ου­λια­νοῦ, τό 363, ὁ Οὐά­λης πού τόν δι­α­δέ­χθη­κε, δι­α­τά­ζει νά στα­λοῦν καί πά­λι στήν ἐ­ξο­ρί­αν ὅ­λοι οἱ ἱ­ε­ράρ­χες πού ἀ­να­κλή­θη­καν ἀ­πό τόν προ­κά­το­χό του. Ἔ­τσι ὁ ἅ­γιος του Θε­οῦ καί πά­λι ἀ­πο­χω­ρί­ζε­ται ἀ­πό τό ἀ­γα­πη­τό του ποί­μνιο. Μέ δά­κρυ­α στά μά­τια τόν προ­πέμ­πει καί πάλι στήν ἐ­ξο­ρί­α. Ἐ­κεῖ, μα­κριά ἀ­πό τόν θρό­νο του, πα­ρέ­μει­νε ἕν­τε­κα ὁ­λό­κλη­ρα ἔ­τη, μέ­χρι τό 378, ὁ­πό­τε πέ­θα­νε ὁ Οὐά­λης καί ἐ­πα­νῆλ­θε στό θρό­νο του. Ἡ ἡ­λι­κί­α του ἔ­χει προχω­ρή­σει, ἀλ­λά ὁ ζῆ­λος του εἶ­ναι φλο­γε­ρός καί ἡ πί­στη τοῦ ἰ­σχυ­ρή. Μέ εἰ­ρή­νη καί δια­ρκή πνευ­μα­τι­κή ἐρ­γα­σί­α δι­έρ­χε­ται τά ὑ­πό­λοι­πα χρό­νια τῆς ζω­ῆς τοῦ πά­νω στό θρό­νο του. Τό 386 ἀ­φή­νει τήν τε­λευ­ταί­α του πνο­ή. Φεύ­γει ἀ­πό τήν ζω­ή αὐ­τή, γιά νά εἰ­σέλ­θει στήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα καί νά πά­ρει τόν δί­και­ο μι­σθό ἀ­πό τόν Κύ­ριο. Ἔ­φυ­γε, ἀ­φοῦ ἄ­φη­σε στήν Ἐκ­κλη­σί­α ὡς σπου­δαί­α ἀ­πό­δει­ξη τῆς θερ­μῆς του πί­στε­ως, τῆς σπου­δαί­ας του μορ­φώ­σε­ως καί τῆς ρη­το­ρι­κῆς του ἱ­κα­νό­τη­τος τίς πε­ρί­φη­μες εἴ­κο­σι τέσ­σε­ρις Κα­τη­χή­σεις πρός φω­τι­ζό­με­νους καί νε­ο­φώ­τι­στους, στίς ὁ­ποῖ­ες με­θο­δι­κά ἐ­κθέτει τίς χρι­στι­α­νι­κές ἀ­λή­θει­ες, ὅ­πως τίς δίδασκε σ’ αὐ­τούς πού προ­σέρ­χον­ταν στήν πί­στη. Τό ἅ­γιο πα­ρά­δειγ­μά του ἄς ἐμ­πνέ­ει ὅ­λους, ὅ­σοι πο­θοῦν νά δοῦν τήν ἀ­λή­θεια νά ἐ­πι­κρα­τεῖ καί τήν πί­στη νά θρι­αμ­βεύ­ει.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου