Εὐαγγέλιον: τῆς ἡμέρας (Μρ. β΄ 23 – γ΄ 5):
23 Καὶ ἐγένετο παραπορεύεσθαι αὐτὸν ἐν τοῖς σάββασι διὰ τῶν σπορίμων, καὶ ἤρξαντο οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὁδὸν ποιεῖν τίλλοντες τοὺς στάχυας. 24 καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἔλεγον αὐτῷ· ἴδε τί ποιοῦσιν ἐν τοῖς σάββασιν ὃ οὐκ ἔξεστι. 25 καὶ αὐτὸς ἔλεγεν αὐτοῖς· οὐδέποτε ἀνέγνωτε τί ἐποίησε Δαυῒδ ὅτε χρείαν ἔσχε καὶ ἐπείνασεν αὐτὸς καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ; 26 πῶς εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ἐπὶ Ἀβιάθαρ ἀρχιερέως καὶ τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως ἔφαγεν, οὓς οὐκ ἔξεστι φαγεῖν εἰ μὴ τοῖς ἱερεῦσι, καὶ ἔδωκε καὶ τοῖς σὺν αὐτῷ οὖσι; 27 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· τὸ σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐγένετο, οὐχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ σάββατον· 28 ὥστε κύριός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ σαββάτου. Καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν· καὶ ἦν ἐκεῖ ἄνθρωπος ἐξηραμμένην ἔχων τὴν χεῖρα. 2 καὶ παρετήρουν αὐτὸν εἰ τοῖς σάββασι θεραπεύσει αὐτόν, ἵνα κατηγορήσωσιν αὐτοῦ. 3 καὶ λέγει τῷ ἀνθρώπῳ τῷ ἐξηραμμένην ἔχοντι τὴν χεῖρα· ἔγειρε εἰς τὸ μέσον. 4 καὶ λέγει αὐτοῖς· ἔξεστι τοῖς σάββασιν ἀγαθοποιῆσαι ἢ κακοποιῆσαι; ψυχὴν σῶσαι ἢ ἀποκτεῖναι; οἱ δὲ ἐσιώπων. 5 καὶ περιβλεψάμενος αὐτοὺς μετ᾿ ὀργῆς, συλλυπούμενος ἐπὶ τῇ πωρώσει τῆς καρδίας αὐτῶν, λέγει τῷ ἀνθρώπῳ· ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου. καὶ ἐξέτεινε, καὶ ἀποκατεστάθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ ὑγιὴς ὡς ἡ ἄλλη.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
23 Καί κάποιο Σάββατο συνέβη νά βαδίζει ὁ Ἰησοῦς σέ κάποιο δρόμο πού ἀνοιγόταν μέσα ἀπό τά σπαρμένα χωράφια. Καί τό δρόμο αὐτό ἄρχισαν νά τόν ἀνοίγουν οἱ μαθητές του, οἱ ὁποῖοι, πεινασμένοι, ἔτριβαν, μαδοῦσαν κι ἔτρωγαν τά στάχυα γιά νά χορτάσουν. 24 Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως τοῦ ἔλεγαν: Κοίταξε τί κάνουν οἱ μαθητές σου τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Κόβουν καί μαδοῦν στάχυα, πράγμα πού δέν ἐπιτρέπεται, διότι μ’ αὐτό βεβηλώνεται τό Σάββατο. 25 Κι αὐτός τούς εἶπε: Δέν διαβάσατε ποτέ τί ἔκανε ὁ Δαβίδ, ὅταν βρέθηκε στήν ἀνάγκη, καί πείνασε κι αὐτός κι ἐκεῖνοι πού ἦταν μαζί του; 26 Πῶς δηλαδή μπῆκε στό ναό τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἀρχιερεύς ἦταν ὁ Ἀβιάθαρ, κι ἔφαγε τούς ἄρτους πού ἦταν πάνω στήν ἱερά τράπεζα τῆς σκηνῆς ὡς θυσία στό Θεό, ἐνῶ δέν ἐπιτρέπεται νά φάει κανείς τούς ἄρτους αὐτούς παρά μόνο οἱ ἱερεῖς; Κι ἔδωσε μάλιστα ὁ Δαβίδ ἀπ’ τούς ἄρτους αὐτούς καί σ’ ἐκείνους πού ἦταν μαζί του. Κι ὅμως, στήν περίσταση ἐκείνη οὔτε ὁ Θεός οὔτε ἡ Γραφή ἀποδοκίμασε τήν πράξη αὐτή. 27 Τούς ἔλεγε ἐπίσης: Ὁ θεσμός τοῦ Σαββάτου ἔγινε γιά τόν ἄνθρωπο, γιά νά παιδαγωγηθεῖ καί νά ὁδηγηθεῖ σέ πνευματική τελειότητα. Δέν ἔγινε ὁ ἄνθρωπος γιά τό Σάββατο, γιά νά δουλεύει σάν φοβισμένος σκλάβος σ’ ἕνα νεκρό καί ξερό τύπο. 28 Ἀφοῦ λοιπόν τό Σάββατο ὁρίστηκε γιά νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο νά τελειοποιηθεῖ, βγαίνει τό συμπέρασμα ὅτι ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ τέλειος ἀντιπρόσωπος τῆς ἀνθρωπότητος, πού ὁ ἴδιος ὡς Θεός ὅρισε τόν θεσμό τοῦ Σαββάτου, εἶναι κύριος καί τοῦ Σαββάτου καί ἔχει ἐξουσία νά τροποποιήσει καί τόν θεσμό αὐτό. Ἐκεῖνο λοιπόν πού ἔκαναν τώρα οἱ μαθητές, τό ἔκαναν μέ τή σιωπηρή συγκατάθεση ἐκείνου πού εἶναι κύριος τοῦ Σαββάτου. Ο Ἰησοῦς μπῆκε πάλι στή συναγωγή. Καί ἦταν ἐκεῖ ἕνας ἄνθρωπος πού εἶχε ξερό καί ἀκίνητο τό χέρι του. 2 Κι ὅσοι ἦταν ἐκεῖ τόν παρακολουθοῦσαν προσεκτικά νά δοῦν ἐάν θά τόν θεραπεύσει τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, γιά νά τόν κατηγορήσουν ὅτι κατέλυε τό Σάββατο. 3 Τότε λέει στόν ἄνθρωπο πού εἶχε ξερό καί ἀκίνητο τό χέρι του: Σήκω καί στάσου ἐδῶ μπροστά στή μέση τῆς συναγωγῆς. 4 Κι ἔπειτα τούς ρωτᾶ: Ἐπιτρέπεται τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου νά κάνει ὁ ἄνθρωπος τό καλό καί νά εὐεργετήσει ἔτσι τόν συνάνθρωπό του, ἤ μπορεῖ νά παραλείψει τήν εὐεργεσία καί μέ τόν τρόπο αὐτό ἔμμεσα νά τοῦ προξενήσει κακό; Ἐπιτρέπεται τό Σάββατο νά σώσει ὁ ἄνθρωπος τή ζωή τοῦ συνανθρώπου του, ἤ νά μήν τόν βοηθήσει ὅταν αὐτός κινδυνεύει κι ἔτσι ἐμμέσως νά τόν σκοτώσει; Αὐτοί ὅμως σιωποῦσαν. 5 Κι ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς ἔριξε σ’ αὐτούς πού κάθονταν τριγύρω του ἕνα βλέμμα πού φανέρωνε τήν ἱερή ἀγανάκτησή του, ἐνῶ συγχρόνως τούς λυπόταν ἀπό συμπάθεια, διότι ἡ καρδιά τους ἦταν πωρωμένη καί σκληρή καί κινδύνευαν νά μείνουν ἀδιόρθωτοι, λέει στόν ἄνθρωπο: Ἅπλωσε τό χέρι σου. Κι αὐτός, ἄν καί ἀπ’ τήν ἀσθένειά του δέν μποροῦσε νά τό κάνει αὐτό, ὅμως φανερώνοντας τήν πίστη του προσπάθησε καί τό τέντωσε. Κι ἔγινε τό χέρι του ὑγιές σάν τό ἄλλο.