Ὅταν τελείωσε τὸ ἔργο τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου ὁ παντοδύναμος, πάνσοφος καὶ πανάγαθος Δημιουργός, «εἶδε τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν» (Γεν. α΄ 31). Ὅλα ἦταν ὄμορφα, χρήσιμα, καλὰ καὶ συναποτελοῦσαν ἕνα ἁρμονικό, ὑπέροχο καὶ θαυμαστὸ σύνολο.
Μέσα ὅμως στὴ θαυμαστὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει καὶ κάτι ποὺ δὲν εἶναι καλό. Ὑπάρχει ἡ ἁμαρτία. Ὑπάρχει τὸ κακό. Αὐτὸ δὲν τὸ δημιούργησε ὁ Θεός. Αὐτὸ τὸ ἐπινόησε ὁ διάβολος, ὁ πρῶτος ἐφευρέτης τοῦ κακοῦ. Αὐτὸ τὸ διαπράττει καὶ ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ τότε ποὺ παρασύρθηκε μέσα στὸν Παράδεισο ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ παρέβη τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἁμαρτία! Κατέστρεψε ὁριστικὰ τὸν διάβολο. Ταλαιπωρεῖ μέχρι θανάτου τὸν ἄνθρωπο. Ρίχνει τὴν κτίση στὴ φθορά.
Ἀλλὰ γιατί εἶναι τόσο τραγικὲς καὶ ὀλέθριες οἱ συνέπειες τῆς ἁμαρτίας;
Διότι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἐπανάσταση ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἀθέτηση τῆς ἐντολῆς Του, πορεία ἀντίθετη πρὸς τὸ ἅγιο θέλημά Του.
Ὅλα τὰ δημιουργήματα ὑποτάσσονται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, στοὺς νόμους Του. Ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ὣς τὰ μικρότερα. Ἀπὸ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, ποὺ κινοῦνται στὶς σταθερὲς τροχιές τους, ὑπακούοντας πιστὰ στοὺς νόμους ποὺ ἔθεσε ὁ πάνσοφος Δημιουργός, μέχρι τὰ πιὸ μικρὰ ζῶα τῆς γῆς. Καὶ μιὰ πεταλούδα καὶ ἕνα μικρὸ μυρμήγκι, δὲν κάνουν κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς ὅρισε. Ὅλα ὑπακούουν στοὺς νόμους Του, ὅλα σέβονται τὰ ὅρια ποὺ τοὺς ἔχει θέσει ἡ πανσοφία Του. Μόνο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἐκτρέπεται, νὰ ὑπερβαίνει τὰ ὅριά του, νὰ λέει ὄχι στὸ Θεό. Μόνο αὐτὸς μπορεῖ νὰ σταθεῖ μπροστά Του καὶ μὲ αὐθάδεια νὰ Τοῦ πεῖ: «ἀπόστα ἀπ’ ἐμοῦ, ὁδούς σου εἰδέναι οὐ βούλομαι» (Ἰὼβ κα΄ [21] 14). Δὲν Σὲ θέλω, φύγε μακριά μου, δὲν θέλω νὰ γνωρίζω καὶ νὰ ἀκολουθῶ τοὺς δρόμους Σου! Ἐσὺ ζητᾶς νὰ ζοῦμε μὲ ἀγάπη, ἐμένα μὲ τρέφει τὸ μίσος. Ἐσὺ θέλεις νὰ βρίσκω τὴ χαρὰ στὴν ἁγνότητα καὶ στὴν καθαρότητα. Ἐμένα μὲ εὐχαριστεῖ νὰ πέφτω στὸ βοῦρκο τῆς ἀνηθικότητος. Ἐσὺ μᾶς δίδαξες νὰ ζοῦμε μὲ ταπείνωση. Ἐμένα μὲ ἐκφράζει ὁ ἐγωισμός. Ὅλους τοὺς θέλω κατώτερους, ὅλους νὰ τοὺς κρίνω καὶ νὰ τοὺς καταδικάζω.
Ἔτσι θέλω ἐγώ. Νὰ πορεύομαι ἀντίθετα στὸ θέλημά σου, νὰ καταργῶ στὴ ζωή μου τὸ νόμο σου καὶ νὰ ζῶ μὲ δικούς μου κανόνες καὶ νόμους.
Ἐδῶ εἶναι ἡ ἐπανάσταση! Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ συγκρουσθεῖ μὲ τὸν Θεό!
Ἀλλὰ ἂν συγκρουσθεῖ ὁ μικρὸς ἄνθρωπος μὲ τὸν παντοδύναμο Θεό, θὰ συντριβεῖ. Ἡ ἁμαρτία εἶναι αὐτοκαταστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου. Λέγει ὁ Θεός: «οἱ ἁμαρτάνοντες εἰς ἐμὲ ἀσεβοῦσιν εἰς τὰς ἑαυτῶν ψυχάς, καὶ οἱ μισοῦντές με ἀγαπῶσι θάνατον» (Παρ. η΄ 36). Ὅποιος ἁμαρτάνει σὲ μένα, δὲν σέβεται τὸν ἑαυτό του. Καταστρέφει τὴν εἰκόνα μου ποὺ βρίσκεται στὰ βάθη του, ταλαιπωρεῖ τὴν ψυχή του, βασανίζει ὅλη τὴν ὕπαρξή του, γκρεμίζει τὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ μέσα του, πορεύεται στὴν αἰώνια κόλαση. Ὅποιος μισεῖ τὸν Θεό, ἀγαπᾶ τὸν θάνατο.
Δὲν εἶναι κάτι μικρὸ ἡ ἁμαρτία. Δὲν εἶναι μιὰ ἁπλὴ ἐκτροπή, ἕνα συμβατικὸ λάθος, μιὰ ἀποτυχία στὸ σκοπό μας, μιὰ ἀστοχία.
Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἐπανάσταση κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ καταστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἁμαρτία εἶναι θάνατος! «Πᾶσα ἁμαρτία, θάνατός ἐστι ψυχῆς», λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (ΕΠΕ 5, 464). Ἡ ἁμαρτία εἶναι «τὸ πρωτότοκον ἔκγονον τοῦ ἀρχεκάκου δαίμονος», ὅπως τὴ χαρακτηρίζει ὁ Μέγας Βασίλειος (ΕΠΕ 4, 214). Τὸ πρῶτο παιδὶ τοῦ διαβόλου. Ὅποιος τὴν ὑπηρετεῖ, χάνει τὸν Θεὸ καὶ συγγενεύει μὲ τὸν διάβολο.
Τὸ πόσο φοβερὸ εἶναι ἡ ἁμαρτία φαίνεται ἀπὸ τὸ πόσο πολύτιμο καὶ ἀκριβὸ εἶναι τὸ ἀντίδοτό της. Διότι ὑπάρχει ἀντίδοτο, ὑπάρχει φάρμακο ποὺ λυτρώνει ἀπὸ τὸ θανατηφόρο δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ ἀτίμητη θυσία τοῦ Σταυροῦ. Εἶναι ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν ἀφήνει τὸ πλάσμα Του νὰ σπαρταρᾶ στὰ νύχια τοῦ διαβόλου.
Εἶναι θαυμαστὸς καὶ παράδοξος ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ πανάγαθος Θεὸς μᾶς ἐλεεῖ. Γιὰ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, «τὸν μὴ γνόντα ἁμαρτίαν ὑπὲρ ἡμῶν ἁμαρτίαν ἐποίησεν, ἵνα ἡμεῖς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεοῦ ἐν αὐτῷ», γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Β΄ Κορ. ε΄ 21). Τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος δὲν γνώρισε ἐκ πείρας τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ εἶναι ὁ μόνος ἀναμάρτητος, Τὸν ἄφησε ὁ Θεὸς νὰ κατακριθεῖ ὡς ἁμαρτωλὸς γιὰ χάρη μας, γιὰ νὰ δικαιωθοῦμε ἐμεῖς, νὰ γίνουμε δικαιοσύνη Θεοῦ διὰ τῆς ἑνώσεώς μας μὲ τὸν Χριστό. Ὁ Θεὸς παρέδωσε τὸν μονογενή Του Υἱό, τὸν Υἱὸ τῆς ἀγάπης Του. Τὸν παρέδωσε σὲ θάνατο, σὲ θάνατο μάλιστα φρικτό, ἀτιμωτικὸ καὶ ἐπονείδιστο, στὸ χειρότερο θάνατο. Καὶ Τὸν παρέδωσε γιὰ ὅλους ἐμᾶς τοὺς εὐτελεῖς καὶ ἀγνώμονες, ποὺ Τὸν ἀγνοήσαμε καὶ Τὸν λυπήσαμε καὶ γίναμε ἐχθροί Του.
«Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί» (Α΄ Ἰω. δ΄ 8, 16). «Ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐλεεῖ» (Ψαλ. ριδ΄ [114] 5). Συγχωρεῖ ὁ Θεὸς τὸν ἁμαρτωλό, τὸν συγχωρεῖ ὅταν μετανοεῖ, ὅποιες καὶ ἂν εἶναι οἱ ἁμαρτίες του, ὅσες καὶ ἂν εἶναι. Δὲν ἀφήνει τὸ πλάσμα Του νὰ χαθεῖ μέσα στὸ σκοτεινὸ βασίλειο τοῦ θανάτου, ἀλλὰ τὸ στεφανώνει «ἐν ἐλέει καὶ οἰκτιρμοῖς» (Ψαλ. ρβ΄ [102] 4).
Στὴν ἱερὴ περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ποὺ εἰσήλθαμε, νὰ συνειδητοποιήσουμε βαθύτερα τὴν ἁμαρτωλότητά μας. Νὰ μισήσουμε τὴν ἁμαρτία, νὰ καταφύγουμε στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ πάρουμε τὴ Χάρη ποὺ πήγασε ἀπὸ τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Γιὰ νὰ φθάσουμε στὴν Ἀνάσταση. Γιὰ νὰ ζήσουμε ἀνάσταση σὲ καινούργια ζωή, ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν αἰώνια χαρὰ καὶ τὴν ἄρρητη δόξα τῆς Βασιλείας Του.