«Βάλατε γερὰ θεμέλια, Ἑλένη μου;»

   Τὴ γνώριζαν ὅλοι στὴ γειτονιὰ τὴν κ. Μαρία. Πάντα μὲ τὸ ἐλαφρὸ χαμόγελο στὰ χείλη της. Ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας. Καλόκαρδη. Ἐξυπηρετική. Κανεὶς δὲν εἶχε νὰ πεῖ κακὸ λόγο εἰς βάρος της.
   Καὶ τὰ τέσσερα παιδιά της τὰ εἶχε ἀναθρέψει μὲ τὸν ἅγιο φόβο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅλα εἶχαν ἀνοίξει τὶς δικές τους οἰκογένειες, παραδοσιακές, ἑλληνορθόδοξες σὰν τὴν πατρική τους οἰκογένεια, ποὺ ὁ μακαρίτης ὁ πατέρας τους, ὁ κυρ-Πέτρος, μὲ τὴν ἄξια μάνα τους τοὺς ἔδειξαν ἔμπρακτα.
   Πόσα καὶ πόσα δὲν θυμοῦνται τώρα ἀπὸ τὰ φερσίματα τοῦ μπαμπᾶ καὶ τῆς μαμᾶς, ὅταν σκέφτονται τὰ παιδικά τους χρόνια! Κι ἂς μὴν εἶχαν σπουδάσει τότε οἱ καημένοι οἱ γονεῖς τους Ψυχολογία καὶ Παιδαγωγική! Εἶχαν τὴ φώτιση καὶ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς βόλευαν μιὰ χαρά! Τὰ ἀναφέρουν πότε-πότε, ὅταν συναντιῶνται στὶς γιορτές τους ἢ στὶς γιορτὲς τῶν παιδιῶν τους τὰ ἀγαπημένα ἀδέλφια, τὰ παιδιὰ τῆς κυρίας Μαρίας, καὶ δακρύζουν ἀπὸ χαρὰ καὶ συγκίνηση. Καὶ ἡ γιαγιὰ τὰ καμαρώνει δοξάζοντας τὸν Θεὸ καὶ παρακαλώντας Τον νὰ τά ʼχει κοντά Του πάντα καὶ πάν­τα μονοιασμένα.
   Ὅλοι στὴ γειτονιὰ τὸ ἤξεραν ὅτι εἶχε καλὰ παιδιὰ καὶ ὅτι ἦταν καλοστεκούμενη. Γι᾿ αὐτὸ ἀποροῦσαν ποὺ τὴν ἔβλεπαν κάθε τόσο νὰ γυρίζει στοὺς δρόμους, νὰ χτυπάει πόρτες καὶ νὰ μοιράζει ἕνα περιοδικὸ σὲ ὁρισμένα σπίτια.
   –Μοῦ ʼρχεται νὰ τὴ ρωτήσω πόσα παίρνει, εἶπε ἕνα ἀπόγευμα στὴ γυναίκα του ὁ ψιλικατζὴς τῆς πλατείας.
   –Γιατί εἶσαι περίεργος; τοῦ ἀπάντησε ἐκείνη. Τί σὲ ἐνδιαφέρει; Τί θὰ κερδίσεις, ἂν τὸ μάθεις;
   –Θέλω νὰ τὸ μάθω! Μοῦ κάνει ἐντύπωση! Ἡλικιωμένη γυναίκα, μὲ κρύο μὲ ζέστη νὰ κάνει αὐτὴ τὴ δουλειά!
   Ἡ εὐκαιρία δὲν ἄργησε νὰ παρουσιασθεῖ. Ἡ κ. Μαρία μπῆκε ἕνα πρωινὸ στὸ ψιλικατζίδικο καὶ ζήτησε νὰ μάθει ποῦ καθόταν κάποια κυρία. Ὁ ψιλικατζὴς ἅρ­παξε τὴν εὐκαιρία καὶ τὴ ρώτησε:
   –Κυρία Μαρία, συγγνώμη γιὰ τὴν περιέργειά μου, τί μοιράζετε κάθε τόσο στὴ γειτονιά μας;
   –Ἕνα Ὀρθόδοξο Περιοδικό, κύριε Κώ­­­στα! Νά, αὐτὸ τὸ Ὀρθόδοξο Περιοδικό! Τὸ ξέρετε;
   –Πῶς! Τὸ ἔχω ὑπ’ ὄψιν μου. Καὶ πληρώνεστε καλὰ γι’ αὐτὸ ποὺ κάνετε; Μὲ συγχωρεῖτε γιὰ τὴν ἀδιάκριτη ἐρώτησή μου.
   –Παρακαλῶ! Παρακαλῶ! Πληρώνομαι, καὶ πολὺ καλὰ μάλιστα! Τόσο ποὺ δὲν φαντάζεσθε!
   –Δηλαδή;
   –Δηλαδή, μὴν πάει ὁ νοῦς σας σὲ χρήματα· ἄλλωστε δὲν ἔχω, δόξα τῷ Θεῷ, ἀνάγκη ἀπὸ αὐτά. Ἄλλη εἶναι ἡ πληρωμή μου. 
   –Τί εἴδους δηλαδή;
   –Ξέρετε, κ. Κώστα, πόσες οἰκογένειες σώθηκαν ἀπὸ τὸ διαζύγιο διαβάζοντας τὸ Περιοδικὸ αὐτὸ ποὺ τοὺς πηγαίνω ἐγώ; Μικρὴ εἶναι ἡ ψυχικὴ ἱκανοποίηση καὶ χαρὰ ποὺ νιώθω γι’ αὐτό; Καμιὰ πληρωμὴ χρηματικὴ δὲν ἀξίζει σὰν αὐ­τὴ τὴ χαρά! Ἄλλοι ἀναγνῶστες ποὺ τοὺς πηγαίνω τὸ Περιοδικὸ μὲ εὐχαριστοῦν μὲ δάκρυα στὰ μάτια καὶ μοῦ λένε: «Διαβάζοντάς το βλέπουμε μὲ ἄλλα μάτια τὴ ζωὴ μὲ τὰ τόσα προβλήματά της»! Δὲν εἶναι μεγάλη πληρωμὴ γιὰ μένα τὰ λόγια αὐτά, κύριε Κώστα; Καὶ πόσοι ἄλλοι διαβάζοντας τὸ Περιοδικὸ ἄρχισαν νὰ ἐκκλησιάζονται καὶ νὰ ἐξομολογοῦνται καὶ νὰ κοινωνοῦν τακτικά! Ἄλλοι ἔμαθαν πῶς νὰ ἀνατρέφουν τὰ παιδιά τους, σήμερα μάλιστα ποὺ τὰ παιδιὰ καὶ οἱ νέοι ἀντιμετωπίζουν χίλιους δυὸ κινδύνους. Τί ἄλλο θέλω ἐγὼ γιὰ νὰ εἶμαι εὐτυχισμένη, ποὺ βοήθησα κάπως σ’ αὐτό; Καὶ μιὰ ποὺ ἀνοίξατε σεῖς τὴ συζήτηση, νὰ σᾶς ρωτήσω: Ἐσεῖς παίρνετε καὶ διαβάζετε αὐτὸ τὸ Περιοδικό;
   –Δὲν εὐκαιροῦμε ἀπὸ τὶς δουλειές, κ. Μαρία.
   –Οἱ δουλειὲς δὲν θὰ τελειώσουν ποτέ, κ. Κώστα. Θὰ πεθάνουμε καὶ θὰ μείνουν ἀτελείωτες. Νὰ φροντίσουμε τὴν ψυχή μας, ποὺ μένει αἰώνια. Σᾶς ἀφήνω ἕνα Περιοδικὸ γιὰ νὰ τὸ μελετήσετε, καὶ τὰ ξαναλέμε…
   Τὴν ἄλλη βδομάδα ξαναπέρασε ἀπὸ τὸ ψιλικατζίδικο ἡ κ. Μαρία. Ἦταν ἐκεῖ μόνο ἡ κόρη τοῦ ψιλικατζῆ, ἡ Ἑλένη. Μόλις τὴν εἶδε ἡ Ἑλένη, φώναξε μὲ ἐνθουσιασμό:
   –Καλῶς τὴν κ. Μαρία! Εὐχηθεῖτε μου, κ. Μαρία μου! Παντρεύομαι τὸν ἄλλο μήνα!
   –Ἡ ὥρα ἡ καλή! Καλὰ στέφανα, Ἑλένη μου! Ἀσφαλῶς θὰ εἶναι καλὸς ὁ νέος, κόρη μου.
   –Πολὺ καλός! Ἑτοιμάζουμε καὶ τὸ σπί­τι μας.
   –Βάλατε γερὰ θεμέλια, Ἑλένη μου; Τὰ προσέξατε;
   –Θὰ εἶναι μονοκατοικία καὶ τὸ προσέξαμε κι αὐτὸ πολύ. Ὅλα τέλεια γίνονται. Εἶναι γνωστὸς καὶ καλὸς ὁ μηχανικός.
   –Τὰ ἄλλα θεμέλια τὰ προσέξατε;
   –Ποιὰ ἄλλα θεμέλια;
   –Τὴν πίστη στὸ Θεό, τὴν ἀγάπη στὴν Ἐκκλησία, Ἑλένη μου, στὰ ἱερὰ Μυστήρια καὶ μάλιστα στὴν Ἐξομολόγηση καὶ τὴ Θεία Κοινωνία, καὶ στὶς Ὀρθόδοξες Ἑλληνικὲς Παραδόσεις μας! Αὐτὰ εἶναι τὰ ἰσχυρὰ θεμέλια ποὺ συγκρατοῦν καὶ στηρίζουν τὶς οἰκογένειες. Σοῦ μιλῶ ἀπὸ προσωπικὴ πείρα. Ἔτσι στηρίχθηκε τὸ σπιτικό μου. Αὐτὰ ὅμως τὰ στερεὰ θεμέλια δὲν τὰ ὑπολογίζουν σήμερα πολλοὶ νέοι Ἕλληνες, γι’ αὐτὸ καὶ αὐξάνουν πολὺ τὰ διαζύγια. Γι’ αὐτὰ τὰ στερεὰ καὶ ἀδιάσειστα θεμέλια γράφει καὶ τὸ Ὀρθόδοξο Περιοδικὸ ποὺ μὲ βλέπεις νὰ μοιράζω στὴ γειτονιά σας. Θέλεις νὰ σὲ γράψω, νὰ ἔρχεται στὸ νέο σπίτι σου, νὰ τὸ μελετᾶς καὶ νὰ σᾶς εὐλογεῖ ὁ Θεός;
   –Δὲν εὐκαιρῶ, κ. Μαρία. Εἰλικρινὰ σοῦ τὸ λέω. Ἐπειδὴ ὅμως σὲ ἐκτιμῶ καὶ σέβομαι τὶς ἀπόψεις σου, θὰ τὸ πάρω ὡς εὐλογία στὸ σπιτικό μου.
   –Ὁ Θεὸς νὰ σὲ εὐλογεῖ, κόρη μου!
   Ἡ Παναγία νὰ σκεπάζει τὴ νέα σας οἰκο­γένεια. Καὶ νὰ τὸ διαβάζετε τὸ Περιο­-δικὸ λίγο-λίγο μὲ τὸν ἄντρα σου. Θὰ σᾶς ἠρεμεῖ ἀπὸ τὶς διάφορες σκοτοῦρες τῆς ζωῆς. Τώρα ὅμως σ’ ἀφήνω. Καλὰ στέφανα! Ὁ Θεὸς νὰ σᾶς εὐλογεῖ!
   –Εὐχαριστῶ πολύ, κυρία Μαρία μου, καὶ σᾶς περιμένω στὸ Γάμο μου.