ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ

Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγύπτια

Στό Ἁ­γι­ο­λό­γιο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας ἀ­να­φέ­ρον­ται ἄν­θρω­ποι, ἄν­δρες καί γυ­ναῖ­κες, οἱ ὁ­ποῖ­οι στή ζω­ή τους ἁ­μάρ­τη­σαν καί μά­λι­στα πο­λύ. Ἦλ­θε ὅ­μως ὁ και­ρός πού δέ­χθη­καν τήν ἐπί­σκε­ψη τῆς θεί­ας Χά­ρι­τος, με­τάνιω­σαν καί ἐ­πέ­στρε­ψαν στόν Θε­ό. Ἔ­ζη­σαν στό ἑ­ξῆς ζω­ή θε­ά­ρε­στη, ζω­ή ἁ­γνό­τη­τος καί ἁ­γι­ό­τη­τος. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας τούς ἀ­να­γνώ­ρι­σε ἁ­γί­ους καί τούς προ­βάλ­λει ὡς πα­ρά­δειγ­μα με­τα­νοί­ας. Κλασ­σι­κή πε­ρί­πτω­ση ἡ ὁ­σί­α Μα­ρί­α ἡ Αἰ­γύ­πτια. Αἰ­γύ­πτια ὀ­νο­μά­ζε­ται, δι­ό­τι γεν­νή­θη­κε στήν Αἴ­γυ­πτο τόν Δ΄ μᾶλ­λον αἰ­ώ­να μ.Χ. (345;). Ὁ Θε­ός τήν προί­κι­σε μέ σπά­νια σω­μα­τι­κά προ­σόν­τα. Αὐ­τά ὅ­μως τά χα­ρί­σμα­τα τοῦ Θε­οῦ δέν τά χρη­σι­μο­ποί­η­σε ἡ Μα­ρί­α γιά τή δό­ξα του, ἀλ­λά,  ἐν­τε­λῶς ἀν­τί­θε­τα, τά κατα­σπα­τά­λη­σε στήν ἀ­σω­τί­α. Ἀ­πό τήν ἡ­λι­κί­α τῶν δώ­δε­κα ἐ­τῶν συν­δέ­θη­κε μέ τήν ἁ­μαρ­τί­α, ἔγινε ἡ περιβόητη ἁμαρτωλή γυναίκα τῆς Αἰγύπτου. Γο­νεῖς καί ἱ­ε­ρεῖς προ­σπά­θη­σαν μέ κά­θε μέ­σο νά πεί­σουν τή νε­α­ρή κό­ρη νά σω­φρο­νι­σθεῖ καί ν’ ἀλ­λά­ξει ζω­ή. Αὐ­τή ὅ­μως ὄ­χι μό­νο δέν κα­τα­νό­η­σε τή ση­μα­σί­α τῶν συμ­βου­λῶν, ἀλ­λά μέ τήν πρό­ο­δο τῆς ἡ­λι­κί­ας κάλ­πα­ζε πρός τήν ἁ­μαρ­τί­α, ὥ­στε νά ἀ­πο­τε­λεῖ γιά τήν Ἀ­λε­ξάν­δρεια καί τήν Αἴ­γυ­πτο ἰ­σχυ­ρό­τα­το ἠ­θι­κό πει­ρα­σμό.

Ποι­ός θά πε­ρί­με­νε μέ­σα στήν ἁ­μαρ­τω­λή αὐ­τή γυ­ναί­κα καί πα­ρά τίς φο­βε­ρές ἠ­θι­κές πα­ρε­κτρο­πές της νά δι­α­τη­ρεῖ­ται κά­ποι­α ἀ­γα­θή δι­ά­θε­ση; Αὐ­τή τήν ἀ­γα­θή δι­ά­θε­ση εἶ­δε ὁ Θε­ός καί, ὡς εὔ­σπλαγ­χνος Πα­τέ­ρας, τήν κά­λε­σε μέ τρό­πο θαυ­μα­στό σέ με­τά­νοι­α καί σω­τη­ρί­α. Μιά μέ­ρα τοῦ 375 εἶ­δε ἡ Μα­ρί­α στήν προ­κυ­μαί­α τῆς Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας νά εἶ­ναι συγκεντρωμέ­νος κό­σμος πο­λύς. Κι ὅ­ταν πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε, ὅ­τι ὅ­λος αὐ­τός ὁ κό­σμος, ἄν­θρω­ποι δι­α­φό­ρων ἡ­λι­κι­ῶν, ἑ­τοι­μά­ζον­ται νά ἐ­πι­βι­βα­σθοῦν σέ πλοῖ­α, γιά νά ἑ­ορ­τά­σουν στά Ἱεροσόλυμα τήν ἑ­ορ­τή τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ, ἀ­πο­φά­σι­σε νά ἀ­κο­λου­θή­σει κι αὐ­τή. Δέν γνω­ρί­ζου­με τόν σκο­πό καί τό κί­νη­τρο, μέ τό ὁ­ποῖ­ο ἡ Μα­ρί­α θέ­λη­σε νά ἀ­κο­λου­θή­σει τούς προ­σκυ­νη­τές. Ἐ­κεῖ­νο πού γνω­ρί­ζου­με, εἶ­ναι ὅ­τι ἀ­πό τή στιγ­μή ἐ­κεί­νη ὁ Θε­ός ὁ­δη­γοῦ­σε τά βή­μα­τά της.

Τήν ἡ­μέ­ρα τῆς ἑ­ορ­τῆς τά πλή­θη τῶν πι­στῶν συ­νω­στί­ζον­ται στόν ἱ­ε­ρό Να­ό. Ἡ Μα­ρί­α φθά­νει ἀρ­γά, τήν ὥ­ρα πού κι ὁ πε­ρί­βο­λος ἀ­κό­μη εἶ­ναι γε­μά­τος. Προ­σπα­θεῖ νά εἰ­σέλ­θει κι αὐ­τή νά προ­σκυ­νή­σει τόν Τί­μιο Σταυ­ρό, ἀλ­λά τῆς εἶ­ναι ἀ­κα­τόρ­θω­το. Μιά ἀ­ό­ρα­τη δύ­να­μη κα­θη­λώ­νει τά πό­δια της καί δέν τῆς ἐ­πι­τρέ­πει οὔ­τε βῆ­μα νά προ­χω­ρή­σει. Κι­νεῖ­ται πρός ὅ­λες τίς ἄλ­λες κα­τευ­θύν­σεις ἐ­λεύ­θε­ρα, πρός τόν Τί­μιο Σταυ­ρό ὅ­μως τῆς εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον. Εἶ­ναι ἡ ὥ­ρα τῆς Χά­ρι­τος. Εἶ­ναι ἡ ἀ­ό­ρα­τη ἐ­νέρ­γεια τοῦ Θε­οῦ. Μ’ αὐτά τά ἐ­ξω­τε­ρι­κά σημεῖ­α ὁ Κα­λός Ποι­μέ­νας Κύ­ριος θά ἐρ­γα­σθεῖ τή σω­τη­ρί­α της. Σ’ αὐτήν ἔ­χει στραμ­μέ­να τά βλέμ­μα­τά του ἰ­δι­αι­τέ­ρως, στό χα­μέ­νο του αὐ­τό πρό­βα­το, τό ὁ­ποῖ­ο χρό­νια ὁ­λό­κλη­ρα πε­ρι­πλα­νι­ό­ταν· κι ἐ­κεῖ­νος τό ἀ­να­ζη­τεῖ (Ματθ. ι­η΄ 12 – 14).

Ἡ Μα­ρί­α καθώς βλέπει τόση εὐ­λά­βεια στους χιλιάδες προσκυνητές, καί ἀκούει τέτοιους ἱερούς κα­τα­νυ­κτι­κούς ὕ­μνους, κα­τα­νύσ­σε­ται, συν­τρί­βε­ται βα­θύ­τα­τα. Τώ­ρα, μό­λις δέ­χε­ται τή θεί­α Χά­ρη, θυ­μᾶ­ται τά πρῶ­τα της παι­δι­κά χρό­νια, τούς γο­νεῖς καί τίς συμ­βου­λές τους, τίς πα­ρο­τρύν­σεις τῶν κα­λῶν ἱ­ε­ρέ­ων. Τώ­ρα συ­ναι­σθά­νε­ται τό βά­ρος τῆς με­γά­λης της ἁμαρ­τω­λό­τη­τος. Καί ἡ ἄ­σω­τη αὐ­τή κό­ρη τοῦ οὐ­ρα­νί­ου Πα­τρός, «εἰς ἑ­αυ­τήν ἐλ­θοῦ­σα» (Λουκ. ι­ε΄ 17), παίρ­νει τήν με­γά­λη ἀ­πό­φα­ση: Νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τό δρό­μο τῆς ἀ­πο­στα­σί­ας καί νά ἐ­πι­στρέ­ψει στήν Πα­τρι­κή Στέ­γη. Ἀ­πο­μο­νώ­νε­ται στόν Να­ό καί σέ μί­α γω­νιά, ὅ­πως κά­πο­τε ὁ Τε­λώ­νης, κτυπᾶ τό στῆ­θος της, γιά νά ἐκ­δη­λώ­σει ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ τήν εἰλικρι­νή της με­τά­νοι­α. Ἀ­φή­νει νά χυ­θοῦν ἀ­πό τά μά­τια τῆς χεί­μαρ­ροι δα­κρύ­ων καί ἀ­πό τά βά­θη τῆς καρ­διᾶς της νά ἐ­ξέλ­θουν στε­ναγ­μοί με­τα­νοί­ας. Ποι­ά; Αὐ­τή πού μέ­χρι πρίν λί­γο μό­νο ἁ­μαρ­τω­λά γέ­λια καί πονηρά βλέμματα εἶ­χε. Αὐτή τώρα ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τίς πρε­σβεῖ­ες τῆς Πα­να­γί­ας μας καί ἐ­πι­χει­ρεῖ ξανά, με­τα­νι­ω­μέ­νη ὅμως πλέ­ον καί μέ νέ­ες ἀποφάσεις, νά προ­χω­ρή­σει πιό βα­θειά μέ­σα στό Να­ό· καί βρί­σκει τόν δρό­μο ἐ­λεύ­θε­ρο. Μέ πολύ βαθειά εὐ­λά­βεια ἀ­σπά­ζε­ται τόν Τί­μιο Σταυ­ρό τοῦ Κυ­ρί­ου καί δί­νει ἐ­νώ­πιόν του τή μεγά­λη ὑ­πό­σχε­ση. Στό ἑ­ξῆς θά προ­σφέ­ρει ὅ­λη της τή ζω­ή, τό σῶμα της καί τήν ψυχή της, γιά τή δό­ξα τοῦ Θε­οῦ, ὡς θυ­σί­α εὐ­ά­ρε­στη σ’ αὐ­τόν.

Ὁ Θε­ός ὅ­μως τῆς δί­νει κι ἄλ­λη εὐ­και­ρί­α, γιά νά ὁλο­κλη­­ρώσει τήν με­τάνοιά της καί τήν ἱερή της ἀπόφαση. Τήν ὁ­δη­γεῖ ἐ­νώ­πιον πνευ­μα­τι­κοῦ ἱ­ε­ρέ­ως, στόν ὁ­ποῖ­ο μέ βα­θυ­τά­τη συγκί­νη­ση ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­ται τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα καί ἀ­νο­μή­μα­τα, τά σκάν­δα­λα τῆς πο­λυ­τά­ρα­χης νε­ό­τη­τάς της. Κι ὅ­ταν ὁ ἱ­ε­ρεύς δι­α­πι­στώ­νει τήν εἰ­λι­κρί­νεια τῆς με­τανοίας της, τῆς δί­νει τήν ἄ­φε­ση τοῦ πολυευ­σπλάγ­χνου Θε­οῦ.

Ἀ­πό τή στιγ­μή ἐ­κεί­νη ἀρ­χί­ζει μί­α νέ­α ζω­ή γιά τή με­τα­νι­ω­μέ­νη Μα­ρί­α τήν Αἰ­γυ­πτί­α. Δέν ἐ­πι­στρέ­φει πλέ­ον στήν Ἀ­λε­ξάν­δρεια, ἀλ­λά περ­νᾶ τόν Ἰ­ορ­δά­νη καί ἔρ­χε­ται στήν ἔ­ρη­μο. Ἐδῶ θά μεί­νει στό ἑ­ξῆς τά ὑ­πό­λοι­πα χρό­νια τῆς ζω­ῆς της καί θά προσεύχεται ἀσταμάτητα γιά τόν ἑ­αυ­τό της καί γιά τούς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους πού ἀ­γω­νί­ζον­ται μέ­σα στούς πειρα­σμούς τῆς κοι­νω­νί­ας. Σα­ράν­τα ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια ἐ­ξα­γνί­ζε­ται καί ἐ­ξα­γι­ά­ζε­ται στά ἀ­γω­νί­σμα­τα τῆς προ­σευ­χῆς καί τῆς ἀ­σκή­σε­ως.

Στήν ἔ­ρη­μο αὐ­τή τήν συ­νάν­τη­σε ὁ Ἀβ­βᾶς Ζω­σι­μᾶς, ὁ ὁ­ποῖ­ος τήν Με­γά­λη Πέμ­πτη ἦλ­θε ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι του καί τήν κοι­νώ­νη­σε. Ὅ­ταν ὅ­μως τήν ἴ­δια μέ­ρα τοῦ ἑπο­μέ­νου ἔ­τους πῆ­γε πά­λι μέ τά Ἄ­χραν­τα Μυ­στή­ρια νά τήν κοι­νω­νή­σει, τήν βρῆ­κε νε­κρή. Μέ εὐ­λά­βεια πολ­λή ὁ ὅ­σιος ἱ­ε­ρεύς ἐν­τα­φί­α­σε τό ἐ­ξα­γνι­σμέ­νο πλέ­ον σῶ­μα τῆς Ὁ­σί­ας, τῆς ὁ­ποί­ας ἡ ψυχή ἀ­να­παύ­θη­κε κον­τά στόν φί­λο τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν, τόν Σω­τή­ρα Χρι­στό.

Ἡ ἁ­γί­α μας Ὀρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σί­α τι­μᾶ τή μνή­μη τῆς Ὁ­σί­ας τήν 1η Ἀ­πρι­λί­ου καί τήν Ε΄ Κυ­ρια­κή τῶν Νη­στει­ῶν. Καί τήν προ­βάλ­λει στό τέ­λος τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς ὡς πρό­τυ­πο με­τα­νοί­ας. Γιά νά δι­α­σαλ­πί­σει μέ τό πα­ρά­δειγ­μά της, ὅ­τι ὁ Θε­ός δί­νει εὐ­και­ρί­ες με­τανοίας καί δέ­χε­ται τόν ἁ­μαρ­τω­λό πού ἐ­πι­στρέ­φει σ’ Αὐ­τόν, σέ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε κατάστα­ση κι ἄν βρί­σκε­ται. Δέ­χε­ται καί συγ­χω­ρεῖ. Κι ὄ­χι μό­νον συγ­χω­ρεῖ, ἀλ­λά καί ἐ­ξα­γνί­ζει καί ἐ­ξα­γιά­ζει. Ὅ­πως τήν ἁ­γί­α Μα­ρί­α τήν Αἰ­γυ­πτί­α.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη