Ὁ νυχτερινὸς ζητιάνος

   Θεέ μου, τί μέρα ἦταν κι αὐτή! Κούραση, πολλὴ κούραση. Ἐπιτέλους τέλειωσε τὸ ὡράριό του, σχόλασε. Πῆρε τὸ δρόμο γιὰ τὸ σπίτι· ἔξω εἶχε κιόλας σουρουπώσει. Ἔσερνε σχεδὸν τὰ βήματά του, ὁ δρόμος τοῦ φάνηκε ἀτέλειωτος. Μὰ νά, πρόβαλε τώρα τὸ σπιτάκι του… πῆρε δύναμη.
   Ἀνέβηκε τὰ λίγα σκαλιὰ μὲ λαχτάρα, ξεκλείδωσε, μπῆκε… Μεμιᾶς ξεκουράστηκε. Τί ὑποδοχὴ τοῦ ἔκαναν! Ἡ γυναίκα του, τὰ παιδιά του… ἔπεσαν πάνω του. Ἑτοιμάστηκε… τὸ τραπέζι ἦταν κιόλας στρωμένο. Δόξασαν τὸν Θεὸ γιὰ τὰ ἀγαθά Του. Χόρτασαν… Σήκωσαν τὸ τραπέζι.
   Σὲ λίγο ὅλα εἶχαν τακτοποιηθεῖ. Και­ρὸς νὰ πᾶνε γιὰ ὕπνο. Τὰ μάτια τῶν παιδιῶν εἶχαν ἀρχίσει κιόλας νὰ κλείνουν. Ἀσφάλισαν τὴν πόρτα, ξάπλωσαν…
   Ξαφνικὰ ἀκουρμάστηκαν…
   –Ἄκουσες;
   –Ἄκουσα!
   –Ζῶο δὲν ἦταν;
   –Ἔτσι μοῦ φάνηκε, ἄλογο… μουλάρι… δὲν ξέρω…
   –Ποιὸς νά ᾿ναι τέτοια ὥρα;
   Τὸ σπίτι τους ἦταν στὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ. Ἀκούστηκαν χτυπήματα στὴν πόρτα.
   –Ποιὸς εἶναι;
   –Ἐγώ…
   Πετάχτηκαν! Ὁ φίλος τους ἦταν. Ὁ καλύτερός τους φίλος… Τί ἤθελε;
   –Τρία ψωμιά, ἂν ἔχετε. Μᾶς ἦρθαν ἐπισκέπτες ἄξαφνα.
   –Καὶ τρία καὶ περισσότερα! Ἀλίμονο! Μήπως καὶ κάτι ἄλλο σᾶς χρειάζεται;
   Ἔφυγε ὁ φίλος τους χαρούμενος…

   Ἔτσι εἶναι ἡ προσευχή, δίδαξε ὁ Χριστός μας: ὅπως ὁ φίλος ζητάει ἀπ᾿ τὸν φίλο του ψωμὶ τὴ νύχτα.
   Ποιὸς θὰ ἀρνηθεῖ κάτι στὸ φίλο του, ὅποια ὥρα κι ἂν αὐτὸς τοῦ τὸ ζητήσει; Μήπως πρόκειται νὰ τοῦ πεῖ: «Τί ὥρα εἶναι αὐτή; Ἔχουμε κλείσει τὴν πόρτα… Τὰ παιδιὰ κοιμοῦνται μαζί μας… Φύγε!». Ὄχι, βέβαια! Ἀκόμα κι ἂν δὲν τοῦ τὸ δώσει ἐπειδὴ εἶναι φίλος του, «διά γε τὴν ἀναίδειαν αὐτοῦ», καὶ μόνο γιὰ τὸ θράσος του νὰ χτυπήσει τὴν πόρτα του τὰ μεσάνυχτα, θὰ τοῦ δώσει αὐτὸ ποὺ ζητάει.
   Λοιπόν, ἂν οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι πονηροὶ δίνουν, ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι ἅγιος θὰ ἀρνηθεῖ νὰ ἀπαντήσει στὰ αἰτήματα τῶν πιστῶν;
   Γι᾿ αὐτὸ καὶ καταλήγει ὁ Κύριος: Χτυ­πᾶτε, χτυπᾶτε ἐπίμονα τὴν πόρτα τοῦ Θε­οῦ. «Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖ­τε, καὶ εὑρήσετε, κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν» (Λουκ. ια΄ 9). Παρακαλεῖτε τὸν Θεό, καὶ θὰ σᾶς δοθεῖ αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο παρακαλεῖτε. Ζητᾶτε Του, καὶ θὰ βρεῖτε αὐτὸ ποὺ θέλετε. Χτυπᾶτε τὴν πόρτα Του, καὶ θὰ σᾶς ἀνοίξει. «Πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται». Διότι καθένας ποὺ καθημερινὰ παρακαλεῖ, παίρνει· καὶ καθένας ποὺ ζητάει συνεχῶς, θὰ βρεῖ αὐτὸ ποὺ ζητάει· καὶ σ᾿ αὐτὸν ποὺ χτυπάει ἐπίμονα τὴν πόρτα, θὰ τοῦ ἀνοίξει ὁ Θεός.
   Θὰ τοῦ ἀνοίξει!
   Θὰ μᾶς ἀνοίξει!
   Ἀρκεῖ νὰ χτυπᾶμε τὴν πόρτα Του ἐπίμονα. Ὁ Κύριος δὲν λέει «τῷ κρούσαντι» ἀλλὰ «τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται»· θὰ ἀ­νοίξει τὴν πόρτα Του ὁ Θεὸς σ᾿ αὐτὸν ποὺ χτυπάει συνεχῶς, ἐπίμονα.
   Νὰ χτυπᾶμε λοιπὸν τὴν πόρτα τοῦ Θεοῦ ἐπίμονα. Κάθε ὥρα, σὲ κάθε περίσταση, μέρα καὶ νύχτα. Τὴν πόρτα τοῦ φίλου μας χτυπᾶμε. Τὴν πόρτα τοῦ Πατέρα μας. Νὰ ἐπιμένουμε στὴν προσευχή. Νὰ ζητᾶμε μὲ ἀναίδεια. Νυχτερινοὶ ζητιάνοι νὰ γίνουμε. Νὰ ζητᾶμε ἐπίμονα παρὰ τὴν ἀναξιότητά μας, παρὰ τὴν ἁμαρτωλότητα καὶ τὶς συνεχεῖς παραβάσεις μας. Νὰ ξημεροβραδιαζόμαστε στὴν πόρτα τοῦ Θεοῦ. Ζητιάνοι τῆς ἀγάπης Του.
    Γιὰ νὰ γίνουμε μέτοχοι τῆς χαρᾶς Του ἐδῶ καὶ τώρα! Ἀλλὰ καὶ κοινωνοὶ τῆς δόξας Του ἐκεῖ καὶ τότε! Κληρονόμοι τῆς αἰώνιας Βασιλείας Του.