ΑΓΙΟΣ ΕΥΤΥΧΙΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

 

Πα­τέ­ρας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὀ­νο­μά­σθη­κε ὁ ἅ­γιος Εὐ­τύ­­χιος. Καί ὑ­πῆρ­ξε πράγ­μα­τι με­γά­λη ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα. Ὀρ­θό­δο­ξος καί ἡ­ρω­ι­κός ἀ­γω­νί­στη­κε μέ σθέ­νος καί ἀποφασι­στι­κό­τη­τα γιά τήν ὑ­πε­ρά­σπι­ση τῆς ἀ­λή­θειας, γιά νά δι­α­φυ­λα­χθεῖ ἡ ἀ­μώ­μη­τη πί­στη μας ἀ­νό­θευ­τη καί κα­θα­ρή.

Ἡ Φρυ­γί­α τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας καί συγ­κε­κρι­μέ­να τό χω­ριό Θεί­α Κώ­μη ἦ­ταν ἡ πα­τρί­δα τοῦ Εὐ­τυ­χί­ου. Πο­λύ γρή­γο­ρα καί οἱ δυ­ό γο­νεῖς του ἔ­φυ­γαν ἀ­πό τόν κό­σμο αὐ­τό καί ἄ­φη­σαν τόν μι­κρό Εὐ­τύ­χιο ὀρ­φα­νό. Ὁ Θε­ός ὅ­μως ὡς στορ­γι­κός Πα­τέ­ρας φρόν­τι­σε καί ἔ­βα­λε κον­τά του τόν θεῖ­ο του, τόν εὐ­λα­βῆ ἱ­ε­ρέ­α Ἡ­σύ­χιο, ὁ ὁ­ποῖ­ος τόν ὁ­δή­γη­σε στή ζω­ή τῆς πίστεως καί τῆς σε­μνό­τη­τας. Καί ὁ Εὐτύχιος ἀ­γά­πη­σε μέ ὅ­λη τή δύ­να­μη τῆς ψυ­χῆς του τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί ἀ­πό πο­λύ νω­ρίς ἐκ­δή­λω­σε τόν θε­όσ­δο­το πό­θο νά ἀ­φι­ε­ρω­θεῖ στό ἔρ­γο της. Στόν κα­τάλ­λη­λο και­ρό μέ βα­θύ­τα­τη συ­ναί­σθη­ση δέ­χθη­κε τή χει­ρο­το­νί­α καί ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε ὡς ἀρ­χι­μαν­­δρί­της στήν ἱ­ε­ρά Μο­νή τῆς ἐ­παρ­χί­ας Ἀ­μα­σεί­ας, τῆς ὁ­ποί­ας ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­να­δεί­χθη­κε καί ἡ­γού­με­νος.

Ὡς ἡ­γού­με­νος τῆς Μο­νῆς προι­κι­σμέ­νος μέ μόρ­φω­­ση καί ἀ­ρε­τή ἐκ­προ­σώ­πη­σε τόν Μη­τρο­πο­λί­τη Ἀ­μα­σεί­ας σέ το­πι­κή Σύ­νο­δο στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη με­τα­ξύ τῶν ἐ­τῶν 543-546 μ.Χ. Οἱ εὔ­στο­χες καί ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νες θέ­σεις του στή Σύ­νο­δο κα­θώς καί ἡ ἀ­να­στρο­φή τοῦ ἐμ­πνευ­σμέ­νου καί ἐ­νά­ρε­του ἡ­γου­μέ­νου στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη εἵλ­κυ­σαν τήν προ­σο­χή ὅ­λων καί­ ἰ­δι­­αι­τε­ρα τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Ἰ­ου­στι­νια­νοῦ τοῦ Με­γά­λου.

Ὅ­ταν λοι­πόν πέ­θα­νε ὁ Πα­τριά­ρχης Κων­σταν­τι­νου­­πό­λε­ως Μη­νᾶς, ὁ Ἰ­ου­στι­νια­νός πρό­τει­νε ὡς δι­ά­δο­­χο στόν πα­τρι­αρ­χι­κό θρό­νο τόν Εὐτύχιο. Ἔ­τσι μέ τήν ὁ­μό­θυ­μη ψῆ­φο κλήρου καί λα­οῦ ὁ Εὐτύχιος κλή­θη­κε ἀ­πό τά βά­θη τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας καί το­πο­θε­τή­θη­κε ὡς Πα­τριά­ρχης στό προ­σκή­νιο τῆς ὑ­πεύ­θυ­νης ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς δρα­στη­ρι­ό­τη­τας. Σέ ἐποχή μά­λι­στα κρί­σι­μη, κα­τά τήν ὁ­ποί­α ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­χε νά ἀν­τι­με­τω­πί­σει αἱ­ρέ­σεις καί αἱ­ρε­τι­κούς ποι­κί­λους καί ἐ­πι­κίν­δυ­νους.

Ἀ­μέ­σως ἀ­πό τίς πρῶ­τες ἡ­μέ­ρες ὁ Πα­τριά­ρχης Εὐ­τύ­­χιος ἀ­γω­νί­σθη­κε σκλη­ρά γιά τήν πί­στη. Τόν Μά­ι­ο τοῦ 553 μ.Χ. συγ­κλή­θη­κε στή Βα­σι­λεύ­ου­σα ἡ Ε΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος στήν ὁ­ποί­α ἦ­ταν πρό­ε­δρος ὡς Πα­τριά­ρχης ὁ Εὐτύχιος. Προι­κι­σμέ­νος ἀ­πό τόν Θε­ό μέ τά ἀ­πα­ραί­τη­τα χα­ρί­σμα­τα, ὀρ­θό­δο­ξος στό φρό­νη­μα, δι­α­κρι­τι­κός καί συ­νε­τός, ἀλ­λά καί στα­θε­ρός, κα­τηύ­θυ­νε τίς συ­ζη­τή­σεις μέ πο­λύ φω­τι­σμό Θε­οῦ μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τόν θρί­αμ­βο τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως.

Δέν πέ­ρα­σε ὅ­μως πο­λύς και­ρός ἀ­πό τήν Ε΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δο καί ἐμ­φα­νί­σθη­καν καί ἄλ­λες αἱ­ρέ­σεις. Ἄ­γρυ­πνος γιά τά θέ­μα­τα τῆς ἀ­λή­θειας καί τῆς πί­στε­ως, θε­ο­φώ­τι­στος καί γνώ­στης βα­θύς της Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς ὁ Εὐτύχιος ἀ­πέ­δει­ξε μέ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα ἀ­δι­ά­σει­στα τό ἀ­σύ­στα­το τῆς αἱ­ρέ­σε­ως. Πα­ρό­λα ὅ­μως αὐ­τά ὁ­ρι­σμέ­νοι Ἐ­πί­σκο­ποι καί μα­ζί τους ὁ ἴ­διος ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας Ἰ­ου­στι­νια­νός πα­ρα­σύρ­θη­καν στήν αἵ­ρε­ση καί ζή­τη­σαν ἀ­πό τόν Πα­τριά­ρχη νά προ­σχω­ρή­σει καί αὐ­τός στίς δο­ξα­σί­ες τους.

Καί ὁ Εὐτύχιος; Ὡς ὀρ­θό­δο­ξος Πα­τριά­ρχης στά­θη­κε στό ὕ­ψος του, ἀν­τά­ξιος τῶν προ­κα­τό­χων τοῦ Πα­τρια­ρχῶν τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως. Δέν ξέ­χα­σε βέ­βαι­α τήν ἀ­γά­πη καί τήν εὔ­νοι­α τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα πρός τό πρό­σω­πό του. Μπρο­στά ὅ­μως στήν ἀ­λή­θεια, στά ὅ­σια καί ἱ­ε­ρά, στά αἰ­ώ­νια συμ­φέ­ρον­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τοῦ πι­στοῦ ὀρ­θό­δο­ξου λα­οῦ δέν ὑπο­λό­γι­σε τά ἀν­θρώ­πι­να συμ­φέ­ρον­τα. Ἀ­κέ­ραι­ος χα­ρα­κτή­ρας, πραγ­μα­τι­κός Πα­τέ­ρας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὕ­ψω­σε τό ἀ­νά­στη­μά του καί δι­α­μαρ­τυ­ρή­θη­κε. Τί κι ἄν τόν ἀ­πει­λεῖ ὁ αὐτοκρά­το­ρας; Τί κι ἄν συγ­κα­λεῖ Σύ­νο­δο καί τόν κα­θαι­ρεῖ ἀ­πό τόν πα­τρι­αρ­χι­κό θρό­νο; Ὁ Εὐτύχιος δέν ὑ­πο­λο­γί­ζει θρό­νο. Ἄλ­λω­στε γι’ αὐ­τόν ὁ πα­τρι­αρ­χι­κός θρό­νος ἦ­ταν θρόνος εὐ­θύ­νης καί κα­θή­κον­τος καί ὄ­χι θρό­νος δό­ξας καί με­γα­λεί­ου. Προ­τι­μά­ει λοι­πόν τήν κα­θαί­ρε­ση καί τήν ἀ­πο­μά­κρυν­ση. Με­γά­λες πραγ­μα­τι­κά στιγ­μές γιά τήν ἱ­στο­ρί­α, τήν πί­στη καί τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α!

Δώ­δε­κα χρό­νια ὁ­λό­κλη­ρα μέ­νει ἀ­πο­μο­νω­μέ­νος στή Μο­νή τῆς Ἀ­μα­σεί­ας. Δώ­δε­κα χρό­νια με­λέ­της καί προ­σευ­χῆς στόν Κύ­ριο τῶν Δυ­νά­με­ων νά ἀ­πο­κα­τα­στή­σει Ἐ­κεῖ­νος τήν ἀλήθεια στήν Ἐκ­κλη­σί­α Του. Καί ἡ προ­σευ­χή εἰ­σα­κού­σθη­κε. Καί ἡ ἀ­λή­θεια ἀ­πο­κα­τα­στά­θη­κε. Ἀρ­γεῖ ὁ Θε­ός, ἀλ­λά δέν λη­σμο­νεῖ. Ἀ­νέ­χε­ται γιά λί­γο τά σκάν­δα­λα πού ὁ σα­τα­νᾶς καί οἱ ἀν­θρω­ποί τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦν. Τε­λι­κά προ­στα­τεύ­ει τήν Ἐκ­κλη­σί­α Του καί τήν λαμ­πρύ­νει. Ὅ­ταν τό 577 μ.Χ. Ὁ δι­ά­δο­χος τοῦ Εὐτυχί­ου Ἰ­ω­άν­νης ὁ Γ΄ πέ­θα­νε, ὁ νέ­ος αὐτοκράτο­ρας Ἰ­ου­στί­νος ὁ Β΄ ζη­τά­ει ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς ἀ­δι­κί­ας. Κα­λεῖ ἐ­πι­σκο­πι­κή Σύ­νο­δο, ἡ ὁ­ποί­α καί ἀ­να­κα­λεῖ τόν Εὐτύχιο στόν πα­τρι­αρ­χι­κό θρό­νο. Ἔκ­πλη­κτος ὁ ἀπομακρυν­θείς Πα­τριά­ρχης πλη­ρο­φο­ρεῖ­ται τά γε­γο­νό­τα. Δέ­χε­ται τήν πρό­σκλη­ση. Ἤ­ξε­ρε ἄλ­λω­στε ὅ­τι μέ τόν τρό­πο αὐ­τό θά ἀ­πο­κα­τα­στα­θεῖ ἡ τά­ξη.

Πα­νη­γυ­ρι­κή ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή πομ­πή στήν ὁ­ποί­α συμ­με­τεῖ­χε συγ­κι­νη­μέ­νος ὁ κλῆ­ρος, οἱ ἄρ­χον­τες καί ὁ ἐν­θου­σι­ώ­δης λα­ός, ὁ­δή­γη­σε μέ τι­μή καί ἐ­πευ­φη­μί­ες τόν Εὐτύχιο στόν πατρι­αρ­χι­κό θρό­νο. Καί ἀ­νέ­λα­βε καί πά­λι στά στι­βα­ρά του χέ­ρια τό πη­δά­λιο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μέ ζῆ­λο καί ἀ­γά­πη μέ­χρι τήν τε­λευ­ταί­α του πνο­ή.

Ὁ βι­ο­γρά­φος του Εὐ­φραί­μιος τόν ἐγ­κω­μιά­ζει ὡς φί­λο τοῦ λό­γου καί ἐ­κλε­κτό ὁ­μι­λη­τή, ὡς ἐρ­γά­τη τῆς ἀ­ρε­τῆς, ὡς κα­λό ποι­μέ­να τῶν προ­βά­των τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος θυ­σιά­ζει τή ζω­ή του γιά χά­ρη τῆς ἀ­λή­θειας καί τῆς ποί­μνης του. Ὁ δέ ἱ­ε­ρός ὑ­μνο­γρά­φος ψάλ­λει:

«Θεί­αν δύ­να­μιν ἐν­δε­δυ­μέ­νος ἀ­πε­γύ­μνω­σας ἰ­σχύν τοῦ πλά­νου, θαυ­μα­τουρ­γῶν, θε­ο­φό­ρε, ἐ­ξαί­σια, ἀ­πε­λα­θείς δέ ἀ­δί­κως τῆς ποί­μνης σου πα­λιν­δρο­μεῖς εἰς αὐ­τήν δεδοξασμένος».

Ἡ πα­ρά­δο­ση ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι κα­τά τή δεύ­τε­ρη πα­τρι­αρ­χί­α του ὁ Εὐτύχιος θαυ­μα­τούρ­γη­σε μέ τήν προ­σευ­χή του. Νό­σος ἐ­πι­δη­μι­κή εἶ­χε προ­σβά­λει πολ­λούς ἄρ­χον­τες καί πλῆ­θος λα­οῦ τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως. Ὁ ἅ­γιος Πα­τριά­ρχης, πα­τέ­ρας καί ποι­μέ­νας τοῦ εὐ­σε­βοῦς λα­οῦ, προ­σευ­χή­θη­κε μέ θερ­μό­τη­τα στό με­γά­λο Ἰ­α­τρό, τόν Κύ­ριο. Ἡ νό­σος φυγαδεύθη­κε. Ὁ λα­ός σώ­θη­κε. Οἱ εὐ­ερ­γε­τη­θέν­τες πι­στοί, ἄρ­χον­τες καί λα­ός, εὐ­γνώ­μο­νες γιά τό θαῦ­μα τοῦ Πα­τριά­ρχη ἐ­ξέ­φρα­ζαν μέ δι­ά­φο­ρους τρό­πους τήν εὐ­γνω­μο­σύ­νη τους πρός τόν Πα­τέ­ρα καί Σω­τή­ρα τους.

Τέ­λος ὁ Κύ­ριος τόν κά­λε­σε στή δό­ξα τῆς Βα­σι­λεί­ας Του, γιά νά τοῦ ἀ­πο­δώ­σει τό δί­και­ο ἔ­παι­νο καί στέ­φα­νο τήν 6η Ἀ­πρι­λί­ου τοῦ 582 μ.Χ.

Ἄς μᾶς δι­δά­ξει ἡ ζω­ή τοῦ ἁ­γί­ου Εὐτυχί­ου πώς ὅ­σο κι ἄν πο­λε­μη­θεῖ ἡ ἀ­λή­θεια καί φα­νεῖ ὅ­τι ἡτ­τᾶ­ται, θά ἔρ­θει ἡ ὥ­ρα πού θά λάμ­ψει καί πά­λι. Καί αὐ­τό γιά κα­ται­σχύ­νη ὅ­σων τήν πο­λέ­μη­σαν, καί δό­ξα ὅ­σων τήν ἀ­κο­λού­θη­σαν μέ πί­στη καί ἀ­φο­σί­ω­ση.

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον τοῦ Ἁ­γί­ου. Ἦ­χος δ΄

Κα­νό­να πί­στε­ως καί εἰ­κό­να πρα­ό­τη­τος, ἐγ­κρά­τειας δι­δά­σκα­λον ἀ­νέ­δει­ξε σέ τῇ ποί­μνῃ σου

ἡ τῶν πραγ­μά­των ἀ­λή­θεια. Δί­α τοῦ­το ἐ­κτή­σω τῇ τα­πει­νώ­σει τά ὑ­ψη­λά, τῇ πτω­χείᾳ τά πλού­σια,

Πά­τερ ἱ­ε­ράρ­χα Εὐ­τύ­χι­ε, πρέ­σβευ­ε Χρι­στῷ τῷ Θε­ῷ σω­θῆ­ναι τάς ψυ­χάς ἡ­μῶν.

Ἀπό τό βιβλίο «Καλλίνικοι Μάρτυρες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη