«Γιατί ἀδιαφορήσατε τόσο καιρό;»

   Σ’ ἕνα χωριὸ τοῦ Πηλίου ζοῦσαν ὁ μπαρμπα-Χρίστος μὲ τὴν κυρα-Καλλιόπη. Ἦταν ἕνα ἀγαπημένο ἡ­λικιωμένο ἀντρόγυνο. Τὸ σπίτι τους εἶ­χε ὡραία αὐλὴ μὲ δέντρα καί, καθὼς ἦ­ταν στὴν πάνω γειτονιὰ τοῦ χωριοῦ, εἶχε θαυμάσια θέα πρὸς τὴ θάλασσα. Τὰ δειλινά, ὅταν ἦταν καλὸς ὁ καιρός, κάθονταν οἱ δύο γέροι στὴν αὐλὴ κι ἀπολάμβαναν τὸ ἡλιόγερμα ἀπέναντι στὴν ἀνοικτὴ θάλασσα κι ἀναγάλλιαζε ἡ καρδιά τους. Ἦταν ἡ πιὸ ὄμορφη ὥρα αὐτὴ τῆς κάθε μέρας τους.
   Τὰ παιδιά τους τὰ εἶχαν παντρέψει ἀ­πὸ καιρὸ καὶ ζοῦσαν στὴν Ἀθήνα. Ἡ τελευταία κόρη τους, πρὶν φύγει κι αὐτὴ γιὰ τὴν Ἀθήνα, φρόντισε καὶ βρῆκε μιὰ γυναίκα καὶ συμφώνησαν μὲ πληρωμὴ νὰ φροντίζει τοὺς γονεῖς της. Τοὺς εἶπε βέβαια νὰ τοὺς πάρει μαζί της καὶ ἐπέμεινε γι’ αὐτὸ πολύ, ἀλλὰ οἱ γέροι μὲ καν­έναν τρόπο δὲν ἤθελαν ν’ ἀφήσουν τὸ σπίτι τους καὶ τὴν ἡσυχία τους.
   Πρόβλημα οἰκονομικὸ δὲν εἶχαν. Ἔ­παιρναν τὴ σύνταξη τοῦ ΟΓΑ, τοὺς ἔ­στελναν καὶ τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα τακτικὰ ἐπιταγές.
   Ὅσο ἦταν κοντά τους ἡ κόρη τους ἡ Ἀ­ρετή, τοὺς ἔπαιρνε μαζί της κάθε Κυρια­κὴ καὶ μεγάλη γιορτὴ στὴν ἐκκλησία καὶ λειτουργιόντουσαν καὶ κοινωνοῦσαν. Ἀ­πὸ τότε ὅμως ποὺ ἔφυγε καὶ ἡ μοναχοκόρη ἀπὸ κοντά τους γιὰ τὴν Ἀθήνα, εἶ­χαν ἀραιώσει τὴ Θεία Κοινωνία. Καί πλέον μονότονη καὶ κάπως κουραστικὴ περ­νοῦσε ἡ κάθε μέρα τους. Κάποιο τηλεφώνημα πότε-πότε ἀ­πὸ τὰ παιδιὰ διέκοπτε τὴ μονοτονία τοῦ ρυθμοῦ τῆς ζωῆς τους.
   Κάτι ὅμως ποὺ συνέβη στὴν ἀρχὴ τοῦ καλοκαιριοῦ, ἔδωσε ἕνα κέντρισμα στὶς καρδιές τους καὶ μιὰ ἀφορμὴ νὰ δοῦν μὲ ἄλλο μάτι τὴ ζωή.
   Δίπλα ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ σπίτι τους σ’ ἕνα ὡραῖο σπίτι σὰν τὸ δικό τους ἔμενε μιὰ οἰκογένεια δυὸ ἡλικιωμένων, ὁ μπαρμπα-Νίκος καὶ ἡ κ. Εὐφροσύνη. Τὰ παιδιὰ καὶ αὐτῶν καλοπαντρεύτηκαν καὶ ζοῦν στὴν Ἀθήνα. Κάθε Πάσχα ἔρχονται στὸ χωριὸ καὶ κάνουν χαρὲς μεγάλες μὲ τὰ ἐγγονάκια τους ὁ παπποὺς καὶ ἡ γιαγιά.
   Μόλις μπῆκε αὐτὸ τὸ καλοκαίρι, ἦλθε γιὰ λίγες μέρες νὰ δεῖ τὴ μεγαλύτερη ἀ­δελφή της, τὴν Καλλιόπη, καὶ τὸν ἄντρα της ἡ ἀδελφή της ἡ Εὐδοκία, ποὺ μένει οἰκογενειακῶς στὴν Ἀθήνα, στὸ Νέο Ψυχικὸ κοντὰ στὴν Ἁγία Σοφία.
   Καθὼς ἔπιναν ἕνα ἀπόγευμα τὸν καφέ τους οἱ τρεῖς τους στὴν ὡραία βεράντα τους ἀγναντεύοντας τὴ θάλασσα μπροστά τους, ποὺ λὲς καὶ ἦταν ἕνα τεράστιο σεντόνι ἀπὸ ἀτλάζι, συζητοῦσαν γιὰ πολ­λὰ καὶ διάφορα, οἰκογενειακὰ καὶ ἄλ­λα. Τελικὰ ἦρθε ἡ κουβέντα καὶ γιὰ τοὺς γείτονες.
   –Δὲ μοῦ λές, Καλλιόπη μου, πῶς τὰ πᾶτε μὲ τὴν κυρα-Φρόσω; ρώτησε ἡ Εὐδοκία. 
   –Πολὺ καλά! Δὲν μᾶς ἐνοχλοῦν καθόλου. Σὰν νὰ μὴν ὑπάρχουν οἱ ἄνθρωποι.
   –Δηλαδὴ δὲν τὰ λέτε πότε-πότε;
   –Ἀραιὰ καὶ ποῦ. Ἔχουν τὰ προβλήματά τους κι ἐμεῖς τὰ δικά μας. Εἶναι καὶ τὰ γεράματα βλέπεις.
   –Τοὺς βλέπετε τὴν Κυριακὴ στὴν ἐκ­κλησία;
   –Γιὰ νά ᾿μαι εἰλικρινής, παλιότερα τοὺς ἔβλεπα, τὰ τελευταῖα ὅμως τρία – τέσσερα χρόνια δὲν τοὺς βλέπω.
   –Τρία τέσσερα χρόνια! Γιατί ἀδιαφορήσατε τόσο καιρό; Γιατί δὲν ἐνδιαφερθήκατε γιὰ τὴν ψυχή τους; Ἐμεῖς στὴν ἐνορία μας ἔχουμε ἕναν κύκλο κυριῶν ποὺ μελετοῦμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ φροντίζουμε νὰ βοηθήσουμε κι ἄλλες ψυχὲς ν’ ἀγαπήσουν τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Ἂν διαπιστώσουμε ὅτι κάποιες κυρίες ἐρχόντουσαν στὴν ἐκκλησία τακτικὰ κάθε Κυριακὴ καὶ ξαφνικὰ παύουν νὰ ἔρχονται, δὲν ἀδιαφοροῦμε. Σκεφτόμαστε μήπως παρασύρθηκαν ἀ­πὸ αἱρετικοὺς ἢ κάτι ἄλλο πιθανὸν νὰ με­σολάβησε καὶ διακριτικὰ δύο-δύο ἢ τρεῖς-τρεῖς τὶς ἐπισκεπτόμαστε καὶ συζητᾶμε ἀδελφικὰ μαζί τους. Καὶ συνήθως, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ξανάρχον­ται στὸν ἱερὸ Ναό μας. Καὶ τί νὰ σοῦ πῶ, δὲν φαντάζεσαι, ἀδελφή μου, τί χα­ρὰ ἔνιωσα ὅταν βοήθησα κι ἐγὼ κάποιες ψυχὲς καὶ ξανά ᾿ρθαν στὴν Ἐκκλησία, στὴ θεία Λειτουργία!
   –Ἄξιος ὁ μισθός σας! εἶπε ἡ Καλλιόπη.
   –Ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, Καλλιόπη μου, δὲν πᾶμε νὰ χαιρετίσουμε τοὺς καλοὺς γείτονές μας; Θὰ χαροῦν πιστεύω! Ἡ καλησπέρα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ἐμένα ἴσως νὰ μὴ μὲ θυμοῦνται. Θὰ μιλήσεις πρώτη ἐσὺ καὶ θὰ μὲ συστήσεις. Ὥσπου ν’ ἀνοίξουν τὴν πόρτα τους, νὰ προσευχόμαστε. Ἔ­λα καὶ σὺ μαζί μας, Χρίστο.
   Αὐτὸ καὶ ἔγινε. Ὁ μπαρμπα-Νίκος καὶ ἡ κυρα-Φροσύνη τοὺς δέχτηκαν μὲ χαρὰ καὶ εὐχαριστήθηκαν ἰδιαίτερα μὲ τὴ γνωριμία τῆς Εὐδοκίας, ποὺ εἶχαν πολὺ και­ρὸ νὰ τὴ δοῦν καὶ ἡ ὁποία τοὺς πρόσφερε καὶ μιὰ εἰκόνα τῆς ἁγίας Σοφίας. Ἐ­πειδὴ ἦταν νωρὶς ἀκόμη, κάθησαν ὅλοι στὴν ὡραία βεράντα καὶ συζητοῦσαν.
   Ἡ Εὐδοκία, ποὺ εἶχε ἰδιαίτερη πείρα σὲ τέτοιες συζητήσεις, ἔφερε τὴν κουβέντα στὰ πνευματικὰ θέματα.
   –Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία, κύριε Νίκο, εἶναι νὰ μὴ χάσουμε τὴν ψυχή μας, ἀλλὰ νὰ κερδίσουμε τὴν εὐτυχία τοῦ Παραδείσου! Ὅλα τ᾿ ἄλλα ἐδῶ μένουν. Καὶ δὲν ξέρει κανεὶς πότε θὰ φύγει ἀπ’ αὐτὸ τὸν μάταιο κόσμο. Γι’ αὐτὸ πρέπει νά ᾿μαστε ἕτοιμοι πάντοτε.
   –Ἔτσι εἶναι, ὅπως τὰ λές, εἶπε ἡ Εὐ­φροσύνη.
   –Ἔχετε ἐξομολογηθεῖ, κοινωνᾶτε; ρώτησε ἡ Εὐδοκία. Αὐτὴ εἶναι ἡ καλύτερη ἑτοιμασία γιὰ μᾶς τοὺς ἡλικιωμένους.
   –Ἔχουμε πολὺ καιρὸ νὰ κοινωνήσουμε, εἶπε ὁ μπαρμπα-Νίκος.
   –Ὅλα διορθώνονται, κύριε Νίκο. Θὰ σᾶς δώσω ἕνα βιβλιαράκι, ποὺ θὰ τὸ διαβάσετε καὶ θὰ σᾶς βοηθήσει πολὺ γιὰ νὰ κάνετε μιὰ καλὴ ἐξομολόγηση σ’ ἕνα καλὸ Πνευματικό, στὸν ὁποῖο θὰ σᾶς πᾶμε μὲ ταξὶ μὲ τὴν Καλλιόπη. Καὶ ὅλοι μαζὶ τὴν Κυριακὴ στὴν Ἐκκλησία, καὶ θὰ κοινωνήσουμε. Νὰ δεῖτε πῶς θὰ σκιρτάει ἡ καρδιά σας ἀπὸ χαρὰ καὶ συγκίνηση!
   Οἱ δυὸ γέροντες ἐξομολογήθηκαν μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἀπὸ συγκίνηση. Ὁ θεοφώτιστος Πνευματικὸς τοὺς ἔδωσε ὁ­δη­γία καὶ ἐντολὴ νὰ κοινωνήσουν καὶ τὶς τρεῖς ἐν συνεχείᾳ Κυριακές. Τὴν τέταρτη Κυριακὴ πέταξε γιὰ τὰ οὐράνια ἕτοιμος ὁ μπαρμπα-Νίκος, καὶ στὰ σαράντα του τὸν ἀκολούθησε καὶ ἡ σύζυγός του Εὐ­φροσύνη.
   Καὶ ἡ Εὐδοκία μὲ τὴν Καλλιόπη καὶ τὸν μπαρμπα-Χρίστο δοξολογοῦσαν τὸν Σω­τήρα Κύριο.