ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο Ε΄

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ε´ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Δέν θά ὑ­πάρ­χει ἀ­σφα­λῶς Χρι­στια­νός Ἕλ­ληνας, ὁ ὁ­ποῖ­ος νά μή γνω­ρί­ζει τή με­γά­λη ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή καί ἐ­θνι­κή μορ­φή, τόν ἅ­γιο ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρα καί ἐ­θνο­μάρ­τυ­ρα Γρη­γό­ριο τόν Ε΄ Πα­τριά­ρχη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως. Πα­σί­γνω­στοι εἶ­ναι οἱ ἀ­γῶ­νες του, οἱ ἐ­θνι­κοί καί οἱ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοί. Συγ­κλο­νι­σ­τι­κό καί τό μαρ­τύ­ριό του. Ἴ­σως ὅ­μως πολ­λοί νά μή γνω­ρί­ζουν, ὅ­τι ὁ ἐ­θνο­μάρ­τυς Γρη­γό­ριος εἶ­ναι καί ἐ­πι­σή­μως ἀ­να­γνω­ρι­σμέ­νος ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α μας ἅ­γιος καί ἑ­ορ­τά­ζε­ται ἡ μνή­μη του στίς 10 Ἀ­πρι­λί­ου. Ἄς ἐμ­πνευ­σθοῦ­με ἀ­πό τή με­γά­λη μορφή, ἡ ὁ­ποί­α τό­σο ἐρ­γά­σθη­κε, ἀλ­λά καί μαρ­τύ­ρη­σε γιά τήν ἀ­νά­στα­ση τοῦ γέ­νους καί τή δό­ξα καί τό με­γα­λεῖ­ο τῆς ἁ­γί­ας μας Ὀρ­θο­δο­ξί­ας.

Κα­τά τά μαῦ­ρα καί ὁ­λο­σκό­τει­να χρό­νια της σκλη­ρῆς ὑ­πό τούς Τούρ­κους δου­λεί­ας ἔ­ζη­σε ὁ Γρη­γό­ριος. Τό 1745 γεν­νή­θη­κε. Πα­τρί­δα του ἡ Δη­μη­τσά­να. Πι­στοί καί εὐ­σε­βεῖς οἱ γονεῖς του. Στήν καρ­δί­α τους δυ­ό ὀ­νό­μα­τα εἶ­χαν τήν πρώ­τη θέ­ση. Χρι­στός καί Ἑλ­λά­δα. Ὁ Ἰ­ω­άν­νης Ἀγ­γε­λό­που­λος — αὐ­τό ἦ­ταν τό ὄ­νο­μα τοῦ πα­τέ­ρα του — ἕ­να πό­θο βα­θύ εἶχε. Νά μόρ­φω­σει τόν γιό του Γε­ώρ­γιο — αὐ­τό ἦ­ταν τό βα­πτι­στι­κό ὄ­νο­μα τοῦ Γρη­γο­ρί­ου — νά τόν μά­θει γράμ­μα­τα, ἀλ­λά καί νά τοῦ ἐμ­φυσήσει τή θερ­μή πί­στη πρός τόν Χριστό, ὥ­στε νά ἐρ­γα­σθεῖ τό­σο γιά τήν ὑ­ψη­λή ἀ­πο­στο­λή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­σο καί γιά τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ὑ­πο­δού­λου Ἔ­θνους. Καί πό­ση ἦ­ταν ἡ χα­ρά του καί ἡ ἱ­κα­νο­ποί­η­σή του, ὅ­ταν ἔ­βλε­πε, ὅ­τι ὁ μι­κρός Γε­ώρ­γιος μέ­ρα μέ τήν ἡ­μέ­ρα δι­α­πο­τι­ζό­ταν καί πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη πρός τόν Κύ­ριο, ἀλ­λά καί τήν ἀ­γά­πη πρός τήν πα­τρί­δα.

Τά πρῶ­τα γράμ­μα­τα τά ἔ­μα­θε ὁ Γε­ώρ­γιος στήν ἰ­δι­αί­τε­ρή του πα­τρί­δα, στήν ὁ­ποί­α ἄ­κμα­ζε πε­ρί­φη­μη καί ὀ­νο­μα­στή Σχο­λή. Ὅ­ταν ἔ­φθα­σε σέ ἡ­λι­κί­α εἴ­κο­σι ἐ­τῶν, ἦλ­θε στήν Ἀ­θή­να, ὅ­που πλού­τι­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο τίς γνώ­σεις του. Ἀρ­γό­τε­ρα πῆ­γε στή Σμύρ­νη, ὅ­που σπού­δα­σε στήν ὀ­νο­μα­στή Εὐ­αγ­γε­λι­κή Σχο­λή. Πα­ράλ­λη­λα μέ τά γράμ­μα­τα καλ­λι­ερ­γοῦ­σε καί τήν ἀ­ρε­τή, ὥ­στε νά ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να ὡ­ραῖ­ο σύ­νο­λο μορ­φω­μέ­νου καί σε­μνοῦ νέ­ου, στόν ὁ­ποῖ­ο πολ­λές ἐλ­πί­δες νά στη­ρί­ζουν ὅ­σοι τόν γνώ­ρι­ζαν. Καί πράγ­μα­τι πά­νω του εἶ­ναι καρφω­μέ­να τά μά­τια πολ­λῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι πε­ρι­μέ­νουν νά δοῦν τήν ἐ­ξέ­λι­ξή του καί τήν ἐ­νερ­γό ἀ­νά­μι­ξή του στά με­γά­λα καί δύ­σκο­λα προ­βλή­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α πε­ρί­με­ναν τή λύ­ση τους.

Καί οἱ ἐλ­πί­δες τους δέν δι­α­ψεύ­σθη­καν. Ὥ­ρι­μος πλέ­ον στήν ἡ­λι­κί­α ὁ Γε­ώρ­γιος, ἀ­φοῦ καλ­λι­έρ­γη­σε στούς μυ­στι­κούς χώ­ρους τῆς καρ­δί­ας του τόν πό­θο γιά τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη, ἀναχωρεῖ ἀ­πό τή Σμύρ­νη καί φθά­νει στή Ζά­κυν­θο. Στή Μο­νή τῶν Στρο­φά­δων γί­νε­ται μο­να­χός καί παίρ­νει τό ὄ­νο­μα Γρη­γό­ριος. Ἔ­πει­τα ἀ­πό λί­γο τόν βρί­σκου­με στήν Πά­τμο, ἀπό ὅ­που τόν κά­λε­σε ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Σμύρ­νης Προ­κό­πιος καί τόν δι­ό­ρι­σε ἀρ­χι­δι­ά­κο­νο, κι ἔ­πει­τα καί πρω­το­σύγ­κελ­λό του. Ὅ­ταν ἐ­κεῖ­νος ἐ­ξε­λέ­γη Οἰ­κου­με­νι­κός Πα­τριά­ρχης, ὁ Γρη­γό­ριος τόν δι­α­δέ­χθη­κε στόν μη­τρο­πο­λι­τι­κό θρό­νο τῆς Σμύρ­νης. Σα­ράν­τα ἐ­τῶν εἶ­ναι ὁ Γρη­γό­ριος. Πα­ρου­σί­α­σε ὅ­μως τό­ση σύ­νε­ση, τό­ση δυ­να­μι­κό­τη­τα, τό­σο θάρ­ρος, τό­ση δρα­στη­ρι­ό­τη­τα στήν ὑ­ψη­λή θέ­ση, στήν ὁ­ποί­α ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ τόν το­πο­θέ­τη­σε, ὥ­στε δέν εἶ­ναι κα­θό­λου ἀ­νε­ξή­γη­το για­τί ἔ­πει­τα ἀ­πό δω­δε­κα­ε­τή ἀρ­χι­ε­ρα­τεί­α ἐ­κεῖ ἡ Πα­τρι­αρ­χι­κή Σύ­νο­δος τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου τόν κά­λε­σε τό ἔ­τος 1797 νά κρά­τη­σει στά στι­βα­ρά του χέ­ρια τό πη­δά­λιο τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ θρό­νου κα­τά τά τό­σο δύ­σκο­λα καί σκο­τει­νά ἐ­κεῖ­να χρό­νια γιά τή ζω­ή τῶν ὑ­πο­δού­λων.

Εἴ­κο­σι πέν­τε χρό­νια χρη­μά­τι­σε Πα­τριά­ρχης Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως. Καί ἀ­πο­τέ­λε­σε τό κυ­ρι­ό­τε­ρο πρό­σω­πο, γύ­ρω ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ο ἦ­ταν στραμ­μέ­νη ἡ προ­σο­χή ὅ­λων τῶν Ἑλ­λή­νων τό­σο ὅ­σων ζοῦ­σαν κά­τω ἀ­πό τόν κα­τα­θλι­πτι­κό ζυ­γό τῆς δου­λεί­ας, ὅ­σο κι ἐ­κεί­νων πού βρί­σκον­ταν δι­α­σκορ­πι­σμέ­νοι μα­κριά ἀ­πό τήν Ἑλ­λά­δα. Χρό­νια γε­μά­τα ἀ­γω­νί­ες καί κό­πους καί θυ­σί­ες καί δι­ωγ­μούς καί κα­θη­με­ρι­νό μαρ­τύ­ριο. Ἐ­νι­σχύ­ει τό ὑ­πό­δου­λο γέ­νος, κά­νει κα­θη­με­ρι­νά δι­α­βή­μα­τα στήν ὑ­ψη­λή Πύ­λη γιά τούς δι­ωγ­μούς καί τά μαρ­τύ­ρια τοῦ ποι­μνί­ου του· βο­η­θᾶ μέ κά­θε τρό­πο τόν πε­νό­με­νο λα­ό, ἐ­νι­σχύ­ει τήν ἐ­πα­νά­στα­ση μέ ὅ­λες του τίς δυ­νά­μεις. Εἶ­ναι ὁ κα­λός ποι­μήν, ὁ ὁ­ποῖ­ος θυ­σιά­ζει τή ζω­ή του γιά χά­ρη τοῦ ποι­μνί­ου. Ὁ θρό­νος του εἶ­ναι σταυ­ρός. Ἀλ­λά σταυ­ρός τόν ὁ­ποῖ­ο ση­κώ­νει μέ χα­ρά, ἀ­φοῦ ὁ δι­κός του σταυ­ρός θά ἐ­λα­φρώ­νει τό μαρ­τύ­ριο τῶν ὑ­πο­δού­λων. Τρεῖς φο­ρές ἀ­ναγ­κά­ζε­ται νά παραι­τη­θεῖ ἀ­πό τό θρό­νο του καί νά ἀ­πο­συρ­θεῖ στό Ἅ­γιο Ὅ­ρος, ὅ­που πα­ρέ­μει­νε συ­νο­λι­κά δε­κα­ο­κτώ χρό­νια μέ­σα σέ στε­ρή­σεις καί τα­λαι­πω­ρί­ες.

Τό 1818 ἐ­πα­νέρ­χε­ται γιά τρί­τη φο­ρά στήν Πα­τρι­αρ­χί­α. Τά πράγ­μα­τα ὅ­μως εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κά δύ­σκο­λα. Οἱ Τοῦρ­κοι τόν ὑ­πο­βλέ­πουν. Τοῦ πε­ρι­ο­ρί­ζουν τήν ἐ­ξου­σί­α κα­θη­με­ρι­νά ὅ­λο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο. Τόν ἀ­πει­λοῦν. Τόν βρί­ζουν. Ἐ­κεῖ­νος ἀ­γω­νί­ζε­ται χω­ρίς δι­α­κο­πή. Ἐ­νι­σχύ­ει τήν ἐ­πα­νά­στα­ση. Ἐ­ξα­πο­λύ­ει ἐγ­κυ­κλί­ους. Εἶ­ναι ἕ­τοι­μος νά ὑ­πο­στεῖ τό μαρ­τύ­ριο, ὁποια­δή­πο­τε ὥ­ρα κι ἄν ἔλ­θει. Ὡς στύ­λος ἀ­κλό­νη­τος πε­ρι­φρο­νεῖ τή μα­νί­α τῶν τυ­ράν­νων. Ἕ­να πό­θο ἔ­χει: νά δεῖ τό ἔ­θνος ἐ­λεύ­θε­ρο. Τί ση­μα­σί­α ἔ­χει, ἄν γιά τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α του θά χρεια­σθεῖ νά χυ­θεῖ τό αἷ­μα του;

1821. Ἡ ἐ­πα­νά­στα­ση ἔ­χει προ­πα­ρα­σκευα­σθεῖ μέ ἐ­πι­μέ­λεια. Ὅ­λες οἱ πλη­ρο­φο­ρί­ες πεί­θουν τήν ὑ­ψη­λή Πύ­λη, ὅ­τι ἕ­νας ἀ­πό τούς κύ­ριους πρω­τερ­γά­τες τῆς ἐ­πα­να­στά­σε­ως εἶ­ναι ὁ Γρη­γό­ριος. Δια­ρκῶς κιν­δυ­νεύ­ει νά τόν συλ­λά­βουν. Ἔ­χει ὅ­μως ἀ­κό­μη και­ρό νά φύ­γει. Τόν προ­τρέ­πουν οἱ με­γά­λοι. Ἐ­κεῖ­νος ἀρ­νεῖ­ται. Ὁ θά­να­τός μου, λέ­ει, θά ὠ­φε­λή­σει περισσότε­ρο, πα­ρά ἡ ζω­ή μου. Καί ὁ θά­να­τος δέν θά ἀρ­γή­σει νά ἔλ­θει. Τόν προ­βλέ­πει. Εἶ­ναι Κυ­ρια­κή τῶν Βα­ΐ­ων. Κά­θε­ται στήν τρά­πε­ζα μα­ζί μέ Συ­νο­δι­κούς. Σή­με­ρα Κυ­ρια­κή τῶν Βα­ΐ­ων, λέ­ει κά­ποι­α στιγ­μή, τρῶ­με ψά­ρια. Ἔ­πει­τα ἀ­πό λί­γες μέ­ρες τά ψά­ρια θά φᾶ­νε ἐ­μᾶς. Προ­φη­τεί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­πα­λη­θεύ­τη­κε πλή­ρως. Πά­σχα. Λει­τουρ­γεῖ γιά τε­λευ­ταί­α φορά. Ἐ­ξα­ϋ­λω­μέ­νη εἶ­ναι ἡ μορ­φή του. Κοι­νω­νεῖ τά Ἄ­χραν­τα Μυ­στή­ρια. Με­τά τή θεί­α Λει­τουρ­γί­α τόν συλ­λαμ­βά­νουν οἱ ἐ­χθροί. Ἡ σκο­τει­νή φυ­λα­κή δέ­χε­ται τό σῶ­μα του. Τοῦ ζητοῦν νά ἀρ­νη­θεῖ τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Ἐ­κεῖ­νος μέ­νει ἀ­κλό­νη­τος. Τοῦ δί­νουν νά φά­ει. Ἀρ­νεῖ­ται. Μό­λις πρίν λί­γο, ἀ­παν­τᾶ, πῆ­ρα θεί­α καί οὐ­ρά­νια τρο­φή. Προ­σεύ­χε­ται δια­ρκῶς νά γί­νει τό θέ­λη­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Προ­σεύ­χον­ται καί οἱ πι­στοί γιά τή σω­τη­ρί­α τοῦ ποι­με­νάρ­χη τους. Ἀλ­λά ἡ ἀ­πό­φα­ση τοῦ Σουλ­τά­νου εἶ­ναι νά θα­να­τω­θεῖ. Καί μά­λι­στα τήν ἴ­δια ἡ­μέ­ρα τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως. Στήν κεν­τρι­κή πύ­λη τοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου ἔ­γι­νε ὁ ἀ­παγ­χο­νι­σμός. Μέ­σα στίς βρι­σι­ές καί τά ἀ­να­θέ­μα­τα τῶν δη­μί­ων ὁ Πα­τριά­ρχης προ­χω­ρεῖ στήν ἀγ­χό­νη. Τό σῶ­μα του ἔ­πει­τα ἀ­πό λί­γο αἰ­ω­ρεῖ­ται. Ἡ ἁ­γί­α ψυ­χή τοῦ πε­τᾶ στόν Πλά­στη της.

Τό ἅ­γιο λεί­ψα­νό του ἔ­πει­τα ἀ­πό τρεῖς μέ­ρες ρί­χνε­ται στόν Βό­σπο­ρο. Πε­ρι­συλ­λέ­γε­ται ἀ­πό Χρι­στια­νούς ναυ­τι­κούς. Με­τα­φέ­ρε­ται στήν Ὄ­δησ­σο. Γί­νε­ται με­γα­λο­πρε­πής κη­δεί­α. Κι ἔ­πει­τα ἀ­πό 50 ἔ­τη με­τα­φέ­ρε­ται στήν Ἑλ­λά­δα καί ἐ­να­πο­τί­θε­ται στόν Μη­τρο­πο­λι­τι­κό Να­ό τῶν Ἀ­θη­νῶν. Χι­λιά­δες πι­στοί προ­σκυ­νοῦν τόν τά­φο του. Εἶ­ναι ὁ μι­μη­τής τοῦ ἀρχιποίμενος Χρι­στοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος «τήν ψυ­χήν αὐ­τοῦ ἔ­θυ­σεν ὑ­πέρ τῶν προ­βά­των». Ὑ­πάρ­χει ἐν­δο­ξό­τε­ρος θά­να­τος ἀ­πό αὐ­τόν;

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου