ΑΓΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ Ο ΒΟΥΡΛΙΩΤΗΣ

Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Βουρλιώτης

Με­λε­τῶν­τας τὸν Συ­να­ξα­ρι­στὴ τοῦ Ἀ­πρι­λί­ου, ἑ­νὸς μη­νὸς ποὺ συν­δέ­ε­ται μὲ τὴν λαμ­προ­φό­ρο ἑ­ορ­τὴ τοῦ Πάσχα, ἀ­να­κα­λύ­πτου­με συγ­κι­νη­τι­κοὺς βί­ους ἁ­γί­ων, οἱ ὁ­ποῖ­οι μὲ τὴν δύ­να­μη τοῦ ἀ­να­στά­ντος Χρι­στοῦ ­νί­κη­σαν με­γά­λες νῖ­κες κι ἔ­φθα­σαν — τέ­τοι­ες χαρ­μό­συ­νες ἡ­μέ­ρες — μέ­χρι τὸ μαρ­­τύ­ριο.

῞Ε­νας ἀ­π’ αὐ­τοὺς τοὺς ἁ­γί­ους ποὺ ἀ­ναστή­θηκε ἀ­πὸ με­γά­λη πτώ­ση εἶ­ναι ὁ ἅ­γιος νε­ο­μάρ­τυς Μι­χα­ὴλ ὁ Βουρ­λι­ώ­της, τὸν ὁ­ποῖ­ο ἡ ἁ­γί­α μας ᾿Εκ­κλη­σί­α ἑ­ορ­τά­ζει στὶς 16 Ἀ­πρι­λί­ου. Ἀ­νή­κει στὴν χο­ρε­ί­α τῶν ἐν­δό­ξων νε­ο­μαρ­τύ­ρων τοῦ 18ου αἰ­ῶ­νος. Γεν­νή­θη­κε στὰ Βουρ­λὰ τῆς Μ. Ἀ­σί­ας. Ἀ­πὸ μι­κρὸ παι­δὶ πο­τί­στη­κε μὲ τὰ νά­μα­τα τῆς ἁ­γί­ας μας ᾿Ορ­θο­δο­ξί­ας καὶ ζοῦ­σε μὲ συ­νέ­πεια τὴ χρι­στι­α­νι­κή του ζω­ὴ ἐρ­γα­ζό­με­νος τὴν τέ­χνη τοῦ χαλ­κουρ­γοῦ στὴ Σμύρ­νη. Κα­τὰ τὸν βι­ο­γρά­φο του ἅ­γιο Νι­κό­δη­μο τὸν Ἁ­γι­ο­ρε­ί­τη ἦ­ταν «ὡ­ραῖ­ος πολ­λὰ εἰς τὴν ὄ­ψιν» καὶ ἀ­σφα­λῶς καὶ στοὺς τρό­πους. Γε­γο­νὸς ποὺ μαρ­τυ­ροῦ­σε τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κή του κα­θα­ρό­τη­τα καὶ λαμ­πρό­τη­τα.

῏Ηρ­θε ὅ­μως κά­ποι­α ὥ­ρα ποὺ ὁ μι­σό­κα­λος δι­ά­βο­λος τὸν φθό­νη­σε… ῏Η­ταν τό­τε σὲ ἡ­λι­κί­α πε­ρί­που 18 ἐ­τῶν, ὅ­ταν ὁ λε­βέ­ντης καὶ πι­στὸς Μι­χα­ὴλ ἀ­πα­τή­θη­κε ἀ­πὸ ἕ­ναν Τοῦρ­κο κα­φε­πώ­λη καὶ ἀρ­νή­θη­κε τὴν πί­στη του κα­τὰ τὸ Σάββατο τῆς πρώ­της ῾Ε­βδο­μά­δος τῶν Νη­στει­ῶν τῆς Μ. Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς. Ἀ­πὸ τό­τε ἔ­μει­νε στὸ κα­φε­νεῖ­ο τοῦ Ἀ­γα­ρη­νοῦ καὶ ­δο­ύ­λευ­ε κον­τά του μὲ μι­σθό.

Οἱ ἑ­βδο­μά­δες ­πέ­ρα­σαν…

Καὶ ἔ­φθα­σε ἡ ἁ­γί­α Ἀ­νά­στα­σις τοῦ Κυ­ρί­ου. Ὁ Μι­χα­ὴλ τὴν ἡ­μέ­ρα ἐ­κε­ί­νη ζεῖ μιὰ ξε­χω­ρι­στὴ ἐ­πί­σκε­ψη τῆς Χάριτος τοῦ Θε­οῦ. Μέσα στὸ χά­νι «τοῦ Κιζ­λα­ρα­γᾶ» οἱ συ­νο­μή­λι­κοί του πι­στοὶ νέ­οι μα­ζὶ μὲ πολ­λοὺς ἄλ­λους Χρι­στια­νοὺς συ­νε­ορ­τά­ζουν. Εὐ­φρα­ί­νον­ται καὶ πα­νη­γυ­ρί­ζουν τὸ Πάσχα τους μέ­σα σὲ ἀ­τμό­σφαι­ρα πνευ­μα­τι­κῆς ἐ­ξάρ­σε­ως καὶ ψέλ­νουν «τὸ κο­σμο­πό­θη­τον τρο­πά­ριον “Χρι­στὸς Ἀ­νέ­στη”…».

᾿Ε­κε­ί­νη τὴν ὥ­ρα ὁ Μι­χα­ὴλ εὑ­ρι­σκό­με­νος ἀ­νά­με­σά τους συγ­κλο­νί­ζε­ται. «῏Ηλ­θε σέ συναίσθηση τοῦ κα­κοῦ πού ἔ­πα­θε, καὶ ἀφοῦ μετανόησε» ἄ­φη­σε τὴν ὑ­πη­ρε­σί­α «τοῦ κα­φε­νὲ» καὶ ἄρ­χι­σε μὲ ἐν­θου­σια­σμὸ νὰ συμ­ψάλ­λει μὲ ὅ­λους τὸ «Χρι­στὸς ἀ­νέ­στη ἐκ νε­κρῶν…». Ἀ­κο­ύγ­ον­τάς τον ὅ­μως οἱ πι­στοὶ Χρι­στια­νοὶ τὸν ἐμ­πό­δι­σαν καὶ τοῦ εἶ­παν· «Δὲν ἐ­πι­τρέ­πε­ται σὲ ἕ­ναν Τοῦρ­κο (ἐ­ξω­μό­τη Χρι­στια­νό) νὰ προ­φέ­ρει αὐ­τὰ τὰ λό­για… Λόγια ποὺ εἶ­ναι ἄ­ξιοι νὰ προ­φέ­ρουν μό­νον ὅ­σοι εἶ­ναι τοῦ Χρι­στοῦ…». Καὶ ὁ Μι­χα­ὴλ μὲ στα­θε­ρό­τη­τα ἀ­πά­ντη­σε· «Αὔ­ριο θὰ δεῖ­τε ποῖ­ος ἤ­μουν, καὶ ποῖ­ος θέ­λω νά γίνω».

Λοι­πὸν τὴν ἑ­πο­μέ­νη ἡ­μέ­ρα πα­ρου­σι­ά­ζε­ται εὐ­θυ­τε­νὴς μπρο­στὰ στὸν Κρι­τὴ καὶ τοῦ ὑ­πο­βάλ­λει μί­α ἔ­ξυ­πνη ἐ­ρώ­τη­σι· «᾿Ε­ὰν κά­ποι­ος “γε­λα­σθεῖ” (ἐ­ξα­πα­τη­θεῖ) καὶ δώ­σει σὲ κά­ποι­ον χρυ­σά­φι καὶ πά­ρει μο­λύ­βι, δὲν εἶ­ναι δί­και­ο νὰ δώ­σει πί­σω τὸ μο­λύ­βι καὶ νὰ πά­ρει πί­σω ξα­νὰ τὸ χρυ­σά­φι ποὺ τοῦ ἔ­δω­σε· ἀ­φοῦ ἡ “ἀλ­λα­ξιά” (ἀν­ταλ­λα­γή) δὲν ἔ­γι­νε δι­κα­ί­α ἀλ­λὰ “κα­τὰ ἀ­πά­την καὶ ἀ­γνω­σί­αν”;». Καὶ ὁ Κρι­τὴς τοῦ ἀ­πά­ντη­σε· «Ναί!». Καὶ τό­τε ὁ γεν­ναῖ­ος ὁ­μο­λο­γη­τὴς Μι­χα­ὴλ τοῦ λέ­γει· «Πάρε λοι­πὸν πί­σω τὸ μο­λύ­βι αὐ­τὸ ποὺ μοῦ ἔ­δω­σες (δη­λα­δὴ τὴ δι­κή σου θρη­σκε­ί­α) καὶ πα­ίρ­νω ξα­νὰ ἐ­γὼ πί­σω τὸ χρυ­σά­φι ποὺ σοῦ ἔ­δω­σα, τὴν πί­στη τῶν γο­νέ­ων μου». Καὶ μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ μπρο­στὰ στὸν Κρι­τή, τὸν μου­σε­λί­μη (=ὑ­πο­δι­οι­κη­τή) καὶ τοὺς συγ­κα­θη­μέ­νους ὁ­μο­λό­γη­σε ὅ­τι «ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι Θε­ὸς παν­το­δύ­να­μος καὶ κρι­τὴς τῶν ἁ­πά­ντων».

῞Ο­λοι ­θα­ύ­μα­σαν μὲ τὴν τόλ­μη τοῦ νέ­ου καὶ ἔ­τρε­ξαν γύ­ρω του νὰ τὸν ἐ­ξα­πα­τή­σουν καὶ πά­λι μὲ κο­λα­κεῖ­ες κα­τη­γο­ρῶν­τας τὴν ᾿Ορ­θό­δο­ξη χρι­στι­α­νι­κὴ πί­στη του καὶ προ­βάλ­λον­τας «τὸν Μω­ά­μεθ ὡς μέ­γαν ἀ­λη­θι­νὸν προ­φή­την».

Ὁ μάρ­τυς ὅ­μως πα­ρέ­με­νε ἀ­κλό­νη­τος στὴν πί­στη του… Τὸν ἔ­ρι­ξαν στὴ φυ­λα­κὴ γιὰ δύ­ο ἡ­μέ­ρες μή­πως ἀλ­λά­ξει γνώ­μη. Ἀλ­λὰ καὶ πά­λι μὲ τὴν ἴ­δια ἀ­τα­λά­ντευ­τη παρ­ρη­σί­α ὁ­μο­λό­γη­σε μπρο­στὰ στὸν Κρι­τὴ «ὅ­τι ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι Θε­ὸς ἀ­λη­θι­νός».

῾Η ἀ­πό­φα­ση πλέ­ον δό­θηκε· νὰ κα­τα­δι­κα­σθεῖ σὲ θά­να­το.

Καὶ ὁ βι­ο­γρά­φος του ση­μει­ώ­νει ἐκ­φρα­στι­κά·

«Ἀ­περ­χό­με­νος εἰς τὴν σφα­γὴν ὁ μα­κά­ριος ὅ­λος ἐ­φα­ί­νε­το χα­ί­ρων καὶ ἀ­γαλ­λό­με­νος». Ζή­τη­σε συγ­χώ­ρη­ση «καὶ μὲ τὸ σχῆ­μα καὶ μὲ τὸ λό­γο» ἀ­πὸ τοὺς ἐ­κεῖ συ­να­θροι­σμέ­νους Χρι­στι­α­νο­ύς. Κι ἀ­φοῦ ἔ­κλι­νε τὴν κε­φα­λή του στὸν Δε­σπό­τη Χρι­στό, «ἐ­τε­λει­ώ­θη διὰ ξί­φους» στὴν πό­λη τῆς Σμύρ­νης τὸ ἔ­τος 1772.

Γιὰ τρεῖς ἡ­μέ­ρες τὸ ἱ­ε­ρό του λε­ί­ψα­νο φαινόταν λευ­κὸ «ὡς χι­ών». Με­τὰ οἱ Ἀ­γα­ρη­νοὶ τὸ ἔρι­ξαν στὴ θά­λασ­σα. Καὶ ἡ θά­λασ­σα τὸ ἔ­δω­σε πά­λι στὴν ξη­ρὰ με­τὰ ἀ­πὸ μέ­ρες στὴν πε­ρι­ο­χὴ τῆς Φοι­νι­κιᾶς.

᾿Ε­κεῖ τὸ β­ρῆ­καν εὐ­σε­βεῖς Χρι­στια­νοὶ βα­φεῖς. Μὲ ἱ­ε­ρὸ δέ­ος τὸ πε­ρι­συ­νέ­λε­ξαν καὶ τὸ ἔ­φε­ραν στὸν ἱ­ε­ρὸ Να­ὸ τῆς ἁ­γί­ας Φω­τει­νῆς Σμύρ­νης, ὅ­που «ἐ­νε­τα­φι­ά­σθη ἐ­κτί­μως». Μὲ τι­μὲς καὶ δό­ξα πολ­λή.

Γιὰ τὸ χρυ­σά­φι τῶν 24 κα­ρα­τί­ων τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς μας πί­στε­ως ποὺ κρα­τοῦ­με σή­με­ρα στὰ χέ­ρια μας ὁ νε­ο­μάρ­τυς Μι­χα­ὴλ ἔ­δω­σε τὸ αἷ­μα του, τὴν ζωή του. Μα­ζὶ βε­βα­ί­ως καὶ μὲ πλῆ­θος ἄλ­λων μαρ­τύ­ρων καὶ ἁ­γί­ων…

Ἔ­χου­με λοι­πὸν με­γά­λο χρέ­ος τὸν χρυ­σὸ θη­σαυ­ρὸ ποὺ λέ­γε­ται Χρι­στὸς καὶ πί­στη ἀ­λη­θι­νὴ νὰ τὸν κρα­τοῦ­με ὅ­λοι μας σφι­κτά. Οὔ­τε νὰ τὸν ἀλ­λοι­ώ­σου­με. Οὔ­τε νὰ τὸν ἀν­ταλ­λά­ξου­με. ᾿Εφό­σον θέ­λου­με ἡ ῾Ελ­λά­δα μας νὰ ζή­σει ἀ­να­στη­μέ­νη. ᾿Εφόσον πο­θοῦ­με τὴ σω­τη­ρί­α μας, τὸν Πα­ρά­δει­σο…

«Βα­φε­ίς, Μι­χα­ήλ, τῷ λύ­θρῳ σῶν αἱ­μά­των

λευ­κὸς δέ­δει­ξαι ὡς χι­ών, ἀ­θλη­φό­ρε».

Ἀ­φοῦ βά­φτηκες μὲ τὸ πη­χτὸ καὶ ἀ­λειμ­μέ­νο μὲ λά­σπες αἷ­μα σου, μάρ­τυς Μι­χα­ήλ, φάνηκες λευ­κὸς σὰν τὸ χι­ό­νι, νι­κη­τή.

Ἀ­πό τό πε­ρι­ο­δι­κό «Ο ΣΩΤΗΡ»