ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 24 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2016
Τῶν Βαΐων: Ἰωάν. ιβ΄ 1-18
Πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ. ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου. λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ᾿Ιού-δας Σίμωνος ᾿Ισκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι· διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς; εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ’ ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν. εἶπεν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς· ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό. τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ᾿ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. ῎Εγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν ᾿Ιησοῦν μόνον, ἀλλ’ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοὶ δι᾿ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν ᾿Ιουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν ᾿Ιησοῦν. Τῇ ἐπαύριον ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ᾿Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα, ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἔκραζον· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραήλ. εὑρὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ᾿ αὐτό, καθώς ἐστι γεγραμμένον· μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου. Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ᾿ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ ᾿Ιησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ. ᾿Εμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ᾿ αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον.
ΠΩΣ ΘΑ ΤΟΝ ΥΠΟΔΕΧΘΟΥΜΕ;
«Ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ»
Μόλις ἕξι ἡμέρες ἀπέμεναν γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα καὶ κόσμος πολὺς εἶχε συγκεντρωθεῖ στὴν Ἱερουσαλήμ. Σὰν ἀστραπὴ εἶχε διαδοθεῖ ἐν τῷ μεταξὺ ἡ εἴδηση γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου. Γι’ αὐτὸ πολλοὶ ποὺ ἔμαθαν ὅτι ὁ Κύριος ἐπρόκειτο νὰ εἰσέλθει στὰ Ἱεροσόλυμα, αὐθόρμητα ἔσπευσαν νὰ Τὸν ὑποδεχθοῦν ὡς τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία καὶ νὰ Τοῦ ἀποδώσουν τιμὲς βασιλιᾶ. Καὶ τί ἔκαναν; «Ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἔκραζον· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ». Μὲ ἀφορμὴ λοιπὸν τὴν ὑποδοχὴ ποὺ ἐπιφύλαξε τότε ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς στὸν Κύριο, ἂς δοῦμε πῶς καλούμαστε κι ἐμεῖς νὰ Τὸν ὑποδεχθοῦμε.
1. «Ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων»
Ἡ πρώτη αὐθόρμητη κίνηση ποὺ ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἦταν νὰ κόψουν κλαδιὰ ἀπὸ τοὺς φοίνικες ποὺ βρίσκονταν κατὰ μῆκος τοῦ δρόμου, γιὰ νὰ τὰ κρατήσουν κατὰ τὴν ὥρα τῆς ὑποδοχῆς. Αὐτὰ «τὰ βαΐα τῶν φοινίκων» ἦταν σύμβολα νίκης καὶ θριάμβου. Φανερὴ ἀπόδειξη ὅτι ὑποδέχονταν ὄχι ἕναν ἁπλὸ ἄνθρωπο ἢ ἕνα προφήτη, ἀλλὰ τὸν Μεσσία Χριστό· Αὐτὸν ποὺ ἀνασταίνοντας τὸν τετραήμερο Λάζαρο προμήνυσε τὴν ὁριστικὴ νίκη κατὰ τοῦ θανάτου καὶ τὴν κατάλυση τοῦ κράτους τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ διαβόλου. Ἂς κρατήσουμε λοιπὸν κι ἐμεῖς αὐτὴ τὴν ἡμέρα τὰ βάγια ποὺ μᾶς προσφέρει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Νὰ τὰ κρατήσουμε ὡς σύμβολα. Σύμβολα ἀρετῶν καὶ σύμβολα τῆς νίκης κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. Νὰ τὰ κρατήσουμε ὡς τὴν ἀδιάψευστη ἐγγύηση ὅτι μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ μποροῦμε κι ἐμεῖς νὰ ἀναδειχθοῦμε «νικητὲς τῶν παραλόγων παθῶν». Καὶ ὅπως μᾶς προτρέπουν καὶ οἱ ὕμνοι τῆς ἑορτῆς: «Βαΐα ἀρετῶν, ἀδελφοί, προσάξωμεν Χριστῷ τῷ Θεῷ», δηλαδὴ ἂς προσφέρουμε στὸν Χριστὸ καὶ Θεό μας σὰν ἄλλα βαΐα, πράξεις ἐνάρετες καὶ ἅγιες.
Ὅλη αὐτὴ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀγωνιστήκαμε γιὰ τὴν ἐκκοπὴ τῶν παθῶν μας καὶ τὴν καλλιέργεια τῶν ἁγίων ἀρετῶν τοῦ Χριστοῦ. Μὲ αὐτὰ τὰ «βαΐα τῶν ἀρετῶν» ἂς ὑποδεχθοῦμε τὸν Κύριο. Κι ἂν μέχρι τώρα δὲν ἀγωνιστήκαμε ὅσο ἔπρεπε, τουλάχιστον αὐτὲς τὶς ἡμέρες ἂς τὶς ζήσουμε μὲ περισσότερη ταπείνωση καὶ ἀγάπη, μὲ μακροθυμία καὶ συγχωρητικότητα, μὲ νηστεία καὶ ἐγκράτεια. Αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ καλύτερη προσφορά μας στὴν ὑποδοχὴ τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ.
2. «Ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ»
Ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιὰ βγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη γιὰ νὰ προϋπαντήσουν τὸν Κύριο. Ἄφησαν τὶς καθημερινὲς ἀσχολίες τους καὶ ἔτρεξαν νὰ Τὸν ὑποδεχθοῦν μὲ χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμό.
Κι ἐμεῖς τὶς ἡμέρες αὐτὲς θὰ δοῦμε τὸν Κύριο «ἐρχόμενον πρὸς τὸ ἑκούσιον Πάθος». Ἂς μὴ μείνουμε ἀδιάφοροι ἢ ἀπορροφημένοι στὶς ἀσταμάτητες ἐργασίες μας. Κάθε ἡμέρα τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἡ καμπάνα τῆς ἐκκλησίας κτυπᾶ καὶ ὁ Κύριος περιμένει… «Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθῶμεν αὐτῷ καὶ συσταυρωθῶμεν». Ἂς βγοῦμε κι ἐμεῖς ὄχι μόνο γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ συμπορευθοῦμε καὶ νὰ συσταυρωθοῦμε μαζί του. Νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε δηλαδὴ ὄχι τυπικὰ ἢ μὲ ἕναν πρόσκαιρο καὶ ἐπιφανειακὸ συναισθηματισμὸ ἀλλὰ μὲ οὐσιαστικὴ συμμετοχὴ στὸ Πάθος του. Μὲ καθαρὴ καρδιὰ καὶ μὲ ἀπόφαση ὁριστικὴ νὰ νεκρώσουμε τὴν ἁμαρτία μέσα μας καὶ νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ θέλημά του.
Εἴδαμε τοὺς Ἰουδαίους νὰ ὑποδέχονται τὸν Χριστό. Τοὺς ἀκούσαμε νὰ Τὸν ἐπευφημοῦν μὲ ζητωκραυγὲς καὶ «ὡσαννά». Πόσο γρήγορα ὅμως ἄλλαξαν στάση ἀπέναντί του! «Μετὰ κλάδων ὑμνήσαντες πρότερον, μετὰ ξύλων συνέλαβον ὕστερον», ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ἕνα τροπάριο. Ἂς προσέξουμε πολὺ νὰ μὴ φανοῦμε ἀγνώμονες ὅπως ἐκεῖνοι. Ἂς ἑτοιμάσουμε τὴν ψυχή μας, γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦμε ἀξίως τὸν Κύριο καὶ νὰ Τὸν δοξάσουμε ὡς τὸ Νικητὴ τοῦ θανάτου, τὸ Σωτήρα καὶ Λυτρωτή μας.