«Ἐκ τῶν τεσσάρων πνευμάτων…» A΄

   Ἦταν περίπου τὸ ἔτος 580 π.Χ. Ξά­φνου ἄνοιξαν οἱ οὐρανοί. Ἄνοιξαν καὶ τὰ μάτια τοῦ Προφήτη. «Ἐγένετο χεὶρ Κυρίου ἐπ᾿ αὐτόν». Τὸν ἅρπαξε τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἔβαλε στὴ μέση μιᾶς μεγάλης πεδιάδας. Τὸ βλέμμα του συναρπάστηκε, ταυτόχρονα ὅμως ἡ ψυ­χή του γέμισε μὲ τρόμο. Ἡ πεδιάδα ἦταν γεμάτη μὲ κόκκαλα. Κόκκαλα ἀνθρώπινα. Τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ τὸν περιέφερε κυκλικὰ σὲ ὅλο τὸν χῶρο τῆς πεδιάδας. Ὅσο ἔφτανε τὸ βλέμμα του, δὲν ἔβλεπε παρὰ σωροὺς ἀπὸ κόκκαλα. Καὶ ἦταν ὅλα τους κατάξερα, «ξηρὰ σφόδρα».
   –Τί λές, ἄνθρωπε, τὸν ρωτᾶ ὁ Θεός, αὐτὰ τὰ κατάξερα κόκκαλα θὰ ζων­τανέψουν; «Υἱὲ ἀνθρώπου, εἰ ζήσεται τὰ ὀστέα ταῦτα;».
   –Κύριε, ἀπαντᾶ ὁ Προφήτης, Ἐσὺ τὰ γνωρίζεις αὐτὰ τὰ πράγματα: «Σὺ ἐπίστῃ ταῦτα».
   –Λοιπόν, τὸν παρότρυνε ὁ Θεός, εἶσαι Προφήτης μου, προφήτεψε πάνω σ᾿ αὐτὰ τὰ κόκκαλα καὶ πές τους: Ξερὰ κόκκαλα, ἀκοῦστε τὸν λόγο τοῦ Κυρίου. Αὐτὰ προστάζει ὁ Θεὸς γιὰ σᾶς: «Ἰδοὺ ἐγὼ φέρω εἰς ὑμᾶς πνεῦμα ζωῆς καὶ δώσω ἐφ᾿ ὑμᾶς νεῦρα καὶ ἀνάξω ἐφ᾿ ὑμᾶς σάρκας, καὶ ἐκτενῶ ἐφ᾿ ὑμᾶς δέρμα καὶ δώσω πνεῦμά μου εἰς ὑμᾶς, καὶ ζήσεσθε· καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος»· θὰ σᾶς δώσω ζωή, θὰ σᾶς βάλω νεῦρα, θὰ ἀνεβάσω πάνω σας σάρκα, θὰ ἁπλώσω πάνω σας δέρμα καὶ θὰ σᾶς δώσω τὸ πνεῦμα μου καὶ θὰ ζήσετε καὶ θὰ καταλάβετε ὅτι Ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος τῶν πάντων.
   Ὁ προφήτης ὑπάκουσε καὶ ἐξέφερε τὴν προφητεία κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. «Καὶ ἰδοὺ σεισμός»· φοβερὴ βουὴ καὶ σεισμὸς ἀκολούθησε. Τὰ κόκκαλα μετακινήθηκαν, πῆγε τὸ καθένα στὴ θέση του, «ἑκάτερον πρὸς τὴν ἁρμονίαν αὐτοῦ», συνδέθηκαν μεταξύ τους, ἀπέκτησαν νεῦρα, φύτρωσαν πάνω τους σάρκες καὶ σκεπάστηκαν αὐτὲς μὲ δέρμα. Ζωὴ ὅμως δὲν εἶχαν, «πνεῦμα οὐκ ἦν ἐν αὐτοῖς».
   Ἀκούστηκε ξανὰ ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ: «προφήτευσον ἐπὶ τὸ πνεῦμα, υἱὲ ἀνθρώπου», προφήτευσε καὶ πὲς στὸ πνεῦμα: Αὐτὰ προστάζει ὁ Κύριος, ὁ Κύριος τῶν πάντων· «ἐκ τῶν τεσσάρων πνευμάτων ἐλθὲ καὶ ἐμφύσησον εἰς τοὺς νεκροὺς τούτους, καὶ ζησάτωσαν», ἀπὸ τὶς τέσσερις γωνιὲς τῆς γῆς φύσα, ἀέρα, καὶ δῶσε ζωὴ στοὺς «νεκροὺς τούτους» γιὰ νὰ ζήσουν.
   Καὶ πάλι ὁ Προφήτης ἔπραξε κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ νά! Μπῆκε μέσα στοὺς νεκροὺς ζωὴ καὶ ζωντάνεψαν. Στάθηκαν στὰ πόδια τους, πλῆθος ἀναρίθμητο.
   Τὸ παράδοξο καὶ συγκλονιστικὸ αὐτὸ ὅραμα ἀπὸ τὸ 37ο κεφάλαιο τοῦ προφήτου Ἰεζεκιὴλ θεωρήθηκε ὡς εἰκόνα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, ποὺ θὰ λάβει χώραν κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔχει ἐνταχθεῖ στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ ἀκοῦμε τὴ σχετικὴ περικοπὴ στοὺς Ναοὺς μας κάθε χρόνο τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς μετὰ τὴν περιφορὰ τοῦ Ἐπιταφίου.
   Ἡ ἡμέρα καὶ ἡ ὥρα εἶναι οἱ πιὸ κατάλληλες. Ὁ ἐνανθρωπήσας Θεὸς πεθαίνει πάνω στὸ Σταυρό. Τὸ σῶμα Του κηδεύεται καὶ θάβεται. Ἡ τεθεωμένη ψυχή Του κατεβαίνει στὸν Ἅδη «πανσθενουργὸς» καὶ καταλύει «τοῦ θανάτου τὸ κράτος». Συντρίβει τὶς πύλες τοῦ Ἅδου, ἐλευθερώνει τὶς ψυχὲς τῶν «ἀπ᾿ αἰῶνος νεκρῶν», καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα τὸ νεκρὸ σῶμα Του ἀνασταίνεται, προοίμιο τῆς γενικῆς ἀναστάσεως.
   Ἡ προφητικὴ εἰκόνα συναρπάζει. Καὶ τὸ μήνυμά της θαυμαστό, ἀσύλληπτο: Δὲν θὰ μᾶς κρατήσει γιὰ πάντα τὸ χῶμα τοῦ τάφου! Κάποια μέρα, ἐκείνη τὴ μία καὶ μοναδική, θὰ σπάσουν οἱ πλάκες τῶν μνημείων, τὰ κόκκαλά μας θὰ ξαναπάρουν τὴ σάρκα τους, καὶ τὰ σώματά μας θὰ ἀναστηθοῦν νέα, ἄφθαρτα, αἰώνια. Καὶ κατὰ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας θὰ εἶναι ἔνδοξα καὶ λαμπρὰ ἢ ἄδοξα ἢ καί… σκοτεινά.
   Αὐτὴ εἶναι ἡ λειτουργικὴ εἰκόνα τοῦ ὁράματος τοῦ Ἰεζεκιήλ. Εἶναι συμβολικὴ εἰκόνα τῆς γενικῆς ἀναστάσεως κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.
   Ὅμως τὸ πραγματικὸ νόημα τοῦ θαυμαστοῦ ὁράματος τοῦ προφήτου Ἰεζεκιὴλ εἶναι ἄλλο. Τὸ ἑρμηνεύει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς στὸν Προφήτη στὴ συνέχεια τοῦ ἱεροῦ κειμένου. Αὐτὸ δὲ τὸ πολὺ σημαν­τικὸ καὶ ἐπίκαιρο νόημα θὰ τὸ δοῦμε σὲ δύο ἑπόμενα ἄρθρα μας.