ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΜΑΡΚΟΣ

Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστής

Α. Συ­νερ­γός τῶν Ἀ­πο­στό­λων.

Ἕ­νας ἀ­πό τούς τέσ­σε­ρις ἱ­ε­ρούς Εὐ­αγ­γε­λι­στές, ὁ δεύ­τε­ρος στή σει­ρά τῶν Εὐ­αγ­γε­λί­ων, εἶ­ναι ὁ Μάρ­κος. Ἰ­δι­αί­τε­ρη χά­ρις καί τι­μή τοῦ δό­θη­κε ἀ­πό τόν Θε­ό νά συγ­γρά­ψει τά γεγονό­τα τῆς ἐ­πί τῆς γῆς ζω­ῆς τοῦ Κυ­ρί­ου μας, τή δι­δα­σκα­λί­α του, τά θαύ­μα­τά του, τά Πά­θη του καί τήν Ἀ­νά­στα­σή του, μο­λο­νό­τι δέν ἀ­νῆ­κε στόν κύ­κλο τῶν δώ­δε­κα μα­θη­τῶν του. Καί ἀ­να­δεί­χθη­κε ἔ­τσι προ­σω­πι­κό­τη­τα ἐ­ξαί­ρε­τη μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Ποι­ός ὅ­μως ἦ­ταν ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στής Μάρ­κος;

Δέν ἔ­χου­με πολ­λά στοι­χεῖ­α γιά νά γνω­ρί­σου­με λε­πτο­με­ρῶς τή ζω­ή τοῦ ἐν­δό­ξου Εὐ­αγ­γε­λι­στου. Γνω­ρί­ζου­με μό­νο, ὅ­τι ἦ­ταν γιός της Μα­ρί­ας, γυ­ναι­κός πο­λύ γνω­στῆς στόν Κύ­ριο καί τούς Ἀ­πο­στό­λους καί τόν κύ­κλο τῶν προ­σώ­πων πού ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν τόν Ἰ­η­σοῦ. Ἡ Μα­ρί­α ἦ­ταν ἀ­δελ­φή τοῦ ὀ­νο­μα­στοῦ διά τήν ἀ­γά­πη καί φρον­τί­δα πρός τούς πά­σχον­τες καί θλι­βο­μέ­νους, τοῦ ἀ­πο­στό­λου Βαρ­νά­βα, τοῦ ὁ­ποί­ου τό ὄ­νο­μα ση­μαί­νει υἱ­ός πα­ρα­κλή­σε­ως. Φω­τι­σμέ­νη ψυ­χή ἡ Μα­ρί­α, ἀ­κο­λού­θη­σε ἀ­πό νω­ρίς τον Κύ­ριο καί ἀ­πο­τέ­λε­σε μέ­λος τῆς ὀ­νο­μα­στῆς συν­τρο­φιᾶς τῶν Μυ­ρο­φό­ρων γυ­ναι­κῶν, καί τήν ἐ­κτι­μοῦ­σε πο­λύ ὁ Κύ­ριος. Γυ­ναί­κα μᾶλ­λον εὔ­πο­ρος ἡ Μα­ρί­α, δι­έ­θε­τε σπί­τι εὐ­ρύ­χω­ρο στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, στό ὁποῖο ἀ­σφα­λῶς πολ­λές δι­δα­σκα­λί­ες τοῦ Κυ­ρί­ου θά ἔ­γι­ναν. Ἐ­κεῖ, στήν οἰ­κί­α τῆς Μα­ρί­ας, τέ­λε­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς καί τόν Μυ­στι­κό Δεῖ­πνο, ἀ­φοῦ ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της εὐ­χα­ρί­στως τό παραχώρη­σε.

Σ’ἕ­να τέ­τοι­ο εὐ­σε­βές πε­ρι­βάλ­λον ἀ­φοῦ βρέ­θη­κε ὁ Μάρ­κος, δέν εἶ­ναι ἀ­νε­ξή­γη­το πώς πο­τί­σθη­κε ἀ­πό τά νά­μα­τα τῆς εὐ­σέ­βειας καί πῶς ἀ­να­δεί­χθη­κε ἄν­θρω­πος τό­σο πολ­λῆς ἐμπι­στο­σύ­νης ἐκ μέ­ρους τοῦ κύ­κλου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­κο­λου­θοῦ­σε τόν Δι­δά­σκα­λο.

Δέν ἔ­χου­με ἄλ­λες μαρ­τυ­ρί­ες γιά τόν Εὐ­αγ­γε­λι­στή κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο πρό τοῦ Πά­θους καί τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου. Αὐ­τό μό­νο ἀ­κό­μη γνω­ρί­ζου­με, ὅ­τι δη­λα­δή ἦ­ταν γνω­στός καί μέ ἕ­να δεύ­τε­ρο ὄ­νο­μα, τό ὄ­νο­μα Ἰ­ω­άν­νης. Δι­ό­τι ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη ἡ συ­νή­θεια νά παίρ­νουν οἱ Ἑ­βραῖ­οι νέ­οι καί ἕ­να ὄ­νο­μα ρω­μαῖ­κο. Ἔ­τσι Ἰ­ω­άν­νης ἦ­ταν τό ἐβραϊκό ὄ­νο­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ, τό ὁ­ποῖ­ο τοῦ δό­θη­κε τήν ἡ­μέ­ρα τῆς πε­ρι­το­μῆς, καί Μάρ­κος τό ρω­μα­ϊ­κό του ὄ­νο­μα. Καί μέ τό ὄ­νο­μα αὐ­τό ἔ­μει­νε γνω­στός στό πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Αὐ­τές εἶ­ναι οἱ ἐ­λά­χι­στες πλη­ρο­φο­ρί­ες πού ἔ­χου­με γιά τόν Ἱ­ε­ρό Εὐ­αγ­γε­λι­στή κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο μέ­χρι τῶν Πα­θῶν καί τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου. Εἶ­ναι μᾶλ­λον φυσικό νά πα­ρα­δε­χθοῦ­με, ὅ­τι ὁ Μάρ­κος πί­στευ­σε στόν Κύ­ρι­ο πρί­ν ἀ­πό τόν θά­να­τό του. Καί τήν πί­στη του αὐ­τή, ὅ­πως καί τῶν λοι­πῶν Ἀ­πο­στό­λων, τήν ἐ­νί­σχυ­σε τό γε­γο­νός τῆς τρι­η­μέ­ρου ἐκ νε­κρῶν Ἀ­να­στά­σε­ώς Του.

Με­τά τήν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου καί τόν δι­α­σκορ­πι­σμό τῶν Ἀ­πο­στό­λων ἀ­πό τά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, βρί­σκου­με τόν Μάρ­κο μα­ζί μέ τόν θεῖ­ο ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο καί τόν θεῖ­ο του Βαρ­νά­βα στήν Ἀν­τι­ό­χεια. Ἔ­φθα­σαν ἐ­κεῖ οἱ δυ­ό Ἀ­πό­στο­λοι ἐ­πι­στρέ­φον­τας ἀ­πό τά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ὅ­που με­τέ­φε­ραν τίς εἰ­σφο­ρές τῶν Χρι­στια­νῶν τῆς Ἀν­τι­ο­χεί­ας στούς στε­ρού­με­νους ἀδελφούς. Μα­ζί τους συμ­πα­ρα­λαμ­βά­νουν καί Ἰ­ω­άν­νη πού ὀ­νο­μα­ζό­ταν καί Μάρ­κος (Πράξ. ιβ΄ 25). Ἑ­τοι­μά­ζον­ται οἱ δυ­ό θερ­μουρ­γοί Ἀ­πό­στο­λοι γιά μα­κρι­νή πε­ρι­ο­δεί­α στήν Κύπρο. Τούς ἀ­κο­λου­θεῖ καί ὁ Μάρ­κος, τόν ὁ­ποῖ­ο ὁ Ἱ­ε­ρός συγ­γρα­φεύς τῶν Πρά­ξε­ων ὀ­νο­μά­ζει ὑ­πη­ρέ­τη. Εἶ­χαν, λέ­ει, καί «Ἰ­ω­άν­νην ὑ­πη­ρέ­την» (Πράξ. ιγ΄ 5). Δέν γνω­ρί­ζου­με τί ἀκρι­βῶς ὑ­πο­νο­εῖ­ται μέ τόν χα­ρα­κτη­ρι­σμό αὐ­τό. Τό πι­θα­νό­τε­ρο μᾶλ­λον πού ση­μαί­νει ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμός εἶ­ναι, ὄ­χι αὐ­τόν πού προ­σφέ­ρει ὑ­λι­κές ἐ­ξυ­πη­ρε­τή­σεις στούς Ἀ­πο­στό­λους, ἀλ­λά αὐ­τόν πού τούς βο­η­θᾶ στό ἔρ­γο τῆς δι­α­δό­σε­ως τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου καί συμ­πλη­ρώ­νει τό δι­κό τους ἔρ­γο.

Με­τά τήν ἐ­πι­στρο­φή τους ἀ­πό τήν πε­ρι­ο­δεί­α τῆς Κύ­πρου ἑ­τοι­μά­ζον­ται γιά ἄλ­λη μα­κρι­νή καί ἐ­πί­πο­νη πε­ρι­ο­δεί­α στίς χῶ­ρες γύ­ρω ἀ­πό τό ὄ­ρος Ταῦ­ρος. Ὁ Μάρ­κος ὅ­μως, εἴ­τε διότι κου­ρά­σθη­κε καί δει­λί­α­σε ἀ­πό τούς κό­πους καί τίς τα­λαι­πω­ρί­ες πού τόν ἀ­νέ­με­ναν κα­τά τή νέ­α αὐ­τή ἐ­ξόρ­μη­ση, εἴ­τε δι­ό­τι δι­α­τη­ροῦ­σε ἐ­πι­φυ­λά­ξεις γιά τή στά­ση τοῦ Παύ­λου σχε­τι­κά μέ τήν μή τή­ρη­ση τῶν Ἰ­ου­δα­ϊ­κῶν ἐ­θί­μων ἐκ μέ­ρους αὐ­τῶν πού πί­στευ­σαν στόν Χρι­στό, δέν θέ­λη­σε νά τούς ἀ­κο­λου­θή­σει. Ἀλ­λά ἀ­πο­χω­ρί­σθη­κε ἀ­πό ἀυ­τούς καί ἐπέστρεψε πι­θα­νῶς στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Ἀλ­λά μέ τήν ἀ­φορ­μή τό γε­γο­νός αὐ­τό καί οἱ δυ­ό Ἀ­πό­στο­λοι ἦλ­θαν σέ κά­ποι­α ἀν­τί­θε­ση με­τα­ξύ τους, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­γι­νε αἰ­τί­α νά χω­ρι­σθοῦν προ­σω­ρι­νά· καί ὁ Βαρ­νά­βας μα­ζί μέ τόν Μάρ­κο νά πε­ρι­ο­δεύ­σουν πά­λι στήν Κύ­προ, ἐ­νῶ ὁ Παῦ­λος μα­ζί μέ τόν Σί­λα νά ἐ­πι­σκε­φθοῦν τίς Ἐκ­κλη­σί­ες τῆς Συ­ρί­ας καί τῆς Κι­λι­κί­ας, γιά νά στη­ρί­ξουν τούς πι­στούς στήν ἀ­λή­θεια τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Ἡ Ἀ­πο­στο­λι­κή Σύ­νο­δος στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα τα­κτο­ποί­η­σε τά ζη­τή­μα­τα σχε­τι­κά μέ τίς ὑ­πο­χρε­ώ­σεις τῶν ἐ­θνι­κῶν πού πί­στευ­αν στόν Χρι­στό καί οἱ δυ­ό Ἀ­πό­στο­λοι μέ θαυ­μα­στή σύμ­πνοι­α καί μέ θεῖ­ο φω­τι­σμό ἐ­ξέ­θε­σα ἐ­νώ­πιον τοῦ πλή­θους ὅ­σα ἐ­ποί­η­σεν ὁ Θε­ός ση­μεῖ­α καί τέ­ρα­τα ἐν τοῖς ἐ­θνε­σι διο’ αὐ­τῶν (Πράξ. ι­ε΄ 14). Ἀλ­λά τό ἄ­ξιο ἰ­δι­αί­τε­ρης προ­σο­χῆς εἶ­ναι αὐ­τό: Ὅ­ταν ὁ Παῦ­λος βρι­σκό­ταν στή Ρώ­μη κα­τά τή δεύ­τε­ρη φυ­λά­κι­σή του, ζή­τη­σε ἀ­πό τόν μα­θη­τή του Τιμόθεο νά τόν ἐ­πι­σκε­φθεῖ. Καί τοῦ προ­σθέ­τει: «Μάρ­κον ἀ­να­λα­βών ἄ­γε με­τά σε­αυ­τοῦ· ἐ­στι γάρ μοι εὔ­χρη­στος εἰς δι­α­κο­νί­αν» (Β΄ Τιμ. δ΄ 11). Τί νά θαυ­μά­σει κα­νείς περισσότερο; Τοῦ Παύ­λου τήν ὁ­μο­λο­γί­α ἤ τοῦ Μάρ­κου τήν στα­θε­ρή πρό­ο­δο, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­κα­νε τόν μέ­γα Ἀ­πό­στο­λο νά τόν χα­ρα­κτη­ρί­ζει μέ τίς τι­μη­τι­κές αὐ­τές λέ­ξεις; Ἀ­σφα­λῶς καί τά δυ­ό εἶ­ναι ἄ­ξια προ­σο­χῆς. Παι­δα­γω­γεῖ ὁ Παῦ­λος τόν Μάρ­κο, γιά νά γί­νει ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο κα­τάλ­λη­λος γιά τήν ὑ­ψη­λή ἀ­πο­στο­λή, ἀλ­λά καί βα­θειά τα­πεί­νω­ση δεί­χνει καί ὁ Μάρ­κος καί ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται «εὔ­χρη­στος εἰς δι­α­κο­νί­αν». Καί τό εὔ­χρη­στον αὐ­τό στήν ἁ­γί­α καί ὑ­ψη­λή δι­α­κο­νί­α θά τό πα­ρου­σί­α­σει ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο στή με­τέ­πει­τα ζω­ή του.

Β. Ὁ Θε­ο­κί­νη­τος συγ­γρα­φεύς.

Δέν γνω­ρί­ζου­με, ἄν ἔ­πει­τα ἀ­πό τήν πρό­σκλη­ση τοῦ Ἀ­πο­στό­λου τῶν ἐ­θνῶν νά με­τα­βεῖ ὁ Μάρ­κος στήν Ρώ­μη γιά νά τόν συ­νάν­τη­σει, ὁ τε­λευ­ταῖ­ος αὐ­τός ἔ­σπευ­σε νά βρε­θεῖ κοντά στόν φυ­λα­κι­σμέ­νο ἡ­ρω­ι­κό ἀ­γω­νι­στή πού βρι­σκό­ταν πρός τό τέ­λος τῆς ζω­ῆς του. Οὔ­τε ἀ­κό­μη ἄν, ὅ­ταν πῆ­γε ἐ­κεῖ, βρῆ­κε ἐν ζω­ῇ τόν Ἀ­πό­στο­λο. Ὑ­πάρ­χουν ὅ­μως σο­βα­ρές ἱ­στο­ρι­κές μαρ­τυ­ρί­ες, σύμ­φω­να μέ τίς ὁ­ποῖ­ες ὁ Μάρ­κος βρι­σκό­ταν στή Ρώ­μη μα­ζί μέ τόν ἄλ­λο στύ­λο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τόν ἀ­πό­στο­λο Πέ­τρο. Αὐ­τός, γρά­φον­τας ἀ­πό τή Ρώ­μη τήν πρώ­τη Κα­θο­λι­κή ἐ­πι­στο­λή του πρός τίς Ἐκ­κλη­σί­ες, στέλ­νει ἀ­σπα­σμό στούς Χρι­στια­νούς τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν αὐ­τῶν καί ἀ­πό τόν Μάρ­κο. Καί τό σπου­δαῖ­ο εἶ­ναι, ὅ­τι τόν Μάρ­κο τόν ἀπο­κα­λεῖ υἱ­ό του. «Ἀ­σπά­ζε­ται ὑ­μᾶς», γρά­φει,… «Μάρ­κος ὁ υἱ­ός μου» (Α΄ Πέ­τρ. ε΄ 13). Πο­λύ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κός ὁ τίτ­λος αὐ­τός, μέ τόν ὁ­ποῖ­ο ἐκ­δη­λώ­νε­ται ὄ­χι μό­νο ἡ πολ­λή ἀγάπη, μέ τήν ὁ­ποί­α πε­ρι­έ­βαλ­λε ὁ Πέ­τρος τόν Μάρ­κο, ἀλ­λά ὁ πρό­θυ­μος συ­νερ­γός του ἀ­να­γνω­ρί­ζε­ται καί κα­τά πνεῦ­μα υἱ­ός του.

Δέν εἶ­ναι ὅ­μως μό­νο ὁ κα­τά πνεῦ­μα υἱ­ός τοῦ Πέ­τρου ὁ Μάρ­κος, εἶ­ναι καί ἑρ­μη­νευ­τής του σύμ­φω­να μέ τήν ἀρ­χαι­ό­τα­τη ἱ­στο­ρι­κή μαρ­τυ­ρί­α. Καί ἡ λέ­ξη αὐ­τή ση­μαί­νει, ὅ­τι ὁ Μάρκος, πού ἀ­ξι­ώ­θη­κε ἀ­πό τόν Θε­ό νά συγ­γρά­ψει τό ἱ­ε­ρό Εὐ­αγ­γέ­λιο πού φέ­ρει τό ὄ­νο­μά του, πε­ρι­έ­λα­βε σ’ αὐ­τό τίς σύν­το­μες δι­δα­σκα­λί­ες καί τά θαύ­μα­τα τοῦ Κυ­ρί­ου πού ἄκου­σε ἀ­πό τό στό­μα τοῦ Πέ­τρου, ὥ­στε, ὅ­πως ὀρ­θῶς πα­ρα­τη­ρεῖ­ται, τό «κα­τά Μάρ­κον» ἱ­ε­ρό Εὐ­αγ­γέ­λιο εἶ­ναι τοῦ Πέ­τρου τό Εὐ­αγ­γέ­λιο, ἀ­φοῦ ἀ­πό ἐ­κεῖ­νον ὁ Μάρ­κος ἄ­κου­σε τίς πλη­ρο­φο­ρί­ες γιά τόν Κύ­ριο, τίς ὁ­ποῖ­ες καί κα­τέ­γρα­ψε.

Δέν εἶ­ναι εὐ­κό­λο ἐ­δῶ νά δο­θεῖ ἔ­στω καί συν­το­μό­τα­τη πε­ρί­λη­ψη τοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου τοῦ ἱ­ε­ροῦ αὐ­τοῦ δευ­τέ­ρου κα­τά σει­ρά Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Ἄς κά­νη ὁ ἀ­να­γνώ­στης τόν κό­πο νά τό μελε­τή­σει. Εἶ­ναι ἄλ­λω­στε τό μι­κρό­τε­ρο σέ ἔ­κτα­ση ἀ­πό ὅ­λα τά ἀλ­λά Εὐ­αγ­γέ­λια, κα­θώς ἐ­κτεί­νε­ται σέ 16 μό­λις κε­φά­λαι­α καί κα­τα­λαμ­βά­νει 60 πε­ρί­που σε­λί­δες τῆς Και­νῆς Διαθήκης. Αὐ­τό μό­νο θά ση­μει­ώ­σου­με γιά τόν ἱ­ε­ρό καί θε­ό­πνευ­στο συγ­γρα­φέ­α. Ὅ­τι δη­λα­δή ἀ­σχο­λεῖ­ται κυ­ρί­ως νά ἀ­πο­δεί­ξη τή θεί­α κα­τα­γω­γή τοῦ Κυ­ρί­ου, ἐκ­θέ­τον­τας πά­ρα πολ­λά θαύ­μα­τα πού τέ­λε­σε ὁ Κύ­ριος καί δέν ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ τή γε­νε­α­λο­γί­α του καί τήν ἀ­να­λυ­τι­κή ἐκ­θέ­ση τῆς δι­δα­σκα­λί­ας Του. Μέ μί­α δύ­να­μη ἐ­ξαί­ρε­τη πα­ρου­σιά­ζει ἐ­νώ­πιόν μας τά θαυ­μα­στά γε­γο­νό­τα, ὅ­πως ἔ­γι­ναν, σάν νά ἦ­ταν αὐ­τό­πτης μάρ­τυ­ράς τους. Στίς δι­η­γή­σεις του ἐμ­φα­νί­ζε­ται ζων­τα­νός, πε­ρι­γρα­φι­κός μέ πλῆ­θος λε­πτο­με­ρει­ῶν καί πε­ρι­στα­τι­κῶν, μέ τά ὁ­ποῖ­α ἀ­να­πα­ρί­σταν­ται ζων­τα­νές οἱ πε­ρι­γρα­φό­με­νες σκη­νές. Στό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου του πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὁ Χρι­στός νά ἐ­νερ­γεῖ μέ τήν ὑ­περ­φυ­σι­κή δύ­να­μη πού εἶ­χε μέ­σα του. Ὁ Ἰ­η­σοῦς τοῦ δευ­τέ­ρου Εὐ­αγ­γε­λί­ου εἶ­ναι ὁ Υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ μέ δύ­να­μη, καί ἐκ­δη­λώ­νει καί ἐμ­φα­νί­ζει ἀ­νά­με­σα στούς ἀν­θρώ­πους με­γα­λεῖ­ο τῶν ὑ­περ­φυ­σι­κῶν ἔρ­γων καί θαυ­μά­των του. Στοι­χεῖ­α τῆς φύ­σε­ως κα­θυ­πο­τάσ­σον­ται στήν δύ­να­μή του, οἱ δαί­μο­νες τρέ­μουν ἐ­νώ­πιόν Του καί φεύ­γουν ἔν­τρο­μοι καί κα­τη­σχυμ­μέ­νοι στό πρό­σταγ­μά του, πλή­θη ἀ­σθε­νῶν θε­ρα­πεύ­ον­ται μό­νο μέ τό λό­γο του. Δέ­ος αἰ­σθά­νε­ται ὁ πι­στός, με­λε­τών­τας τίς ἱ­ε­ρές σε­λί­δας του. Γε­νι­ές ἀ­μέ­τρη­τες Χρι­στια­νῶν με­λέ­τη­σαν τό ἅ­γιο κεί­με­νο, ἀ­νυ­ψώ­θη­καν πνευ­μα­τι­κῶς ἀ­πό τή με­λέ­τη του καί προ­στέ­θη­καν στούς πο­λί­τες τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Πό­σο ὥ­ραι­ο θά ἦ­ταν νά τούς ἀ­κο­λου­θή­σο­με καί μεῖς στήν ὡ­ραί­α καί θριαμ­βευ­τι­κή πο­ρεί­α τους. Τήν πο­ρεί­α, πού φώ­τι­σε ὡς φά­ρος τη­λαυ­γής ὁ ἅ­γιος λό­γος τοῦ Θε­οῦ.

Τί ἀ­πέ­γι­νε ὁ ἅ­γιος Εὐ­αγ­γε­λι­στής με­τά τόν θά­να­το τῶν πρω­το­κο­ρυ­φαί­ων; Ἡ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή πα­ρά­δο­ση ἀ­να­φέ­ρει, ὅ­τι ὁ Μάρ­κος δι­έ­δω­σε τό Εὐ­αγ­γέ­λιο τῆς σω­τη­ρί­ας στήν Αἴγυπτο, τή Λι­βύ­η, τήν Βαρ­βα­ρι­κή καί τήν Πεν­τά­πο­λη. Τέ­λος, ὅ­τι ἔ­γι­νε ὁ πρῶ­τος ἐ­πί­σκο­πος τῆς Ἀ­λε­ξάν­δρειας, τῆς ὁ­ποί­ας τόν λα­ό ποί­μα­νε ἐ­πί εἴ­κο­σι πε­ρί­που ἔ­τη, ἀ­φοῦ ἔ­δω­σε τόν ἐ­αυ­τό του τέ­λει­ο τύ­πο καί ὑ­πό­δειγ­μα ζω­ῆς ἁ­γί­ας καί ἀ­φω­σι­ω­μέ­νης στόν Κύ­ριο. Ἐ­κεῖ καί συ­νε­λή­φθη ἀ­πό τούς ἐ­χθρούς της πί­στε­ως, τούς ἐ­θνι­κούς καί εἰ­δω­λο­λά­τρες, καί κατα­δι­κά­σθη­κε σέ μαρ­τύ­ρι­κο θά­να­το. Δι­α­σώ­ζει μά­λι­στα καί λε­πτο­με­ρεί­ες ἡ πα­ρά­δο­ση, ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τό μαρ­τύ­ριό του. Τόν ἔ­δε­σαν μέ σχοι­νιά, ἀ­φοῦ τόν συ­νέ­λα­βαν τήν ὥ­ρα πού εὐ­αγ­γε­λι­ζό­ταν τόν Χρι­ο­τόν, καί τόν ἔ­συ­ραν στούς δρό­μους τῆς Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας. Τό ἅ­γιο σῶ­μα του τραυ­μα­τί­σθη­κε ἀ­πό τά κτυ­πή­μα­τα στίς πέ­τρες καί ἔ­τσι ἔ­μει­νε χω­ίς πνο­ή. Νε­κρό τόν ἔρ­ρι­ξαν σ’ ἕ­να τό­πο, ἀ­πό ὅ­που τόν πε­ρι­μά­ζε­ψαν οἱ πι­στοί καί τόν ἐν­τα­φί­α­σαν σέ γει­το­νι­κό χω­ρί­ο.

Ἐ­νε­τοί ἔμ­πο­ροι με­τέ­φε­ραν τά λεί­ψα­νά του στή Βε­νε­τί­α, ὅ­που ἱ­δρύ­θη­κε πρός τι­μή του πο­λύ με­γά­λος καί ὡ­ραῖ­ος Να­ός.

Τέ­τοι­ος ὑ­πῆρ­ξε ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος καί Εὐ­αγ­γε­λι­στής Μάρ­κος. Τή μαρ­τυ­ρί­α πού ἔ­δω­σε μέ τό λό­γο του, τό κή­ρυγ­μά του, τό ἱ­ε­ρό Εὐ­αγ­γἐ­λιο πού ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά συγ­γρά­ψει, τήν ἐπισφρά­γι­σε μέ τή μαρ­τυ­ρί­α τῆς ζω­ῆς του. Τήν πρό­σφε­ρε καί αὐ­τή εὐ­χα­ρί­στως στόν Θε­ό. Καί ἡ δι­πλή αὐ­τή μαρ­τυ­ρί­α ἐ­ξα­σφά­λι­σε στόν ἀ­γω­νι­στή ἄ­φθαρ­τη καί αἰ­ω­νί­α δό­ξα ὄ­χι μό­νο στούς οὐ­ρα­νούς, ἀλ­λά καί με­τα­ξύ τῶν Χρι­στια­νῶν κά­θε ἐ­πο­χῆς.

Δέν ζη­τᾶ ἀ­πό μᾶς σή­με­ρα ὁ Θε­ός θυ­σί­α τῆς ζω­ῆς μας. Ζη­τᾶ ὅ­μως θυ­σί­α τό­σων ἄλ­λων μι­κρο­πραγ­μά­των καί συ­νη­θει­ῶν, πού τό­σον δυ­σκο­λευ­ό­μα­στε νά τοῦ προ­σφέ­ρου­με. Καί ὅ­μως εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νά τίς προ­σφέ­ρου­με. Τό ἀ­παι­τεῖ τό συμ­φέ­ρον μας καί τό ἐ­πί­γει­ο καί τό οὐ­ρά­νιο. Τό ζη­τᾶ ὁ Θε­ός. Μήν τό ἀρ­νη­θοῦ­με. Δό­ξα ἀ­πε­ρί­γρα­πτη μᾶς πε­ρι­μέ­νει.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου