Ὅλα πλέον ἔχουν τελειώσει. Ἡ ἀνθρώπινη μανία κατάφερε νά ἀτενίσει αὐτὸ ποὺ ἡ πωρωμένη της καρδιὰ εἶχε καιρὸ τώρα ποθήσει καὶ ἐπιμελημένα σχεδιάσει: Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς βρίσκεται στὸ Σταυρό! Στὸ Σταυρὸ τοῦ πόνου καὶ τῆς αἰσχύνης. Ἐλάχιστες λέξεις βγῆκαν ἀπὸ τὸ πονεμένο πανάγιο στόμα Του κατὰ τὶς φοβερὲς ὧρες τῆς Σταυρώσεώς Του. Λίγο πρὶν πεῖ τὸ ὁριστικὸ «τετέλεσται» καὶ παραδώσει ἑκούσια τὸ πνεῦμα Του, στρέφεται πρὸς τοὺς ἀνάλγητους σταυρωτές Του καὶ ἐκθέτει μιὰ ἀκόμα πτυχὴ τοῦ θείου Του Πάθους. Αὐτὴ δὲν φαίνεται ὅπως οἱ πληγές. Εἶναι ὡστόσο ἐξίσου βασανιστικὴ καὶ ἐπώδυνη.
«Διψῶ»! φωνάζει.
Καὶ εἶναι φυσικὸ νὰ ἔχει σὲ ὑπέρμετρο βαθμὸ αὐτὸ τὸ αἴσθημα τῆς δίψας ὁ Κύριος. Ἔχει περάσει τὴν ὁλονύκτια ταλαιπωρία τῆς ἀνακρίσεως ἀπὸ τὸν Ἄννα στὸν Καϊάφα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸν Πιλᾶτο. Διψᾶ, ἐξαιτίας τῆς ἐξαντλητικῆς ὁδοιπορίας στὴν κορυφὴ τοῦ λόφου τοῦ Γολγοθᾶ, μετὰ μάλιστα ἀπὸ ὅλα τὰ βασανιστήρια ποὺ ὑπέστη.
Τὰ χείλη ποὺ ξεδιψοῦσαν χρόνια τώρα τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, φλογίζονται καὶ διψοῦν ἀπὸ τὴν ἄφθονη αἱμορραγία τοῦ Σταυροῦ, ποὺ ἔκανε ν’ ἀνεβαίνει ὁ πυρετὸς καὶ νὰ ἀφυδατώνεται τελείως ὁ ἀνθρώπινος ὀργανισμός.
Διψᾶ, γιατὶ ἀπὸ τὴν ἀγωνία τῆς Γεθσημανῆ, ἐκεῖ ποὺ ὁ ἱδρώτας ἔτρεξε ἄφθονος «ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος» (Λουκ. κα΄ [21] 44), μέχρι αὐτὴ τὴν ὥρα ἔχει περάσει πολλά, πάρα πολλά! Ἔχει ὑποφέρει πολύ. Χωρὶς νὰ βρεθεῖ κάποιος νὰ Τὸν ξεδιψάσει. Χωρὶς κάποιος νὰ βρέξει τὰ στεγνωμένα πανάγια χείλη Του. Εἶναι ἀφόρητη ἡ δίψα Του τούτη τὴν ὥρα, ἔτσι ὥστε νὰ ἐφαρμόζονται σ᾿ Αὐτὸν τὰ λόγια τοῦ Ψαλμωδοῦ: «Ἡ γλῶσσά μου κεκόλληται τῷ λάρυγγί μου» (Ψαλ. κα΄ [21] 15).
Παρότι διψᾶ βασανιστικά, ὅμως ἀρνεῖται νὰ πιεῖ τὸν «οἶνον μετὰ χολῆς μεμιγμένον» (Ματθ. κζ΄ [27] 34), τὸν ὁποῖο Τοῦ προσφέρουν οἱ σταυρωτές Του.
Προτιμᾶ ἀπὸ τὴν ἀνακούφιση ἐκείνου τοῦ ναρκωτικοῦ ποτοῦ, τὸν βασανισμὸ τῆς δίψας Του καὶ τὸ καμίνι τῶν ἀφόρητων πόνων. Ποιός; Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος πότισε μὲ νερὸ ἀπὸ τὴν πέτρα – «ὕδωρ ἐκ πέτρας» (Ἡσ. μθ΄ [49] 21) – τὸν λαό Του.
Διψᾶ ὁ Χριστὸς καὶ τὸ λέει λίγο πρὶν παραδώσει τὸ πνεῦμα Του, παρόλο ποὺ καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ μαρτυρίου Του δὲν ἐξέρχεται ἀπὸ τὰ χείλη Του κανένας λόγος παραπόνου ἢ πόνου.
Ὅλα τὰ ὑποφέρει μὲ ὑπομονή, καρτερία καὶ σιωπή. Τὰ ραπίσματα. Τὸ μαστίγωμα. Τὴ χλεύη. Τὸν ἀκάνθινο στέφανο. Τὸ φραγγέλιο. Τὸν ἐμπαικτικὸ κάλαμο. Τὸ μαρτύριο τοῦ Σταυροῦ.
Στὴ δίψα Του ὅμως σπάει τὴ σιωπή Του. Γιατὶ αὐτὴ ἡ μικρὴ λέξη δὲν κρύβει μέσα της ἁπλῶς τὴν κατάθεση ἑνὸς πόνου ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπομείνει ὁ Κύριος ὡς ἄνθρωπος. Αὐτὴ ἡ μικρὴ λέξη εἶναι μιὰ ἀκόμη ὕστατη φανέρωση τῆς ἄπειρης ἀγάπης Του πρὸς τὸ πλάσμα Του, τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι μιὰ ἀκόμη εὐκαιρία ποὺ προσφέρει στὸν ἀποστάτη καὶ πωρωμένο ἄνθρωπο. Μιὰ ἀκόμη ἀπόδειξη ἀπὸ τὸν Κύριό μας ὅτι ἡ ἀγάπη Του εἶναι σταυρὸς καὶ ὁ Σταυρός Του ἀγάπη.
Διψᾶ τὴ σωτηρία μας, τὴ λύτρωσή μας. Μᾶς ἀγαπάει, σ’ ὅποια κατάσταση κι ἂν ἔχουμε φθάσει ἐμεῖς. Ἀπὸ ἀγάπη λέει «διψῶ». Γιατὶ ἀπὸ ὑπέρμετρη ἀγάπη στὸν ἄνθρωπο ἔφθασε νὰ ὑπομένει τὸ βάσανο τῆς δίψας.
Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ στὸ δημόσιο βίο Του ποὺ ὁ Κύριός μας διψᾶ. Εἶχε κι ἄλλη φορὰ δημοσιοποιήσει τὴ δίψα Του καὶ εἶχε ζητήσει νερό. Στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ. «Δός μοι πιεῖν» (Ἰω. δ΄ 7), παρεκάλεσε τότε τὴν ἄγνωστη γυναίκα, ἡ ὁποία δὲν ἄργησε νὰ ἀντιληφθεῖ ὅτι ἡ πραγματική Του δίψα ἦταν ἡ σωτηρία της, τὸ νὰ τῆς προσφέρει Αὐτὸς «τὸ ὕδωρ τὸ ἁλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. δ΄ 14).
Καὶ τὰ δύο αὐτὰ «διψῶ» τοῦ Κυρίου μας, τῆς Συχὰρ καὶ τοῦ Σταυροῦ, ἐκφράζουν τὸν ἴδιο πόθο: Διψᾶ τὴ σωτηρία. Τότε, μιᾶς ἀλλοεθνοῦς. Τώρα, τῶν σταυρωτῶν Του καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Στὴν πρώτη παράκλησή Του, μιὰ καλοπροαίρετη ψυχὴ ἀνταποκρίθηκε ὁλόψυχα καὶ ἀπήλαυσε τὴ σωτηρία. Τώρα…
Κάθε Μεγάλη Παρασκευὴ ὁ κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου Κύριος στέκεται ἀπέναντί μας καὶ προφέρει μὲ πόνο τὴν ἴδια λέξη: «Διψῶ»!
Καὶ δὲν εἶναι ἁπλὸς λόγος μιᾶς τυπικῆς ἀναμνήσεως τῶν παθημάτων Του αὐτὸς ὁ λόγος. Εἶναι πραγματικός.
Ὁ Ἰησοῦς διψᾶ. Τί θὰ Τοῦ προσφέρουμε ἄραγε ἐμεῖς στὴν ὀδυνηρὴ δίψα Του;
Γιατὶ τώρα δὲν ἔχει ἀνάγκη τῆς προσφορᾶς ἑνὸς ποτηρίου νεροῦ. Οὔτε ὅμως Τὸν ξεδιψᾶ μιὰ συναισθηματικὴ συμπόνια καὶ μιὰ τυπικὴ συμπόρευση μαζί Του.
Ὁ Χριστὸς διψᾶ! Διψᾶ τὴ σωτηρία μας. Τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Καὶ τίποτε, μὰ τίποτε ἄλλο δὲν θὰ ξεδιψοῦσε αὐτή Του τὴ δίψα, ὅσο οἱ σταλαγματιὲς τῶν δακρύων τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας μας.
Τὰ δάκρυά μας. Τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας μας μποροῦν νὰ μετριάσουν τὴ φλόγωση τῶν χειλέων τοῦ Κυρίου μας. Μόνο αὐτὰ μποροῦν νὰ ξεδιψάσουν τὴν ἀφόρητη δίψα τοῦ Σταυροῦ Του.
Ἂς εἶναι αὐτὰ ποὺ θὰ Τοῦ ἀφήσουμε στὰ πανάχραντα πόδια Του ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ μαζὶ μὲ τὴν καρδιακή μας παράκληση: «Δέξαι, Κύριε, τὰς πηγὰς τῶν δακρύων ἡμῶν καὶ σῶσον ἡμᾶς ὡς φιλάνθρωπος».