«Εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησε»

   Δικαζόταν ὁ Χριστός. Καὶ ὁ Πέτρος ἀκολουθοῦσε ἀπὸ μακριά. Φοβόταν μέσα στὴν ἐχθρικὴ ἀτμόσφαιρα στὴν ὁποία ἐξελίσσονταν τὰ γεγονότα. Ἀλλὰ δὲν μποροῦσε καὶ νὰ ἐγκαταλείψει τὸν Διδάσκαλο. Ὅμως μέσα του ἐκείνη τὴ μοναδικὴ νύκτα ἄρχισε νὰ πέφτει σκοτάδι. Τὸ ἐσωτερικὸ μέτωπο ράγισε, καὶ στὸν πρῶτο πειρασμὸ ὁ ἄλλοτε φλογερὸς καὶ ἀποφασισμένος γιὰ ὅλα μαθητὴς ὑποχώρησε. Μιὰ μικρὴ ὑπηρέτρια τοῦ εἶπε ὅτι καὶ αὐτὸς ἦταν μὲ τὸν Ἰησοῦ τὸν Γαλιλαῖο. Δὲν ξέρω τί λές, ἀπάντησε ὁ Πέτρος. Ἔκανε νὰ ἀπομακρυνθεῖ πρὸς τὴν ἐξώπορτα, ὅπου κάποια ἄλλη εἶπε σ’ αὐτοὺς ποὺ παρευρίσκονταν ὅτι καὶ αὐτὸς ἦταν ἐκεῖ μὲ τὸν Ἰησοῦ τὸν Ναζωραῖο. «Καὶ πάλιν ἠρνήσατο μεθ’ ὅρκου ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον». Ὁρκίστηκε τώρα ὁ Πέτρος ὅτι δὲν γνωρίζει τὸν Χριστό! Στὴν τρίτη ἀφορμή, ὅταν ἐκεῖνοι ποὺ στέκον­ταν ἐκεῖ πλησίασαν καὶ τοῦ εἶπαν ὅτι πράγματι ἀνήκει στοὺς ἀκολούθους τοῦ Χριστοῦ, ὅπως φανερώνει ἡ προφορὰ τῆς ὁμιλίας του, ἡ πτώση του ἔγινε ἀκόμη πιὸ μεγάλη. Ἄρχισε νὰ καταριέται τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ ὁρκίζεται ὅτι δὲν ξέρει τὸν «ἄνθρωπον»!
   «Καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησε». Ἀμέσως λάλησε ὁ πετεινὸς «καὶ ἐμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ ρήματος Ἰησοῦ εἰρηκότος αὐτῷ ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με· καὶ ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς» (βλ. Ματθ. κς΄ [26] 69-75). Ξύπνησε ὁ μεγάλος μαθητής. Ξύπνησε ἀπὸ τὸν λήθαργό του μὲ τὸ λάλημα τοῦ πετεινοῦ. Ξεθόλωσε ὁ νοῦς του καὶ θυμήθηκε τί τοῦ εἶχε πεῖ ὁ Διδάσκαλος προειδοποιώντας τον, ὅτι τρεῖς φορὲς θὰ τὸν ἀρνηθεῖ πρὶν λαλήσει ὁ πετεινός. Βγῆκε συγκλονισμένος ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλὴ καὶ ἔκλαψε πολύ, ἔκλαψε μὲ δάκρυα πικρά, ἔκλαψε μετανοημένος γιὰ τὸ φοβερὸ ὀλίσθημά του, γιὰ τὴν τριπλὴ καὶ μὲ ὅρκους ἄρνηση, γιὰ τὴν ἀναπάντεχη ἥττα του.
   «Εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησε». Ποιὸς ἔβαλε τὸν πετεινὸ νὰ λαλήσει; Ποιὸς ἄλλος ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ κυβερνᾶ ὅλη τὴν κτίση, τὴν ὁρατὴ καὶ τὴν ἀόρατη, καὶ ἐξουσιάζει τὰ ἔμψυχα καὶ τὰ ἄψυχα, τὰ λογικὰ καὶ τὰ ἄλογα καὶ ὅλα τὰ χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ διακονοῦν τὸν ἄνθρωπο; Ποιὸς ἄλλος ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ ἀγάπησε τὸν ἄνθρωπο ὅσο κανεὶς καὶ πορεύεται τὴν ὥρα αὐτὴ νὰ θυσιασθεῖ γιὰ ὅλους, καὶ γιὰ τοὺς ἐχθρούς Του καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ Τὸν ἀγαποῦν, ἔστω καὶ ἂν τώρα, στὴν ὥρα τὴ δύσκολη, Τὸν ἀρνοῦνται, Τὸν προδίδουν, Τὸν ἀφήνουν μόνο καὶ ἐγκαταλελειμμένο;
   Δὲν σκέπτεται τὸν ἑαυτό Του, δὲν ἀπασχολεῖται μὲ τὸ πρόβλημά Του, δὲν Τὸν καταβάλλει ὁ πόνος Του. Σκέπτεται τοὺς δικούς Του: Νὰ μὴ φοβηθοῦν, νὰ μὴν ὑποχωρήσουν στὸν πειρασμό, νὰ μὴ λυγίσουν καὶ πέσουν. Καὶ ἂν πέσουν, γρήγορα νὰ σηκωθοῦν. Γι’ αὐτὸ τὴν ὥρα ποὺ θὰ εἶναι δεμένος μπροστὰ στοὺς ἄνομους δικαστές Του, τὴν ὥρα ποὺ δὲν θὰ μπορεῖ νὰ μιλήσει, θὰ βάλει τὸν πετεινὸ νὰ λαλήσει. Καί, ξεχνώντας τὸν ἑαυτό Του, μόλις ὁ πετεινὸς λαλήσει, ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται, συρόμενος ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς Του καὶ δικαζόμενος, θὰ στραφεῖ νὰ κοιτάξει μὲ νόημα τὸν Πέτρο. Μόλις λάλησε ὁ πετεινός, «στραφεὶς ὁ Κύριος ἐνέβλεψε τῷ Πέτρῳ», ἀναφέρει ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς (κβ΄ [22] 61). Ὅλα τὰ παρακολουθοῦσε μὲ τὸ θεϊ­κό Του βλέμμα. Ἤξερε τί γινόταν στὴν αὐλή. Εἶδε τὴν πτώση τοῦ μαθητοῦ καὶ στὴν κατάλληλη ὥρα ἔβαλε τὸ ξυπνητήρι νὰ κτυπήσει – λάλησε ὁ πετεινός – καὶ ὁ Ἴδιος στράφηκε καὶ μὲ τὸ βλέμμα Του εἶπε: Πέτρε, ἀκοῦς;
   Ὤ, Κύριε! Εἶσαι πάντοτε κοντά μας. Καὶ στὶς ὧρες τῆς εὐφροσύνης καὶ χαρᾶς καὶ στὶς ὧρες τοῦ πειρασμοῦ καὶ τῆς λύπης μας. Καὶ τότε ποὺ βαδίζουμε στὸ φῶς καὶ ὅταν τὸ σκοτάδι μᾶς κυκλώνει. Καὶ ὅταν μένουμε ὄρθιοι καὶ στὶς πτώσεις μας. Καὶ πολὺ περισσότερο σ’ αὐτὲς μᾶς φροντίζεις. Προσεύχεσαι νὰ μένουμε ἀκλόνητοι στοὺς πειρασμούς. «Ἐδεήθην περὶ σοῦ», εἶπες στὸν Πέτρο (Λουκ. κβ΄ [22] 32). Καὶ μᾶς προειδοποιεῖς γιὰ τὸ κακὸ ποὺ ἔρχεται, ὥστε νὰ εἴμαστε προσεκτικοί. Καὶ ἂν πέσουμε, ἔχεις βάλει κάποιον νὰ μᾶς μιλήσει, ὅταν Ἐσὺ δὲν μπορεῖς. Καὶ ὅταν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἁπλώσεις τὸ χέρι Σου νὰ μᾶς στηρίξεις, τὸ βλέμμα Σου στοργικὸ μᾶς κρατᾶ καὶ μᾶς σηκώνει. Καὶ ὅταν μὲ δάκρυα πικρὰ γυρίσουμε κοντά Σου, μᾶς δέχεσαι μὲ ἀπέραντη ἀγάπη καὶ ὅλα τὰ συγχωρεῖς, ὅλα τὰ σβήνεις. Καὶ μᾶς χαρίζεις πλούσια τὴ χάρη Σου. Καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη μᾶς ἀποκαθιστᾶς στὴν παλιά μας θέση κοντά Σου καὶ μᾶς ἑτοιμάζεις τόπο ἀνέκφραστης χαρᾶς στὸν οὐρανό. Ὅλα μᾶς τὰ χαρίζεις, Κύριε, μὲ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀγάπη Σου, ποὺ φάνηκαν μὲ ἔξοχο τρόπο στὸν καιρὸ τοῦ Πάθους Σου καὶ στὸ Σταυρό Σου!