Ὁ ἀπόστολος Παῦλος συνεχόταν ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Κυρίου μας, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔγραφε στὴ Β΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή του: «Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ συνέχει ἡμᾶς κρίναντας τοῦτο, ὅτι εἰ εἷς ὑπὲρ πάντων ἀπέθανεν, ἄρα οἱ πάντες ἀπέθανον· καὶ ὑπὲρ πάντων ἀπέθανεν, ἵνα οἱ ζῶντες μηκέτι ἑαυτοῖς ζῶσιν, ἀλλὰ τῷ ὑπὲρ αὐτῶν ἀποθανόντι καὶ ἐγερθέντι» (Β΄ Κορ. ε΄14-15). Ἡ ἀγάπη ποὺ μᾶς ἔδειξε ὁ Χριστός, μᾶς σφίγγει ὅλους μαζὶ καὶ μᾶς συγκρατεῖ προσκολλημένους σ’ Αὐτόν. Καὶ κρατιόμαστε προσκολλημένοι σ’ Αὐτόν, διότι μὲ φωτισμένη κρίση σχηματίσαμε πεποίθηση γιὰ τὸ ἑξῆς: ὅτι ἐὰν ἕνας – ὁ Χριστός – πέθανε γιὰ χάρη ὅλων ὡς ἀντιπρόσωπός τους, ἄρα ὅλοι πέθαναν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Καὶ πέθανε γιὰ ὅλους ὁ Χριστός, ὥστε ὅσοι βρίσκονται στὴ ζωὴ αὐτὴ νὰ μὴ ζοῦν πλέον γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ γιὰ Ἐκεῖνον ποὺ πέθανε καὶ ἀναστήθηκε γιὰ χάρη τους, καὶ νὰ κάνουν πάντοτε τὰ ἀρεστὰ σ’ Ἐκεῖνον.
Ἀλλὰ παρόμοια ἱερὰ αἰσθήματα μὲ τὰ αἰσθήματα τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὀφείλει νὰ καλλιεργεῖ καὶ κάθε πιστὸς χριστιανός. Διότι ἁμαρτάνουμε καθημερινῶς καὶ παροργίζουμε τὸν ἅγιο Θεό. Κανονικὰ ἐμεῖς ἔπρεπε νὰ τιμωρηθοῦμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες ποὺ κάνουμε. Σὲ μᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἔπρεπε νὰ ἐπιβληθεῖ ὁ σταυρικὸς θάνατος. Ἀλλὰ γιὰ χάρη μας σταυρώθηκε ὁ ἀναμάρτητος Κύριος. «Ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν, Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανεν» (Ρωμ. ε΄ 8). Ἀντὶ νὰ τιμωρηθοῦμε ἐμεῖς, σταυρώθηκε Ἐκεῖνος γιὰ χάρη μας. Πέθανε ἕνας γιὰ χάρη ὅλων, γιὰ νὰ ζήσουμε ὅλοι χάρη σ’ Αὐτόν. Ὁ θάνατός Του ἦταν ἀντιπροσωπευτικὸς γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, «λύτρον ἀντὶ πολλῶν» (Ματθ. κ΄ [20] 28). Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν κάθε πιστὸ χωριστά.
Ἐφόσον γιὰ χάρη μας ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, ταπεινώθηκε καὶ θυσιάστηκε, γιὰ νὰ σώσει τὸν πεπτωκότα ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν κάνει Θεὸ κατὰ χάριν, πόσο πολὺ πρέπει νὰ μᾶς συνέχει ἡ μέχρι Σταυροῦ καὶ θυσίας ἀγάπη τοῦ Κυρίου μας! Ἐὰν δὲν μᾶς συνέχει, αὐτὸ εἶναι δεῖγμα τῆς χειρότερης ἀχαριστίας. Ἡ σταυρικὴ θυσία τοῦ Κυρίου μας ὁριοθετεῖ γιὰ μᾶς ἀλλαγὴ τρόπου ζωῆς. Δὲν μποροῦμε στὸ ἑξῆς νὰ ζοῦμε ὅπως ἐμεῖς θέλουμε, νὰ πορευόμαστε «ἐν τοῖς θελήμασι τῶν καρδιῶν ἡμῶν», νὰ κάνουμε δικά μας ὄνειρα, νὰ ἔχουμε δικές μας προτιμήσεις, νὰ ἐξακολουθοῦμε νὰ ἁμαρτάνουμε ἀσύστολα. Ὅλα αὐτὰ ποὺ ξέραμε μέχρι τώρα, ὀφείλουμε νὰ τὰ ξεχάσουμε· τὸν παλαιὸ ἑαυτό μας νὰ τὸν σταυρώσουμε, καὶ νὰ ζοῦμε χάριν Ἐκείνου ποὺ μᾶς ἀγάπησε καὶ παρέδωσε τὸν ἑαυτό Του «ὑπὲρ ἡμῶν». Νὰ ζοῦμε ὅπως Ἐκεῖνος θέλει· ζωὴ ἀφοσιώσεως καὶ ἀγάπης πρὸς Αὐτὸν ποὺ τόσο πολύ μας ἀγάπησε.
Νὰ εἴμαστε δηλαδὴ εὐγνώμονες στὸν Εὐεργέτη μας. Ἡ ἀγάπη ποὺ μᾶς ἔδειξε ὁ Χριστός, μᾶς σφίγγει ὅλους μαζὶ καὶ μᾶς συγκρατεῖ προσκολλημένους σ’ Αὐτόν. Νὰ κατανύσσονται λοιπὸν οἱ σκληρὲς καρδιές μας, καὶ νὰ λέμε ὁ καθένας στὸν ἑαυτό του μὲ ἀπόφαση διορθώσεως: Ὁ Χριστὸς πέθανε ἐπάνω στὸ Σταυρὸ γιὰ νὰ χαρίσει σὲ μᾶς τὴ ζωή. «Ὁδὸς ζωῆς ὑπὲρ ἡμῶν γέγονεν (ὁ Χριστός)» (ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου, PG 3, 315). Ἐφόσον τώρα ζοῦμε δυνάμει τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Κυρίου μας, ὀφείλουμε νὰ ζοῦμε ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ γιὰ τὸν Χριστό. Ὀφείλουμε νὰ ποιοῦμε τὰ ἀρεστὰ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μας.
Ἐπίσης ὀφείλουμε μὲ βαθιὰ συναίσθηση ὅλων αὐτῶν ποὺ ἔπαθε γιὰ χάρη μας, νὰ σταματοῦμε σὲ κάθε βαθμίδα τῶν παθημάτων Του καὶ νὰ Τοῦ λέμε μὲ τὸ στόμα μας καὶ μὲ θεάρεστη ζωὴ ἕνα μεγάλο, ἐκφραστικὸ «εὐχαριστῶ».
Κι ἀκόμη ὀφείλουμε νὰ ἀνταποκρινόμαστε στὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη Του μὲ ἀγάπη. Νὰ Τὸν ἀγαποῦμε κι ἐμεῖς «ἐξ ὅλης καρδίας, ψυχῆς καὶ διανοίας». Νὰ μὴν μπορεῖ νὰ μᾶς χωρίσει τίποτε ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ μᾶς ἔχει ὁ Χριστός: «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;» (Ρωμ. η΄ 35). Οὔτε ἐμεῖς νὰ δίνουμε κάπου ἀλλοῦ τὴν ἀγάπη μας παρὰ μόνο στὸν Κύριο. «Ἐπὶ τῷ Κυρίῳ θερμότερον φίλτρον χρεωστοῦμεν»!