ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Μεγαλομάρτυρας καὶ Τροπαιοφόρος

1) Ὡς ρό­δον ἐν μέ­σῳ ἀ­καν­θῶν.

«Ἀ­νέ­τει­λε τό ἔ­αρ, δεῦ­τε εὐ­ω­χη­θῶ­μεν· ἐ­ξέ­λαμ­ψεν ἡ Ἀ­νά­στα­σις τοῦ Χρι­στοῦ, δεῦ­τε εὐ­φραν­θῶ­μεν· ἡ τοῦ ἀ­θλο­φό­ρου μνή­μη τούς πι­στούς φαι­δρύ­νου­σα ἀ­νε­δεί­χθη· διό, φι­λέ­ορ­τοι, δεῦ­τε ψαλ­μι­κῶς αὐ­τήν πα­νη­γυ­ρί­σω­μεν».

Μ’ αὐ­τούς τούς στί­χους ὁ ἱ­ε­ρός ὑ­μνο­γρά­φος κα­λεῖ τούς Ὀρ­θο­δό­ξους πι­στούς μέ­σα στή μυ­ρο­βό­λο ἐ­α­ρι­νή καί ἀ­να­στά­σι­μο ἀ­τμό­σφαι­ρα νά τι­μή­σουν καί νά ὑ­μνή­σουν τόν Μεγαλο­μάρ­τυ­ρα τοῦ Θε­οῦ Γε­ώρ­γιο τόν τρο­παι­ο­φό­ρο. Μέ τό ὄ­νο­μα τοῦ λα­ο­φι­λοῦς μας Ἁ­γί­ου τι­μῶν­ται ἀ­μέ­τρη­τοι ἱ­ε­ροί Να­οί καί αὐ­τό τό ὄ­νο­μα φέ­ρουν μυ­ριά­δες Ὀρ­θο­δό­ξων Ἑλλή­νων στή χώ­ρα μας καί στό ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Μορ­φή φω­τει­νή ὁ Γε­ώρ­γιος, ἐ­πι­βλη­τι­κή, εἶ­ναι μί­α ἀ­πό τίς πλέ­ον ἐν­δο­ξες φυ­σι­ο­γνω­μί­ες τοῦ πρω­το­χρι­στι­α­νι­κοῦ μαρ­τυ­ρο­λο­γί­ου μας, ἡ ὁ­ποί­α ἐμ­πνέ­ει ὅ­λες τίς γε­νι­ές.

Ἡ Καπ­πα­δο­κί­α τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας εἶ­ναι ἡ πα­τρί­δα τοῦ Γε­ωρ­γί­ου, ὅ­που γεν­νή­θη­κε στά τέ­λη τοῦ 3ου αἰ­ῶ­νος. Εἶ­χε μά­λι­στα τό ἐ­ξαι­ρε­τι­κό προ­νό­μιο ὁ Ἅ­γιος νά κα­τά­γε­ται ἀ­πό γονεῖς ὄ­χι μό­νο ἐ­κλε­κτούς καί ἐ­πι­φα­νεῖς, ἀλ­λά καί Χρι­στια­νούς καί βα­θύ­τα­τα εὐ­σε­βεῖς. Γι’ αὐ­τό καί εὐ­τύ­χη­σε νά δι­δα­χθεῖ «ἀ­πό βρέ­φους τά ἱ­ε­ρά γράμ­μα­τα» (Β΄ Τίμ. γ΄ 15). Ἀναδεί­χθη­κε «Θε­οῦ γε­ώρ­γιον» (Α΄ Κόρ. γ΄ 9), μέ­σα στό ὁ­ποῖ­ο σπάρ­θη­καν μέ ἐ­πι­μέ­λεια ἀ­πό τήν ἀρ­χή τῆς ζωῆς του τά σπέρ­μα­τα τῆς ἀ­ρε­τῆς καί τῆς σω­τη­ρί­ας. Καί τά σπέρ­μα­τα αὐ­τά βρῆ­καν γῆ ἀ­γα­θή καί ἀ­να­πτύ­χθη­καν καί μέ τή χά­ρη τοῦ Θε­οῦ ἔ­φε­ραν καρ­πό πο­λύ.

Σέ νε­ό­τα­τη ἡ­λι­κί­α ὁ Γε­ώρ­γιος κα­τα­τά­χθη­κε στό τάγ­μα τῶν Τρι­βού­νων τοῦ ρω­μαι­κοῦ στρα­τοῦ, τό­τε πού αὐ­το­κρά­τωρ ἦ­ταν ὁ φο­βε­ρός δι­ώ­κτης τῶν Χρι­στια­νῶν Δι­ο­κλη­τια­νός (284 – 305). Γρή­γο­ρα ὁ Γε­ώρ­γιος ἀ­να­δεί­χθη­κε ἕ­νας ἀ­πό τούς κα­λύ­τε­ρους ἀ­ξι­ω­μα­τι­κούς τοῦ ρω­μαϊ­κοῦ στρα­τοῦ, δυ­­να­τός, ἀν­δρεῖ­ος, ἀλ­λά συγ­χρό­νως καί χα­ρα­κτή­ρας ἀ­δα­μάν­τι­νος, μορ­φή φω­τει­νή καί ἑλ­κυ­στι­κή. Ὅ­λα αὐ­τά τά ἐ­ξαι­ρε­τι­κά προ­σόν­τα τοῦ ἔ­δω­σαν πο­λύ σύν­το­μα τόν τίτ­λο τοῦ κό­μη.

Τό πε­ρι­βάλ­λον τοῦ στρα­τοῦ, μέ­σα στό ὁ­ποῖ­ο ζεῖ καί ἀ­να­στρέ­φε­ται ὁ νε­α­ρός Γε­ώρ­γιος, εἶ­ναι δυ­σμε­νές γιά τή χρι­στι­α­νι­κή τοῦ ἰ­δι­ό­τη­τα. Τόν πε­ρι­στοι­χί­ζουν μέ τίς εἰ­δω­λο­λα­τρι­κές τούς συ­νή­θει­ες ἄν­θρω­ποι, τούς ὁ­ποί­ους ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος θά μπο­ροῦ­σε νά χα­ρα­κτη­ρί­σει «πε­πλη­ρω­μέ­νους πά­σῃ ἀ­δι­κίᾳ… πο­νη­ρίᾳ… με­στούς φθό­νου, φό­νου, ἔ­ρι­δος, δόλου, κα­κο­η­θεί­ας…» (Ρώμ. α΄ 29 κ. ἑ­ξῆς). Κι ὅ­μως, πα­ρά τούς δυ­να­τούς πει­ρα­σμούς, αὐ­τός, κα­θώς με­γα­λώ­νει στήν ἡ­λι­κί­α καί ἀ­πο­κτᾶ με­γά­λη σο­φί­α, δέν συ­σχη­μα­τί­ζε­ται μέ τό πε­ρι­βάλ­λον του, δέν ἐ­πη­ρε­ά­ζε­ται καί δέν μο­λύ­νε­ται. Μέ­νει ἄ­καμ­πτος καί ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τος στίς χρι­στι­α­νι­κές ἀρ­χές καί τή σε­μνή ζω­ή του. Αὐ­τός, «λαμ­πρός ἀ­ρι­στεύς τῆς ἀ­ρε­τῆς», πραγ­μα­τικά ἅ­γιος στήν κα­θη­με­ρι­νή του ζω­ή, ἀ­γω­νί­ζε­ται «τόν κα­λόν ἀ­γώ­να», εὐ­φραί­νε­ται μέ τό λό­γο τοῦ Θε­οῦ, τρέ­φε­ται μέ τό οὐ­ρά­νιο μάν­να, εὐφραί­νε­ται νά ἐ­πι­κοι­νω­νεῖ μέ τόν Κύ­ριό του. «Ὡς ρό­δον ἐν μέ­σῳ ἀ­καν­θῶν καί κρί­νον εὐ­ω­διά­ζον τήν εὐ­σέ­βειαν», ὁ Γε­ώρ­γιος μέ τήν ἀ­να­στρο­φή του στό πε­ρι­βάλ­λον του γί­νε­ται «Χρι­στοῦ εὐ­ω­δί­α». Γιά πό­σους, ἀλή­θεια, εἰ­δω­λο­λά­τρες στρα­τι­ω­τι­κούς θά ἔ­γι­νε ἀ­φορ­μή ἡ ἐ­νά­ρε­τη καί ἁ­γί­α καί ἀ­κτι­νο­βό­λος δι­α­γω­γή του νά ἀ­να­θε­ω­ρή­σουν τή ζω­ή τους καί νά πα­ρα­δειγ­μα­τι­σθοῦν ἀ­π’ αὐ­τόν!

Θά ἀ­να­φέ­ρου­με ὅ­μως κι ἕ­να ἀ­κό­μη μεγάλο προ­σόν τοῦ Γε­ωρ­γί­ου. Ὅ­τι δη­λα­δή δέν ἐ­πη­ρε­ά­σθη­κε, ἀλ­λά ἀ­πο­δεί­χθη­κε ἀ­νώ­τε­ρος τῶν χρη­μά­των καί τοῦ πλού­του. Δι­ό­τι πράγ­μα­τι κλη­ρο­νό­μη­σε ἀ­πό τούς εὔ­πο­ρους γο­νεῖς του με­γά­λο πλοῦ­το, ὁ ὁ­ποῖ­ος στά χέ­ρια πολ­λῶν κε­νό­δο­ξων νέ­ων γί­νε­ται συ­νή­θως αἰ­τί­α κα­τα­στρο­φῆς. Δι­α­φθεί­ρει τήν καρ­διά καί τή στρέ­φει πρός τή μα­ται­ό­τη­τα καί τήν τρυ­φή. Ὁ Γε­ώρ­γιος «σο­φός κα­τά Θε­όν», ἄ­κου­σε τή φω­νή τοῦ σο­φοῦ πα­ροι­μια­στῆ: «ὅποιος πιστεύει στόν πλοῦτο, θά χα­θεῖ· ἐ­κεῖ­νος ὅμως πού ἐ­λε­εῖ τούς πτω­χούς θά γί­νει λαμ­πρός καί ἔν­δο­ξος». (Παρ. ι­α΄ 28). Ὁ Γε­ώρ­γιος ἄλ­λω­στε βρῆ­κε τόν πο­λύ­τι­μο μαρ­γα­ρί­τη καί ἡ ψυ­χή του ἀ­πό τήν παι­δι­κή του ἡ­λι­κί­α ἑλκύσθηκε ἀ­πό τόν οὐ­ρά­νιο θη­σαυ­ρι­σμό. Ὅ­λη του λοι­πόν τήν πε­ρι­ου­σί­α τή δώ­ρη­σε μέ ἀ­γά­πη πολ­λή, τή μοί­ρα­σε στούς πτω­χούς. Ἔ­γι­νε ἀν­τι­λή­πτωρ τῶν πτω­χῶν —τῶν πτωχῶν ὑ­πε­ρα­σπι­στής—, στόν ὁ­ποῖ­ο οἱ κου­ρα­σμέ­νοι τῆς ζω­ῆς, οἱ ἄ­πο­ροι καί ἐν­δε­εῖς ἔ­βρι­σκαν ἀ­να­κού­φι­ση καί στή­ριγ­μα.

Ἅ­γιος λοι­πόν δέν ἀ­να­δεί­χθη­κε ὁ Γε­ώρ­γιος μό­νο μέ τό μαρ­τύ­ριό του, ἀλ­λά καί μέ τήν ἀ­να­στη­μέ­νη λαμ­πρή καί φω­το­βό­λο ζω­ή του, μέ τή θε­ά­ρε­στη καί σέ ὅλα ἁ­γνή ἀ­να­στρο­φή του, καί μά­λι­στα μέ­σα στό ρω­μαϊ­κό στρα­τό καί τήν εἰ­δω­λο­λα­τρι­κή κοι­νω­νί­α. Ἀλ­λά μέ τήν ἔν­νοι­α αὐ­τή ἅ­γιοι μπο­ροῦ­με νά γί­νου­με ὅ­λοι μας, ὅ­ταν μέ­σα στό πε­ρι­βάλ­λον μας ζοῦ­με «ἐν και­νό­τη­τι ζω­ῆς», ὅ­πως ὁ Ἀ­να­στάς Κύ­ριος ζη­τᾶ ἀ­πό ὅ­λους μας.

2) Στρα­τι­ώ­της Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ.

Ἦλ­θε ὅ­μως ἡ στιγ­μή νά φα­νεῖ καί ἡ ἀ­ξί­α τοῦ Γε­ωρ­γί­ου ὡς «κα­λοῦ στρα­τι­ώ­του Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ» (Β΄ Τίμ. β΄ 3) μέ­σα στόν πό­λε­μο, πού τοῦ κή­ρυ­ξαν. Δι­ό­τι ὁ φο­βε­ρός δι­ώ­κτης τῶν Χρι­στια­νῶν Δι­ο­κλη­τια­νός, ὁ ὁποῖος κα­τεῖ­χε τό­τε τόν αὐ­το­κρα­το­ρι­κό θρό­νο, ἐ­ξέ­δω­σε δι­ά­ταγ­μα, μέ τό ὁ­ποῖ­ο κα­τα­δίωκε μέ κά­θε μέ­σο τήν ἐκκλησία τοῦ Χρι­στοῦ. Σύμ­φω­να μέ τήν αὐ­το­κρα­το­ρι­κή ἐν­το­λή οἱ Χρι­στια­νοί ὄ­χι μό­νο δέν ἐ­πι­τρε­πό­ταν νά κα­τέ­χουν στρα­τι­ω­τι­κά ἤ πο­λι­τι­κά ἀ­ξι­ώ­μα­τα, ἀλ­λά καί κα­τα­δι­ώ­κον­ταν μέ­χρι θα­νά­του καί ἐ­ξον­τώ­σε­ως.

Καί ὁ Γε­ώρ­γιος; Ἦ­ταν φα­νε­ρό! Ἄν δή­λω­νε, ὅ­τι ἦ­ταν Χρι­στια­νός, καί θά ἔ­χα­νε τήν ἐ­πί­ζη­λη θέ­ση του, τό μέλ­λον καί τή δό­ξα, ἀλ­λά καί θά ὁ­δη­γοῦν­ταν σέ μαρ­τυ­ρι­κό θά­να­το. Ἀλ­λά ποι­ός γεν­ναῖ­ος στρα­τι­ώ­της φο­βᾶ­ται τόν ἐ­χθρό, τή μά­χη, τό θά­να­το; Καί ὁ στρα­τι­ώ­της τοῦ Χρι­στοῦ δέν δει­λιά­ζει. Αὐ­τός πά­νω ἀ­πό τούς ἐ­πί­γει­ους βα­σι­λεῖς ἔ­χει ἀρ­χη­γό τόν «Βασι­λέ­α τῶν βα­σι­λευ­όν­των καί Κύ­ριον τῶν κυ­ρι­ευ­όν­των» (Α΄ Τιμ. στ΄ 15), τόν Χρι­στόν Ἰ­η­σοῦ. Τά δι­κά του λό­για θυ­μᾶ­ται: «ὅ­στις ὁ­μο­λο­γή­σει ἐν ἐ­μοί ἔμ­προ­σθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁ­μο­λο­γή­σω κα­γώ ἐν αὐ­τῷ ἔμ­προ­σθεν τοῦ πα­τρός μου τοῦ ἐν οὐ­ρα­νοῖς» (Μάτθ. ι΄ 32). Σπεύ­δει λοι­πόν καί χω­ρίς δι­σταγ­μό ὁ­μο­λο­γεῖ μέ παρ­ρη­σί­α θαυ­μα­στή τήν ἰδιό­τη­τά του. Εἶ­ναι και­ρός πλέ­ον, ὅ­πως μέ­χρι τώ­ρα δι­ε­κή­ρυ­ξε τόν Χρι­στό μέ τήν ἁ­γνό­τη­τα τῆς ζω­ῆς του, νά τόν ὁ­μο­λο­γή­σει καί ἐ­νώ­πιον τῶν ἐ­ξου­σι­ῶν. Νά ἐ­λέγ­ξει τήν πλά­νη τους, νά στη­λι­τεύ­σει τήν ἁ­μαρ­τω­λή ζω­ή τους. Δέν πι­στεύ­ω στούς θε­ούς σας, λέ­ει. «Θε­οί, οἵ τόν οὐ­ρα­νόν καί τήν γῆν οὐκ ἐ­ποί­η­σαν, ἀ­πο­λέ­σθω­σαν». Ἐ­γώ εἶ­μαι Χρι­στια­νός!

Μέ ἔκ­πλη­ξη πολ­λή οἱ ἄρ­χον­τες καί ὁ Δι­ο­κλη­τια­νός ἀ­κοῦν τήν ἀ­νέλ­πι­στη δι­α­κή­ρυ­ξη καί τόν ἔ­λεγ­χο τοῦ ἐ­κλε­κτοῦ τους κό­μη. Πρέ­πει ὅ­μως ὁ γεν­ναῖ­ος μα­χη­τής νά με­τα­πει­σθεῖ. Τό σχέ­διο εἶ­ναι γνω­στό. Οἱ ὑ­πο­σχέ­σεις καί οἱ ἀ­μοι­βές. Ἐ­άν ἀρ­νη­θεῖ τόν Χρι­στό καί θυ­σιά­σει στούς θε­ούς τῶν ἐ­θνῶν, με­γα­λεῖ­ο καί τι­μές ἀ­να­μέ­νουν τόν νε­α­ρό ἀ­ξι­ω­μα­τι­κό. Εὐ­ρύ στά­διο δό­ξας ἀ­νοί­γε­ται μπρο­στά του. Ὁ αὐ­το­κρά­τωρ τοῦ ὑ­πό­σχε­ται ἀν­θρώ­πι­νη δό­ξα. Ἀλ­λά ὁ Γε­ώρ­γιος σκέ­πτε­ται τό με­γα­λεῖ­ο τῆς αἰώνιας δό­ξας τῶν τέ­κνων τοῦ Θε­οῦ στήν οὐρά­νια Βα­σι­λεί­α του. Μέ­νει ἀ­με­τά­πι­στος, φλο­γε­ρός, στα­θε­ρός στίς ἀρ­χές του. Τό ἴ­διο κά­νει, ὅ­ταν οἱ ὑ­πο­σχέ­σεις με­τα­βάλ­λον­ται σέ ἀ­πει­λές. Ἀλ­λά ὅ­πως προ­η­γου­μέ­νως οἱ ὑποσχέσεις, μέ τόν ἴ­διο τρό­πο καί οἱ ἀ­πει­λές δέν πτο­οῦν τόν στρα­τι­ώ­τη τοῦ Χρι­στοῦ. «Τίς ἡμᾶς χω­ρί­σει ἀ­πό τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Χρι­στοῦ; θλί­ψις ἤ στε­νο­χώ­ρια ἤ δι­ωγ­μός ἤ λι­μός ἤ γυμνότης ἤ κίν­δυ­νος ἤ μά­χαι­ρα;» (Ρώμ. η΄ 35). Ἡ δι­α­τα­γή δί­νε­ται νά προ­χω­ρή­σουν οἱ βα­σα­νι­στέ­ς!. Καί ὁ Γε­ώρ­γιος «ρω­μα­λέ­ω φρο­νή­μα­τι» σπεύ­δει πρός τήν ἄ­θλη­ση.

Τόν μα­στι­γώ­νουν, τόν ρα­βδί­ζουν ἀ­νε­λέ­η­τα, τρυ­ποῦν τήν κοι­λιά του μέ δό­ρυ καί τόν ρί­χνουν στή φυ­λα­κή. Προσ­δέ­νουν κα­τό­πιν τό σῶ­μα του στόν τρο­χό, ὁ ὁ­ποῖ­ος πε­ρι­στρέ­φε­ται μέ ὁρ­μή. Τό σῶ­μα του κα­τα­ξε­σχί­ζε­ται ἀ­πό τά φο­βε­ρά μα­χαί­ρια καί τό αἷ­μα τρέ­χει ἄ­φθο­νο ἀ­πό τήν ὁ­λό­σω­μη πλη­γή του. Ἀ­κο­λου­θοῦν κι ἀλ­λά φρι­κτά μαρ­τύ­ρια. Τοῦ φο­ροῦν πυρα­κτω­μέ­να σι­δε­ρέ­νια ὑ­πο­δή­μα­τα καί τόν ὑ­πο­χρε­ώ­νουν νά τρέ­χει μ’ αὐ­τά, τόν ρί­χνουν σ’ ἕνα κα­μί­νι μέ ἀ­σβέ­στη, μέ σκο­πό καί ἐλ­πί­δα, ὅ­τι κά­πο­τε ὁ μάρ­τυς θά καμ­φθεῖ καί θά ἀρ­νη­θεῖ τήν πί­στη του. Ὁ Γε­ώρ­γιος ὅ­μως μέ­νει ἄ­καμ­πτος. Ἡ ψυ­χή του ἐ­πι­κοι­νω­νεῖ μέ τόν πρῶ­το Μάρ­τυ­ρα καί Ἀρ­χη­γό τῶν Μαρ­τύ­ρων, τόν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ, στό στρα­τό τοῦ ὁ­ποί­ου ἀ­νή­κει. Ἀ­π’ Αὐ­τόν ἀν­τλεῖ θάρ­ρος καί δύ­να­μη.

Ἡ καρ­τε­ρί­α τοῦ μάρ­τυ­ρος, τό ἀ­δού­λω­το φρό­νη­μα, ἡ ἔμ­μο­νη στίς ἀρ­χές του, ἀλ­λά καί τά θαύ­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α ὁ Θε­ός ἐ­πι­τε­λεῖ τήν ὥ­ρα τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου, προ­κα­λοῦν τήν ἔκ­πλη­ξη πολ­λῶν ἐ­θνι­κῶν. Συγ­κι­νοῦν­ται, μα­λα­κώ­νουν οἱ ψυ­χές τους καί στρέ­φον­ται μέ θαυ­μα­σμό στόν Γε­ώρ­γιο καί τόν Θε­ό τοῦ Γε­ωρ­γί­ου. Με­τα­ξύ αὐ­τῶν καί ἡ αὐ­το­κρά­τει­ρα Ἀ­λε­ξάν­δρα, ἡ σύ­ζυ­γος τοῦ Δι­ο­κλη­τια­νοῦ, ἡ ὁ­ποί­α μα­ζί μέ τρεῖς ὑ­πη­ρέ­τρι­ές της πι­στεύ­ει στόν Χρι­στό καί ὁ­μο­λο­γεῖ τήν πί­στη της. Ὁ Δι­ο­κλη­τια­νός δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν πλέ­ον νά ἀν­τέ­ξει. Καταντρο­πι­ά­σθη­κε μπρο­στά σέ ὅ­λους. Δί­νει ἐν­το­λή νά ἀ­πο­κε­φα­λί­σουν τόν Γε­ώρ­γιο. Καί ὁ Μάρ­τυς λαμ­πρός στό πρό­σω­πο, χαρούμενος, δι­ό­τι σέ λί­γο θά βρί­σκε­ται κον­τά στόν αἰ­ώ­νιο Βα­σι­λέ­α του, ἀ­φή­νει νά βγοῦν ἀ­πό τό στό­μα του οἱ τε­λευ­ταῖ­ες του λέ­ξεις δο­ξο­λο­γί­ας πρός τόν Κύ­ριό του: «Εὐ­λο­γη­τός Κύ­ριος, ὅς οὐκ ἔ­δω­κεν ἡ­μᾶς εἰς θή­ραν τοῖς ὁδοῦσιν αὐ­τῶν» (Ψάλμ. ρκγ 6). Καί πα­ρέ­δω­σε τό πνεῦ­μα του!

Πράγ­μα­τι με­γά­λος Μάρ­τυ­ρας, τρο­παι­ο­φό­ρος, ὁ Γε­ώρ­γιος! Μέ τή ζω­ή του, τήν ἀ­ρε­τή του, τή στα­θε­ρό­τη­τα, τό μαρ­τύ­ριο γί­νε­ται πα­ρά­δειγ­μα γιά μί­μη­ση ὅ­λων μας καί ἰ­δι­αι­τέ­ρως γιά τούς νέ­ους πού ζη­τοῦν ἄ­ξια πρό­τυ­πα γιά μί­μη­ση. Ἡ ἔν­δο­ξη μορ­φή του φω­τί­ζει ἀ­ο­ρά­τως τίς καρ­δι­ές μας. Καί μεῖς θαυ­μα­στές του μα­ζί μέ τόν ἱ­ε­ρό ὑ­μνω­δό τοῦ ψάλ­λου­με:

«Χαί­ροις στρα­τι­ώ­τα τοῦ με­γά­λου βα­σι­λέ­ως Χρι­στοῦ· χαί­ροις τό ὑ­πέρ­λαμ­προν αὖ­χος (καύ­χη­σις) τῆς πί­στε­ως· χαί­­­ροις παμ­φα­έ καί πα­νόλ­βι­ε (παμ­φώ­τει­νε καί πα­νευ­τυ­χή). Ὑ­πέρ ἡ­μῶν παμ­μά­καρ τόν ὅ­λων ἄ­να­κτα Χρι­στόν τόν Θε­όν ἡ­μῶν ἱ­κέ­τευ­ε ρυ­σθῆ­ναι ἐκ σκαν­δά­λων τοῦ ἀ­λά­στο­ρος (τοῦ κα­κούρ­γου Σα­τα­νᾶ) καί σω­θῆ­ναι τάς ψυ­χάς ἡ­μῶν».

Δο­ξα­στι­κόν τῶν Ἀ­πο­στί­χων τοῦ Ἑ­σπε­ρι­νοῦ. Ἦ­χος δ.

Τόν νο­ε­ρόν ἀ­δά­μαν­τα τῆς καρ­τε­ρί­ας, ἀ­δελ­φοί, πνευ­μα­τι­κῶς εὐ­φη­μή­σω­μεν,

Γε­ώρ­γιον τόν ἀ­οί­δι­μον Μάρ­τυ­ρα, ὅν ὑ­πέρ Χρι­στοῦ πυ­ρού­με­νον,

ἐ­χάλ­κευ­σαν κίν­δυ­νοι καί ἐστόμωσαν βά­σα­νοι καί ποι­κί­λαι κο­λά­σεις ἀ­νή­λω­σαν σῶ­μα

τό φύ­σει φθει­ρό­με­νον· ἐ­νί­κα γάρ ὁ πό­θος τήν φύ­σιν διά θα­νά­του πεί­θων τόν ἐ­ρα­στήν δι­α­βῆ­ναι

πρός τόν ποθούμενον Χρι­στόν τόν Θε­όν καί Σω­τῆ­ρα τῶν ψυ­χῶν ἡ­μῶν.

Ἀ­πο­λυ­τί­κιόν του Ἁ­γί­ου. Ἦ­χος δ.

Ὡς τῶν αἰχ­μα­λώ­των ἐ­λευ­θε­ρω­τής καί τῶν πτω­χῶν ὑ­πε­ρα­σπι­στής,

ἀ­σθε­νούν­των ἰα­τρός, βα­σι­λέ­ων ὑ­πέρ­μα­χος, Τρο­παι­ο­φό­ρε Με­γα­λο­μάρ­τυς Γε­ώρ­γι­ε,

πρέ­σβευ­ε Χρι­στῷ τῷ Θε­ῷ σω­θῆ­ναι τάς ψυ­χάς ἡ­μῶν.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη