ΑΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ Η ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ

Ἡ Ἁγία Εἰρήνη ἡ Μεγαλομάρτυς

Ἀ­πό τήν Περ­σί­α κα­τα­γό­ταν. Καί ἔ­ζη­σε τόν 4ο μ.Χ. αἰ­ώ­να. Ἡ οἰ­κο­γέ­νειά της ἦ­ταν ἐ­πί­ση­μη. Βα­σι­λεύς ἑ­νός τμή­μα­τος τῆς Περ­σί­ας ἦ­ταν ὁ πα­τέ­ρας της καί ὀ­νο­μα­ζό­ταν Λι­κί­νιος. Λικι­νί­α ἦ­ταν καί τό ὄ­νο­μα τῆς μη­τέ­ρας της. Μο­να­δι­κός βλα­στός τῆς συ­ζυ­γί­ας τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν γο­νέ­ων της, μέ τά πλού­σια οἰ­κο­νο­μι­κά μέ­σα καί τή θερ­μή ἀ­γά­πη, μέ τήν ὁ­ποί­α τήν πε­ρι­έ­βαλ­λαν, ἀ­να­τρά­φη­κε μέ ἐ­ξαι­ρε­τι­κή φρον­τί­δα καί ἐ­πι­μέ­λεια ἡ κό­ρη. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως με­ρί­μνη­σαν γιά τήν μόρ­φω­σή της. Καί γι’ αὐ­τό ἀ­πό τή μι­κρή της ἡ­λι­κί­α τήν πα­ρέ­δω­σαν στή δι­α­παι­δα­γώ­γη­ση ἑ­νός σο­βα­ροῦ καί ἰ­δι­αί­τε­ρα μορ­φω­μέ­νου δι­δα­σκά­λου, γέ­ρον­τα στήν ἡ­λι­κί­α, τοῦ Ἀ­πελ­λια­νοῦ. Κον­τά του ἡ νε­α­ρή Πη­νε­λό­πη — αὐ­τό ἦ­ταν τό ὄ­νο­μά της πρίν βα­πτι­σθεῖ — ἀ­πέ­κτη­σε με­γά­λο πλοῦ­το γνώ­σε­ων, ὥ­στε νά θαυ­μά­ζε­ται ἀ­πό πολ­λούς γι’ αὐ­τές, ὅ­ταν ἔ­φθα­σε στή νε­α­νι­κή της ἡ­λι­κί­α. Προ­ση­λω­μέ­νος τόσο ὁ Ἀ­πελ­λια­νός ὅ­σο καί οἱ γο­νεῖς της στήν εἰ­δω­λο­λα­τρι­κή θρη­σκεί­α, με­ρί­μνη­σε μέ κά­θε τρό­πο νά τῆς ἐμ­πνεύ­σει βα­θύ σε­βα­σμό πρός τήν ψεύ­τι­κη πί­στη τῶν εἰ­δώ­λων καί νά προ­σφέ­ρει θυ­σί­ες στούς ἀνύ­παρ­κτους θε­ούς τῆς πα­τρί­δος της. Ἀ­πό παν­τοῦ ἀ­κού­γον­ταν ἔ­παι­νοι γιά τήν κό­ρη τοῦ Λι­κι­νί­ου, ἡ ὁ­ποί­α ἰ­δι­αι­τέ­ρως κο­λα­κεύ­ον­ταν ἀ­πό αὐ­τούς, ἀ­φοῦ αὐτοί τό­σο πολύ ἐξέτρεφαν τήν κο­σμι­κή της μα­ται­ο­δο­ξί­α.

Ἀλ­λά ὁ Θε­ός, ὁ ἀ­λη­θι­νός Θε­ός, ἄλ­λα, βα­θύ­τε­ρα, ἐ­σω­τε­ρι­κά προ­σόν­τα δι­έ­κρι­νε στήν καρ­δί­α τῆς νε­α­ρῆς παρ­θέ­νου. Δι­έ­κρι­νε μί­α ψυ­χή λε­πτή καί καλ­λι­ερ­γη­μέ­νη, ἕ­τοι­μη νά δε­χθεῖ τήν ἀ­λή­θεια καί νά κα­ταυ­γα­σθεῖ ἀ­πό τό φῶς τῆς ἀ­λη­θεί­ας Του. Τήν εἶ­χε Ἐ­κεῖ­νος προ­ο­ρί­σει μέ­σα στήν ἄ­πει­ρη σο­φί­α του νά γί­νει Χρι­στια­νή καί ὄρ­γα­νο δι­κό του, ὥ­στε καί ἡ οἰκογέ­νειά της νά ὁ­δη­γη­θεῖ κον­τά του, ἀλλά καί ἄλ­λες ψυ­χές ἐ­πι­δε­κτι­κές νά τόν γνω­ρί­σουν καί νά τόν λα­τρεύ­σουν.

Καί εἶ­ναι νά θαυ­μά­ζει κα­νείς τόν τρό­πο πού χρη­σι­μο­ποί­η­σε ἡ ἀ­γα­θό­τη­τά του, προ­κει­μέ­νου νά φθά­σει τό φῶς τῆς ἁ­γί­ας δι­δα­σκα­λί­ας του στό σπί­τι καί στήν ψυ­χή τῆς Πη­νε­λό­πης στή μα­κρυ­νή Μα­γε­δώ, τήν πα­τρί­δα της. Ποιός ἦ­ταν ὁ τρό­πος; Στό σπί­τι τοῦ Λι­κι­νί­ου προσ­λαμ­βά­νε­ται βο­η­θός μί­α νέ­α. Ποι­ά ση­μα­σί­α ἦ­ταν δυ­να­τόν νά δώ­σει ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε σέ μί­α πτω­χή βο­η­θό τοῦ σπι­τιοῦ, πού γιά νά ἐ­ξοι­κο­νο­μή­σει τό ψω­μί της δε­χό­ταν νά ὑ­πη­ρε­τή­σει στό πλού­σιο σπί­τι τοῦ Λι­κι­νί­ου; Ὅ­μως ἡ νέ­α αὐ­τή δέν μοιά­ζει μέ τίς ἄλ­λες! Ἡ σεμνό­τη­τά της, ἡ προ­σο­χή της, ἡ προ­θυ­μί­α της μα­ζί μέ μί­α γλυ­κύ­τη­τα καί ἔκ­φρα­ση τοῦ προ­σώ­που της, πού ἀν­τι­φέγ­γι­ζαν τήν εὐ­γέ­νεια μιᾶς ψυ­χῆς ἀ­νώ­τε­ρης, ἔ­κα­ναν ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐν­τύ­πω­ση στήν κό­ρη τοῦ Λι­κι­νί­ου. Δέν ἄρ­γη­σε λοι­πόν νά ἀν­τι­λη­φθεῖ τήν αἰ­τί­α. Ἡ νε­α­ρή βο­η­θός ἦ­ταν Χρι­στια­νή. Σύν­το­μα τήν πί­στη γιά τόν Ἰ­η­σοῦ τόν Να­ζω­ραῖ­ο, τόν Σω­τή­ρα καί Λυ­τρω­τή, τήν με­τέ­δω­σε στήν εὐ­γε­νι­κή καί μορ­φω­μέ­νη κό­ρη τοῦ Λι­κι­νί­ου, ἡ ὁ­ποί­α τήν ἐγ­κολ­πώ­θη­κε μέ ὅ­λη της τήν καρ­διά. Κι ἀ­φοῦ κα­τη­χή­θη­κε, ἔ­φθα­σε καί ἡ ἡ­μέρα τῆς βαπτίσε­ώς της, τήν ὁ­ποί­α μυ­στι­κά σέ μί­α νύ­κτα πραγ­μα­το­ποί­η­σε κά­ποι­ος εὐ­λα­βής Χρι­στια­νός Ἱ­ε­ρεύς, πού γιά με­γά­λο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα συ­νεν­νο­οῦν­ταν μέ τήν βο­η­θό τῆς οἰκογε­νεί­ας.

Ὤ! Πό­ση οὐ­ρα­νί­α γα­λή­νη ἁ­πλώ­θη­κε στήν καρ­διά τῆς Εἰ­ρή­νης, ὅ­ταν αἰ­σθάν­θη­κε ὅ­τι μέ τό ἅ­γιο Βά­πτι­σμα ἔ­γι­νε πι­στή Χρι­στια­νή, καί ἀ­παρ­νή­θη­κε τό ψεῦ­δος τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας! Δέν φο­βᾶ­ται κα­νέ­να. Δέν ἀ­νη­συ­χεῖ ἄν ἀ­να­κα­λυ­φθεῖ. Ἀν­τί­θε­τα εἶ­ναι ἕ­τοι­μη τά πάν­τα νά προ­σφέ­ρει στόν Χρι­στό. Κι αὐ­τήν ἀ­κό­μη τή ζω­ή της. Ὁ­ρι­σμέ­να μά­λι­στα γε­γο­νό­τα τήν ἔπει­σαν ὅ­τι ὁ και­ρός τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου της δέν θά ἀρ­γοῦ­σε νά ἔλ­θει.

Τό μυ­στι­κό της ὁ­μο­λο­γου­μέ­νως δέν μπο­ροῦ­σε νά κρα­τη­θεῖ κρυ­φό. Ἡ ἀρ­νη­σή της νά με­τά­σχει σέ εἰ­δω­λο­λα­τρι­κές ἐκ­δη­λώ­σεις, σέ θυ­σί­ες καί τι­μές τῶν ψεύ­τι­κων θε­ῶν, ἦ­ταν μί­α ἀ­πό­δει­ξη ὅ­τι κά­τι εἶ­χε συμ­βεῖ στήν καρ­διά της. Δέν δί­στα­σε νά τό ἀναγνωρίσει καί ἡ ἰ­δί­α. Μέ θάρ­ρος καί παρ­ρη­σί­α τό ὁ­μο­λό­γη­σε. Ἔκ­πλη­κτος ὁ Λι­κί­νιος ἀ­κού­ει τήν στα­θε­ρή της ὁ­μο­λο­γί­α. Τά πράγ­μα­τα πλέ­ον ἀ­κο­λου­θοῦν τόν δρό­μο τους. Προ­σπά­θεια με­τα­πεί­σε­ως· ὑ­πο­σχέ­σεις· ἀ­πει­λές· δά­κρυ­α, ἀλ­λά καί σκλη­ρό­τη­τα. Μα­ζί μέ τούς γο­νεῖς οἱ ἱ­ε­ρεῖς τῶν εἰδώ­λων κα­τα­βάλ­λουν ἀ­πε­γνω­σμέ­νες προ­σπά­θει­ες νά τήν με­τα­πεί­σουν. Μά­ται­α ὅ­μως. Ἐ­κεί­νη πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρή, ἀ­κλό­νη­τη στή θέ­ση της. «Πει­θαρ­χεῖν δεῖ Θε­ῶ μᾶλ­λον ἤ ἀνθρώ­ποις» (Πράξ. ε΄ 29), ἦ­ταν ἡ ἀ­πάν­τη­σή της, τήν ὁ­ποί­α ἀ­κο­λού­θη­σαν τά μαρ­τύ­ρια. Τί δέν μη­χα­νεύ­θη­καν γιά νά τήν ἐκ­δι­κη­θοῦν μέ τόν σκλη­ρό­τε­ρο τρό­πο! Θέ­λη­σαν νά τήν δέ­σουν πί­σω ἀ­πό ἄ­γρια καί ἀ­τί­θα­σα ἄ­λο­γα, γιά νά πε­θά­νει ἀ­πό τά λα­κτί­σμα­τά τους. Τήν ἔ­ρι­ξαν σέ λάκ­κο γε­μά­το ἀ­πό δη­λη­τη­ρι­ώ­δη φί­δια. Τήν πέ­τα­ξαν ἀ­νά­με­σα ἀ­πό πει­να­σμέ­να καί ἐ­ξα­γρι­ω­μέ­να λι­ον­τά­ρια. Κι ὅ­μως ὁ Θε­ός ἔ­στελ­νε κον­τά της ἀγ­γέ­λους καί τήν κρα­τοῦ­σε σώ­α καί ἀ­λώ­βη­τη. Συγ­χύ­ζον­ται οἱ τύ­ραν­νοι· ἀ­πο­ροῦν οἱ βα­σα­νι­στές· θαυ­μά­ζει ὁ λα­ός. Χι­λιά­δες ἀ­πό τούς Πέρ­σες πι­στεύ­ουν στόν Θε­ό, βα­πτί­ζον­ται καί γί­νον­ται μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ Εἰ­ρή­νη κά­θε φο­ρά πού δι­α­σώ­ζε­ται καί ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­νε­ται ἀ­πό τό νέ­ο μαρτύ­ριο, κη­ρύτ­τει μέ παρ­ρη­σί­α τόν Χρι­στό. Κι ἔ­τσι προ­στί­θεν­ται στήν ἁ­γί­α Του ποί­μνη πλή­θη Περ­σῶν. Στή συ­νεί­δη­ση τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν ἔ­χει ἐ­πι­βλη­θεῖ. Γι’ αὐ­τό καί τά μαρτύρια στα­μα­τοῦν. Καί τό ἔρ­γο τῆς ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς συ­νε­χί­ζε­ται ἀ­νεμ­πό­δι­στα. Ἤ­δη καί ὁ πα­τέ­ρας της ἔ­χει ἀ­σπα­σθεῖ τήν πί­στη.

Ἀλ­λά ἡ μάρ­τυς ἔ­χει τώ­ρα μί­α νέα ἐ­πι­θυ­μί­α. Θέ­λει νά ἐ­πι­σκε­φθεῖ τήν με­γά­λη πό­λη τῆς Ἐ­φέ­σου, ὅ­που ἔ­ζη­σε καί δί­δα­ξε ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής Ἰ­ω­άν­νης. Καί πράγ­μα­τι ἐ­πι­σκέ­πτε­ται τήν Ἔ­φε­σο μα­ζί μέ τόν δι­δά­σκα­λό της Ἀ­πελ­λια­νό, πού κι αὐ­τός ἔ­χει γί­νει τώ­ρα Χρι­στια­νός. Ἐρ­γά­ζε­ται καί στήν Ἔ­φε­σο γιά τή δόξα τοῦ Χριστοῦ καί γί­νε­ται ἀ­φορ­μή πολ­λοί νά μεταστρα­φοῦν στήν ὀρ­θή πί­στη. Τέ­λος εἰρηνικά πα­ρα­δί­δει τό πνεῦ­μα της στόν Θε­ό, τόν ὁ­ποῖ­ο τό­σο ἀ­γά­πη­σε καί γιά τή δό­ξα τοῦ ὁ­ποί­ου θυ­σί­α­σε τά πάν­τα.

Τί κα­τορ­θώ­νει, ἀ­λή­θεια, ἡ πί­στη, ὅ­ταν φουν­τώ­σει στήν καρ­δί­α τοῦ ἀν­θρώ­που! Θαύ­μα­τα ἀ­λη­θι­νά. Καί εἶ­ναι ἄ­ρα­γε μι­κρά τά θαύ­μα­τα, πού ὀ­φεί­λον­ται στίς δυ­ό αὐ­τές γυ­ναῖ­κες, στήν ἄ­ση­μη καί ἄ­γνω­στη νέ­α πού ἔ­γι­νε ἀ­φορ­μή νά πι­στεύ­σει ἡ Εἰ­ρή­νη καί νά ἐ­ξα­σφά­λι­σει τό ἄ­φθαρ­το στε­φά­νι τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, καί στή με­γα­λο­μάρ­τυ­ρα πού κα­τέ­πλη­ξε ἀγ­γέ­λους καί ἀν­θρώ­πους μέ τό ζῆ­λο της ὑ­πέρ Χρι­στοῦ; Τήν ἔ­χου­με ἄ­ρα­γε ἐ­μεῖς τήν πί­στη αὐ­τή;

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου