Μέσα στὸ φῶς καὶ τὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Διακαινησίμου ἑβδομάδος, τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει ὡς μία ἡμέρα, οἱ πιστοὶ ἑορτάζουμε καὶ εὐφραινόμαστε ἀγαλλόμενοι.
Καὶ γιὰ νὰ μᾶς αὐξήσει ἀκόμα περισσότερο τὴ χαρὰ ἡ μητέρα μας Ἐκκλησία, ὅρισε μία ἡμέρα αὐτῆς τῆς ἑβδομάδος νὰ ἑορτάζεται ἰδιαιτέρως ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ Ζωοδόχος – ἤ, ὅπως τὴν ὀνομάζει ὁ ἱερὸς Συναξαριστής, Ζωηφόρος Πηγή. Ἔτσι λοιπὸν τὴν Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου «ἑορτάζομεν τὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν καὶ Θεομήτορος, τῆς Ζωηφόρου Πηγῆς· ἔτι δὲ καὶ μνείαν ποιούμεθα τῶν ἐν τούτῳ τελεσθέντων ὑπερφυῶν θαυμάτων παρὰ τῆς Θεομήτορος».
Ὁ ναὸς αὐτὸς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου κτίσθηκε γιὰ πρώτη φορὰ τὸν 5ο αἰώνα ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως Λέοντα Α΄ τὸν Μακέλλη (457-474 μ.Χ.). Αἰτία γιὰ τὸ κτίσιμο τοῦ ναοῦ στάθηκε ἕνα θαῦμα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τὸ ὁποῖο ἔζησε ὁ ἴδιος ὁ βασιλιὰς προτοῦ ἀνέλθει στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο, ὅταν ἀκόμα ἦταν ἁπλὸς στρατιώτης.
Κάποτε λοιπόν, καθὼς ὁ Λέων βάδιζε σ’ ἕνα προάστιο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, συνάντησε ἕναν τυφλὸ ποὺ προσπαθοῦσε νὰ προχωρήσει στὸ δρόμο, ἀναγκαζόμενος ὅμως νὰ προσκρούει συνεχῶς σὲ πέτρες καὶ ἄλλα ἐμπόδια. Ἀνέλαβε ὁ ἀγαθὸς στρατιώτης νὰ τὸν βοηθήσει, καὶ τὸν ὁδήγησε σ’ ἕνα ἄλσος γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ. Ὁ τυφλὸς τότε τοῦ διεμήνυσε ὅτι διψοῦσε πολὺ καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τοῦ βρεῖ λίγο νερὸ νὰ πιεῖ. Ὁ Λέων προχώρησε μέσα στὸ ἄλσος, μήπως καὶ βρεῖ κάποια κρήνη, ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν βρῆκε τίποτε. Καθὼς ἐπέστρεφε, ἄκουσε καθαρὰ κάποια γλυκιά, οὐράνια φωνὴ νὰ τοῦ λέει: «Μὴν ἀνησυχεῖς, Λέοντα. Τὸ νερὸ εἶναι κοντά σου». Ἔκανε ξανὰ νὰ γυρίσει ὁ στρατιώτης γιὰ νὰ ψάξει καλύτερα. Κι ἐνῶ πάλι δὲν ἀνακάλυπτε τίποτε, ξανακούει τὴν ἴδια φωνή: «Λέον Βασιλεῦ» (τὸν ἀποκάλεσε βασιλιά, ἐνῶ ἀκόμα δὲν ἦταν), «εἴσελθε ἐδῶ στὸ πυκνὸ τοῦτο σύδενδρο καὶ θὰ βρεῖς νερό. Πάρε μὲ τὶς χοῦφτες σου καὶ δῶσε στὸν τυφλὸ νὰ πιεῖ, καὶ ἐπιπλέον χρίσε τὰ μάτια του μὲ τοῦτο τὸ νερό, καὶ τότε θὰ καταλάβεις ποιὰ εἶμαι ἐγὼ ποὺ ἀπὸ πολὺ καιρὸ κατοικῶ σ’ αὐτὸν ἐδῶ τὸν τόπο». Ἀμέσως τότε ὁ Λέων ἔκανε πράξη τὴν προσταγὴ τῆς Θεοτόκου – διότι δική Της ἦταν ἡ φωνή – καὶ βρῆκε τὴν πηγὴ μὲ τὸ νερό. Καὶ καθὼς ἔχρισε μ’ αὐτὸ τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ, ἐκεῖνος ἀμέσως ἀνέβλεψε καὶ εὐχαριστοῦσε ἐκ ψυχῆς τὴν Εὐεργέτιδά του γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ ἐπετέλεσε ἐπάνω του.
Ἡ πρόρρηση τῆς Θεοτόκου ἐπιβεβαιώθηκε, καὶ ὁ Λέων σὲ λίγα χρόνια ἀνακηρύχθηκε αὐτοκράτορας. Τὸ πρῶτο ποὺ σκέφθηκε νὰ κάνει μὲ τὴν ἀνάρρησή του στὸ θρόνο ἦταν νὰ κτίσει ἱερὸ Ναὸ πρὸς τιμήν Της στὸν τόπο ἐκεῖνο ποὺ βρισκόταν ἡ πηγή. Τὸ σχέδιό του ἔγινε πραγματικότητα, καὶ ἀπὸ τότε τὸ νερὸ αὐτὸ ἄρχισε νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα ἀναρίθμητα σὲ ὅσους μὲ πίστη πλησίαζαν ἐπικαλούμενοι τὴ χάρη καὶ βοήθεια τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἀρκετοὶ μετέπειτα αὐτοκράτορες καὶ σύζυγοί τους θεραπεύθηκαν ἀπὸ ἀνίατες ἀσθένειες, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ αὐτοκράτωρ Ἰουστινιανός, ὁ ὁποῖος ἀνήγειρε ἀκόμα μεγαλύτερο Ναὸ στὴν ἴδια θέση. Πρόκειται γιὰ τὸ ἁγίασμα ποὺ καὶ σήμερα ἀκόμη ἀναβλύζει στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ζωοδόχου Πηγῆς Βαλουκλῆ, ὅπου καὶ οἱ τάφοι τῶν Πατριαρχῶν. Ἀπὸ ἐκεῖ ἡ ἑορτὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς διεδόθη σὲ ὅλα τὰ πλάτη καὶ μήκη τῆς γῆς ὡς ἑορτὴ παγκόσμιος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ποὺ τελεῖται τὴν Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου ἑβδομάδος. «Ὑπὲρ σταγόνας ὑετοῦ καὶ ἄστρων καὶ φύλλων πλῆθος τὰ θαύματα» ποὺ ἐπιτελεῖ καὶ σήμερα τὸ ἱερὸ αὐτὸ ἁγίασμα, μάλιστα δὲ σὲ ἀσθένειες οὐρολογικῆς φύσεως.
Μὲ ἱερὸ ἐνθουσιασμὸ ὁ σεπτὸς ὑμνογράφος προτρέπει τοὺς πιστούς: «Ὅθεν… προσιόντες ἐν πόθῳ πιστῶς ἀρυσώμεθα ἐκ Πηγῆς ἀνεξάντλητον ρῶσιν, ὄντως ἀθάνατον, δροσίζουσαν σαφῶς τῶν εὐσεβῶν τὰς καρδίας». Ἂς πλησιάσουμε, μᾶς προτρέπει, μὲ πίστη καὶ πόθο, καὶ ἂς ἀντλήσουμε ἀπὸ τὴν Πηγὴ ὑγεία ἀνεξάντλητη, ἀθάνατη, ποὺ ἀληθινὰ δροσίζει τὶς καρδιὲς τῶν εὐσεβῶν.
Μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, μετὰ τὸ «Τριῴδιον», ἀρχίζει μία περίοδος λειτουργικὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία διαρκεῖ ἐπὶ πενήντα ἡμέρες, μέχρι τὴν ἁγία Πεντηκοστή, καὶ γι’ αὐτὸ ὀνομάζεται «Πεντηκοστάριον». Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Πεντηκοσταρίου ἡ κύρια ἔννοια ποὺ διέπει τὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα τῶν Κυριακῶν εἶναι αὐτὴ τοῦ ὕδατος. Πρόκειται γιὰ τοὺς ποταμοὺς τῆς Χάριτος ποὺ ἀπέρρευσαν ἀπὸ τὴ ζωοπάροχο πλευρὰ τοῦ Κυρίου ἐπάνω στὸν τίμιο Σταυρό, καὶ οἱ ὁποῖοι ξεχύθηκαν σὲ ὅλο τὸν κόσμο δυνάμει τῆς θείας Ἀναστάσεως καὶ τῆς ἐλεύσεως στὴν Ἐκκλησία τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Πρώτη αἴσθηση τῶν ζωηρρύτων αὐτῶν ναμάτων λαμβάνουμε οἱ πιστοὶ μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, κατὰ τὴν ὁποία ὑμνοῦμε τὴν Θεοτόκο ὡς τὴν Πηγὴ ποὺ μᾶς χάρισε τὰ ζωηφόρα νάματα τῆς Χάριτος μὲ τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὰ παρθενικά Της σπλάχνα. Καὶ μέσα στὴν εὐφροσύνη, ἀγαλλίαση καὶ ἱερὴ τέρψη τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, δροσισμένοι καὶ ἀνακουφισμένοι στὶς καρδιές μας ἀπὸ τὶς ποικίλες θλίψεις μας, συνεορτάζοντες μετὰ τῆς Θεομήτορος «ἐκβοῶμεν χείλεσι· Σὺ εἶ τῶν πιστῶν τὸ παραμύθιον». Ἡ μόνιμη καὶ διηνεκὴς ἀνακούφιση καὶ παρηγοριά μας, Ὑπεραγία Θεοτόκε, Μητέρα μας.