Χαμένος κόπος;

   Καὶ ἐγὼ εἶπα· Κενῶς ἐκοπίασα, εἰς μάταιον καὶ εἰς οὐδὲν ἔδωκα τὴν ἰσχύν μου» (Ἡσ. μθ΄ [49] 4).
   Χαμένος ὁ κόπος μου. Μάταια προσ­πάθησα τόσο. Ἔδωσα ὅλες τὶς δυνάμεις μου, καὶ τὸ ἀποτέλεσμα: μηδέν.
   Λόγια συγκλονιστικά. Λόγια ποὺ βγαίνουν ἀπὸ στόμα ἀνθρώπου ποὺ ὁμολογεῖ τὴν τραγικότητά του, καθὼς διαπιστώνει ἀβυσσῶδες χάσμα νὰ χωρίζει τὶς προθέσεις του ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἔργων του. «Θέλησα, προσπάθησα, ἔδωσα ὅλες τὶς δυνάμεις μου, καὶ δὲν πέτυχα τίποτε. Χαμένος κόπος».
   Ποιὸ ἄραγε νά ’ναι τὸ στόμα ποὺ ἐκ­φέρει τὰ λόγια ἐτοῦτα;
   Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἀκόμα συγκλονιστικότερη.
   Εἶναι ὁ Μεσσίας. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως προβάλλεται στὸ προφητικὸ βιβλίο τοῦ Ἡσαΐα, ὡς «παῖς», δοῦλος τοῦ Θεοῦ, καθότι μὲ τὴ σάρκωσή Του καὶ τὴ μέχρι σταυροῦ ταπείνωσή Του ἔγινε δοῦλος χάριν ἡμῶν τῶν ἀν­θρώπων, τοὺς ὁποίους ἦρθε νὰ ὑπηρετήσει καὶ νὰ σώσει.
   Λέει λοιπὸν μὲ ἄλλα λόγια ὁ προφητευόμενος Μεσσίας, ἀπαντώντας στὸν Πατέρα Του, ὁ Ὁποῖος ἐκφράζει τὴν εὐαρέσκειά Του, διότι διὰ τοῦ Υἱοῦ Του πρόκειται νὰ δοξασθεῖ:
   Προσπάθησα, κοπίασα, μόχθησα, ἵδρωσα, ἔπαθα γιὰ τὸν λαό μου, γι’ αὐτοὺς ποὺ ἦρθα νὰ καλέσω κοντά μου. Τοὺς παρακάλεσα, τοὺς ἱκέτευσα, τοὺς φοβέρισα, τοὺς ἀπείλησα, τοὺς ὑποσχέθηκα ἀνταμοιβές… Ἔκλαψα γι’ αὐτούς, πόνεσα, ὑπέστην κάθε ταλαιπωρία, γιὰ νὰ εἰσπράξω τελικὰ ἀπὸ αὐτοὺς πλήρη ἀδιαφορία. Κι ὄχι μόνο, ἀλλὰ καὶ ἔχθρα, τιμωρία, θάνατο…
   Στὸ λαό Του ἀναφέρεται ὁ Μεσσίας. Τοὺς Ἰσραηλίτες. Τὸν ἀγαπημένο Του λαό. Αὐτοὺς στοὺς ὁποίους ἦλθε. Κι ὅμως αὐτοὶ δὲν Τὸν δέχθηκαν. Τὸν ἀ­πέρριψαν. Τὸν βδελύχθηκαν. Τὸν ἐξου­δένωσαν. Τὸν ἀπομάκρυναν ἀπὸ κοντά τους. Διαπίστωση τὴν ὁποία μὲ λύπη θὰ κάνει στὸ Εὐαγγέλιό του ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «Εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον» (Ἰω. α΄ 11). Ἀπηχώντας μὲ τὰ λόγια αὐτὰ καὶ τὰ αἰσθήματα τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου, ὅταν μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἀτένιζε τὴν πόλη τὴν ἁγία, τὴ Σιών, καὶ γεμάτος πίκρα καὶ πόνο μονολογοῦσε: «Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ… ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυν­αγαγεῖν τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ἐπι­συν­άγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε» (Ματθ. κγ΄ [23] 37).
   Αὐτὴ τὴν ἀπείθεια καὶ ἐπίμονη ἄρνηση τοῦ λαοῦ Του βλέπει ὁ Μεσσίας καὶ μιλώντας ὡς ἄνθρωπος λέει τὰ λόγια αὐτά: «κενῶς ἐκοπίασα».
   Ἐπὶ πλέον ὅμως καὶ κάποιος τρίτος, ὁ ὁποιοσδήποτε ἐξωτερικὸς παρατηρητής, βλέποντας τὴν κατάληξη τῆς ἐπὶ γῆς πολιτείας καὶ τοῦ ὅλου ἔργου τοῦ Κυρίου, ἀτενίζοντας δηλαδὴ τὸν Μεσσία νὰ σύρεται στὸ Σταυρὸ ἐγκαταλελειμμένος ἀπὸ τοὺς πάντες, ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς πιὸ δικούς Του, τὸν στενὸ κύκλο τῶν μαθητῶν Του, ἕνα Χριστὸ χλευασμένο, ὑβρισμένο, περιφρονημένο, νεκρὸ ἐπὶ τοῦ ξύλου, στὸ ἴδιο συμ­πέρασμα δὲν θὰ κατέληγε; Μάταια ὅλα. Τελεία ἀπογοήτευση. Νεκρὸς Αὐτὸς ποὺ ἀξίωσε νὰ Τὸν πιστέψουμε Μεσσία καὶ Λυτρωτή. Τί νὰ περιμένει πιὰ κανείς; «Ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν…», ἔλεγαν οἱ δύο μαθητές, πορευόμενοι πρὸς τὴν πόλη Ἐμμαούς, τὴν ἴδια τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Εἴχαμε στηρίξει ὅλες τὶς ἐλπίδες μας ἐπάνω Του. Κι ὅμως. Ὅλα πῆγαν χαμένα. Τὰ ἔλεγαν ὅλα αὐτὰ τὴν ὥρα ποὺ εἶχε πραγματοποιηθεῖ ὁ μέγιστος θρίαμβος! Ὁ Κύριος εἶχε ἀναστηθεῖ καὶ περπατοῦσε δίπλα τους. Ὁ θάνατος εἶχε νικηθεῖ. Ὁ Ἅδης εἶχε συντριβεῖ. Ὁ Παράδεισος εἶχε ἀνοίξει. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου, ἡ ὅλη Του οἰκονομία, ἡ θριαμβευτικὴ Ἀνάστασή Του εἶχαν καταστεῖ πηγὴ ζωῆς καὶ εὐλογίας γιὰ τοὺς πάντες.
   Ἐδῶ εἶναι τὸ θεϊκὸ μυστήριο. Ἀλλιῶς τὰ συλλαμβάνει ὁ χοϊκὸς νοῦς τοῦ μὴ ἀναγεννημένου ἀνθρώπου κι ἀλλιῶς ὁ νοῦς ποὺ κινεῖται στοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὶς συχνότητες.
   Καὶ εἶναι αὐτὸ ἕνα μυστήριο ποὺ ἐπαναλαμβάνεται καθημερινὰ καὶ στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν. Ἂν καὶ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «κενῶς ἐκοπίασα» εἶχε πλήρη ἐφαρμογὴ γιὰ τὸν λαὸ τῶν Ἑβραίων, δὲν σημαίνει πὼς ἔχει καὶ γενικὴ ἰσχύ. Γιὰ κείνους ὁ Κύριος πράγματι «κενῶς» ἐκοπίασε. Γιὰ μᾶς ὅμως, γιὰ ὅλο τὸν κόσμο ὁ κόπος Του ἔγινε πηγὴ ἀναστάσεως, εὐτυχίας, ζωὴ αἰώνια.
   Ἐνδεχομένως λοιπὸν κάποτε νὰ ἔρ­χονται καὶ στὴ δική μας σκέψη τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ περιέχονται στὸ βιβλίο τοῦ προφήτη Ἡσαΐα: Μάταια κοπιάζω. Τόσα ἔκανα γύρω μου, στὸ οἰκογενειακό μου περιβάλλον, στὰ παιδιά μου, στοὺς συγγενεῖς μου, πιὸ ἔξω… Ὅ,τι περνοῦσε ἀπ’ τὸ χέρι μου τὸ ἔθεσα σὲ ἐφαρμογὴ γιὰ νὰ τοὺς πείσω νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Ἐκκλησία, στὰ Μυστήρια, στὴν ἠθικὴ ζωή. Τίποτε δὲν γίνεται. Ἀπὸ παντοῦ εἰσπράττω ἀντίδραση, ἄρνηση, χλεύη, περιφρόνηση. Κάθε μου προσπάθεια πέφτει στὸ κενό. Μάταια κοπιάζω.
   Ὄχι, ἀδελφέ, δὲν κοπιάζεις μάταια. Ἡ «ἀποτυχία» σου, ὁ «θάνατός» σου – νὰ εἶσαι βέβαιος – θὰ καρποφορήσει τὴ ζωή. Σὰν τὸν σπόρο τοῦ σίτου ποὺ πέφτει στὸ χῶμα καὶ θάβεται, σαπίζει, χάνεται. Κι ὅμως, ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ θάψιμό του, τὸ σάπισμά του εἶναι ποὺ βλασταίνει νέα ζωὴ καὶ δίνει καρπὸ πολύ (πρβλ. Ἰω. ιβ΄ [12] 24).
   Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς εὐλογίας τοῦ νὰ εἶσαι γιὰ τὸν κόσμο «ὁ ἀποτυχημένος». Ἐσὺ μόνο μὴν παύεις νὰ κοπιάζεις γιὰ τὸν Κύριο. Καὶ νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι «ὁ κόπος σου οὐκ ἔστι κενὸς ἐν Κυρίῳ» (Α΄ Κορ. ιε΄ [15] 58). Θὰ ἔρθει κάποια στιγμὴ ἡ ἀνάσταση!

«